ΟΙ «ΣΩΦΡΟΝΕΣ» ΔΙΚΑΙΟΙ

16 - 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025

by admin

π. Δημη­τρί­ου Μπό­κου

Ὅταν ὁ ἄσω­τος υἱὸς ἐπέ­στρε­ψε στὸ πατρι­κό του σπί­τι καὶ ἔγι­νε δεκτὸς μὲ ἀνοι­χτὲς ἀγκά­λες ἀπὸ τὸν πατέ­ρα του, ὁ μεγα­λύ­τε­ρος ἀδελ­φὸς δὲν χάρη­κε. Καὶ μάλι­στα δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἔντο­να στὸν πατέ­ρα του, ἐκφρά­ζον­τας παρά­πο­νο καὶ δια­φω­νών­τας γιὰ τὸν τρό­πο ὑπο­δο­χῆς τοῦ ἀδελ­φοῦ του (Κυρια­κὴ τοῦ Ἀσώ­του).

Παρό­μοιο παρά­πο­νο ἐκφρά­ζουν καὶ οἱ ἐργά­τες τοῦ ἀμπε­λώ­να σὲ μιὰ ἄλλη παρα­βο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐκεῖ ὁ Χρι­στὸς μιλά­ει γιὰ ἐργά­τες ποὺ ἔπια­σαν δου­λειὰ πρωὶ-πρωὶ καὶ ἐργά­στη­καν ὅλη τὴν ἡμέ­ρα καὶ γιὰ ἄλλους ποὺ ἐργά­στη­καν μονά­χα μιὰ ὥρα. Ἀλλὰ στὸ τέλος ὅλοι αὐτοὶ πῆραν τὸν ἴδιο μισθό. Τότε οἱ πρῶ­τοι ἐργά­τες ποὺ ὑπέ­μει­ναν τὸν ὁλο­ή­με­ρο κόπο καὶ τὸν καύ­σω­να, παρα­πο­νέ­θη­καν στὸ ἀφεν­τι­κὸ γιὰ ἀδι­κία (Ματθ. 20, 1–16).

Ὁ πρε­σβύ­τε­ρος υἱὸς τῆς παρα­βο­λῆς καὶ οἱ ἐργά­τες τοῦ ἀμπε­λώ­να εἶναι οἱ δίκαιοι. Τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐργά­ζον­ται πιστὰ κον­τά του σὲ ὅλη τους τὴ ζωή. Ποὺ ἐφαρ­μό­ζουν προ­σε­κτι­κὰ τὶς ἐντο­λές του. «Οὐδέ­πο­τε ἐντο­λήν σου παρῆλ­θον», λέει μὲ πικρία ὁ μεγά­λος γιὸς στὸν πατέ­ρα του. Ὁ Χρι­στὸς δὲν ἰσχυ­ρί­στη­κε ποτὲ ὅτι ἔλε­γε ψέμα­τα ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἀδελ­φός. Οὔτε ὅτι δὲν ἐργά­στη­καν ὅλη τὴν ἡμέ­ρα οἱ ἐργά­τες τοῦ ἀμπε­λώ­να. Οὔτε ὅτι ὁ φαρι­σαῖ­ος τῆς ἄλλης παρα­βο­λῆς δὲν εἶχε τὶς ἀρε­τὲς ποὺ ἔλε­γε. Ἀλλὰ κάτι ἔλει­πε ἀπὸ ὅλους αὐτούς. Ποιὸ ἦταν αὐτό;

Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἐργά­τες τοῦ μισθοῦ. Φρόν­τι­ζαν γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους. Νὰ ἐξα­σφα­λί­σουν τὴ σωτη­ρία τους. Ὅταν εἶδαν ὅτι καὶ ἄλλοι διεκ­δι­κοῦν τὸ ἴδιο πράγ­μα, χωρὶς τὶς δικές τους προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἀντέ­δρα­σαν. Ζήλε­ψαν. Φθό­νη­σαν. Θεώ­ρη­σαν τὸν ἑαυ­τό τους ἀδι­κη­μέ­νο. Καὶ τὸν Θεὸ ἄδι­κο. Δὲν ἦταν οἱ ἐργά­τες τῆς ἀγά­πης. Δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀπο­δε­χθοῦν ἰσό­τι­μα δίπλα τους τοὺς παρα­κα­τια­νοὺς τῆς κοι­νω­νί­ας. Ἐνερ­γοῦ­σαν κατὰ καθῆ­κον. Ἀπο­βλέ­πον­τας στὸ τί θὰ κερ­δί­σουν. Τοὺς ἔλει­πε ἡ ἀνθρω­πιά. Τὸ νὰ κάνουν τὸ καλὸ ἀπὸ ἀγά­πη. Γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο.

Αὐτὸ ἔκα­νε τὴν καρ­διά τους σκλη­ρή, πέτρι­νη, χωρὶς εὐαι­σθη­σία ἀπέ­ναν­τι στὸν ἁμαρ­τω­λό. Ἔμε­ναν στὸ γράμ­μα τοῦ νόμου. Ἀπαι­τοῦ­σαν δικαιο­σύ­νη κατὰ τὴν ἀνθρώ­πι­νη λογι­κή. Οἱ «σώφρο­νες» δίκαιοι ἀδυ­να­τοῦ­σαν νὰ κατα­νο­ή­σουν ἕνα Θεὸ ποὺ ἀγα­πᾶ ἐξ ἴσου μὲ τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς. Ποὺ ἀνα­τέλ­λει τὸν ἥλιο καὶ στέλ­νει τὴ βρο­χή του «ἐπὶ πονη­ροὺς καὶ ἀγα­θούς». Καὶ συγ­χω­ρεῖ τὸν μετα­νο­η­μέ­νο ἄνθρω­πο χωρὶς νὰ ἀπαι­τεῖ τὴν περαι­τέ­ρω τιμω­ρία του.

Μὲ τέτοιο φρό­νη­μα οἱ θεω­ρού­με­νοι δίκαιοι γίνον­ται ἀπὸ πρῶ­τοι ἔσχα­τοι. Οἱ πρώ­ην ἄσω­τοι, ἐμφο­ρού­με­νοι ἀπὸ δυνα­μι­κή, σωτή­ρια μετά­νοια, τοὺς ξεπερ­νοῦν. Εἰσέρ­χον­ται πρῶ­τοι, μὲ ἀρχη­γὸ τὸν ληστή, στὸν Παρά­δει­σο. Ὁ Χρι­στὸς εἶναι κατη­γο­ρη­μα­τι­κός: «Οἱ τελῶ­ναι καὶ αἱ πόρ­ναι προ­ά­γου­σιν ὑμᾶς εἰς τὴν Βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ». Ὁ λόγος του αὐτὸς ἐπα­λη­θεύ­τη­κε πολ­λὲς φορές.

Μιὰ εὐλα­βὴς ὀρφα­νὴ κοπέ­λα ὀλί­σθη­σε κάπο­τε στὴ ζωὴ τῆς πορ­νεί­ας. Ἀπε­στά­λη τότε σ’ αὐτὴν ὁ ἀββᾶς Ἰωάν­νης ὁ Κολο­βὸς καὶ κατά­φε­ρε νὰ τὴ φέρει σὲ κατά­νυ­ξη. «Ὑπάρ­χει γιὰ μένα μετά­νοια;» ρώτη­σε ἡ παρα­στρα­τη­μέ­νη. Καὶ στὴν κατα­φα­τι­κὴ ἀπάν­τη­ση τοῦ γέρον­τα, «πήγαι­νέ με τότε ὅπου θέλεις», τοῦ εἶπε. Καὶ χωρὶς νὰ πάρει τίπο­τε μαζί της, ἔφυ­γε ἀμέ­σως μὲ τὸν γέρον­τα.

Νυχτώ­θη­καν στὴν ἔρη­μο καὶ κοι­μή­θη­καν πάνω στὴν ἄμμο. Τὰ μεσά­νυ­χτα ὁ ἀββᾶς βλέ­πει μιὰ φωτει­νὴ στή­λη ἀπὸ τὴ γῆ μέχρι τὸν οὐρα­νὸ καὶ ἀγγέ­λους νὰ ἀνε­βά­ζουν ψηλὰ τὴν ψυχὴ τῆς πόρ­νης. Καὶ ἀκού­ει φωνὴ Θεοῦ νὰ λέει: «Μία ὥρα τῆς δικῆς της μετά­νοιας ἦταν πολὺ πιὸ εὐπρόσ­δε­κτη ἀπὸ τὴ μακρο­χρό­νια, ἀλλὰ χωρὶς θέρ­μη, μετά­νοια πολ­λῶν» (ἀπὸ τὸ Γερον­τι­κό).

Νά, πῶς ἕνας ἄσω­τος, ἕνας ἁμαρ­τω­λός, ἕνας ἐργά­της τῆς ἑνδε­κά­της ὥρας, μπο­ρεῖ νὰ ξεπε­ρά­σει τὸν δίκαιο.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek