Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

15-21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024

by admin

π. Δημη­τρί­ου Μπό­κου

Ὁ Χρι­στὸς μᾶς καλεῖ νὰ ἀκο­λου­θή­σου­με «ὀπί­σω του», ἀπαρ­νού­με­νοι τὸν ἑαυ­τό μας καὶ αἴρον­τας τὸν σταυ­ρό μας (Κυρια­κὴ μετὰ τὴν Ὕψω­σιν). Συνή­θως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ζητά­ει ποτὲ νὰ κάνου­με κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔκα­νε πρῶ­τα Ἐκεῖ­νος. «Ὑπό­δειγ­μα γὰρ δέδω­κα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποί­η­σα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιεῖ­τε», λέγει στοὺς μαθη­τές του (Ἰω. 13, 15). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος τονί­ζει μὲ ἔμφα­ση ὅτι ὁ Χρι­στὸς χάρα­ξε τὴν ὅλη σταυ­ρι­κή του πορεία «ὑμῖν ὑπο­λιμ­πά­νων ὑπο­γραμ­μὸν ἵνα ἐπα­κο­λου­θή­ση­τε τοῖς ἴχνε­σιν αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2, 21).

Πρό­τυ­πο καὶ ὑπό­δειγ­μα λοι­πὸν στὴν πορεία μας αὐτὴ βάζει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυ­τό του. Αὐτὸς εἶναι ποὺ πρῶ­τα ἀπὸ μᾶς ἀπαρ­νεῖ­ται τὸν ἑαυ­τό του καὶ σηκώ­νει τὸν Σταυ­ρό του. Καὶ αὐτό, ἐπει­δὴ δια­κα­τέ­χε­ται ἀπὸ μανι­κὸ ἔρω­τα γιὰ μᾶς, μᾶς ἀγα­πά­ει μὲ μιὰ ἀγά­πη ἀκα­τα­νόη­τη. Λέγε­ται, ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀκό­μα ἂν ἐρω­τη­θεῖ για­τί ἀγα­πά­ει τὸν ἄνθρω­πο τόσο πολύ, δὲν θὰ ἔχει καμ­μιὰ ἀπάν­τη­ση νὰ δώσει γι’ αὐτό. Καὶ ὁ πολὺς Ἰωάν­νης τῆς Κλί­μα­κος ὑπο­γραμ­μί­ζει, ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁρί­σει τὸν Θεὸ ὡς ἀγά­πη, μοιά­ζει μὲ τυφλὸ ποὺ μέσα στὴν (ἀπέ­ραν­τη) ἄβυσ­σο προ­σπα­θεῖ (μάταια) νὰ μετρή­σει τοὺς (ἀμέ­τρη­τους) κόκ­κους τῆς ἄμμου (Λόγος Λ΄).

Ἡ σταυ­ρι­κὴ ὀδύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ἀρχί­ζει τὴν ὥρα ποὺ τὸν ὑψώ­νουν πάνω στὸν Σταυ­ρό, ἀλλὰ πολὺ νωρί­τε­ρα. Ἀπὸ τὴν ἕκτη ὥρα (τὸ μεση­μέ­ρι) τῆς ἡμέ­ρας ποὺ τολ­μή­θη­κε ἡ ἁμαρ­τία ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παρά­δει­σο. Ἀπὸ τότε ὀδυ­νᾶ­ται ὁ Θεὸς καὶ θρη­νεῖ γιὰ τὸ πλά­σμα του. Καὶ δὲν ἀρκεῖ­ται στὸ νὰ χύνει ἁπλῶς δάκρυα, ἀλλὰ κατε­βαί­νει στὴ γῆ, δέχε­ται νὰ κενώ­σει τὸν ἑαυ­τό του ἀπὸ τὸ ἀπε­ρί­γρα­πτο μεγα­λεῖο του, νὰ γίνει ἑκού­σια μικρός, φτω­χός, δοῦ­λος, νὰ διω­χτεῖ, νὰ πονέ­σει, νὰ σταυ­ρω­θεῖ, νὰ ταυ­τι­σθεῖ ἀπό­λυ­τα μὲ τὸν ἄνθρω­πο. Ἀπὸ τότε σταυ­ρώ­νε­ται διαρ­κῶς.

Λέει ὁ ἅγιος Σωφρό­νιος: «Ὁ νοῦς ἡμῶν σιγᾷ ἐν θαυ­μα­σμῷ πρὸ τοῦ μυστη­ρί­ου τού­του: Ὁ Κτί­στης ἐνε­δύ­θη τὸ κτι­στόν. Ὁ Αἰώ­νιος καὶ Ὑπερ­κό­σμιος προ­σέ­λα­βε τὴν πρό­σκαι­ρον καὶ εὐμε­τά­βλη­τον μορ­φὴν τοῦ εἶναι. Τὸ Πνεῦ­μα, τὸ ὑπε­ρέ­χον πᾶσαν ἔννοιαν, ἐγέ­νε­το σὰρξ ἐν τῷ προ­σώ­πῳ τοῦ Λόγου καὶ ἔδω­κεν εἰς ἡμᾶς τὴν δυνα­τό­τη­τα νὰ ψηλα­φή­σω­μεν Αὐτὸν διὰ τῶν σωμα­τι­κῶν ὀφθαλ­μῶν. Ὁ Ἀπα­θὴς ὑπε­βλή­θη εἰς παθή­μα­τα. Ἡ Ἄναρ­χος Ζωὴ συνε­δέ­θη μετὰ τοῦ θανά­του» (Περὶ προ­σευ­χῆς, σ. 136).

Ἡ ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ μακραί­ω­νη αὐτὴ σταυ­ρι­κή του πορεία, εἶναι ἐπι­πλέ­ον ἀκα­τα­νόη­τη, για­τὶ γίνε­ται γιὰ ἕνα πλά­σμα ποὺ δὲν ἐκτι­μᾶ τὴν κίνη­ση τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πλά­σμα ἀχά­ρι­στο. Ἀκό­μα καὶ λίγο πρὸ τοῦ πάθους του ὁ Χρι­στός, πλη­σιά­ζον­τας στὴν Ἰερου­σα­λήμ, μὲ τὸ ποὺ τὴν ἀντι­κρύ­ζει ξεσπά­ει σὲ λυγ­μούς. «Ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυ­σεν ἐπ’ αὐτήν» (Λουκ. 19, 41). Ἀκό­μα καὶ αὐτὴ τὴν ὕστα­τη στιγ­μή, λέει, ἂν ἤθε­λες, θὰ διορ­θώ­νον­ταν ὅλα. Θὰ σωζό­σουν. Ὅλο σου τὸ ἁμαρ­τω­λὸ παρελ­θὸν θὰ ἔσβη­νε ἀμέ­σως. Ἀκό­μα καὶ πρὶν ἀφή­σει ἐπὶ τοῦ Σταυ­ροῦ τὴν τελευ­ταία του πνοὴ ὁ Χρι­στός, «ὑπὲρ τῶν σταυ­ρούν­των παρε­κά­λει τὸν ἴδιον Πατέ­ρα λέγων· Ἄφες αὐτοῖς…»

Ἔτσι, κατὰ τὸν Μητρο­πο­λί­τη Ἀντώ­νιο τοῦ Σου­ρόζ, ὁ Χρι­στὸς ἔδει­ξε μὲ ποιὸν τρό­πο «ἀντι­με­τω­πί­ζει τὸν καθέ­να ἀπὸ μᾶς. Μᾶς ἀπο­δέ­χε­ται ὅπως εἴμα­στε. Ἀπο­δέ­χε­ται τὸν καλὸ καὶ τὸν κακό, χαί­ρε­ται γιὰ τὸν καλὸ καὶ πεθαί­νει ἐξ αἰτί­ας καὶ γιὰ χάρη τοῦ κακοῦ…

Μᾶς δίδα­ξε μιὰ ἀγά­πη ποὺ δέχτη­κε νὰ γίνει τρω­τή, ἀβο­ή­θη­τη, δοτι­κή, θυσια­στι­κή. Μιὰ ἀγά­πη ποὺ δίνει χωρὶς νὰ μετρᾶ, μιὰ ἀγά­πη ποὺ δίνει ὄχι μόνον ὅ,τι κατέ­χει, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυ­τό της τὸν ἴδιο» (Ὁ εὐά­λω­τος Θεός, σ. 66–67).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek