ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ

24 - 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024

by admin

π. Δημη­τρί­ου Μπό­κου

Ἕνας πλού­σιος νεα­νί­σκος, στὸ ἄκου­σμα τῆς προ­τρο­πῆς τοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἀπαρ­νη­θεῖ τὰ πλού­τη του, νὰ που­λή­σει τὰ ὑπάρ­χον­τά του καὶ νὰ τὰ μοι­ρά­σει στοὺς φτω­χοὺς καὶ μετὰ νὰ ἀκο­λου­θή­σει τὸν Χρι­στό, «περί­λυ­πος ἐγέ­νε­το· ἦν γὰρ πλού­σιος σφό­δρα». Βλέ­πον­τας ὁ Χρι­στὸς τὴ μεγά­λη στε­νο­χώ­ρια τοῦ νεα­ροῦ, ἐπι­σή­μα­νε στοὺς ἀκρο­α­τές του ὅτι εἶναι πιὸ εὔκο­λο νὰ περά­σει καμή­λα ἀπὸ τρύ­πα βελό­νας, παρὰ νὰ μπεῖ πλού­σιος στὴ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ (Κυρια­κὴ ΙΓ΄ Λου­κᾶ).

Τρο­με­ρὴ ἡ κου­βέν­τα τοῦ Χρι­στοῦ! Οἱ ἀκρο­α­τές του ἐξε­πλά­γη­σαν. Ποιὸς εἶναι δυνα­τὸν νὰ σωθεῖ; εἶπαν. Φαί­νε­ται μὲν ἀδύ­να­το αὐτὸ σὲ σᾶς, εἶπε ὁ Χρι­στός, μὰ ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ μετα­βά­λει τὰ πράγ­μα­τα. Μπο­ρεῖ νὰ ἀλλά­ξει τὸ φρό­νη­μα καὶ τῶν πλου­σί­ων ἀκό­μα. Για­τὶ τὸ πρό­βλη­μα δὲν τοπο­θε­τεῖ­ται ἀπὸ τὸν Χρι­στὸ ἀκρι­βῶς στὸν πλοῦ­το, ἀλλὰ στὴ φοβε­ρὴ ὑπο­δού­λω­ση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἐπι­θυ­μία ἀπό­κτη­σής του καὶ κατο­χῆς του. Ἡ ἐπι­θυ­μία αὐτὴ καταρ­γεῖ τὸ ὅριο μετα­ξὺ τοῦ σωστοῦ καὶ τοῦ λάθους, τὸ ἄρι­στο μέτρο ποὺ ὀφεί­λει νὰ ἔχει σὲ ὅλα ὁ ἄνθρω­πος.

Συνή­θως ὁ Χρι­στια­νὸς πλού­σιος ξεγε­λά­ει τὸν ἑαυ­τό του, λέγον­τας ὅτι θέλει πολ­λὰ λεφτά, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ βοη­θά­ει τάχα περισ­σό­τε­ρο τοὺς φτω­χούς. Κάνον­τας μερι­κὲς φιλαν­θρω­πί­ες, ἐπα­να­παύ­ε­ται. Ἀπο­κοι­μί­ζει ἔτσι τὴ συνεί­δη­σή του, δικαιο­λο­γεῖ τὸ πάθος του γιὰ ἀπε­ριό­ρι­στη ἀπό­κτη­ση ἀγα­θῶν, «ἀεὶ προ­σλαμ­βά­νειν ζητῶν. Τοιαύ­τη γὰρ ἡ τοῦ πλου­τεῖν νόσος», τὸ νὰ μὴν ἔχει ὅριο στὸ νὰ ζητά­ει περισ­σό­τε­ρα.

Ὄχι ὁ πλοῦ­τος, ἀλλὰ τὸ πάθος γιὰ πλοῦ­το εἶναι ποὺ κατα­στρέ­φει τὸν ἄνθρω­πο καὶ μαστί­ζει ἐξ ἴσου πλού­σιους καὶ φτω­χούς. Ἡ προ­σκόλ­λη­ση στὴν ἐπι­θυ­μία αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο ἐμπό­διο γιὰ τὴ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάνει τερά­στια ζημιὰ καὶ στὴν ἐπί­γεια ζωή. Ὁ ἄνθρω­πος, ζητών­τας ἀπε­γνω­σμέ­να ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρα, δὲν ἐργά­ζε­ται, ἀλλὰ δου­λεύ­ει. Ἡ ἐργα­σία ἔγι­νε δου­λεία (δου­λειά), σκλα­βιά. Δὲν ἐργά­ζε­ται γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ ζεῖ γιὰ νὰ δου­λεύ­ει. Πιά­νει καὶ δεύ­τε­ρη δου­λειὰ κ. λ. π., μὴν ἀφή­νον­τας στὸν ἑαυ­τό του οὔτε ἐλά­χι­στο χρό­νο γιὰ νὰ ζήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ «πλοῦ­τον νόμι­ζε γνή­σιον καὶ βέβαιον τὴν ὀλι­γό­δειαν». Ἡ ὀλι­γάρ­κεια εἶναι ὁ σωστὸς καὶ σίγου­ρος πλοῦ­τος. Ὄχι τὸ νὰ ἔχεις πολ­λά, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χρειά­ζε­σαι πολ­λὰ (ἅγ. Γρη­γό­ριος ὁ Θεο­λό­γος, PG 35, 780C. 37, 388Α).

Τὸ τέλειο παρά­δειγ­μα εἶναι οἱ μονα­χοί. Ἀπο­τάσ­σον­ται τὰ τοῦ κόσμου, ἀκο­λου­θοῦν τὴν ἀκτη­μο­σύ­νη. Λέει ὅμως ὁ ἀββᾶς Δωρό­θε­ος, ὅτι καὶ αὐτὸ ἀκό­μα δὲν φτά­νει. Ἀφή­νον­τας ὅ,τι εἶχαν στὸν κόσμο, γονεῖς, χρή­μα­τα, κτή­μα­τα, δου­λειές, δοσο­λη­ψί­ες, κάνουν τὸν κόσμο νὰ σταυ­ρω­θεῖ, νὰ εἶναι νεκρός, νὰ μὴν ὑπάρ­χει γι’ αὐτούς. «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύ­ρω­ται» (Γαλ. 6, 14).

Ἀπο­μέ­νει ὅμως νὰ σταυ­ρω­θοῦν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸν κόσμο. Νὰ νεκρώ­σουν κι αὐτοὶ μέσα τους κάθε ἐπι­θυ­μία γι’ αὐτὰ ποὺ ἄφη­σαν πίσω τους. «Ἐμεῖς φανή­κα­με ὅτι σταυ­ρώ­σα­με τὸν κόσμο μέσα μας, ὅτι ἐγκα­τα­λεί­ψα­με τὰ κοσμι­κὰ πράγ­μα­τα. Καὶ ἤρθα­με στὸ μονα­στή­ρι, ἀλλὰ τοὺς ἑαυ­τούς μας δὲν θέλου­με νὰ τοὺς σταυ­ρώ­σου­με γιὰ τὸν κόσμο, για­τὶ ἔχου­με τὴν ἐπι­θυ­μία του, εἴμα­στε δεμέ­νοι μὲ ἐμπά­θεια μαζί του, ἀγω­νι­ζό­μα­στε γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ φαγη­τὰ καὶ ροῦ­χα… Ἐνῶ ἀφή­σα­με τὰ μεγά­λα καὶ πολύ­τι­μα ποὺ εἴχα­με, τρέ­φου­με ἐδῶ μὲ μερι­κὰ τιπο­τέ­νια πράγ­μα­τα τὶς ἐπι­θυ­μί­ες μας» (Ἀββᾶ Δωρο­θέ­ου, Α΄ Διδα­σκα­λία (Περὶ ἀπο­τα­γῆς), 13–14.

Τὸ δέσι­μο λοι­πόν, ἡ προ­σκόλ­λη­ση στὸ καθε­τί, μεγά­λο ἢ μικρό, κάνει ὅλη τη ζημιά.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek