ΠΡΕΠΕΙ H ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ;

by admin

Ὁ ἅγιος Ἰγνά­τιος ὁ Θεο­φό­ρος (50–119 μ.Χ.), δεύ­τε­ρος ἐπί­σκο­πος Ἀντιο­χεί­ας, ἀνα­φε­ρό­με­νος στὴν ἀξία τοῦ ἐπι­σκο­πι­κοῦ ἀξιώ­μα­τος, λέγει, ὅτι ὁ ἐπί­σκο­πος ἔχει τὸ ἀπο­στο­λι­κὸ ἀξί­ω­μα. Γι’ αὐτὸ χωρὶς τὸν ἐπί­σκο­πο Ἐκκλη­σία δὲν γίνε­ται. Πολ­λοὶ ἐπί­σκο­ποι κατὰ τὴ χει­ρο­το­νία τους χρη­σι­μο­ποιοῦν τὰ λόγια τοῦ ἁγί­ου Ἰγνα­τί­ου, γιὰ νὰ ποῦν στὸ πλή­ρω­μα ποὺ θὰ ποι­μά­νουν, ὅτι ἀξιώ­νουν πλή­ρη ὑπα­κοὴ στὸ πρό­σω­πό τους, θεω­ρών­τας, ὅτι ὅποιος δὲν ὑπα­κού­ει δημιουρ­γεῖ διαι­ρέ­σεις καὶ σχί­σμα­τα, δια­σπών­τας τὴν ἑνό­τη­τα τῆς τοπι­κῆς ἐκκλη­σί­ας.

Ὡστό­σο, ὅπως ὑπάρ­χουν κανό­νες ποὺ ἔχουν ἐξαι­ρέ­σεις, ἔτσι καὶ ἐδῶ. Αὐτὸ σημαί­νει, ὅτι ἡ ὑπα­κοὴ στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἐπι­σκό­που δὲν εἶναι ἀπρο­ϋ­πό­θε­τη. Θὰ πρέ­πῃ ὁ ἐπί­σκο­πος νὰ εἶναι ὑπό­δειγ­μα πίστε­ως καὶ ζωῆς, νὰ ὀρθο­το­μῇ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ζῇ ἁγία ζωή. Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἅγιο Συμε­ὼν τὸ νέο Θεο­λό­γο, ὁ ἐπί­σκο­πος φέρει τὴν ἀπο­στο­λι­κὴ δια­δο­χὴ καὶ τὴ θεία χάρι, ἐφό­σον τηρεῖ τὶς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανό­νες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, θὰ προ­σθέ­τα­με βεβαί­ως.

Στὴν Ἐκκλη­σια­στι­κὴ Ἱστο­ρία ἔχου­με δυστυ­χῶς ἀρκε­τὰ παρα­δείγ­μα­τα ὄχι μόνο ἐπι­σκό­πων, ἀλλὰ καὶ ἀνω­τέ­ρων ἐκκλη­σια­στι­κῶν ἀξιω­μα­τού­χων, οἱ ὁποῖ­οι ἀστό­χη­σαν σὲ θέμα­τα πίστε­ως καὶ περιέ­πε­σαν σὲ αἱρε­τι­κὲς διδα­σκα­λί­ες. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀνώ­τα­το κρι­τή­ριο ἀλη­θεί­ας δὲν εἶναι ὁ ἐπί­σκο­πος, ἀλλ’ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλη­σία, δηλα­δὴ ἡ κοι­νὴ συνεί­δη­σι καὶ μαρ­τυ­ρία τοῦ πιστοῦ κλή­ρου καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τονί­ζου­με τὸ ἐπί­θε­το «πιστοῦ», ἐννο­ών­τας τὰ συνει­δη­τὰ καὶ ἐνερ­γὰ μέλη τῆς Ἐκκλη­σί­ας καὶ ὄχι ἁπλῶς τοὺς βαπτι­σμέ­νους χρι­στια­νούς.

Ἡ Ἐκκλη­σία λοι­πὸν εἶναι ὁ στῦ­λος καὶ τὸ ἑδραί­ω­μα τῆς ἀλη­θεί­ας, ὅπως λέγει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Α΄ Τιμ. 3:15). Ἀκό­μη καὶ μέσα στὴν πρώ­τη Ἐκκλη­σία ὑπῆρ­ξαν δια­φο­ρε­τι­κὲς ἀπό­ψεις μετα­ξὺ τῶν Ἀπο­στό­λων, ὥστε χρειά­σθη­κε νὰ συγ­κλη­θῇ ἀπο­στο­λι­κὴ σύνο­δος γιὰ νὰ τὶς ἀντι­με­τω­πί­σῃ (49 μ.Χ.). Ἀλλοῦ παρα­τη­ροῦ­με, ὅτι ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦ­λος εἶχε ἔλθει σὲ ρῆξι μὲ τὸν Ἀπό­στο­λο Βαρ­νά­βα, ἔστω καὶ προ­σω­ρι­νή. Ὑπῆρ­ξαν ἐπί­σης περι­πτώ­σεις ὅπου κάποιοι Πατριάρ­χες ἢ ἀκό­μη καὶ Σύνο­δοι κατε­δί­ω­ξαν ἀδί­κως ἀξί­ους κλη­ρι­κοὺς, ὅπως τὸν Ἰωάν­νη τὸ Χρυ­σό­στο­μο, τὸ Γρη­γό­ριο τὸ Θεο­λό­γο κ.ἄ., οἱ ὁποῖ­οι ἀπο­κα­τα­στά­θη­καν ἀργό­τε­ρα, ἐπει­δὴ ἡ συνεί­δη­σι τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοὺς ἐπέ­βαλ­λε καὶ τοὺς ἀνέ­δει­ξε ὡς ἁγί­ους. Ἂς μὴ ξεχνᾶ­με, ὅτι ὅλες οἱ μεγά­λες αἱρέ­σεις ξεπή­δη­σαν ἀπὸ κλη­ρι­κοὺς (Ἄρειος, Μακε­δό­νιος, Νεστό­ριος κ.ἄ.) καὶ ὅτι τὴν περί­ο­δο τῆς εἰκο­νο­μα­χί­ας ὑπῆρ­ξαν πατριάρ­χες καὶ Σύνο­δοι, ποὺ κατε­δί­κα­σαν τὶς εἰκό­νες.

Ὁ ἐπί­σκο­πος ὑπο­τί­θε­ται ὅτι ἐκπρο­σω­πεῖ τὸν κλῆ­ρο καὶ τὸ λαὸ τῆς περι­φε­ρεί­ας του. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν γίνε­ται πάν­το­τε. Ἔτσι ἔχου­με Συνό­δους, οἱ ὁποῖ­ες δὲν ἔγι­ναν δεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλη­σία. Ἡ ἀπό­φα­σι τῆς Συνό­δου Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας (1438–1439 μ.Χ.), ἡ ὁποία ὑπο­γρά­φη­κε ἀπ’ ὅλους τοὺς Ὀρθό­δο­ξους ἐπι­σκό­πους πλὴν τοῦ ἁγί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐγε­νι­κοῦ, κήρυ­ξε τὴν ὑπο­τα­γὴ τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας στὸν παπι­σμό. Δὲν τέθη­κε ὅμως εὐτυ­χῶς σὲ ἐφαρ­μο­γή, διό­τι ἀπορ­ρί­φθη­κε ἀπὸ τὸ σύνο­λο τοῦ κλή­ρου καὶ τοῦ λαοῦ. Ἂν οἱ ἀνθε­νω­τι­κοὶ δὲν εἶχαν ἀντι­δρά­σει στὴ Σύνο­δο αὐτή, σήμε­ρα ἡ Ὀρθο­δο­ξία θὰ ὑπῆρ­χε μόνο στὰ βιβλία τῆς Ἱστο­ρί­ας καὶ ὄχι ὡς ζῶσα πραγ­μα­τι­κό­της. Εἶναι ψέμα­τα;

Ἀκό­μη καὶ σὲ νεό­τε­ρες ἐπο­χὲς τὸ Πατριαρ­χεῖο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἀφώ­ρι­σε σπου­δαί­ους κλη­ρι­κούς, ὅπως τὸν Μεθό­διο Ἀνθρα­κί­τη, τὸν Βενια­μὶν Λέσβιο, καὶ πολὺ πρό­σφα­τα τὸν λαϊ­κὸ θεο­λό­γο Νικό­λαο Σωτη­ρό­που­λο, ἐνῷ τὸ Ἅγιον Ὅρος ἐξε­δί­ω­ξε τοὺς Κολ­λυ­βά­δες πατέ­ρες ἀπὸ τὰ μονα­στή­ρια του. Ὅμως οἱ διώ­ξεις αὐτὲς ἦταν ἄδι­κες καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔγι­ναν ἀπο­δε­κτὲς ἀπὸ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀντι­θέ­τως, ἔγι­ναν ἀφορ­μὴ νὰ ἐπι­κρι­θοῦν οἱ διῶ­κτες καὶ ὄχι οἱ διω­κό­με­νοι. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀφο­ρι­σμὸς τῶν ἐπα­να­στα­τῶν ἀπὸ τὸ Πατριαρ­χεῖο τὸ 1821 εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔγι­νε ποτέ, διό­τι στὴ συνεί­δη­σι τοῦ λαοῦ δὲν ἦταν ἀπο­δε­κτός. Στὴν πρό­σφα­τη ἐπο­χὴ κλη­ρι­κοὶ καὶ μονα­χοί, ὅπως ὁ ἅγιος Νεκτά­ριος καὶ ὁ ἅγιος Παΐ­σιος, κατα­διώ­χθη­καν ἀπὸ κάποιους ἀνω­τέ­ρους κλη­ρι­κούς. Ἡ ἀνα­κή­ρυ­ξί τους σὲ ἁγί­ους ἦλθε ὡς ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς ἀνα­γνω­ρί­σε­ώς τους πρῶ­τα ἀπὸ τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἐκκλη­σί­ας καὶ κατό­πιν ἀπὸ τὸ Πατριαρ­χεῖο. Ἑπο­μέ­νως, οἱ ἄνθρω­ποι ὡς ἄτο­μα, ἀκό­μη καὶ ὡς Σύνο­δοι μπο­ρεῖ καὶ νὰ σφάλ­λουν, ἀλλ’ ἡ Ἐκκλη­σία ὡς σύνο­λο εἶναι ἀλά­θη­τη, διό­τι καθο­δη­γεῖ­ται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθό­δο­ξη Ἐκκλη­σία δὲν εἶναι ἀτο­μο­κεν­τρι­κὴ καὶ ἐπι­σκο­πο­κεν­τρι­κή, ἀλλὰ δημο­κρα­τι­κὴ καὶ ἁγιο­πνευ­μα­τι­κή. Μοναρ­χι­κὸς εἶναι μόνον ὁ παπι­σμός, ἀλλὰ ὁ παπι­σμὸς δὲν εἶναι Ἐκκλη­σία.

Ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γρα­φή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Και­νὴ Δια­θή­κη ἀνα­φέ­ρε­ται σὲ κακοὺς καὶ ἀνα­ξί­ους ποι­μέ­νες γιὰ νὰ τοὺς ἐλέγ­ξῃ. Γιὰ παρά­δειγ­μα στὸ βιβλίο τοῦ προ­φή­του Ἱερε­μία γρά­φον­ται τὰ ἑξῆς: «Ποι­μέ­νες πολ­λοὶ διέ­φθει­ραν τὸν ἀμπε­λῶ­να μου, ἐμό­λυ­ναν τὴν μερί­δα μου» (Ἱερ. 12:10 ). «Οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ ἠθέ­τη­σαν τὸν νόμον μου καὶ ἐβε­βή­λω­σαν τὰ ἅγιά μου» (Ἱερ. 22:26). Ἀλλὰ καὶ στὰ κεφά­λαια β΄ καὶ γ΄ τοῦ ἱεροῦ βιβλί­ου τῆς Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ Ἰωάν­νου, ὁ Κύριος ἐλέγ­χει καὶ ἀξιο­λο­γεῖ τοὺς ἐπι­σκό­πους τῶν ἑπτὰ τοπι­κῶν ἐκκλη­σιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας. Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διὰ στό­μα­τος τῶν προ­φη­τῶν καὶ τῶν μαθη­τῶν Του ἐλέγ­χει τοὺς ἀντι­προ­σώ­πους Του, δὲν ἔχει ἆρα­γε τὸ δικαί­ω­μα νὰ τοὺς ἐλέγ­ξει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ; Ἡ ἔλλει­ψι ἐλέγ­χου ἐξ αἰτί­ας μιᾶς νοση­ρῆς νοο­τρο­πί­ας, ποὺ τοπο­θε­τεῖ τοὺς κλη­ρι­κοὺς στὸ ἀπυ­ρό­βλη­το, ἀπο­τε­λεῖ σὲ μεγά­λο βαθ­μὸ αἰτία διαιω­νί­σε­ως πολ­λῶν κακῶν μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Σύμ­φω­να μὲ τὴ νοο­τρο­πία αὐτή, μπο­ροῦ­με νὰ ἐλέγ­χου­με τοὺς πολι­τι­κούς, τοὺς δικα­στές, τοὺς ἐκπαι­δευ­τι­κοὺς καὶ ἐν γένει τοὺς πάν­τες, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κλη­ρι­κούς! Τέλος, ἂς μὴ λησμο­νοῦ­με, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, κατὰ τὴ διάρ­κεια τῆς ἐπι­γεί­ου ζωῆς Του, δὲν δίστα­σε νὰ ἐλέγ­ξῃ, καὶ μάλι­στα μὲ σφο­δρό­τη­τα, τοὺς νομο­δι­δα­σκά­λους τῆς ἐπο­χῆς του, Φαρι­σαί­ους καὶ γραμ­μα­τεῖς. (Λουκ. 11:39–52).

Καλὰ θὰ κάνουν λοι­πὸν οἱ ἐπί­σκο­ποί μας, προ­τοῦ ἀξιώ­σουν ὑπα­κοὴ καὶ ὑπο­τα­γὴ στὸ πρό­σω­πό τους, νὰ φρον­τί­σουν νὰ εἶναι ὅπως ἀκρι­βῶς τοὺς θέλει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Α΄ Τιμ. 3:1–7). Ἂς εἶναι βέβαιοι τότε, ὅτι ὁ λαὸς τὸν ὁποῖο ποι­μαί­νουν, ὄχι μόνο θὰ τοὺς ὑπα­κούῃ καὶ θὰ τοὺς ἀκο­λου­θῇ πιστά, ἀλλὰ καὶ θὰ εἶναι ἕτοι­μος νὰ τοὺς ὑπε­ρα­σπι­σθῇ, ἀκό­μη καὶ μὲ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, ἐὰν κάπο­τε χρεια­σθῇ!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek