72
Τοῦ θεολόγου κ. Νικολάου Σωτηροπούλου
(ἀπὸ τὸ βιβλίο του, Ὁ Ἄνθρωπος)
…Τέθηκε τὸ ἐρώτημα: Μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ ἁμαρτήσῃ; Κατὰ μία γνώμη μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσῃ, ἀλλὰ δὲν ἁμάρτησε. Καὶ κατ’ ἄλλη γνώμη δὲν μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσῃ. Ὀρθὴ εἶναι ἡ δεύτερη γνώμη, ὅτι δηλαδὴ ὁ Κύριος δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἁμαρτήσῃ. Αὐτὴ ἡ γνώμη εἶναι διδασκαλία τῶν Πατέρων καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι “στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” (Α΄ Τιμ. 3:15).
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἁμαρτήσῃ, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ὑποστατικῶς μὲ τὴ θεία φύσι του. Ἡ ἀνθρώπινη φύσι δὲν προσλήφθηκε στὴν ὑπόστασι τοῦ Θεοῦ Λόγου ὡς πρόσωπο. Δὲν ὑπάρχουν στὸ Χριστὸ δύο πρόσωπα, ἕνα ἀνθρώπινο καὶ ἕνα θεῖο, ἀλλ’ ὑπάρχει ἕνα μόνο πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει δικό της πρόσωπο, δικό της ἐγώ, δὲν ὑπάρχει στὸ Χριστὸ ἡ προϋπόθεσι γιὰ ἁμαρτία, ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ φιλαυτία, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Θεὸς Λόγος, κατὰ τὴν ἔκφρασι τῶν Πατέρων, “εὐδοκήσας ἐν σαρκὶ γενέσθαι, ἐχαλιναγώγει τὸ σκεῦος”. Ἂν καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε δύο θελήσεις, ὄχι δηλαδὴ τὴ θεία μόνο θέλησι, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἁμαρτήσῃ, διότι ἡ ἀνθρώπινη θέλησι θεώθηκε ἀπὸ τὴ θεότητα καὶ ὑποτασσόταν στὴ θεία θέλησι. Ὁ Χριστὸς κατὰ τοὺς Πατέρες ἦταν ὑπεράνω πειρασμῶν. Ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς καὶ ἀμφιταλαντεύσεις δὲν εἶχε. Οἱ πειρασμοί του ἦταν ἐξωτερικοί. Καὶ τοὺς ἀπέκρουε καὶ τοὺς ὑπερνικοῦσε ἀμέσως μὲ τὴν προσταγή, “Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ”. Ἡ γνώμη, ὅτι ὁ Θεάνθρωπος ἦταν δυνατὸν νὰ ἁμαρτήσῃ, εἶναι βλάσφημη καὶ ἀποτροπιαστική. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἁμαρτήσῃ ὁ Θεός, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἁμαρτήσῃ ὁ Θεάνθρωπος. Ἡ τελεία ἀναμαρτησία καὶ ἡ ἄκρα τελειότης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διακηρύσσει ἡ Γραφή, εἶναι ἀκολουθία τῆς μυστηριώδους ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ἀπόδειξι, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ πράγματι Θεὸς Λόγος, ποὺ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύσι γιὰ νὰ τὴ θεώσῃ.