ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ - ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (ΙΕ΄ 43 – ΙΣΤ΄ 8)

43Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 44ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· 45καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. 46καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. 47ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. 1Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. 2καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. 3καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; 4καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. 5καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 6ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 7ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

43 ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν, διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. 44 Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν ώραν που απέθανε ο Ιησούς. 45 Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός, εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα. 46 Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον· και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την θύραν του μνημείου. 47 Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου. 

Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν. Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον. Και έλεγαν μεταξύ των· ποιός θα μας αποκυλίση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου; Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος. Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και κατάπληξιν. Αυτός δε τους είπε· “μη απορείτε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει. Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη”. Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι εφοβούντο.(Τας κατέλαβε δέος και κατάπληξις δια τον άγγελον που είδαν και προ παντός δια την ανάστασιν, που ήκουσαν). 

43 ήλθε ο Ιωσήφ που καταγόταν απ’ την πόλη Αριμαθαία, ένα σεβαστό και επίσημο μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου, που είχε πιστέψει κι αυτός στο κήρυγμα του Ιησού για τη βασιλεία του Θεού και περίμενε τη βασιλεία αυτή χωρίς να κλονισθεί η ελπίδα του από το θάνατο του Ιησού? αυτός λοιπόν τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. 44 Ο Πιλάτος μάλιστα έμεινε έκπληκτος κι απόρησε που τόσο γρήγορα είχε κιόλας πεθάνει ο Ιησούς. Κι αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε εάν είχε ώρα πολλή που πέθανε. 45 Κι όταν έμαθε από τον εκατόνταρχο ότι πραγματικά πέθανε ο Ιησούς, χάρισε το σώμα του στον Ιωσήφ. 46 Κι εκείνος, αφού αγόρασε καινούργιο και αμεταχείριστο σεντόνι και κατέβασε τον Ιησού από τον σταυρό, τύλιξε το σώμα του στο σεντόνι και τον έβαλε κάτω σ’ ένα μνημείο, το οποίο ήταν σκαλισμένο μέσα στο βράχο? και κύλισε ένα μεγάλο λίθο πάνω στο στόμιο του μνημείου κλείνοντας έτσι την είσοδο του μνημείου. 47 Στο μεταξύ η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρακολουθούσαν προσεκτικά και με πολύ ενδιαφέρον πού τοποθετήθηκε το σώμα του Ιησού. 

Αφού πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν το βράδυ του Σαββάτου αρώματα, για να έλθουν το πρωί στον τάφο και να αλείψουν το σώμα του Ιησού. Και πολύ πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδος έρχονται στο μνημείο την ώρα που ο ήλιος άρχισε να διαλύει το πρωινό σκοτάδι, καθώς πήρε ν’ ανατέλλει κάτω απ’ τον ορίζοντα. Κι έλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θα μας κυλίσει τη μεγάλη πέτρα μακριά από την είσοδο του μνημείου; Μόλις όμως έστρεψαν τα μάτια τους προς τα εκεί, είδαν ότι είχε μετατοπισθεί η πέτρα μακριά απ’ το μνημείο. Και τα έλεγαν αυτά μεταξύ τους, διότι η πέτρα αυτή ήταν πολύ μεγάλη και δεν ήταν εύκολο να μετακινηθεί. Κι αφού μπήκαν στο μνημείο, είδαν ένα νέο που καθόταν στα δεξιά του μνημείου και ήταν ντυμένος με λευκή στολή, και γέμισαν με τρόμο και κατάπληξη. Αυτός όμως τους είπε: Μην τρομάζετε και μη φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητάτε. Ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό τον εσταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να, είναι αδειανό το μέρος που τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές του και ιδιαιτέρως στον Πέτρο, που έχει ανάγκη παρηγοριάς και βεβαιώσεως ότι συγχωρήθηκε για την άρνησή του, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία και σας περιμένει εκεί. Εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε πριν σταυρωθεί. Εκείνες τότε βγήκαν κι έφυγαν από το μνημείο. Ήταν μάλιστα γεμάτες τρόμο και έκσταση. Δεν είπαν όμως τίποτε σε κανένα, διότι ήταν φοβισμένες.

43  ἦλθε ὁ Ἰωσήφ, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, σεμνὸς βουλευτής (μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου), ποὺ καὶ αὐτὸς περίμενε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Kαὶ τόλμησε καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν Πιλᾶτο καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 44  Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐξεπλάγη, διότι ἀπέθανε γρήγορα, καὶ κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἐὰν ἀπέθανε ἀπὸ ὥρα. 45  Kαὶ ὅταν ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, δώρισε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. 46  Kαὶ ἀφοῦ ἀγόρασε σεντόνι καὶ τὸν κατέβασε (ἀπὸ τὸ σταυρό), τὸν τύλιξε στὸ σεντόνι καὶ τὸν ἔθεσε σὲ μνῆμα, ποὺ ἦταν λαξευμένο σὲ βράχο, καὶ κύλισε ἕνα λίθο στὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. 47  Ἡ δὲ Mαρία ἡ Mαγδαληνὴ καὶ ἡ Mαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ ἐνταφιάζεται. 

 Kαὶ ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο (ἡμέρα ἀργίας), ἡ Mαρία ἡ Mαγδαληνὴ καὶ ἡ Mαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα γιὰ νὰ πᾶνε καὶ νὰ τὸν ἀλείψουν.  Kαὶ πολὺ πρωί, τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος (τὴν Kυριακή), μόλις ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος κάτω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα (μόλις ἄρχισε τὸ λυκαυγές), ἔρχονται στὸ μνῆμα.  Ἔλεγαν δὲ μεταξύ τους: «Ποιός θ’ ἀποκυλίσῃ γιὰ μᾶς τὸ λίθο ἀπ’ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος;».  Ἀλλὰ μόλις κοίταξαν, βλέπουν, ὅτι ὁ λίθος εἶχεν ἀποκυλισθῆ. Ἦταν δὲ πάρα πολὺ μεγάλος.  Kαὶ ἀφοῦ μπῆκαν στὸ μνῆμα, εἶδαν ἕνα νέο νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ ντυμένος μὲ λευκὴ στολή, καὶ τρόμαξαν.  Aὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε: «Mὴ τρομάζετε! Tὸν Ἰησοῦ ζητεῖτε τὸ Nαζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ. Nὰ ὁ τόπος ὅπου τὸν ἐνταφίασαν.  Πηγαίνετε δὲ νὰ εἰπῆτε στοὺς μαθητάς του, καὶ μάλιστα στὸν Πέτρο: Πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς καὶ σᾶς περιμένει στὴ Γαλιλαία, ἐκεῖ θὰ τὸν δῆτε, ὅπως σᾶς εἶπε».  Bγῆκαν δὲ καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ ἦταν συγκλονισμένες καὶ ἐκστατικές (κατάπληκτες). Kαὶ δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανένα, διότι φοβοῦνταν.

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[υπομνηματισμός των χωρίων: Ματθ.27,57-66 και Ματθ.28,1-10]

«ψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ ριμαθαίας, τοὔνομα ωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ Ἰησοῦ· οτος προσελθν τ Πιλάτ τήσατο τ σμα το ησο. Τότε Πιλτος κέλευσεν ποδοθναι τ σμα. Κα λαβν τ σμα ωσφ νετύλιξεν ατ σινδόνι καθαρ, κα θηκεν ατ ν τ καιν ατο μνημεί λατόμησεν ν τ πέτρ, κα προσκυλίσας λίθον μέγαν τ θύρ το μνημείου πλθεν(: Όταν προχώρησε το δειλινό, ήλθε κάποιος άνθρωπος πλούσιος που καταγόταν από την Αριμαθαία και ονομαζόταν Ιωσήφ, που κι αυτός υπήρξε μαθητής του Ιησού. Αυτός πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθεί το σώμα. Κι αφού ο Ιωσήφ πήρε το σώμα, το τύλιξε σε καθαρό και αμεταχείριστο σεντόνι και το έβαλε στο δικό του καινούριο μνημείο, το οποίο είχε σκαλίσει στον βράχο. Κι αφού κύλισε ένα μεγάλο λίθο στη θύρα του μνημείου, την έκλεισε με τον λίθο αυτόν κι έφυγε)»[Ματθ. 27, 57-60].

Αυτός είναι ο Ιωσήφ, ο οποίος προηγουμένως κρυβόταν. Τώρα όμως, μετά τον θάνατο του Χριστού, έδειξε μεγάλη τόλμη. Διότι ούτε ασήμαντος ήταν, ούτε από εκείνους που μένουν απαρατήρητοι, αλλά ένας από τα μέλη του Συνεδρίου[πρβλ. Λουκ.23,51: «Κα δο νρ νόματι ωσήφ, βουλευτς πάρχων κα νρ γαθς κα δίκαιος·οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν- ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(:Και ιδού, παρουσιάζεται τότε ένας άνθρωπος που λεγόταν Ιωσήφ και ήταν βουλευτής, δηλαδή μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου,άνθρωπος καλοκάγαθος και ενάρετος. Αυτός δεν είχε συμφωνήσει με την απόφαση που πήραν τα μέλη του συνεδρίου εναντίον του Ιησού, ούτε με τα μέτρα και τις πράξεις που έκαναν για να εξασφαλίσουν την επικύρωση και την εκτέλεση της αποφάσεως. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν ήταν από την πόλη των Ιουδαίων Αριμαθαία. Είχε πιστέψει στο κήρυγμα του Ιησού για τη βασιλεία του Θεού και περίμενε κι αυτός μαζί με τόσους άλλους μαθητές τη βασιλεία αυτή)»], και πολύ επιφανής.

Από αυτό μάλιστα φαίνεται καθαρά η ανδρεία του. Διότι ουσιαστικά καταδίκασε σε θάνατο τον εαυτό του, τη στιγμή που διακήρυξε την απέχθειά του προς όλους, με την έκφραση-ομολογία της συμπάθειάς του προς τον Ιησού, και τόλμησε να ζητήσει το σώμα Του, και δεν απομακρύνθηκε παρά μόνο αφού πέτυχε αυτό που ήθελε. Την αγάπη μάλιστα και την ανδρεία του την δείχνει όχι μόνο με το ότι παρέλαβε το σώμα του Χριστού και το έθαψε με πολυτέλεια, αλλά και με το ότι Τον έθαψε στο δικό του καινούριο μνημείο. Και αυτό δεν έγινε έτσι στην τύχη, αλλά για να μην υπάρξει ούτε η παραμικρή υποψία ότι αναστήθηκε άλλος αντί άλλου.

«ν δ κε Μαρία Μαγδαλην κα λλη Μαρία, καθήμεναι πέναντι το τάφου(:Ήταν μάλιστα εκεί η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, οι οποίες κάθονταν απέναντι από τον τάφο)»[Ματθ.27,61]. Γιατί αυτές κάθονται πλησίον του τάφου; Τίποτε ακόμη μεγάλο και υψηλό δεν γνώριζαν, όπως έπρεπε, περί Αυτού· γι’ αυτόν τον λόγο και μύρα έφεραν και παρέμεναν με καρτερία κοντά στον τάφο, ώστε, εάν κατασίγαζε η μανία των Ιουδαίων, να προσέρχονταν και να αλείψουν το Σώμα του Ιησού με αυτά.

Είδες την ανδρεία των γυναικών; Είδες την αγάπη; Είδες τη μεγαλοψυχία την έμπρακτη, η οποία φτάνει μέχρι θανάτου; Ας μιμηθούμε τις γυναίκες αυτές όλοι μας· ας μην εγκαταλείψουμε τον Ιησού στις δοκιμασίες Του· διότι εκείνες μεν, και όταν Εκείνος πέθανε, ξόδεψαν τόσα πολλά και έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Ενώ εμείς( πάλι τα ίδια θα επαναλάβω), ούτε όταν πεινά Τον τρέφουμε, ούτε όταν είναι γυμνός Τον ντύνουμε, αλλά αντιθέτως και όταν Τον βλέπουμε να ζητιανεύει, Τον προσπερνούμε. Είμαι βέβαιος ότι εάν βλέπατε τον ίδιο τον Κύριο, θα έδινε ο καθένας σας όλα τα υπάρχοντά Του. Αλλά και τώρα ο ίδιος είναι. Άλλωστε και Αυτός είπε ότι «Εγώ είμαι».

«Τ δ παριον, τις στ μετ τν παρασκευν, συνχθησαν ο ρχιερες κα ο Φαρισαοι πρς Πιλτον λγοντες· κριε, μνσθημεν τι κενος πλνος επεν τι ζν, μετ τρες μρας γερομαι. κλευσον ον σφαλισθναι τν τφον ως τς τρτης μρας, μποτε λθντες ο μαθητα ατο νυκτς κλψωσιν ατν κα επωσι τ λα, γρθη π τν νεκρν· κα σται σχτη πλνη χερων τς πρτης(:Την άλλη τώρα ημέρα, η οποία είναι μετά την Παρασκευή, δηλαδή το Σάββατο, μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και πήγαν όλοι μαζί στον Πιλάτο και του είπαν: ‘’Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο λαοπλάνος είχε πει όταν ακόμη ζούσε: «Τρεις ημέρες μετά τον θάνατό μου θα αναστηθώ». Γι’ αυτό δώσε διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές του μέσα στη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη του λαού χειρότερη από την πρώτη, που τον πίστεψαν ως Μεσσία’’. Ο Πιλάτος τότε τους είπε: ‘’Πάρτε φρουρά. Πηγαίνετε και ασφαλίστε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρετε’’. Κι αυτοί πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο. Έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθο που σκέπαζε το μνημείο. Και τοποθέτησαν εκεί τη φρουρά)»[Ματθ.27,62-66].

Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αλήθειας. Πρόσεξε όμως. Έπρεπε να πιστευτεί ότι πέθανε, ότι ενταφιάστηκε και ότι αναστήθηκε. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Κοίταξε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώνουν όλα αυτά. «Θυμηθήκαμε», λέγει, «ότι εκείνος ο λαοπλάνος είχε πει όταν ακόμη ζούσε»· άρα πέθανε· «’’Τρεις ημέρες μετά τον θάνατό μου, θα αναστηθώ’’. Γι’ αυτό δώσε διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα»· άρα ενταφιάστηκε· «μήπως έλθουν οι μαθητές του μέσα στη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς». Άρα, εάν ο τάφος σφραγιστεί, δεν θα γίνει καμία απάτη. Δεν έγινε λοιπόν. Επομένως η απόδειξη της αναστάσεως, με όσα προτείνατε εσείς, έγινε αναντίρρητη. Διότι αφού σφραγίστηκε, δεν συνέβη καμία απάτη. Εάν επίσης δεν έγινε καμία απάτη, βρέθηκε όμως κενός ο τάφος, είναι φανερό ότι αναστήθηκε σαφώς και αναντίρρητα.

Είδες ότι και χωρίς να το θέλουν, υποστηρίζουν την απόδειξη της αλήθειας; Εσύ πάλι κάνε μου τη χάρη να προσέξεις τη φιλαλήθεια των μαθητών· ότι δεν αποκρύπτουν τίποτε από όσα λένε οι εχθροί, και όταν ακόμη λένε πράγματα υβριστικά. Να που τον ονομάζουν και πλάνο και αυτοί δεν το αποσιωπούν. Αυτά λοιπόν δείχνουν και τη σκληρότητα εκείνων, αφού ούτε με τον θάνατο απέβαλαν την οργή, και αυτών την απλότητα και φιλαλήθεια.

Αξίζει μάλιστα να αναζητήσουμε και αυτό, δηλαδή το ότι είπε ότι «μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ». Διότι δεν θα το βρει κανείς πουθενά να λέγεται με τόση σαφήνεια, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά. Ώστε λοιπόν γνώριζαν αυτά που έλεγαν και ηθελημένα τα παραποιούσαν.

Και τι απαντά ο Πιλάτος; «‘’Πάρτε φρουρά. Πηγαίνετε και ασφαλίστε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρετε’’. Και αυτοί πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο. Έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στο λίθο που σκέπαζε το μνημείο. Και τοποθέτησαν εκεί τη φρουρά»[Ματθ.27,65-66]. Δεν αφήνει μόνους τους στρατιώτες να τον σφραγίσουν· διότι επειδή είχε μάθει σχετικά με Αυτόν, δεν ήθελε πλέον να συμπράξει με αυτούς. Αλλά για να απαλλαγεί από αυτά, ανέχεται και τούτο και λέγει: «Σφραγίστε τον τάφο όπως θέλετε εσείς, για να μην μπορείτε να κατηγορείτε άλλους». Διότι εάν τον σφράγιζαν μόνοι τους οι στρατιώτες, θα μπορούσαν να πουν(αν και θα ήσαν απίθανα και ψευδή όσα θα έλεγαν, αλλά όμως, όπως στα άλλα έδειχναν αναισχυντία, έτσι θα μπορούσαν να πουν και στην περίπτωση αυτή), ότι οι στρατιώτες, αφού επέτρεψαν να κλαπεί το σώμα, έδωσαν το δικαίωμα στους μαθητές να πλάσουν το κήρυγμα της αναστάσεως. Τώρα όμως που οι ίδιοι σφράγισαν τον τάφο, ούτε αυτό μπορούν να πουν.

Είδες πώς πασχίζουν άθελά τους υπέρ της αλήθειας; Διότι αυτοί προσήλθαν στον Πιλάτο, αυτοί ζήτησαν να ασφαλιστεί ο τάφος, αυτοί τον σφράγισαν μαζί με τη φρουρά, ώστε να είναι κατήγοροι και ελεγκτές των εαυτών τους. Αν και πότε θα μπορούσαν να τον κλέψουν; Το Σάββατο; Και με ποιον τρόπο, αφού ούτε να εξέλθουν από το σπίτι τους δεν ήταν δυνατόν; Εάν πάλι παρέβαιναν τον μωσαϊκό νόμο, πώς θα τολμούσαν να εξέλθουν από το σπίτι τους οι μαθητές, αυτοί οι τόσο δειλοί; Πώς ακόμη θα μπορούσαν να πείσουν το πλήθος; Τι θα έλεγαν; Τι θα έκαναν; Με ποια διάθεση θα τάσσονταν με το μέρος του νεκρού; Ποια επιτέλους αντιμισθία θα περίμεναν; Ποια ανταμοιβή; Ενώ ακόμη ήταν ζωντανός, και μόνο όταν τον είδαν να συλλαμβάνεται, έφυγαν. Και θα μιλούσαν με θάρρος μετά τον θάνατό Του για Εκείνον, εάν δεν είχε αναστηθεί;

Και πώς θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν; Διότι ότι ούτε σκέφτηκαν, ούτε μπορούσαν να πλάσουν μία ανάσταση η οποία δεν έγινε, είναι φανερό από τα εξής: Πολλά τους είχε πει και συνεχώς τους έλεγε περί της αναστάσεως, όπως είπαν και αυτοί οι ίδιοι ότι «μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ». Εάν όμως δεν ανασταινόταν, είναι ολοφάνερο ότι επειδή αυτοί είχαν απατηθεί και είχαν παρασυρθεί εξαιτίας του σε πόλεμο με ολόκληρο το έθνος, και είχαν μείνει χωρίς οικογένεια και χωρίς πατρίδα, θα τον αποστρέφονταν και δεν θα ήθελαν να του παραδώσουν τέτοια δόξα, καθόσον είχαν απατηθεί και είχαν περιέλθει σε έσχατο κίνδυνο εξαιτίας του.

Ότι δε δεν θα μπορούσαν εάν η ανάσταση δεν ήταν αληθινή, να την πλάσουν, αυτό δεν χρειάζεται ούτε απόδειξη. Διότι σε τι θα βασίζονταν; Στη δεινότητα των λόγων; Αλλά αυτοί ήσαν πιο αμαθείς από όλους. Μήπως στα πολλά τους χρήματα; Αλλά αυτοί δεν είχαν ούτε ράβδο, ούτε υποδήματα. Μήπως στην ευγενική καταγωγή τους; Αλλά αυτοί ήσαν άσημοι και κατάγονταν από άσημους γονείς. Μήπως στη μεγάλη πατρίδα τους; Αλλά κατάγονταν από άσημα χωριά. Μήπως στον μεγάλο αριθμό τους; Αλλά δεν ήσαν περισσότεροι από έντεκα και αυτοί μάλιστα διασκορπισμένοι. Μήπως στις υποσχέσεις του διδασκάλου τους; Ποιες; Διότι εάν δεν ανασταινόταν, ούτε εκείνες δεν θα ήσαν γι’ αυτούς αξιόπιστες.

Και πώς θα υπέφεραν τον μαινόμενο όχλο; Διότι εάν ο κορυφαίος από αυτούς δεν άντεξε τον λόγο της θυρωρού που ήταν γυναίκα, και όλοι οι υπόλοιποι όταν Τον είδαν δεμένο, διασκορπίστηκαν, πώς θα διανοούνταν να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να σπείρουν το φανταστικό κήρυγμα της αναστάσεως; Διότι, εάν ο μεν πρώτος δεν αντιστάθηκε στην απειλή της γυναίκας, οι δε άλλοι ούτε στη θέα των δεσμών, πώς μπορούσαν να αντισταθούν σε βασιλιάδες και άρχοντες και πλήθη, όπου υπήρχαν ξίφη και τηγάνια και κάμινοι και μυρίου είδους θανατώσεις καθημερινά, εάν δεν δέχονταν τη δύναμη και την τόνωση του Αναστάντος; Τόσα και τέτοιου είδους θαύματα είχαν γίνει και τίποτε από αυτά δεν σεβάστηκαν οι Ιουδαίοι, αλλά σταύρωσαν Αυτόν που τα έκανε· και θα έλεγαν σε αυτούς απλά να πιστέψουν στην Ανάσταση. Δεν είναι δυνατόν αυτά, δεν είναι· αλλά μόνο η δύναμη του Αναστάντος τα έκανε.

Κάνε μου τη χάρη να προσέξεις την καταγέλαστη απάτη τους. «Θυμηθήκαμε», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπε όταν ακόμη ζούσε, ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ». Και εφόσον ήταν πλάνος και καυχιόνταν ψευδώς, γιατί φοβηθήκατε και τρέχετε τριγύρω και δείχνετε τόση βιασύνη; «Φοβόμαστε», λένε, «μήπως Τον κλέψουν οι μαθητές και εξαπατήσουν τα πλήθη». Αν και βεβαίως αποδείχτηκε ότι ο φόβος τους αυτός δεν είχε κανένα λόγο, αλλά η κακία είναι πράγμα φιλόνικο και αναιδές και επιχειρεί και τα παράλογα. Έτσι παρακαλούν να ασφαλιστεί ο τάφος για τρεις μέρες, σαν να αγωνίζονταν για προφάσεις, και θέλοντας να δείξουν ότι και πριν από αυτό ότι είναι πλάνος, γι΄αυτό επεκτείνουν την κακία τους μέχρι τον τάφο.

Γι΄αυτό ακριβώς αναστήθηκε νωρίτερα, για να μην λένε ότι διαψεύστηκε και ότι κλάπηκε· διότι αυτό μεν, το να αναστηθεί νωρίτερα, δεν επέτρεπε κατηγορία, ενώ το να αναστηθεί αργότερα, ήταν γεμάτο υποψίες. Διότι, εάν δεν ανασταινόταν τότε, όταν κάθονταν αυτοί εκεί και φύλασσαν τον τάφο, αλλά όταν θα αναχωρούσαν μετά από τρεις ημέρες, θα είχαν κάτι να ισχυριστούν και να αντιτάξουν, έστω και ανόητα. Γι΄αυτό λοιπόν τους πρόλαβε· διότι έπρεπε, καθώς κάθονταν κοντά στον τάφο και τον φύλασσαν, να γίνει η ανάσταση. Επίσης έπρεπε να γίνει εντός των τριών ημερών, διότι εάν γινόταν όταν παρέρχονταν αυτές και αναχωρούσαν, θα θεωρείτο ύποπτο το πράγμα. Γι’αυτό τον λόγο και επέτρεψε να σφραγίσουν τον τάφο όπως ήθελαν και στρατιώτες φύλασσαν.

Και δεν τους έμελε που έκαναν αυτά σε ημέρα Σαββάτου και ότι εργάζονταν, αλλά μόνο σε ένα πράγμα απέβλεπαν, την πονηρία τους, πώς θα επικρατήσουν με αυτήν, πράγμα το οποίο ήταν δείγμα εσχάτης μωρίας και φόβου, ο οποίος τους τάρασσε δυνατά· διότι αυτοί οι οποίοι Τον συνέλαβαν ζωντανόν, Τον φοβούνταν νεκρό. Αν και, εάν ήταν απλός άνθρωπος, έπρεπε να έχουν θάρρος. Αλλά για να μάθουν ότι και όταν ήταν ζωντανός, με τη θέλησή Του έπαθε αυτά τα οποία έπαθε, τοποθετήθηκε και η σφραγίδα και ο λίθος και η φρουρά, και δεν μπόρεσαν να Τον κρατήσουν. Με όλα αυτά ένα πράγμα μόνο επιτυγχάνεται, να γίνει γνωστή δημοσία η ταφή και έτσι να πιστευτεί η ανάσταση· διότι και στρατιώτες φύλασσαν και οι Ιουδαίοι κάθονταν κοντά.

«ψ δ σαββάτων, τ πιφωσκούσ ες μίαν σαββάτων, λθε Μαρία Μαγδαλην κα λλη Μαρία θεωρσαι τν τάφον. κα δο σεισμς γένετο μέγας· γγελος γρ Κυρίου καταβς ξ ορανο προσελθν πεκύλισε τν λίθον π τς θύρας κα κάθητο πάνω ατο. ν δ δέα ατο ς στραπ κα τ νδυμα ατο λευκν σε χιών. π δ το φόβου ατο σείσθησαν ο τηροντες κα γένοντο σε νεκροί (:Αργά λοιπόν τη νύχτα του Σαββάτου, την ώρα που ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο. Και ξαφνικά, έγινε σεισμός μεγάλος· διότι ένας άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε απ’ τον ουρανό και ήλθε στο μνημείο, κύλισε την πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω σε αυτήν. Το εξωτερικό του σχήμα και το πρόσωπό του ήταν λαμπερό σαν αστραπή, και το ένδυμά του ολόλευκο σαν το χιόνι Από τον φόβο μάλιστα που προκάλεσε, συγκλονίστηκαν οι φρουροί κι έγιναν σαν νεκροί)» [Ματθ.28,1-4].

Μετά την Ανάσταση ήλθε ο άγγελος. Για ποιο λόγο λοιπόν ήλθε και σήκωσε τον λίθο; Προς χάριν των γυναικών· διότι αυτές τον άγγελο είδαν τότε μέσα στον τάφο. Για να πιστέψουν λοιπόν ότι αναστήθηκε, βλέπουν τον τάφο να είναι άδειος από το σώμα. Γι’ αυτό σήκωσε τον λίθο, γι’ αυτό έγινε και σεισμός, για να ξυπνήσουν και να σηκωθούν. Διότι είχαν έλθει για να αλείψουν το σώμα με έλαιο και αυτά συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της νύκτας και ήταν φυσικό μερικές να νυστάξουν και να αποκοιμηθούν.

«Αλλά για ποιο λόγο και γιατί», θα ρωτήσει κάποιος, «είπε ο άγγελος προς αυτές: «Μ φοβεσθε μες(:Μη φοβάστε εσείς);». Πρώτα τις απαλλάσσει από τον φόβο και έπειτα ομιλεί σε αυτές για την Ανάσταση. Και το «εσείς» περιέχει πολύ μεγάλη τιμή και δείχνει ότι η εσχάτη τιμωρία αναμένει εκείνους που διέπραξαν όσα αποτόλμησαν, εάν δεν μετανοήσουν. Λέγει, δηλαδή, «δεν πρέπει εσείς να φοβάστε, αλλά εκείνοι που Τον σταύρωσαν». Αφού τις απάλλαξε λοιπόν από τον φόβο, και με τα λόγια και με την εμφάνισή του(διότι και η εμφάνισή του ήταν χαρωπή, εφόσον έφερνε τέτοια χαρμόσυνη αγγελία),πρόσθεσε λέγοντας: «Οδα γρ τι ησον τν σταυρωμένον ζητετε(:Διότι γνωρίζω ότι ζητάτε με πόθο και ευλάβεια τον Ιησού τον Εσταυρωμένο)».Και δεν ντρέπεται να Τον αποκαλεί Εσταυρωμένο, διότι αυτό ήταν η απαρχή των αγαθών. «Οκ στιν δε· γέρθη γρ»(:Δεν είναι εδώ · διότι αναστήθηκε)». Από πού είναι φανερό; «Καθς επε(:όπως είπε)». «Επομένως», λέγει, «και αν ακόμη δεν έχετε εμπιστοσύνη σε εμένα, θυμηθείτε τα λόγια Εκείνου, και τότε ούτε σε εμένα θα δυσπιστήσετε».

Έπειτα, ακολουθεί και άλλη απόδειξη: «Δετε δετε τν τόπον που κειτο Κύριος(:Ελάτε να δείτε τον τόπο όπου είχε τεθεί ο Κύριος)»[Ματθ. 28,10].Για τον λόγο αυτό κύλισε τον λίθο ο άγγελος, ώστε και από αυτό να πάρουν αυτές την απόδειξη. «Κα ταχ πορευθεσαι επατε τος μαθητας ατο τι γέρθη π τν νεκρν, κα δο προάγει μς ες τν Γαλιλαίαν· κε ατν ψεσθε· δο επον μν(:Πηγαίνετε όμως γρήγορα και πείτε στους μαθητές Του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και ιδού, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία˙ εκεί θα Τον δείτε. Να λοιπόν, σας είπα αυτά που είχα εντολή να σας πω)»[Ματθ. 28,7]. Και σε άλλους επίσης τις προετοιμάζει να διαδώσουν το χαρμόσυνο μήνυμα, πράγμα το οποίο τις κάνει να πιστέψουν καλύτερα. Και καλώς είπε: «στη Γαλιλαία», απαλλάσσοντάς τις από ενοχλήσεις και κινδύνους, ώστε να μην παρεμποδίσει ο φόβος την πίστη τους.

«Κα ξελθοσαι ταχ π το μνημείου μετ φόβου κα χαρς μεγάλης δραμον παγγελαι τος μαθητας ατο(:Και οι γυναίκες, αφού βγήκαν γρήγορα από το μνημείο με φόβο εξαιτίας της αγγελικής οπτασία, αλλά και με χαρά μεγάλη εξαιτίας του χαρμόσυνου αγγέλματος, έτρεξαν να τα πουν όλα αυτά στους μαθητές)». Γιατί άραγε με φόβο και με χαρά; Διότι είδαν ένα καταπληκτικό και παράδοξο πράγμα, κενό τον τάφο, όπου προηγουμένως Τον είχαν δει να τοποθετείται. Γι’ αυτό και τις οδήγησε να δουν, για να γίνουν μάρτυρες και οι δύο, και του ενταφιασμού και της Αναστάσεως. Διότι κατανοούσαν ότι κανείς δεν μπορούσε να Τον μετακινήσει από εκεί, εφόσον τόσοι στρατιώτες κάθονταν εκεί κοντά φρουροί, εάν δεν ανέσταινε ο Ίδιος τον εαυτό Του. Γι’ αυτό και χαίρονται και απορούν και αμείβονται για την τόση παραμονή τους εκεί πλησίον του τάφου, με το να δουν πρώτες και να διακηρύξουν ευαγγελιζόμενες όχι μόνο όσα ειπώθηκαν προς αυτές, αλλά και όσα είδαν.

Αφού λοιπόν εξήλθαν με φόβο και με χαρά, «ς δ πορεύοντο παγγελαι τος μαθητας ατο, κα δο ησος πήντησεν ατας λέγων·χαίρετε(:καθώς όμως πήγαιναν να τα πουν στους μαθητές Του, ξαφνικά ο Ιησούς τις συνάντησε και είπε: ‘’Χαίρετε’’)». Και αφού έτρεξαν πλησίον Του με μεγάλη χαρά, έλαβαν δια της αισθήσεως της αφής απόδειξη και διαβεβαίωση της Αναστάσεως. «Α δ προσελθοσαι κράτησαν ατο τος πόδας κα προσεκύνησαν ατ(:Αυτές τότε, αφού πλησίασαν, δεν τόλμησαν να Τον αγγίξουν στο σώμα, αλλά με ευλάβεια πολλή έπιασαν μόνο τα πόδια Του και Τον προσκύνησαν)».

Τι τους λέγει, λοιπόν, Εκείνος; «Μ φοβεσθε». Και Αυτός δηλαδή εκδιώκει τον φόβο τους και προετοιμάζει την οδό για την πίστη. «πάγετε παγγείλατε τος δελφος μου να πέλθωσιν ες τν Γαλιλαίαν, κκε με ψονται(:Μη φοβάστε. Πηγαίνετε να αναγγείλετε στους αδελφούς μου να πάνε στη Γαλιλαία και εκεί θα με δουν)». Πρόσεξε ότι και Αυτός διαμέσου των μυροφόρων γυναικών κηρύσσει στους μαθητές το χαρμόσυνο άγγελμα, πράγμα το οποίο ανέφερα πολλές φορές, τιμώντας και οδηγώντας σε χρηστές ελπίδες το γυναικείο φύλο, που κατεξοχήν είχε περιφρονηθεί και θεραπεύοντάς το αυτό το ασθενές και καταπονημένο φύλο.

Μήπως κανείς από σας θα ήθελε να βρισκόταν στη θέση τους και να κρατούσε τα πόδια του Ιησού; Μπορείτε και τώρα όσοι θέλετε, όχι μόνο τα πόδια και τα χέρια, αλλά ακόμη και την ιερή εκείνη κεφαλή να αγκαλιάσετε, συμμετέχοντας στα φρικτά μυστήρια με καθαρή συνείδηση. Και όχι μόνο εδώ, αλλά και εκείνη την ημέρα θα Τον δείτε να έρχεται με την απερίγραπτη εκείνη δόξα και με το πλήθος των αγγέλων, εάν θελήσετε να γίνετε φιλάνθρωποι. Και θα ακούσετε όχι μόνο τα λόγια αυτά, όπως το «Χαίρετε», αλλά και τα άλλα: «Δετε ο ελογημένοι το πατρός μου, κληρονομήσατε τν τοιμασμένην μν βασιλείαν π καταβολς κόσμου(:Ελάτε εσείς που είστε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τότε που θεμελιωνόταν ο κόσμος)»[Ματθ.25,34].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/inmatthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλίες ΠΗ΄ και ΠΘ΄ (επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 353-355 και 367-381 αντίστοιχα.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 69, σελ. 176-177 και σελ.190-193:

http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_keimena/Eurethrio/Agios_Iwannhs_o_Xrusostomos_Apanta.htm

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία,εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.

Ιερός Χρυσόστομος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ

[υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ.28,16-20]

«Ο δ νδεκα μαθητα πορεύθησαν ες τν Γαλιλαίαν, ες τ ρος ο τάξατο ατος ησος· κα δόντες ατν προσεκύνησαν ατ, ο δ δίστασαν(:στο μεταξύ οι έντεκα μαθητές πήγαν στη Γαλιλαία, στο όρος που τους καθόρισε ο Ιησούς. Εκεί Τον είδαν και Τον προσκύνησαν. Μερικοί όμως είχαν κάποια αμφιβολία αν ήταν Αυτός ο Ιησούς)». Αυτή η εμφάνιση στη Γαλιλαία νομίζω ότι είναι η τελευταία[:τις εμφανίσεις του Αναστημένου Κυρίου περιγράφουν διεξοδικότερα οι Ευαγγελιστές Λουκάς και Ιωάννης στα τελευταία χωρία των Ευαγγελίων τους], όταν τους έστειλε να βαπτίζουν. Και αν μερικοί δίστασαν, και από εδώ πάλι θαύμασε την αλήθεια και την ειλικρίνειά τους, ότι δεν αποκρύπτουν ούτε τα μέχρι και την τελευταία ημέρα ελαττώματά τους. Πλην όμως και αυτοί βεβαιώθηκαν για την Ανάσταση δια της εμφανίσεως του Κυρίου.

Τι λέγει, λοιπόν, όταν τους είδε; «δόθη μοι πσα ξουσία ν οραν κα π γς(:δόθηκε και στην ανθρώπινη φύση μου κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη)»[Ματθ.28,18]. Πάλι ως άνθρωπος ομιλεί περισσότερο προς αυτούς, διότι δεν είχαν ακόμη λάβει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μπορούσε να τους οδηγήσει σε ανώτερη πνευματική κατάσταση. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνη, βαπτίζοντες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος, διδάσκοντες ατος τηρεν πάντα σα νετειλάμην μν· κα δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συντελείας το αἰῶνος. μήν(:Λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν και να εφαρμόζουν στη ζωή τους όλα τα παραγγέλματα που σας έδωσα ως εντολές. Και ιδού, εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου. Αμήν)»[Ματθ.28,19-20].

Αφενός παραγγέλλει για τις δογματικές αλήθειες, αφετέρου για τις εντολές. Από τα έργα των Ιουδαίων δεν υπενθυμίζει τίποτε, ούτε αναφέρει όσα έγιναν, ούτε κατηγορεί του Πέτρου την άρνηση, ούτε κανενός άλλου τη φυγή. Παραγγέλλει επίσης να διαδοθεί σε ολόκληρη την οικουμένη, εμπιστευόμενος στα χέρια τους σύντομη διδασκαλία, εκείνη η οποία επισφραγίζεται με το βάπτισμα.

Έπειτα, επειδή τους έδωσε μεγάλες και σοβαρές εντολές, για τονώσει το φρόνημά τους, λέγει: «Καί δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συντελείας το αἰῶνος(:Και ιδού, εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου. Αμήν)».Βλέπεις διακριτικότητα εξουσίας πάλι; Βλέπεις ότι και τα προηγούμενα είχαν ειπωθεί από συγκατάβαση; Μάλιστα, δεν είπε ότι θα είναι μόνο μαζί με εκείνους, αλλά και μαζί με όλους οι οποίοι θα πιστέψουν μετά από εκείνους· διότι δεν επρόκειτο βέβαια να παραμείνουν οι απόστολοι στη ζωή έως της συντελείας του κόσμου.

«Μη μου προβάλλετε», λέγει, «τη δυσκολία των πραγμάτων· διότι εγώ είμαι μαζί σας, εγώ, ο οποίος καθιστώ εύκολα τα πάντα». Αυτό έλεγε διαρκώς και στους προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη και στον Ιερεμία, ο οποίος προέβαλλε ως δικαιολογία το νεαρό της ηλικίας του, και στον Μωυσή και στον Ιεζεκιήλ, οι οποίοι αρχικά προσπαθούσαν να αποφύγουν τις αποστολές που τους ανέθετε ο Κύριος[Πρβ. Ιερεμίας, κεφ. 1, χωρία 4-10: «Κα γένετο λόγος Κυρίου πρός με·πρ το με πλάσαι σε ν κοιλί πίσταμαί σε κα πρ το σε ξελθεν κ μήτρας γίακά σε, προφήτην ες θνη τέθεικά σε. κα επα· δέσποτα Κύριε, δο οκ πίσταμαι λαλεν, τι νεώτερος γώ εμι. κα επε Κύριος πρός με· μ λέγε τι νεώτερος γώ εμι, τι πρς πάντας, ος ἐὰν ξαποστείλω σε, πορεύσ, κα κατ πάντα, σα ἐὰν ντείλωμαί σοι, λαλήσεις·μ φοβηθς π προσώπου ατν, τι μετ σο γώ εμι το ξαιρεσθαί σε, λέγει Κύριος. κα ξέτεινε Κύριος τν χερα ατο πρός με κα ψατο το στόματός μου, κα επε Κύριος πρός με· δο δέδωκα τος λόγους μου ες τ στόμα σου·δο καθέστακά σε σήμερον π θνη κα π βασιλείας κριζον κα κατασκάπτειν κα πολλύειν κα νοικοδομεν κα καταφυτεύειν(:ο Κύριος μίλησε προς εμένα και μου λέγει: ‘’Σε γνωρίζω πολύ καλά, πριν ακόμη σε πλάσσω ως έμβρυο στην κοιλιά της μητρός σου και πριν γεννηθείς, σε καθιέρωσα σε υπηρεσία του έργου μου,σε εγκατέστησα προφήτη για τα έθνη’’.Και εγώ είπα τότε: ‘’Ω Δέσποτα και Κύριε,δεν είμαι ικανός για το έργο αυτό, διότι ιδού, δεν γνωρίζω να ομιλώ· είμαι άλλωστε μικρός κατά την ηλικία’’. Ο Κύριος μου απάντησε και μου είπε: ‘’Μη λες ότι είσαι μικρός κατά την ηλικία, διότι προς όλους εκείνους, προς τους οποίους εγώ θα σε στείλω να ομιλήσεις, θα πορευθείς και θα ομιλήσεις προς αυτούς, όσα εγώ θα σου δώσω την εντολή να πεις. Μη φοβηθείς ενώπιον αυτών, διότι εγώ θα είμαι μαζί σου, για να σε προφυλάσσω και να σε σώζω από κινδύνους’’,μου απαντά ο Κύριος. Ο Κύριος άπλωσε τότε το χέρι Του προς εμένα, άγγιξε το στόμα μου και μου είπε: ‘’Ιδού εγώ έχω δώσει στο στόμα σου τους λόγους μου. Ιδού σε εγκατέστησα σήμερα προφήτη στα έθνη και στα βασίλεια, για να ξεριζώνεις με τα λόγια σου και να κατασκάπτεις, να καταστρέφεις, αλλά και να ανοικοδομείς και να φυτεύεις’’)»].

Αυτά λοιπόν λέγει και στους μαθητές Του τώρα ο Κύριος. Κάνε μου όμως τη χάρη να προσέξεις και εδώ τη διαφορά τους. Διότι οι προφήτες μεν αποστελλόμενοι σε ένα έθνος, πολλές φορές παραιτούνταν, ενώ οι μαθητές του Ιησού, αν και αποστέλλονταν στην οικουμένη ολόκληρη, δεν είπαν ούτε και σκέφτηκαν ποτέ τίποτα τέτοιο. Τους υπενθυμίζει επίσης και τη συντέλεια του κόσμου, για να τους ενθαρρύνει περισσότερο, και να μη βλέπουν μόνο τα παρόντα δεινά, αλλά και τα μελλοντικά και απέραντα αγαθά. «Διότι οι μεν θλίψεις», λέγει, «τις οποίες θα υποστείτε, θα καταργηθούν μαζί με την παρούσα ζωή, όταν θα φθάσει στο τέλος και αυτός ο κόσμος. Τα αγαθά όμως τα οποία θα απολαύσετε, είναι αθάνατα, όπως σας είπα πολλές φορές στο παρελθόν».

Αφού τους έχρισε με τον τρόπο αυτό, και τους τόνωσε τα φρονήματα και με την υπόμνηση της ημέρας εκείνης, τους εξαπέστειλε με αναπτερωμένο το ηθικό σε όλη την οικουμένη. Διότι η ημέρα εκείνη της Κρίσεως είναι περιπόθητη σε εκείνους οι οποίοι ζουν με αρετή, όπως αντιθέτως, είναι φοβερή σε εκείνους οι οποίοι ζουν στην αμαρτία, όπως και στους καταδίκους. Δεν πρέπει όμως μόνο να φοβόμαστε και να φρίττουμε, αλλά και να διορθωθούμε όσο είναι καιρός και να απαλλαγούμε από την πονηρία· διότι μπορούμε, εάν θέλουμε. Διότι εάν αυτό το έκαναν πολλοί πριν έλθει η χάρις, πολύ περισσότερο αυτό είναι δυνατό μετά την έλευση της χάριτος.

Μπορούμε, αρκεί να το θέλουμε και να το επιδιώξουμε, να κερδίσουμε την αιώνια ζωή. Διότι τι το βαρύ μας είπε ο Κύριος να κάνουμε; Να διασχίσουμε βουνά; Να πετάξουμε στον αέρα; Ή να διαβούμε το Τυρρηνικό πέλαγος; Όχι, αλλά αντιθέτως να επιλέξουμε έναν τόσο εύκολο τρόπο ζωής, ώστε να μη χρειάζεται ούτε εργαλεία, παρά μόνο ψυχή και διάθεση. Διότι ποια μέσα είχαν οι Απόστολοι, που κατόρθωσαν τόσα πράγματα; Δεν περιήλθαν με ένα χιτώνα και ανυπόδητοι τον κόσμο και υπερίσχυσαν όλων; Ποια άλλωστε από τις εντολές του Χριστού είναι δύσκολη; Να μην έχεις κανένα εχθρό· να μη μισείς κανέναν· να μην κακολογείς κανέναν. Δυσκολότερα είναι τα αντίθετα αυτών.

«Είπε όμως ο Χριστός», θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος, «να απαλλαγούμε από τα χρήματα, και αυτό είναι βαρύ και δύσκολο πράγμα». Αυτό λοιπόν είναι το βαρύ και το δύσκολο; Για την ακρίβεια μάλιστα δεν έδωσε εντολή, αλλά συμβουλή. Αλλά και επιταγή να ήταν, πού είναι το βαρύ όταν λέγει να μην περιφέρουμε φορτία και ενοχλητικές φροντίδες; Αλλά πόση είναι η φιλαργυρία και η απληστία! Όλα έγιναν χρήματα· για τούτο και όλα έγιναν άνω-κάτω. Και όταν μακαρίζει κανείς κάποιον, αυτά θυμάται· και όταν τον οικτίρει, από αυτά προέρχεται ο ταλανισμός. Και όλες οι συζητήσεις γίνονται για τα χρήματα, πώς αποκτά πλούτη ο τάδε ή πώς βρίσκεται σε πενία κάποιος άλλος. Και όταν κανείς επιχειρεί εκστρατεία, ή ετοιμάζει γάμο ή ασκεί κάποια τέχνη ή οτιδήποτε άλλο, δεν υλοποιεί το σχέδιό του, παρά μόνο αφού δει χρήματα να έρχονται σε αυτόν άφθονα.

Έπειτα, δεν θα συγκεντρωθούμε να σκεφτούμε πώς θα απομακρύνουμε το νόσημα αυτό; Δεν θα ντραπούμε τα κατορθώματα των πατέρων; Των τριών χιλιάδων, των πέντε χιλιάδων πρώτων Χριστιανών, οι οποίοι τα είχαν όλα κοινά; Ποιο είναι το κέρδος της παρούσης ζωής, όταν δεν τη χρησιμοποιήσουμε για την απόκτηση της μέλλουσας; Μέχρι πότε δε θα υποδουλώνετε εσείς με την περιφρόνησή σας τον μαμωνά, ο οποίος τώρα σας έχει υποδουλώσει; Μέχρι πότε θα είστε δούλοι του χρήματος; Μέχρι πότε δεν θα επιθυμείτε την ελευθερία και δε θα απαρνιέστε τα παζαρέματα της φιλοχρηματίας;

Αλλά όταν μεν γίνεστε δούλοι ανθρώπων, κάνετε τα πάντα, εάν κανείς σας υποσχεθεί να χαρίσει την ελευθερία· τώρα όμως που είστε αιχμάλωτοι της φιλαργυρίας, ούτε καν σκέπτεστε πώς θα απαλλαγείτε από αυτήν την πικρή δουλεία. Μολονότι το πρώτο δεν είναι καθόλου δεινό, ενώ το δεύτερο, δηλαδή η φιλαργυρία, είναι βαρύτατη τυραννία. Σκεφτείτε πόσο μεγάλο τίμημα προς χάριν μας κατέβαλε ο Χριστός. Έχυσε το αίμα Του, παρέδωσε τον εαυτό Του. Εσείς όμως και μετά από όλα αυτά πέσατε και πάλι, και το ακόμη χειρότερο είναι ότι και ευχαριστείστε με την υποδούλωση και βρίσκετε τέρψη στην ατιμία και σας έγινε αξιαγάπητο αυτό που έπρεπε να αποφύγετε.

Αλλά επειδή δεν αρκεί μόνο να θρηνολογούμε και να κατηγορούμε, αλλά και να διορθώνουμε, ας δούμε γιατί έγινε αξιαγάπητο αυτό εδώ το πάθος και το κακό. Γιατί λοιπόν, γιατί έγινε αξιαγάπητο αυτό εδώ; «Διότι», θα μπορούσε να απαντήσει κανείς, «μας κάνει δοξασμένους και μας εξασφαλίζει». Πες μου, με ποια ασφάλεια; «Με το να μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι δεν θα πεινάσουμε, δεν θα τρέμουμε από το ψύχος, δεν θα υποστούμε βλάβη, δεν θα περιφρονούμαστε». Επομένως, εάν σου υποσχεθούμε την εξασφάλιση αυτή, θα πάψεις να πλουτίζεις; Διότι εάν ο πλούτος γίνεται αξιαγάπητος γι’ αυτό, εάν είναι δυνατό χωρίς αυτόν να μην αισθάνεσαι ανασφάλεια και να είσαι ασφαλής, ποια είναι η ανάγκη αυτού;

«Και πώς είναι δυνατόν», θα μπορούσε να πει κάποιος, «χωρίς να πλουτίσεις να επιτύχεις αυτά;» Πώς όμως είναι δυνατό (διότι εγώ θα σου πω το αντίθετο) να πλουτίσεις; Διότι για να πλουτίσεις, είναι ανάγκη και να κολακεύεις πολλούς, άρχοντες και αρχομένους, και να παρακαλείς μυρίους, και να υπηρετείς ως δούλος φτάνοντας ακόμη και να γίνεις χαμερπής, και να φοβάσαι και να τρέμεις και να υποψιάζεσαι τα μάτια των φθονερών, και να φοβάσαι τα στόματα των συκοφαντών και τις επιθυμίες των άλλων φιλαργύρων.

Η πενία όμως δεν είναι τέτοια, αλλά εντελώς αντίθετη. Είναι φρούριο απόρθητο και ασφαλές, λιμάνι γαλήνιο, παλαίστρα και γυμναστήριο καρτερίας, ομοίωμα αγγελικού βίου. Ακούστε τα αυτά όσοι είστε φτωχοί, ή μάλλον και όσοι επιθυμείτε να πλουτίσετε. Δεν είναι κακό να είστε φτωχοί, αλλά το να μη θέλετε να είστε φτωχοί. Μην πιστεύεις ότι η φτώχεια είναι κάτι το φοβερό και δε θα σου είναι φοβερό. Άλλωστε ο φόβος αυτός δε βρίσκεται στην ίδια τη φύση της φτώχειας, αλλά στην ιδέα των ανθρώπων που έχουν ασθενική ψυχή και γι’ αυτό ολιγοψυχούν. Μάλλον ντρέπομαι που πρέπει να πω τόσα για την πενία, διότι δεν είναι καθόλου κακό. Διότι εάν είσαι υπομονετικός, θα σου γίνεται και πηγή μυρίων αγαθών. Εάν δε κάποιος σου παρέθετε από το ένα μέρος εξουσία, πολιτική δύναμη και πλούτο και απολαύσεις, και από το άλλο μέρος την πτώχεια, και σου έδινε το δικαίωμα εκλογής, να πάρεις εκείνο ακριβώς το οποίο ήθελες, θα άρπαζες επιλέγοντας αμέσως την πενία, εάν βεβαίως γνώριζες το κάλλος της.

Και γνωρίζω φυσικά ότι πολλοί γελούν καθώς λέγονται αυτά· εμείς όμως δε θορυβούμαστε· αλλά και από εσάς έχουμε την αξίωση να δείξετε υπομονή και γρήγορα θα συμφωνήσετε μαζί μας. Διότι εμένα μου φαίνεται ότι η πτωχεία ομοιάζει με κόρη κόσμια και καλή και ευπαρουσίαστη· αντίθετα, η φιλαργυρία μού φαίνεται ότι ομοιάζει με γυναίκα θηριόμορφη, με κάποια Σκύλλα και Λερναία Ύδρα και με μερικά άλλα παρόμοια τέρατα, που έχουν επινοήσει οι μυθοπλάστες. Και μη μου αναφέρεις εκείνους που κατηγορούν την πτωχεία, αλλά εκείνους οι οποίοι διέπρεψαν χάρη σε αυτήν. Με αυτήν αφού ετράφη ο Ηλίας, έλαβε τη μακαρία εκείνη αρπαγή με πύρινο άρμα στους ουρανούς. Με αυτήν έλαμψε ο Ελισσαίος· με αυτήν ο Ιωάννης· με αυτήν όλοι οι απόστολοι. Για τη φιλαργυρία τους όμως κατεκρίθησαν ο Αχαάβ, η Ιεζάβελ, ο Γιεζή, ο Ιούδας, ο Νέρων, ο Καϊάφας.

Εάν όμως θέλεις, ας μη μείνουμε σε εκείνους μόνο που διέλαμψαν στη ζωή τους με την πενία, αλλά ας εξετάσουμε προσεκτικά και το κάλλος της κόρης αυτής. Διότι πράγματι και οφθαλμούς έχει καθαρούς και διαυγείς, χωρίς τίποτε το θολό και σκοτεινό, όπως αντιθέτως οι οφθαλμοί της φιλαργυρίας άλλοτε μεν είναι γεμάτοι θυμό, άλλοτε δε πλήρεις ηδονής και άλλοτε ταραγμένοι από την ακράτεια. Ενώ της πτωχείας οι οφθαλμοί δεν είναι τέτοιοι, αλλά είναι ήμεροι και γαλήνιοι, βλέπουν προς όλους με γλυκύτητα, είναι μειλίχιοι και καταδεκτικοί, δεν μισούν κανένα και δεν αποστρέφονται κανένα· διότι όπου υπάρχουν χρήματα, εκεί υπάρχει αιτία έχθρας και αναρίθμητων πολέμων.

Το στόμα επίσης της φιλαργυρίας είναι γεμάτο από ύβρεις, από κάποια έπαρση, από πολλή αλαζονεία, από κατάρα και δόλο. Ενώ στην πτωχεία και το στόμα και η γλώσσα είναι υγιής και γεμάτη από διαρκή ευχαριστία και ευλογία, από λόγια καταδεκτικά, στοργικά και εξυπηρετικά, από επαίνους και εγκώμια. Εάν επίσης θέλεις να δεις και την αναλογία των μελών της, είναι αξιόλογη και κατά πολύ υψηλότερη από την ευπορία. Εάν ωστόσο την αποφεύγουν οι περισσότεροι, μην απορείς, διότι και τις άλλες αρετές τις αποφεύγουν οι ανόητοι.

Αλλά ο πτωχός, θα έλεγε κάποιος, περιφρονείται από τον πλούσιο. Πάλι μου αναφέρεις το εγκώμιο της πτωχείας. Διότι, πες μου, ποιος είναι ευτυχής; Εκείνος που περιφρονεί ή εκείνος που περιφρονείται; Είναι φανερό ότι ευτυχής είναι εκείνος που περιφρονείται. Λοιπόν η φιλαργυρία μεν μάς παρακινεί να περιφρονούμε, ενώ η πτωχεία μάς προτρέπει να υπομένουμε. «Αλλά ο πτωχός», θα απαντούσε αυτός ο κάποιος, «πεινά». Και ο Παύλος πεινούσε και βρισκόταν σε συνεχή πείνα. Αλλά δεν έχει ανάπαυση και δε σταματά το έργο του ποτέ. Ούτε ο Υιός του ανθρώπου δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι Του.

Είδες σε ποιο σημείο έφθασαν τα εγκώμια της πτωχείας και πού σε τοποθετούν; Κοντά σε ποιους άντρες σε αναβιβάζουν και σε κάνουν μιμητή του Δεσπότου; Εάν ήταν καλό να έχει κανείς υπό την κατοχή του χρυσό, θα τον έδινε στους μαθητές Του ο Χριστός, ο οποίος τους έδωσε εκείνα τα άρρητα αγαθά. Ενώ τώρα, όχι μόνο δεν τους έδωσε, αλλά και τους απαγόρευσε να έχουν. Γι’ αυτό και ο Πέτρος όχι μόνο δε βυθίζεται από την πενία, αλλά και αισθάνεται υπερήφανος λέγοντας: «ργύριον κα χρυσίον οχ πάρχει μοι· δ χω τοτό σοι δίδωμι· ν τ νόματι ησο Χριστο το Ναζωραίου γειρε κα περιπάτει(:ούτε ασημένια ούτε χρυσά νομίσματα έχω. Εκείνο όμως που έχω, αυτό και σου δίνω. Με τη δύναμη που δίνει η επίκληση με πίστη του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περπάτα)»[Πράξ.3,6].Ποιος από εσάς δεν θα ήθελε να κραυγάσει αυτά τα λόγια; «Ασφαλώς όλοι και πάρα πολύ μάλιστα», θα μπορούσε να πει κανείς.

Λοιπόν, πέταξε τα αργυρά νομίσματα, πέταξε τα χρυσά. «Και εάν τα πετάξω», θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, «θα αποκτήσω τη δύναμη του Πέτρου;» Πες μου, όμως, τι έκανε τον Πέτρο ευτυχή; Άραγε επειδή θεράπευσε τον χωλό; Όχι· αλλά το ότι δεν είχε αυτά, αυτό του εξασφάλισε τον ουρανό. Διότι άλλοι μεν από εκείνους που έκαναν αυτά έπεσαν στη γέεννα του πυρός, ενώ άλλοι από αυτούς που έκαναν αυτά, πέτυχαν την βασιλεία. Αυτό λοιπόν μάθε το και από αυτόν τον Πέτρο. Διότι δύο ήταν εκείνα που είπε· «αργύριο και χρυσάφι δεν έχω» και «στο όνομα του Ιησού Χριστού, σήκω και περπάτησε». Ποιο λοιπόν τον έκανε ένδοξο και μακάριο; Η θεραπεία του χωλού ή η απόρριψη των χρημάτων;.

Και αυτά διδάξου τα και από τον ίδιο τον αγωνοθέτη, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τι λέγει λοιπόν Αυτός στον πλούσιο ο οποίος ζητούσε την αιώνια ζωή; Δεν είπε «θεράπευε χωλούς», αλλά «πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους πτωχούς και ακολούθησέ με· και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς»[Λουκ.18,22]. Αλλά και ο Πέτρος επίσης δεν είπε «να, στο όνομά Σου εκβάλλουμε δαίμονες», αν και εξέβαλλε, αλλά «δο μες φήκαμεν πάντα κα κολουθήσαμέν σοι· τί ρα σται μν;(:να, εμείς όλα τα αφήσαμε και σε ακολουθήσαμε. Τι άραγε θα μας δοθεί ως αμοιβή;)»[Ματθ.19,27]. Και ο Χριστός πάλι απαντώντας προς αυτόν, δεν είπε «εάν κανείς σηκώσει χωλό», αλλά «πς ς φκεν οκίας δελφος δελφς πατέρα μητέρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόματός μου, κατονταπλασίονα λήψεται κα ζων αώνιον κληρονομήσει(:και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μείνει ενωμένος και να μη χωριστεί από μένα, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα σε αυτήν τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)»[Ματθ.19,29].

Και εμείς λοιπόν θα μιμηθούμε αυτόν, για να μην ντροπιαστούμε, αλλά να εμφανιστούμε με θάρρος στο βήμα του Χριστού, για να Τον ελκύσουμε να βρίσκεται μαζί μας, όπως ήταν και μαζί με τους μαθητές. Διότι θα είναι και μαζί μας όπως ήταν και με εκείνους, εάν θελήσουμε να μιμηθούμε εκείνους και να γίνουμε θαυμαστές του βίου και της συμπεριφοράς τους· διότι από αυτά και ο Θεός στεφανώνει και ανακηρύσσει τους νικητές, χωρίς να απαιτεί να αναστήσεις νεκρό, ή να θεραπεύσεις χωλό. Διότι δεν συντελούν αυτά να γίνουμε όπως ο Πέτρος, αλλά το να απορρίψουμε τα υπάρχοντά μας· διότι αυτό ήταν το κατόρθωμα του αποστόλου.

Αλλά δεν μπορείς να τα απορρίψεις; Είναι πάρα πολύ εύκολο, αλλά δε σε αναγκάζω, εάν δε με θέλεις, ούτε σε βιάζω· αλλά σε παρακαλώ μόνο αυτό, να ξοδεύεις ένα μέρος από εκείνα για τους συνανθρώπους σου που τα έχουν ανάγκη και να μην επιζητείς τίποτε περισσότερο από ό,τι πραγματικά σου χρειάζεται για τις βασικές σου ανάγκες. Έτσι και εδώ θα ζήσουμε ζωή ήσυχη και ασφαλή και την αιώνια ζωή θα απολαύσουμε, την οποία είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα και τώρα και πάντοτε και αιωνίως. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/inmatthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία Ϛ ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),πατερικές εκδόσεις«Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 399-413.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 69, σελ.205-214 (ή : 97-100 του PDF).

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr//Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυσόστομος (ΓΙΑ ΤΗ ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ  )

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ  ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ  ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

[Υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ.28,11-15]

«Πορευομένων δ ατν, δού τινες τς κουστωδίας λθόντες ες τν πόλιν πήγγειλαν τος ρχιερεσιν παντα τ γενόμενα. κα συναχθέντες μετ τν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ργύρια καν δωκαν τος στρατιώταις λέγοντες·επατε τι ο μαθητα ατο νυκτς λθόντες κλεψαν ατν μν κοιμωμένων. κα ἐὰν κουσθ τοτο π το γεμόνος, μες πείσομεν ατν κα μς μερίμνους ποιήσομεν. ο δ λαβόντες τ ργύρια ποίησαν ς διδάχθησαν. κα διεφημίσθη λόγος οτος παρ ουδαίοις μέχρι τς σήμερον(:καθώς λοιπόν αυτές πήγαιναν να αναγγείλουν αυτά στους αποστόλους, ιδού, μερικοί στρατιώτες από τη φρουρά που είχε τοποθετηθεί στον τάφο πήγαν στην πόλη κι ανήγγειλαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει.Κι αφού συγκεντρώθηκαν εκείνοι μαζί με τους πρεσβυτέρους κι έκαναν σύσκεψη, έδωσαν μεγάλο ποσό ασημένιων νομισμάτων στους στρατιώτες λέγοντάς τους: ’’Πείτε ότι οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν.Κι αν αυτό καταγγελθεί στον ηγεμόνα, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε από κάθε ανησυχία και ευθύνη’’. Κι αυτοί, αφού πήραν τα χρήματα, έκαναν σύμφωνα με τις οδηγίες που πήραν. Και η φήμη αυτή, για τη δήθεν κλοπή του σώματος, διαδόθηκε ανάμεσα στους Ιουδαίους μέχρι σήμερα)»[Ματθ. 28,11-15].

Εξαιτίας αυτών στρατιωτών έγινε ο σεισμός εκείνος, για να τους προκαλέσει μεγάλο φόβο και από αυτούς να προέλθει η μαρτυρία για την Ανάσταση· πράγμα το οποίο και συνέβη. Διότι με αυτόν τον τρόπο η αναγγελία της Αναστάσεως από τους φύλακες στους Ιουδαίους δεν προκάλεσε υποψίες. Διότι από τα θαύματα άλλα μεν έγιναν φανερά σε ολόκληρη την οικουμένη, ενώ άλλα έγιναν φανερά μόνο σε εκείνους που ήταν παρόντες εκεί. Σε όλη μεν την οικουμένη έγινε φανερό το σκοτάδι, ενώ μόνο σε ολίγους ιδιαιτέρως έγιναν γνωστά η εμφάνιση του αγγέλου και ο σεισμός.

Όταν λοιπόν ήλθαν οι στρατιώτες και ανήγγειλαν ( διότι η αλήθεια όταν διακηρύσσεται από τους αντιπάλους λάμπει ακόμα πιο περίτρανα) την Ανάσταση, τους έδωσαν πάλι χρήματα, για να πουν, λέγει ο ευαγγελιστής, ότι τάχα «οι μαθητές Του ήρθαν τη νύκτα και Τον έκλεψαν». Πώς Τον έκλεψαν, σε υπερθετικό βαθμό ανόητοι Ιουδαίοι; Διότι, επειδή η αλήθεια της Αναστάσεως είναι εντυπωσιακή και προφανής, ούτε να κατασκευάσουν δεν μπορούν τον μύθο της κλοπής με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι πειστικός. Άλλωστε ήταν εντελώς απίθανο αυτό το ψεύδος που διέδωσαν ως φήμη έκτοτε και δεν είχε καθόλου πειστική μορφή. Διότι, πες μου, πώς ήταν δυνατόν να Τον κλέψουν οι μαθητές, άνθρωποι φτωχοί και απλοϊκοί, οι οποίοι δεν τολμούσαν ούτε να εμφανιστούν; Μήπως δεν είχε τοποθετηθεί σφραγίδα επάνω στον τάφο από τους Ιουδαίους; Μήπως δεν αγρυπνούσαν παρακαθισμένοι εκεί τόσοι φύλακες και στρατιώτες και Ιουδαίοι;

Μήπως δεν το υποπτεύονταν αυτό ακριβώς εκείνοι και δε μεριμνούσαν και δεν αγρυπνούσαν και δε φρόντιζαν για να μη συμβεί μια πιθανή τέτοια κλοπή;[πρβλ. Ματθ.27, 62-66: «Τ δ παύριον, τις στ μετ τν παρασκευήν, συνήχθησαν ο ρχιερες κα ο Φαρισαοι πρς Πιλτον: λέγοντες· κύριε, μνήσθημεν τι κενος πλάνος επεν τι ζν, μετ τρες μέρας γείρομαι. κέλευσον ον σφαλισθναι τν τάφον ως τς τρίτης μέρας, μήποτε λθόντες ο μαθητα ατο νυκτς κλέψωσιν ατν κα επωσι τ λα, γέρθη π τν νεκρν· κα σται σχάτη πλάνη χείρων τς πρώτης. φη ατος Πιλτος· χετε κουστωδίαν· πάγετε σφαλίσασθε ς οδατε. ο δ πορευθέντες σφαλίσαντο τν τάφον σφραγίσαντες τν λίθον μετ τς κουστωδίας(:Την άλλη τώρα ημέρα, η οποία είναι μετά την Παρασκευή, δηλαδή το Σάββατο, μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και πήγαν όλοι μαζί στον Πιλάτο και του είπαν: ‘’Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο λαοπλάνος είχε πει όταν ακόμη ζούσε: «Τρεις ημέρες μετά το θάνατό μου θα αναστηθώ».Γι’ αυτό δώσε διαταγή να ασφαλισθεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές του μέσα στη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη του λαού χειρότερη από την πρώτη, που τον πίστεψαν ως Μεσσία.’’Ο Πιλάτος τότε τους είπε: ‘’Πάρτε φρουρά. Πηγαίνετε και ασφαλίστε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρετε’’.Κι αυτοί πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο. Έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθο που σκέπαζε το μνημείο. Και τοποθέτησαν εκεί τη φρουρά)»]

Και γιατί να Τον έκλεβαν οι μαθητές; Για να επινοήσουν την αλήθεια της Αναστάσεως; Και πώς θα τους ερχόταν να επινοήσουν κάτι τέτοιο σε βάρος ανθρώπων, οι οποίοι τους αγαπούσαν, αφού ζούσαν κρυπτόμενοι; Πώς επίσης θα μπορούσαν να σηκώσουν τον λίθο που ήταν ασφαλισμένος; Και πώς θα μπορούσαν να διαφύγουν από τους τόσους φρουρούς; Διότι και αν ακόμη περιφρονούσαν τον θάνατο, δε θα επιχειρούσαν να τολμήσουν ενέργειες απερίσκεπτες και μάταιες, αφού υπήρχαν τόσοι φύλακες. Ότι όμως ήσαν και δειλοί, το φανέρωσαν όσα έγιναν προηγουμένως. Όταν Τον είδαν να συλλαμβάνεται, όλοι στο σύνολό τους Τον εγκατέλειψαν και απομακρύνθηκαν. Εάν λοιπόν τότε δεν τόλμησαν να σταθούν κοντά Του, ενώ Τον έβλεπαν ζωντανό, πώς όταν πέθανε δεν θα φοβούνταν το πλήθος τόσων στρατιωτών;

Μήπως επίσης ήταν μια απλή πόρτα και ήταν εύκολο να την ανατρέψουν και να μπουν μέσα στο μνημείο; Ή μήπως ήταν εύκολο να διαφύγουν την προσοχή ενός; Στην είσοδο του μνημείου ήταν τοποθετημένος λίθος μεγάλος, ο οποίος χρειαζόταν πολλά χέρια για να μετακινηθεί. Με το δίκιο τους οι Ιουδαίοι έλεγαν το ότι «θα είναι η τελευταία απάτη χειρότερη από την πρώτη». Εναντίον τους το έλεγαν αυτό, διότι ενώ έπρεπε ύστερα από τόση μανία να μετανοήσουν, αυτοί εξακολουθούσαν να αγωνίζονται περισσότερο από πριν, επινοώντας καταγέλαστα φαντασιοκοπήματα, και όσο Εκείνος ζούσε ακόμη, εξαγόρασαν το Αίμα Του με χρήματα που έδωσαν στον Ιούδα, αλλά και όταν Εκείνος σταυρώθηκε και αναστήθηκε, υπέσκαψαν πάλι με χρήματα προς τους φρουρούς στρατιώτες την αλήθεια της Αναστάσεως.

Εσύ, όμως, κάνε μου τη χάρη να προσέξεις ότι παντού αποκαλύπτονται και συλλαμβάνονται ως ένοχοι και ψεύτες από τα ίδια τους τα έργα. Διότι εάν δεν προσέρχονταν στον Πιλάτο και δε ζητούσαν τη φρουρά, θα μπορούσαν οπωσδήποτε να φλυαρούν τέτοια αναίσχυντα και ανυπόστατα ψεύδη. Όχι όμως και τώρα. Διότι έκαναν τα πάντα έτσι, σαν να ήθελαν οι ίδιοι να ράψουν και να σφραγίσουν έτσι τα στόματά τους. Διότι, εφόσον οι μαθητές δεν άντεξαν να αγρυπνήσουν μαζί Του, και μάλιστα ενώ επιπλήττονταν από Αυτόν, πώς θα το τολμούσαν αυτό; Και γιατί δεν Τον έκλεψαν πριν από αυτό νωρίτερα, παρά όταν εσείς ήλθατε; Εάν ήθελαν να το κάνουν αυτό, θα το έκαναν όταν ακόμη δεν φυλασσόταν ο τάφος, κατά τη διάρκεια της πρώτης νύκτας, τότε που ήταν ένα τέτοιο εγχείρημα ακίνδυνο και σίγουρο ότι θα τελεσφορούσε. Διότι το Σάββατο προσήλθαν οι Ιουδαίοι και ζήτησαν από τον Πιλάτο τη φρουρά και Τον φύλασσαν· ενώ την πρώτη νύκτα, δεν ήταν κανείς από αυτούς παρών στον τάφο, στον οποίο όμως βρήκαν τον Ιησού όταν ανέλαβαν να φυλάσσουν το σώμα Του οι φρουροί.

Τι θέλουν επίσης τα σουδάρια[:πλατιές λωρίδες λευκού υφάσματος με τις οποίες περιτύλισσαν το κεφάλι των νεκρών],τα οποία ήταν δυνατά κολλημένα με την αρωματική σμύρνα; Διότι αυτά τα είδε ο Πέτρος να βρίσκονται μέσα στον τάφο[Λουκ.24,12: « δ Πέτρος ναστς δραμεν π τ μνημεον, κα παρακύψας βλέπει τ θόνια κείμενα μόνα, κα πλθε πρς αυτν θαυμάζων τ γεγονός(:παρόλα αυτά όμως ο Πέτρος σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνημείο. Κι αφού έσκυψε από τη θύρα, βλέπει μόνο τους νεκρούς επιδέσμους να είναι κάτω στο μνημείο, χωρίς το σώμα. Τότε επέστρεψε στο σπίτι που έμενε γεμάτος απορία και έκπληξη γι’ αυτό που είχε γίνει)» και Ιω.20,6-7: «ρχεται ον Σίμων Πέτρος κολουθν ατ, κα εσλθεν ες τ μνημεον κα θεωρε τ θόνια κείμενα, κα τ σουδάριον, ν π τς κεφαλς ατο, ο μετ τν θονίων κείμενον, λλ χωρς ντετυλιγμένον ες να τόπον(:ενώ λοιπόν [ο Ιωάννης] περίμενε απέξω, έρχεται και ο Σίμων Πέτρος ύστερα απ’ αυτόν και, θαρραλέος και ορμητικός όπως ήταν από το χαρακτήρα του, μπήκε στο μνημείο και παρατήρησε από κοντά ότι οι νεκρικοί επίδεσμοι ήταν κάτω στη γη και δεν έλειπαν, όπως θα ήταν φυσικό να συμβεί εάν το σώμα είχε κλαπεί. Παρατήρησε ακόμη ότι το ύφασμα με το οποίο είχαν σκεπάσει το κεφάλι του Ιησού, δεν ήταν ανακατεμένο με τους επιδέσμους ακατάστατα, αλλά ήταν τυλιγμένο χωριστά κάπου εκεί με τάξη, που δεν πρόδιδε βιασύνη και σπουδή)»].

Εάν ήθελαν να το κλέψουν, δεν θα έκλεβαν το σώμα Του γυμνό· όχι μόνο για να μην αποτελέσει η πράξη τους αυτή ύβρη προς το σώμα, αλλά και για να μην καθυστερούν και να βραδυπορούν, κατά τη διάρκεια της απογύμνωσης του σώματος από τις κόλλες και τα οθόνια, και να δώσουν καιρό στο μεταξύ στους φρουρούς να σηκωθούν και να τους συλλάβουν. Και μάλιστα τη στιγμή που επρόκειτο για σμύρνα, τόσο ισχυρό κολλώδες υγρό συγκολλημένο με το σώμα και τα ενδύματα· ως εκ τούτου δεν ήταν εύκολο να αποσπάσουν τα ενδύματα από το σώμα, αλλά χρειάζονταν πολύ χρόνο εκείνοι που θα έκαναν κάτι τέτοιο. Επομένως και από την άποψη αυτή αυτοχαρακτηρίζεται ως απίθανη η ψευδής ιστορία της κλοπής.

Μήπως επίσης δεν γνώριζαν τον θυμό των Ιουδαίων, και ότι σε αυτούς επρόκειτο να ξεσπούσε η οργή τους; Και ποιο θα ήταν τελικά γι’ αυτούς το κέρδος εάν ο Ιησούς δεν είχε πραγματικά αναστηθεί; Όλα αυτά λοιπόν γνωρίζοντας και αυτοί οι οποίοι τα επινόησαν αυτά, έδωσαν χρήματα και λέγουν: «πείτε εσείς, στρατιώτες, αυτά και εμείς θα πείσουμε τον ηγεμόνα». Διότι δεν ήθελαν να πάρει δημοσιότητα η είδηση, μάταια αγωνιζόμενοι ενάντια στην αλήθεια, και με όσα επιχειρούσαν να την επισκιάσουν, με αυτά άθελά τους την έκαναν να λάμπει πεντακάθαρη. Διότι και αυτό επιβεβαιώνει την Ανάσταση, το ότι εκείνοι είπαν αυτά, ότι δηλαδή τάχα Τον έκλεψαν οι μαθητές. Διότι αυτό εξάγεται από την ομολογία τους, ότι δηλαδή το σώμα δεν βρισκόταν εκεί.

Από τη στιγμή λοιπόν που αυτοί οι ίδιοι οι Ιουδαίοι μεν ομολογούσαν ότι δεν ήταν το σώμα εκεί, η παρουσία δε των φρουρών στο μνημείο και οι σφραγίδες στο μεγάλο λίθο που επιπλέον είχαν τοποθετηθεί για να αποφευχθεί τυχόν κλοπή του σώματος και η δειλία επίσης των μαθητών, γίνεται αναμφισβήτητη με αυτά η απόδειξη της Αναστάσεως. Ωστόσο όμως οι ξεδιάντροποι, επιχειρώντας τα πάντα για να επισκιάσουν την αλήθεια, αν και ήταν τόσα που τους αποστόμωναν, λέγουν στους στρατιώτες: «Επατε τι ο μαθητα ατο νυκτς λθόντες κλεψαν ατν μν κοιμωμένων.κα ἐὰν κουσθ τοτο π το γεμόνος, μες πείσομεν ατν κα μς μερίμνους ποιήσομεν(:πείτε ότι οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν.Κι αν αυτό καταγγελθεί στον ηγεμόνα, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε από κάθε ανησυχία και ευθύνη)»[Ματθ.28,13-14]. Βλέπεις ότι όλοι είναι διεφθαρμένοι; Ο Πιλάτος που πείσθηκε, οι στρατιώτες, ο ιουδαϊκός λαός; Όμως μην απορήσεις γιατί τα χρήματα έκαμψαν τους στρατιώτες που γνώριζαν την αλήθεια. Εάν για τον μαθητή είχαν τόση ελκυστική δύναμη, πολύ περισσότερο θα είχαν και σε αυτούς.

«Κα διεφημίσθη λόγος οτος παρ ουδαίοις μέχρι τς σήμερον(:και η φήμη αυτή, για τη δήθεν κλοπή του σώματος του Ιησού από τους μαθητές Του, διαδόθηκε ανάμεσα στους Ιουδαίους μέχρι σήμερα)»[Ματθ.28,15].Βλέπεις πάλι τη φιλαλήθεια των μαθητών, ότι δεν ντρέπονται ούτε αυτό να πουν στα ευαγγέλιά τους, ότι επικράτησε τέτοια φήμη σε βάρος τους;

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/inmatthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία Ϛ ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 392-399.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 69, σελ.201-207 (ή : 97-100 του PDF).

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία,εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αθαν, Μυτιληναίος (Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 3-5-1998]

(Β374)

Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας, Κυριακή των Μυροφόρων γυναικών, τιμά όλως ιδιαιτέρως τα πρόσωπα εκείνα που συνετέλεσαν εις την φροντίδα του νεκρού σώματος του Ιησού, όπως του Ιωσήφ, του Νικοδήμου και των λοιπών μυροφόρων γυναικών.

Για να καταλάβουμε τι υπηρεσίες προσέφεραν και κάτω από ποιες συνθήκες προσέφεραν αυτές των τις υπηρεσίες, θα πρέπει να μεταφερθούμε στο κλίμα των ημερών εκείνων, του πώς δηλαδή εθεωρείτο για τους άρχοντες ο Ιησούς μετά την Σταύρωσή Του· ώστε να γράφει ο Μάρκος ο Ευαγγελιστής ότι ο βουλευτής Ιωσήφ «τολμήσας εσλθε πρς Πιλτον κα τήσατο τ σμα το ησοῦ». Τολμήσας… Επήρε την τόλμη να πάει εκεί στο Διοικητήριον του Πιλάτου να ζητήσει το σώμα του Ιησού. Γιατί βάζει «τολμήσας»; Διότι εθεωρείτο κάτι πολύ φοβερό να υπήρξες γνωστός, μέτοχος του Ιησού Χριστού, του καταδικασθέντος ως κακούργου επί του Σταυρού.

Ωστόσο, η στάσις των γυναικών εκείνων που η Εκκλησία μας, σας είπα, τις ονόμασε «Μυροφόρες γυναίκες» γιατί αγόρασαν μύρα και ήθελαν να αλείψουν το σώμα του Ιησού, φυσικά πάνω από τα εντάφια σπάργανα, αυτό το θέμα, ιδιαιτέρως σήμερα θα μας απασχολήσει.

Είναι γνωστή, αγαπητοί μου, η θέσις της γυναικός εις τον αρχαίον κόσμον. Ακόμη και εις τον πολιτισμένον κόσμον των Ελλήνων. Η θέσις, όμως, της γυναικός στον χώρον της Παλαιάς Διαθήκης κατά πολύ υπερέβαλε την κατάστασιν της εξωβιβλικής γυναικός, της γυναικός που ήταν έξω από τον λαό του Θεού. Δηλαδή της Βίβλου, της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά και αυτήν την θέση της γυναικός στην Παλαιά Διαθήκη κατά πολύ υπερβάλλει η θέσις της γυναικός εις την Καινήν Διαθήκην.

Χωρίς υπερβολή, η θέσις της γυναικός μέσα στον Χριστιανισμό, είναι η θέσις της Εύας εις τον Παράδεισον πριν πέσει. Ακόμη περισσότερο η καταξιωμένη χριστιανή γυναίκα είναι και έχει ως πρότυπον την Θεοτόκον. Αυτήν την γυναίκα προβάλλει η Καινή Διαθήκη: την Θεοτόκον· η οποία βεβαίως, απείρως ανωτέρα είναι της παλαιάς Εύας, πριν αυτή πέσει. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο πρώτος άνθρωπος που εισέρχεται εις την Βασιλείαν του Θεού είναι η Θεοτόκος, δηλαδή γυναίκα. Είπα «εισέρχεται»· διότι η Εκκλησία μας πιστεύει απολύτως ότι η Θεοτόκος ανεστήθη, όπως και ο Υιός της και όπως Εκείνος Ανελήφθη μετά της σαρκός εις την Βασιλείαν Του, κατά τον ίδιον τρόπο και η Θεοτόκος ανελήφθη, ανεστήθη, ανελήφθη μετά της σαρκός της. Ενώ εις την Βασιλείαν του Θεού δεν υπάρχει κανείς με την σάρκα του. Ούτε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Ούτε οι Απόστολοι, ούτε ο Παύλος. Μόνη η Θεοτόκος. Όλοι αναμένομε την ανάσταση των νεκρών. Και τότε θα εισέλθομε μετά της σαρκός, υπογραμμίζω, εις την Βασιλείαν του Θεού. Το ακούσατε καλά, ε; Μετά της σαρκός. Έτσι, αγαπητοί μου, η μόνη που εισέρχεται εις την Βασιλείαν του Θεού μετά σαρκός είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτό τι σημαίνει; Ότι η γυναίκα πρώτη έρχεται εις την Βασιλείαν του Θεού μετά σαρκός, λέει πολλά.

Αλλά αξίζει να δούμε ιστορικά την θέση της γυναικός απέναντι εις τον άνδρα, διότι η γυναίκα παραπαίει στην προσπάθειά της να συνειδητοποιήσει ποια είναι η θέση της. Πραγματικά παραπαίει…

Μια εικόνα του αληθούς ανθρώπου, ανδρός ή γυναικός, είναι ο άνθρωπος μέσα εις τον Παράδεισον. Είναι η αυθεντική δημιουργία, χωρίς τα τραύματα της περιπέτειας της ελευθερίας. Διότι η ελευθερία προς κατάκτησή της, παρέχει όχι λίγα τραύματα. Κάποτε είναι τραύματα και αίματος. Αλλά προπαντός ψυχικά τραύματα, συναισθηματικά τραύματα. Η ελευθερία δεν κατακτάται εύκολα. Πάντως εκεί και ο άνδρας και η γυναίκα, εκεί εις τον Παράδεισον είναι άνθρωποι. Άνθρωπος είναι ο άνδρας, άνθρωπος είναι και η γυναίκα. Διότι αργότερα η γυναίκα, θα θεωρηθεί από τον άνδρα, μετά την πτώση βέβαια, ως res, δηλαδή πράγμα! Σαν ένα πρόσωπο… καταχρηστικά είπα πρόσωπο, μία ύπαρξη, η οποία απλώς θα ικανοποιεί και θα ευχαριστεί τον άνδρα και αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αντικείμενον. Res. Πράγμα.

«Κα επεν Θεός -διαβάζομε στην Αγία Γραφή-· ποιήσωμεν νθρωπον κατ᾿ εκόνα μετέραν κα καθ᾿ μοίωσιν. Κα ποίησεν Θες τν νθρωπον, κατ᾿ εκόνα Θεο ποίησεν ατόν, ρσεν κα θλυ ποίησεν ατούς». Ώστε λοιπόν και ο άνδρας και η γυναίκα, και το άρσεν και το θήλυ, είναι άνθρωποι. Το υπογραμμίζω γιατί αυτό αποτελεί το κριτήριον των όσων θα δούμε παρακάτω. Και ο άνδρας είναι άνθρωπος και η γυναίκα είναι άνθρωπος. Η γυναίκα λοιπόν είναι άνθρωπος, σε τίποτα δεν υστερεί του ανδρός, διότι αν υστερούσε, τότε δεν θα ήτο άνθρωπος. Αν υστερούσε του ανδρός. Άλλο τώρα ότι υπάρχουν κάποια γνωρίσματα, τα οποία διαφοροποιούν τον άνδρα από την γυναίκα, για να φέρουν εις πέρας το μυστήριον του γάμου, να φέρουν τον τρίτον άνθρωπο εις τον κόσμον αυτόν. Το παιδί τους, τον τρίτον άνθρωπον.

Η γυναίκα κατάγεται από τον Αδάμ. Και είναι σάρκα από την σάρκα και «στον κ τν στέων» του Αδάμ. Ό,τι είναι ο Αδάμ, είναι και η γυναίκα. Ξαναλέγω· άνθρωπος. Τα λέει όλα αυτό. Δεν έχει λοιπόν ξεχωριστή δημιουργία. Έξω, που σας είπα, ότι υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εκείνα που καθορίζουν τον άνδρα ως άνδρα, ως φύλον κι εκείνα που κάνουν την γυναίκα γυναίκα ως φύλον. Το ξαναλέγω. Για σκοπό που σας εξήγησα.

Η γυναίκα επλάσθη ως βοηθός του ανδρός. Κυριότατα εις το έργον της σωτηρίας. Λέμε, η γυναίκα είναι βοηθός του ανδρός. Σε τι; Εις την σωτηρίαν. Όχι να την βοηθάει, επιτρέψατέ μου, να κατέβω πολύ πεζά, να της πλένει τα πιάτα και να της μαγειρεύει. Άλλο θέμα τώρα ότι πρέπει και ο άνδρας να βοηθάει και εις το νοικοκυριό. Όπως μαζί θα κτίσουν το σπίτι τους, μαζί θα το συγυρίσουν το σπίτι τους, θα το διακοσμήσουν, μαζί πάντα θα το υπηρετούν το σπίτι τους. Για να τους υπηρετεί. Αλλά δεν νομίζετε ότι είναι πολύ πεζόν να λέμε ότι η γυναίκα είναι βοηθός… δηλαδή η έννοια του «βοηθός» της λέξεως «βοηθός» είναι μόνο και μόνον για να τον εξυπηρετεί τον άνδρα; Να τον εξυπηρετεί από πλευράς δηλαδή νοικοκυριού; Άπαγε! Αν είναι δυνατόν…

Η βοήθεια θα ήτο δε αμοιβαία. Διότι θα συνιστούσε τον σκοπόν της υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι η κοινωνία του, του ανθρώπου η κοινωνία με τον Θεό. Σ’ αυτό θα βοηθούσε η γυναίκα. Αλλά αυτή θα βοηθούσε τον άνδρα να βρει τον σκοπόν του, την θέωση, αλλά και ο άνδρας θα βοηθούσε την γυναίκα να βρει τον σκοπό της, δηλαδή την θέωση. Διότι ο άνθρωπος -όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός- είναι «ζον θεούμενον». Όταν λέμε «ζον», μην πάει το μυαλό σας στα κτήνη. Αλλά είναι ύπαρξις που ζει. Αυτό είναι το «ζον». Η ύπαρξις που ζει. Και συνεπώς είναι κάτι το ζωντανό με προορισμό την θέωση. Και ο άνδρας και η γυναίκα. Βλέπετε φερειπείν εις το Αγιολόγιον της Εκκλησίας μας και άνδρες και γυναίκες. Λέμε: ο άγιος άλφα, ο άγιος βήτα, η αγία άλφα, η αγία βήτα. Το βλέπετε αυτό.

Όμως τα πράγματα δεν έμειναν όπως ο Θεός τα όρισε, αλλά αλλοιώθηκαν. Η γυναίκα, εδώ θα ήθελα να επιστήσω ιδιαιτέρως την προσοχή σας, η γυναίκα υπερέβη τα όριά της. Να το ξαναπώ; Η γυναίκα υπερέβη τα όριά της· που δεν θα έπρεπε αυτό να το κάνει. Αλλά και ο άνδρας υπερέβη και αυτός τα όριά του, που κι αυτός δεν έπρεπε να το κάνει. Διότι «η σχέσις ανδρός και γυναικός είναι η σχέσις κεφαλής και σώματος», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Έτσι, θα λέγαμε, όρια και υπήρχαν, και έπρεπε να υπάρχουν και εις την γυναίκα και εις τον άνδρα. Και τα όρια αυτά είναι τα ανθρώπινα όρια. Δεν θα τα υπερβούμε, ούτε ο άνδρας, ούτε η γυναίκα. Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Εσω τν μετέρων ρων φιλοσοφμεν». Αν και αυτό είναι βέβαια πολύ πολύ ευρύτερο, που λέει ο άγιος Γρηγόριος, στον 1ον του θεολογικό λόγο, που σημαίνει το «εσω», δηλαδή εντός, μέσα, όχι έξω από τα όρια, αλλά εκτός των ορίων της ανθρωπίνης διανοίας. «Εσω», μέσα από τα όρια των εντολών του Θεού. Δεν θα υπερβείς τίποτα. Ούτε τις εντολές; Ναι, ούτε τις εντολές. Διότι τότε έχομε παρέκκλιση. Δεν είναι της ώρας να σας το αναπτύξω. Το να έχομε παρεκκλίσεις αριστερά, που είναι η παράβασις, και δεξιά, που είναι η υπερβολή. Εἴσω των εντολών. Εἴσω της φύσεώς του ο άνθρωπος.

Αλλά αυτό είναι πολύ γενικό. Είδατε τι ωραία που το λέει ο άγιος Γρηγόριος; Ότι «εσω τν μετέρων ρων φιλοσοφμεν». Ας φιλοσοφούμε. Μέσα από τα όριά μας. Όπως ο άνθρωπος, δεν πρέπει να ξεπερνά τα όρια εκείνα που και η φύσις του τα ορίζει. Ξέρετε, είναι πάρα πολύ σοβαρό το θέμα αυτό. Να, αυτή την στιγμή μιλάμε για κλωνοποίηση, μιλάμε για τέτοια πράγματα, κάπου θα βγάλομε τερατογενέσεις. Διότι ο άνθρωπος υπερβαίνει τα όριά του. Και σημειώσατε ότι αυτό δεν είναι πάντοτε πρόοδος. Διότι αν ήταν πρόοδος, οι σύγχρονοι Οικολόγοι δεν θα ανησυχούσαν δια το μέλλον της ανθρωπότητος. Αλλά ανησυχούν, γιατί ο άνθρωπος, στην ανόητη περιέργειά του και εις τις ανόητες ενέργειές του, βγαίνει από τα όριά του. Ας είναι.

Η γυναίκα έδειξε προπέτεια και όχι βουλήν μετά του ανδρός. Η Εύα με τον Αδάμ. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οκ νασχομένη μεναι πί τν οκείων ρων» . «Δεν ηνείχετο να μείνει», λέει, «στους δικούς της όρους». Και υπερβαίνουσα τους ιδίους της ρους, έφθασε στο σημείο να καταστρατηγήσει το έργον του βοηθού στην σωτηρία, τόσον του ανδρός, όσο και της ιδίας. Έκτοτε δέχεται την ποινήν του Θεού. Από την εποχή της Εύας· που ήτο… -είναι γραμμένο αυτό που θα σας πω στο τρίτο κεφάλαιο, στον 16ον στίχο: «Πρς τν νδρα σου –της λέγει- ποστροφ σου, κα ατς σου κυριεσει». Πωπω!… Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; «ποστροφή» θα πει στροφή. Δηλαδή «θα είσαι κάτω από την υπακοή του ανδρός σου και αυτός θα γίνει κύριός σου». Χωρίς να το θέλει η γυναίκα και μάλιστα η σύγχρονη γυναίκα- όχι και η παλαιά, και η Σάρα το έλεγε αυτό: «Ο κύριός μου». Ο Αβραάμ. Σήμερα λένε: «Από δω είναι ο κύριός μου». Ορθώς. Διότι είναι ο άνδρας κύριος της γυναικός. Δεν είναι όμως σωστή η έκφρασις όταν ο άνδρας πει: «Από δω η κυρία μου». Όχι. «Η σύζυγός μου». Όχι «η κυρία μου», «η σύζυγός μου». Διότι ο άνδρας κυριεύει της γυναικός. Όχι η γυναίκα του ανδρός.

Αλλά είναι γνωστόν ότι το κυριαρχικόν θέμα το έδωσε ο Θεός και εις τον άνδρα, τον Αδάμ και εις την γυναίκα. Και είπε: «Και κατακυριεύσετε -εις πληθυντικόν αριθμόν- ολόκληρη τη γη και τα ζώα κα τα πετεινά κ.λπ. κ.λπ. καί τούς χθς τς θαλάσσης …». Τώρα όμως προσθέτει ο Θεός ότι ο άνδρας θα κατακυριεύσει και την γυναίκα. Αυτό είναι η ποινή της, η τιμωρία της. Και η γυναίκα να αισθάνεται την ασφάλειά της πλάι στον άνδρα.

Αγαπητοί μου, κοιτάξτε. Μπορεί καμία κυρία από σας να λέγει: «Δεν τα ανέχομαι αυτά». Τα λέγει ο Θεός. Δεν τα λέγω εγώ. Μέσα στον Χριστιανισμό, η γυναίκα επιστρέφει στην προπτωτική της κατάσταση. Μες στον Χριστιανισμό όμως. Και μάλιστα στα μέτρα της Θεοτόκου. Εφόσον πάλι τηρήσει ό,τι και τότε στον Παράδεισον. Ήτοι τους ρους της, τα όριά της. Αυτό όμως δεν άρεσε εις την Χριστιανή γυναίκα των μετέπειτα χρόνων. Και είτε από τον δικό της εγωισμό δεν της άρεσε αυτό, είτε από τον εγωισμό του ανδρός της, γιατί κι αυτός έκανε υπέρβαση των ρων του, με το να είναι εγωιστής και να μην προσέχει την σύζυγό του, ξεχνώντας ότι εξήλθε εκ της πλευράς του, και ότι και οι δύο είναι άνθρωποι και τότε, αγαπητοί μου, τα πράγματα αρχίζουν να μην πηγαίνουν καλά. Αυτή δε η υπέρβαση των ρων, των ορίων, και από την γυναίκα και από τον άνδρα, εγέννησε ένα τέρας, που λέγεται… -αφύσικο πράγμα, τέρας– που λέγεται φεμινισμός. Όλοι έχετε ακούσει την λέξιν Φεμινισμόν. Είναι η κίνησις εκείνη που θέλει να δώσει δικαιώματα εις την γυναίκα.

Αλλά γιατί να δώσει δικαιώματα; Δεν τα έχει τα δικαιώματά της η γυναίκα; Ναι, αλλά έκανε υπέρβαση ο άνδρας. Ορθόν. Αυτό είναι αλήθεια. Είπαμε ότι και οι δύο υπερέβησαν τα όριά τους. Αλλά όμως δεν καταλαβαίνει η γυναίκα ότι αυτό το κίνημα του φεμινισμού την οδηγεί στην ίδια της την καταδίκη. Ναι, ναι. Στην υποβάθμισή της, στην φθορά της. Δεν θέλω να προσβάλλω τις κυρίες οι οποίες εργάζονται έξω. Αλλά το να εργάζεται η γυναίκα έξω, ενώ είναι η βασίλισσα του οίκου της, δεν είναι υποβάθμισις; Αν το σκεφθούμε καλά και το φιλοσοφήσουμε και το μελετήσουμε, όταν η γυναίκα βγαίνει έξω να δουλέψει, ουσιαστικά υποβαθμίζεται. Λίγο παλιότερα χρόνια, μερικές δεκαετίες πίσω, μόνον η γυναίκα εκείνη που είχε ανάγκη, δηλαδή ήτανε χήρα, ο πατέρας της ήταν άρρωστος ή υπερήλικας, τότε έβγαινε να δουλέψει η γυναίκα. Ήταν ντροπή να βγει έξω η γυναίκα να δουλέψει. Μερικές δεκαετίες πίσω. Κι αν η γυναίκα φθαρεί, τότε βεβαίως θα φθαρεί και ο άνδρας. Αν η γυναίκα υποβαθμιστεί, θα υποβαθμιστεί ασφαλώς και ο άνδρας.

Και αν θέλετε, να τα δούμε τα πράγματα ως εξής. Διαβάζουμε ένα περίεργο χωρίο του Αποστόλου Παύλου· εκ πρώτης όψεως περίεργο. Δεν θα κάνω πλήρη ανάλυση, παρά μόνον τούτου. Ο Απόστολος Παύλος εντέλλεται οι γυναίκες, όταν προσεύχονται, να φορούν κάλυμμα. Κάλυμμα να φορούν. Μία μαντήλα. Ξέρετε γιατί; Όπως ο άνδρας απαγορεύεται να λειτουργεί ή να προσεύχεται, το λέει ο Απόστολος Παύλος, με καλυμμένο το κεφάλι. Γιατί είναι εις δόξαν του Υιού του Θεού. Η γυναίκα είναι εις δόξαν του ανδρός της. Και δείχνει υποταγή. Σύμβολον είναι. Αλλά εάν καταργήσομε τα σύμβολα, δηλαδή τους τύπους, τότε θα καταργήσομε και την ουσία. Και έτσι ακριβώς γίνεται. Είναι λοιπόν σύμβολον. Όταν η γυναίκα βάζει κάλυμμα, όταν πηγαίνει στην Εκκλησία, δείχνει την υποταγή της εις τον άνδρα.

Λέει ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη του επιστολή: «Οτω γάρ ποτε κα α γιαι γυνακες(:κάποτε –λέει- έτσι και οι άγιες γυναίκες) α λπίζουσαι π τν Θεν, κόσμουν αυτάς(:έτσι στόλιζαν τον εαυτό τους. Υπήρχε το κάλυμμα), ποτασσόμεναι τος δίοις νδράσιν(:υποτασσόμενες στους ίδιους τους τους άνδρες), ς Σάῤῥα πήκουσε τ βραάμ, κύριον ατν καλοσα (:υπήκουσε και τον αποκαλούσε κύριον τον Αβραάμ, τον άνδρα της)».

Έτσι, στον χώρο της Καινής Διαθήκης, αλλά και στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αγαπητοί, βλέπομε ποια είναι η καταξιωμένη γυναίκα. Πρώτα πρώτα οι Μυροφόρες γυναίκες που έχουν ανδρείον φρόνημα, χωρίς να μεταβάλλονται σε άνδρες. Χωρίς να μεταβάλλονται σε άνδρες. Ανδρείον φρόνημα. «Τίς ερε νδρεία γυνακα –λέει το τελευταίο κεφάλαιο των Παροιμιών στην Παλαιά Διαθήκη- ερε θησαυρόν». Η ανδρεία γυναίκα. Όχι η ανδρούτσα! Η ανδρεία γυναίκα. Ανδρεία στο φρόνημα. Όχι στα «ποντίκια», να δίνει ξύλο στον άνδρα της. Στο φρόνημα. Αρρωσταίνει ο σύζυγος, παθαίνει ένα ατύχημα. «Τι στενοχωριέσαι, άνδρα μου; Εγώ θα πάω να δουλέψω». «Τι θα κάνεις;». «Θα πλένω σκάλες πολυκατοικιών. Τι σε νοιάζει εσένα;». Αυτή είναι η ανδρεία γυναίκα· που με ανδρείο φρόνημα θα μεγαλώσει και τα παιδιά της κ.ο.κ. Η Μάρθα και η Μαρία, που γνωρίζουν πώς να αγαπούν και πώς να φιλοξενούν, να ασχολούνται τόσο με το νοικοκυριό τους, όσο και με την ακρόαση του θείου λόγου. Η μητέρα, όπως σημειώνει ο Απόστολος Παύλος, του Ρούφου, την οποία αποκαλεί και δική του μητέρα, ο Παύλος, που τον διακονούσε η μητέρα του Ρούφου: «σπάσασθε -γράφει εις την προς Ρωμαίους- Ροφον τν κλεκτν ν Κυρί κα τν μητέρα ατο κα μο». Και την μητέρα του, που είναι δική του, αυτή τον γέννησε, «αλλά κι εμένα με έχει βοηθήσει, με έχει περιθάλψει, και την δική μου μητέρα». Είδατε;

Η Λυδία, με τον δυναμικό της χαρακτήρα, που μεταβάλλει το σπίτι της σε Εκκλησία. Και φιλοξενεί εκεί τον Παύλο. Η Χλόη, σαν διάκονος που υπηρετεί την Εκκλησία της Κορίνθου. Κι αν το θέλετε, σ’ αυτήν εμπιστεύτηκε την προς Ρωμαίους επιστολήν του ο Απόστολος Παύλος. Ξέρετε τι σήμαινε εμπιστοσύνη για μια επιστολή; Δεν είναι της ώρας να σας το αναλύσω περισσότερο. Η Πρίσκιλλα, αυτή η θαυμασία απόστολος και θεολόγος, που διορθώνει έναν τρανόν Απολλώ. Και στέκεται δεξί χέρι του Παύλου. Η Ολυμπιάς, στα μετέπειτα χρόνια, η ξακουστή εκείνη διάκονος της Κωνσταντινουπόλεως και δεξί χέρι του Ιερού Χρυσοστόμου στα έργα της φιλανθρωπίας.

Και να έρθουμε εις τους νεοτέρους χρόνους. Η Φιλοθέη η Αθηναία. Η κυρία και αρχόντισσα των Αθηνών· που μέσα στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας, προστατεύει τις Αθηναίες κοπέλες από την αμαρτωλή βουλιμία του κατακτητού. Είναι και όλες εκείνες οι γυναίκες που σκιαγραφούνται στις επιστολές του Παύλου και του Πέτρου.

Πρότυπον όμως πάντων είναι η Κυρία Θεοτόκος. Όλη της την ζωή, που ήταν αληθινά μια ζωή προσφοράς. Από την σύλληψη του Υιού της στα σπλάχνα της, του Υιού του Θεού, μέχρι τον Σταυρό και μέχρι την παρουσία της ανάμεσα στους δώδεκα Αποστόλους και τους 120 Χριστιανούς την ημέρα της Πεντηκοστής.

Αγαπητοί, με αυτά τα κριτήρια θα εξετάσομε και θα ελέγξομε τον σύγχρονον Φεμινισμόν· που είναι προϊόν του αποστρατημένου και παραπαίοντος ανθρώπου. Ενός Φεμινισμού που κινείται με κριτήρια καθαρά υλιστικά, που αρνείται τον Θεό και φθάνει τέλος στην άρνηση και αυτού του ανθρώπου. Ένας φεμινισμός που αρνείται την χριστιανική ηθική και ζητά να κηρύξει την χειραφέτηση από τον Θεό και την ηθική, για να ζήσει αυτόν τον ελευθεριασμόν, είναι κάτι πολύ κακό. Αυτός ο ελευθεριασμός, εξάλλου, όχι ελευθερία, ελευθεριασμός, όπως λέμε, μια πρόστυχη γυναίκα, λέμε «λευθερίων θν», αυτός ο ελευθεριασμός εξάλλου θα γεννήσει τον Αντίχριστον. Γιατί λένε οι Πατέρες ότι θα γεννηθεί από πόρνη γυναίκα ο Αντίχριστος. Έτσι, οι αντίποδες, θα λέγαμε, αυτού του φεμινισμού, και που είναι η αγνότης, και που είναι η παρθενία της Θεοτόκου, φέρει τον Χριστόν εις τον κόσμον.

Γι’αυτό είναι ανάγκη η χριστιανή γυναίκα να επανεύρει τον αληθινό της δρόμο και να μην δέχεται θέσεις και επιδράσεις από τον αρνητικόν φεμινισμόν. Σ’ αυτό έχει ευθύνη και ο άνδρας. Όχι να προσφέρει στην γυναίκα του τσιγάρο, για να μάθει κι αυτή να καπνίζει… Τι να λέω, πού να λέω, τα ξέρετε. Πρέπει να μην δέχεται το φεμινιστικό κίνημα. Αλλά πρέπει να παύσει ο άνδρας και να καταδυναστεύει την γυναίκα. Αυτός είναι η κεφαλή. Και η κεφαλή δεν καταδυναστεύει το σώμα. Αλλά το κατευθύνει, το προφυλάττει, το αγαπά και συναλγεί μαζί του.

Αγαπητοί, το αιώνιο παράδειγμα είναι μπροστά μας: ο Χριστός και η Εκκλησία· την οποία ως νύμφη ο Χριστός την αγαπά και παρέδωκε Εαυτόν υπέρ αυτής. Έτσι σήμερα, η τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα, η Εκκλησία μας αφιερώνει την ημέρα αυτή στις θαυμάσιες εκείνες και ανδρείες γυναίκες, τις Μυροφόρες. Για να δείχνει στις χριστιανές γυναίκες όλων των αιώνων και όλων των εποχών, την σωστή πορεία της χριστιανής γυναίκας.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_754.mp3

 

 

Αθαν. Μυτιληναίος (Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΟΛΜΗ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ[:Μάρκ.15,43-16,8]

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΟΛΜΗ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 14-5-1989]

(Β215)

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, είναι μία τιμητική αναφορά στα πρόσωπα εκείνα που διηκόνησαν εις την ταφήν του Κυρίου μας. Γι’αυτό και η Κυριακή αυτή, δηλαδή η μετά του Θωμά ή η τρίτη Κυριακή από του Πάσχα, λογαριασμένου του Πάσχα ως πρώτη Κυριακή, ονομάζεται «Κυριακή των Μυροφόρων». Είναι αφιερωμένη εις τα πρόσωπα, σας είπα, τιμητικώς, εκείνα, που διηκόνησαν εις την ταφήν του Κυρίου. Και αυτά είναι ο ευσχήμων Ιωσήφ -βουλευτής ήτο από Αριμαθαίας, «εσχμων» θα πει «άνθρωπος αξιοσέβαστος»– ακόμη ο πλούσιος Νικόδημος, που στάθηκε βοηθός του Ιωσήφ εις την ταφήν του Κυρίου και πολλές γυναίκες, οι οποίες είχαν φέρει μύρα, γι’αυτό ακριβώς και λέγονται Μυροφόρες. Ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, ήταν η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου, η Σαλώμη, η Ιωάννα και πολλές ακόμη.

Αλλά ας δούμε πώς μας το διηγείται το γεγονός αυτό ο ευαγγελιστής Μάρκος, από την σημερινήν ευαγγελική περικοπή. Θα σας πω το ιερόν κείμενο σε μετάφραση: «Ήταν ημέρα Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου. Όταν σουρούπωσε, ήλθε ο Ιωσήφ, σεβαστό μέλος του Συνεδρίου και που κατήγετο από την Αριμαθαία, που κι αυτός ανέμενε την Βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε για τον τόσο σύντομο θάνατο του Ιησού. Και αφού κάλεσε τον εκατόνταρχο, ερώτησε αν ο Ιησούς από ώρα είχε πεθάνει. Και όταν βεβαιώθηκε από τον εκατόνταρχον, εδώρισε στον Ιωσήφ το νεκρό σώμα του Ιησού. Κι εκείνος, αφού αγόρασε ένα σεντόνι και κατέβασε τον Ιησούν από τον Σταυρό, τον ετύλιξε με το σεντόνι και τον τοποθέτησε σε μνημείο που είχε λαξευθεί στον βράχο. Κατόπιν κύλισε μία ταφόπετρα και έκλεισε το άνοιγμα του μνημείου. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιωσήφ, παρακολουθούσαν πού Τον ετοποθέτησαν. Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να πάνε να αλείψουν το σώμα του Ιησού. Και πολύ πρωί την Κυριακήν, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, ήλθαν στο μνημείο» κ.λπ. κ.λπ.

Σας είπα ένα κύριο τμήμα της όλη ευαγγελικής περικοπής. Θα θέλαμε να μείνομε, απ’ αυτό που σας διάβασα, σε ένα σημείον, το οποίον εντυπωσιάζει· και το οποίον είναι πάρα πολύ χρήσιμο για μας. Σας διαβάζω το κείμενο: «λθν ᾿Ιωσφ π ᾿Αριμαθαας, εσχμων βουλευτς, τολμσας εσλθε πρς Πιλτον κα τσατο τ σμα το ᾿Ιησο». «Ήλθε ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την Αριμαθαία, ευσχήμων, αξιοσέβαστος βουλευτής, και αφού ετόλμησε, πήγε στον Πιλάτο και εζήτησε το σώμα του Ιησού».

Γιατί άραγε ο ευαγγελιστής Μάρκος, αγαπητοί μου, έγραψε εκείνο το «τολμήσας», «αφού ετόλμησε»; Για να κατανοήσομε αυτό το ρήμα, ότι τόλμησε ο Ιωσήφ να πάει εις τον Πιλάτον να ζητήσει το νεκρό σώμα του Ιησού, αρκεί να δούμε το κλίμα, θα λέγαμε, των ημερών εκείνων, πόσο φορτισμένο ήτο. Μπορεί ο λαός να αγαπούσε τον Ιησούν, αλλά οι άρχοντες τον φθονούσαν και τον μισούσαν θανασίμως. Αν κάποιος έδειχνε μιαν εύνοιαν εις τον Ιησούν, ο οποίος ήδη είχε καταδικαστεί με την κατηγορίαν ότι ήτο πλάνος και βλάσφημος -δεν έλεγε, κατά τους ισχυρισμούς των αρχόντων, ότι είναι ο κατεξοχήν Υιός του Θεού; Συνεπώς προσέβαλε την πατρώαν θρησκείαν και εξομοίωνε τον εαυτόν του με τον Θεόν. Πού να εγνώριζαν οι ταλαίπωροι ότι ακριβώς Αυτός ο Θεός που τους μιλούσε στην Παλαιά Διαθήκη, Αυτός ήτο!

Αλλά και ακόμη διότι ο Ιησούς εστρέφετο κατά των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, όπως τον είχαν κατηγορήσει οι άρχοντες, με το να λέγει ότι είναι βασιλιάς. Και λέγαν οι κατήγοροί του: «Εκείνος που λέγει ότι είναι βασιλιάς, αντιλέγει εις τον Καίσαρα». Δηλαδή έρχεται με επαναστατική διάθεση εναντίον του αυτοκράτορος της Ρώμης, αφού βέβαια η Παλαιστίνη ήτο κάτω από την ρωμαϊκή κατοχή. Αυτά όλα, τα δύο εγκλήματα, κατά της πατρώας θρησκείας και κατά του αυτοκράτορος, εθεωρούντο πολύ σημαντικά και συνεπώς εκείνος ο οποίος θα ζητούσε, έστω και το νεκρό ακόμη σώμα του Ιησού, έριπτε τον εαυτό του σε έναν κίνδυνο άνευ προηγουμένου. Μάλιστα να πάει εις τον Πιλάτον και να ζητήσει ο Ιωσήφ και μάλιστα ο άνθρωπος που ήτο σημαντικής θέσεως, ήτο μέλος του Συνεδρίου, δηλαδή του ανωτάτου δικαστηρίου των Εβραίων. Δεν ήτο μικρής σημασίας αυτό. Για να καταλάβομε τι θα πει ότι ετόλμησε ο άνθρωπος αυτός, ο Ιωσήφ, να πάει να ζητήσει από τον Πιλάτο το νεκρό σώμα του Κυρίου.

Αλλά και οι γυναίκες δεν βρέθηκαν σε λιγότερο κίνδυνο, δείχνοντας την συμπάθειά τους προς τον Κύριο. Αρκεί να σας θυμίσω μια φράση του Ματθαίου, που λέει ότι όταν εσταυρώθη ο Ιησούς, «σαν δ κε κα γυνακες πολλα π μακρόθεν θεωροσαι». Έβλεπαν από μακριά. Κοντά εις τον Σταυρόν μόνο δύο πρόσωπα πήγαν. Η Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Οι άλλοι μαθηταί είχαν εξαφανιστεί. Ούτε καν από μακριά δεν ήσαν. Οι δε γυναίκες αυτές ήσαν μακριά. Γιατί; Σας είπα. Ήταν τόλμη να πλησιάσεις κάποιον που ήδη ήταν στη δυσμένεια των αρχόντων και ας πούμε, για μια στιγμή, και του λαού.

Αυτές οι γυναίκες όταν απεφάσισαν να επισκεφθούν το μνημείον, βεβαίως αγνοούσαν ότι το μνημείον εφρουρείτο από Ρωμαίους στρατιώτες και είχαν πάει πολύ πρωί, ακριβώς για να αποφύγουν τα μάτια των πολλών. Να μην τις δουν. Ήθελαν, αλλά εφοβούντο για μια στιγμή, να μην τις δουν.

Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες, επαναλαμβάνω, έγραψε ο Ευαγγελιστής Μάρκος το ρήμα «τολμώ». Ότι ετόλμησαν. Αυτή, όμως, η τόλμη είναι σπουδαία. Και συνεπώς είναι ζητητέα. Δηλαδή πρέπει να την αναζητήσομε και για τον εαυτόν μας.

Τι είναι η τόλμη; Τόλμη είναι το θάρρος, είναι η αφοβία, είναι το ρίψιμο εις τον κίνδυνον. Και αν μεν η τόλμη είναι επί αγαθών πραγμάτων, τότε είναι αξιοθαύμαστη και αξιέπαινη. Αν, όμως, η τόλμη αυτή είναι επί κακών πραγμάτων, τότε είναι άμυαλη και συνεπώς κατακριτέα. Πολύ θα επιθυμούσα να προσέξομε και τις δύο αυτές θέσεις της τόλμης. Την κακήν τόλμην και την καλήν τόλμην. Για να έχομε, όμως, μία καλή εικόνα και από τις δυο, ας δούμε πρώτα την ασύνετη εκείνη τόλμη, να την δούμε λίγο κοντά, όπως τουλάχιστον η Αγία Γραφή μάς την παρουσιάζει.

Άμυαλα τολμηρός, άμυαλα τολμηρός στάθηκε ο Αδάμ και η Εύα. Ήτο πραγματικά μία ανόητη τόλμη, να φύγουν από την υπακοή του Θεού και να βρεθούν εις την παράταξη του σατανά και να τηρήσουν την εντολή του σατανά και όχι την εντολή του Θεού. Αυτό βέβαια, επειδή ήταν μία τόλμη άμυαλη, ανόητη, εγκληματική, γι’αυτό και εκόστισε πάρα πολύ εις τον Αδάμ και την Εύα, τους πρωτοπλάστους, με τις γνωστές συνέπειες, προπαντός με την συνέπεια του θανάτου· και του πνευματικού και του λεγομένου «βιολογικού θανάτου». Αυτή η τόλμη τους στάθηκε, θα λέγαμε, ταυτόσημη με την θρασύτητα, την αναίδεια και την προπέτεια. Και μια απερίσκεπτη και αλόγιστη τόλμη, λογαριάζεται σαν μία αυτοκτονία. Πράγματι οι πρωτόπλαστοι σαν να ηυτοκτόνησαν. Η «Σοφία Σειράχ» μας ειδοποιεί και μας λέγει: «Μετ τολμηρο μ πορεύου ν δ, να μ βαρήνηται κατά σου. Ατς γρ κατ τ θέλημα ατο ποιήσει, κα τ φροσύν ατο συναπολ». Δηλαδή: «Με απερίσκεπτα ριψοκίνδυνον άνθρωπον, μην περπατάς στον δρόμο σου, μην πολιτεύεσαι μαζί του· για να μην πέσει πάνω σου το βάρος της αλογίστου τόλμης του. Γιατί θα κάνει ό,τι θέλει και τότε θα χαθείς μαζί με την αμυαλοσύνη του και την κακοκεφαλιά του».

Και δυστυχώς, αγαπητοί μου, οι τέτοιοι τολμηροί ανήκουν σε κάθε εποχή, βέβαια και στην εποχή μας. Τέτοιον τολμηρό τον χαρακτηρίζει ο τυχοδιωκτισμός. Αυτόν που κυνηγά την τύχη του. Ζει τυχοδιωκτικά. Βλέπετε, οι τύποι αυτοί προτείνουν μεγαλεπήβολα σχέδια, επικίνδυνα σχέδια, πολλές φορές, ιδίως εις τον χώρον της οικονομίας. Σου ζητούν από σένα τα χρήματα, τα οποία κινδυνεύεις να χάσεις, γιατί έχουν σκοπούς να φτιάξουν…, να κάνουν…, αλλά είναι απερίσκεπτοι άνθρωποι, είναι άμυαλοι άνθρωποι. Δεν έχουν τόλμη που ξεκινά από την σύνεση. Έτσι, κυνηγάνε τα μεγάλα κέρδη. Όταν κυνηγάς τα μεγάλα κέρδη, δεν είσαι τυχο-διώκτης; Δεν κυνηγάς την τύχη; Όταν μάλιστα ξοδεύεις τα λεφτά σου απανωτά, για να παίρνεις λαχεία, δεν είσαι… -τι είναι το λαχείο, τύχη δεν είναι;- δεν είσαι τυχο-διώκτης; Ακόμη, για να βγάλουν χρήματα οι άνθρωποι αυτοί, δεν διακινούν παράτολμα, εννοείται πάντοτε, ναρκωτικά; Ζητάνε εύκολα να πλουτίσουν ακόμη με κρυμμένους τυχόν θησαυρούς. Έμαθαν ότι εκεί είναι θαμμένοι θησαυροί… ,εκεί δε αλληλοσκοτώνονται πολλές φορές…

Ακόμη, ο άνθρωπος ο οποίος είναι τολμηρός, αλόγιστα όμως, δεν διστάζει να κάνει και μία κλοπή και μία ληστεία. Ένας άνθρωπος ο οποίος έχει μυαλό, θα έκανε ποτέ μια κλοπή ή μία ληστεία; Ακόμη, θα τον δείτε να είναι έτοιμος, σε μία πρόταση απαγωγής, σε μία πορνεία και σε μια μοιχεία. Άνθρωπε, πώς μπαίνεις στο ξένο σπίτι; Πώς μπαίνεις μέσα στην τιμή την οικογενειακή του πλησίον σου; Τολμάς; Τολμάς; Δεν καταλαβαίνεις τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό; Αλλά είσαι τολμηρός και καυχιέσαι γι’αυτό, αλλά είσαι ασύνετα τολμηρός, άμυαλος και κακοκέφαλος. Γι΄αυτό τα κίνητρα κυρίως του τολμηρού, που έχει αυτήν την κακήν τόλμην, δεν είναι παρά η εγωπάθεια και η κενοδοξία. Έστω κι αν καμιά φορά προβάλλει και κάποιους τυχόν τυχόν αγαθούς σκοπούς.

Αυτός ο τολμηρός λέγεται «τολμητίας» και δεν έχει καμία σχέση με εκείνον που έχει μία συνετή, τολμηρή, συνετή πρωτοβουλία. Μας θυμίζει εκείνο το της παραβολής του μεγάλου Δείπνου, που κάποιος -πάνω στον εκκλησιαστικό χώρο αυτό- που μπήκε μέσα στους βασιλικούς γάμους του υιού του βασιλέως, που δεν είναι παρά ο Μυστικός Δείπνος, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που παρατίθεται, μπήκε μέσα «μ χων νδυμα γάμου», μας λέει η παραβολή. Δεν είχε ένδυμα γάμου. Και πάει ο βασιλιάς, ο πατέρας του υιού του βασιλέως, του λέει: «ταρε(:Φίλε), πς εσλθες δε μ χων νδυμα γάμου;». «Πώς ετόλμησες και μπήκες εδώ μέσα, μη έχων ένδυμα γάμου;». Και ξέρετε ποιο είναι το ένδυμα του γάμου. Η προετοιμασία για την Θεία Κοινωνία. Δηλαδή «πώς τόλμησες», να το πούμε με λόγια από την πράξη, «πώς τόλμησες να κοινωνήσεις; Αφού δεν είσαι έτοιμος. Πώς τόλμησες; Είσαι τολμητίας». Είναι η κακή αυτή, θα λέγαμε, τόλμη. Μάλιστα, λέγει εκεί στην παραβολή: « δ φιμώθη». «Το βούλωσε». «φιμώθη». Γιατί; Δεν είχε τίποτα να πει. Κι αυτό δείχνει ακριβώς την επικίνδυνη περιπέτειά του. Να μπει μέσα στο δείπνο, στο βασιλικό τραπέζι, χωρίς να έχει το ένδυμα του γάμου. Αλλά, όπως λέγει πάλι η Σοφία Σειράχ: «Καί ψυχή τολμηρά ξαρθήσεται». Δηλαδή: «Θα χαθεί μία τέτοια ψυχή η οποία κάνει παράτολμες πράξεις, άμυαλες και ασύνετες».

Θα ήθελα να σας θύμιζα ακόμη από τις παραβολές, δύο παραβολές είναι του Κυρίου, του οικοδόμου του πύργου. «Κάποιος», λέει, «άρχισε, έβαλε θεμέλια, να κτίσει πύργον ολόκληρον». «Μ χοντος δ ατο», «δεν είχε χρήματα να ολοκληρώσει το έργον, το άφησε μισοτελειωμένο». Τόλμησες; Δεν κάθισες να λογαριάσεις; «Δεν κάθισε», λέει, να ψηφίσει την δαπάνην». Να λογαριάσει την δαπάνη. Πού πας, άνθρωπε; Τι τολμάς; Εκείνα που είναι πάνω από τις δυνάμεις σου;

Ή του εκστρατεύοντος βασιλέως την παραβολή· ο οποίος εκστρατεύει εναντίον του άλλου βασιλέως, ενώ δεν έχει δυνάμεις. Πού πας, άνθρωπε; Τι πας να κάνεις;

Τι είναι, λοιπόν, τόλμη; Αυτή είναι η κακή, που είπαμε. Είναι όμως και η αγαθή. Λέγει ο Πίνδαρος (η τόλμη λέγεται και «τόλμα»): «Τόλμα καλόν». Είναι το θάρρος για καλές και γενναίες πράξεις. Είναι το θάρρος που παίρνει ο τολμηρός να επιχειρήσει να υπομείνει κάτι το φοβερό ή το δύσκολο. Αυτό έκανε ο Ιωσήφ. Αυτό έκανε και ο Νικόδημος. Αυτό έκαναν και οι γυναίκες αυτές οι Μυροφόρες. Τόλμη έδειξαν, αλλά επί αγαθού πράγματος. Δεν ήσαν άμυαλοι όλοι αυτοί που ξεκίνησαν γι’ αυτήν την … προσέξτε- κηδεία του Ιησού. «Κηδεία» θα πει φροντίδα για την ταφή Του. Κι αυτή η τόλμη, στάθηκε γι’ αυτούς, αυτά τα πρόσωπα που σήμερα τιμούμε στην Εκκλησία, αιώνιον μνημόσυνον. Και εδώ εις την γην αλλά και εις τον ουρανόν.

Και ότι η τόλμη αυτή, θα λέγαμε, η υπέρβαση του φόβου, ξεπερνάς τον φόβο σου, δεν είναι μόνον σε κάποια έκτακτα περιστατικά της ζωής, αλλά είναι – προσέξτε αυτό το σημείο- η ανάληψις τρόπου ζωής. Δηλαδή να αναλάβεις έναν τρόπον ζωής, που αυτός ο τρόπος της ζωής, συγκεκριμένα ο χριστιανικός τρόπος της ζωής είναι μία ειρωνεία αβάστακτη, όταν οι άλλοι σε ειρωνεύονται. Είναι, ακόμη, ένας κίνδυνος να γίνεις αποσυνάγωγος, εν ευρεία εννοία. Ίσως να μην προαχθείς στη θέση σου, ίσως να μην μπεις στους κοινωνικούς κύκλους, ακόμη να διωχθείς, ακόμη και να μαρτυρήσεις. Δεν είναι ακίνδυνο. Στην δύσκολη, ιδίως, εποχή μας, το να είσαι Χριστιανός -να είσαι όμως Χριστιανός- αυτό είναι μία τόλμη. Σήμερα, ένας νέος και μια νέα, για να επιχειρήσουν να μείνουν μέσα στην εγκράτεια και την παρθενίαν, το ακούσατε; Παρθενίαν, όχι για το κορίτσι μόνο, και για το αγόρι, ακούσατε; Είναι μία τόλμη! Είναι μία μεγάλη τόλμη, όχι γιατί θα μπορούσαν οι άλλοι να κοροϊδεύουν αλλά γιατί θα έπρεπε να αντέξουν εις τον ισχυρόν πειρασμόν της εποχής. Διότι αναλαμβάνει το βάρος, με τόλμη πάντοτε, αυτής ακριβώς της εν παρθενία, της εγκρατούς ζωής.

Γενικότερα θα λέγαμε, για να φέρεις το όνομα «Χριστιανός» με συνέπεια, χρειάζεται τόλμη. Και για να γίνεσαι ομολογητής Χριστού απαιτείται τόλμη. Σας θυμίζω από την Ιερά Ιστορία, από την Παλαιά Διαθήκη κυρίως, τους τρεις Παίδας, που τόλμησαν να μην κάμψουν γόνυ στη χρυσή εικόνα του Μαρδούχ, του πολιούχου της Βαβυλώνος. Και τότε εθύμωσε ο Ναβουχοδονόσορ, διότι αυτό ήταν μία τόλμη και τους πέταξε μέσα στα επταπλάσια πυρωμένο καμίνι. Δηλαδή φοβερά πυρωμένο καμίνι. Και ήλθε ο Κύριος και τους έσωσε. Δεν κάηκαν παρά μόνον τα σχοινιά που ήσαν δεμένα τα χέρια τους και τα πόδια τους. Ούτε η στολή τους δεν εκάηκε μέσα σε εκείνο το πυρωμένο καμίνι.

Μόνο, πρέπει να σας πω, ότι πριν από αυτό είχαν δείξει μίαν άλλην τόλμην. Ήσαν αιχμάλωτοι, ήσαν πανέξυπνοι. Είχαν καταλάβει σπουδαίες θέσεις. Είχαν εκπαιδευτεί μέσα στα ανάκτορα του Ναβουχοδονόσορος. Και κατ’ εντολή του έπρεπε να τρώγουν από το βασιλικό τραπέζι. Ό,τι έτρωγε ο βασιλιάς, έπρεπε να τρώγουν κι αυτοί. Ναι, αλλά τα παρατιθέμενα κρέατα, πρώτον ήσαν ειδωλόθυτα, θυσιασμένα στα είδωλα και δεύτερον, ήσαν και κρέατα που απηγορεύετο να φαγωθούν από τον νόμο. Όπως φερειπείν το χοιρινό κρέας. Και πηγαίνουν και λέγουν στον μάγειρα… ο οποίος μάγειρας ήτανε σύμβουλος του βασιλιά: «Σε παρακαλούμε δώσε μας όσπρια». Επί μονίμου βάσεως νηστεία. Το ακούσατε; «Α, δεν μπορώ», λέει, «διότι αν αδυνατίσετε, τι λόγο θα δώσω στον βασιλιά;». «Δοκίμασε δέκα μέρες και αν αδυνατίσουμε, τότε να μας δώσεις να φάμε». Και, αγαπητοί μου, όχι μόνον δεν αδυνάτισαν, αλλά ήσαν ακμαιότατοι. Και κάτι ακόμη. Όταν ήρθε ο καιρός των εξετάσεων, τους έδιωξε όλους τους άλλους ο Ναβουχοδονόσορ, διότι όταν έχεις ευημερία, τρως και πίνεις καλά, το μυαλό δεν είναι λεπτό. Γι’αυτό λέγαν οι αρχαίοι ότι «Γαστέρα παχιά -δηλαδή τρως, τρως, τρως…- δεν απεργάζεται νουν λεπτόν». Τους έδιωξε όλους και κράτησε αυτούς τους τρεις μόνον. Πριν, λοιπόν, κατέβη ο άγγελος και τους σώσει μέσα στο καμίνι, κι αυτός ο άγγελος ήταν ο μετέπειτα Ενανθρωπήσας Ιησούς Χριστός, ο Θεός Λόγος, και τους έσωσε, προηγουμένως είχαν τηρήσει τις εντολές του Θεού, που ομιλούσαν για το θέμα των φαγητών, τι έπρεπε να τρώνε.

Ακόμα, ο Δανιήλ απετόλμησε να κάνει προσευχή από το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου του, κι αυτό του κόστισε να τον ρίξουν στον λάκκο των λεόντων. Και τον έσωσε και εκεί ο Θεός, αδρανοποιώντας τους λέοντας.

Ακόμη, σας θυμίζω την Εσθήρ. Προκειμένου να αποτρέψει εκείνο το βασιλικό διάταγμα του Αρταξέρξου, είπε, ως βασίλισσα που ήτο, αλλά ήταν πολύ περιορισμένες οι δικαιοδοσίες της βασιλίσσης, επρότεινε την τιμωρία του Αμάν, είναι ολόκληρη ιστορία, δεν σας την λέγω παρά μόνον έναν υπαινιγμό κάνω.

Αλλά σε τόλμη υπερέβαλε τους πάντας η Ιουδήθ. Κυκλώθηκε η πόλη της από τους Βαβυλωνίους, με στρατηγόν τον Ολοφέρνην. Κατάφερε και μπήκε μέσα εις το στρατόπεδο των εχθρών της πατρίδος της και του πήρε το κεφάλι! Τ’ ακούτε; Η ίδια λέγει, στο βιβλίο της εκεί, έφυγαν δε πανικόβλητοι οι Βαβυλώνιοι και γλύτωσαν οι Εβραίοι. Και λέγει η ίδια: «φριξαν Πέρσαι τήν τόλμαν ατς, κα Μδοι τ θράσος ατς ρράχθησαν». Δηλαδή «Έφριξαν», λέγει, «οι Πέρσες για την τόλμη της, οι δε Μήδοι, αυτοί», λέγει, συνετρίβησαν όταν έμαθαν το γεγονός». Ολόκληρος στρατηγός, που απειλούσε τους πάντας και τα πάντα, του πήρε το κεφάλι στα γρήγορα μια γυναίκα! Τόλμη φοβερή. Με την ευκαιρία, διαβάστε, σας παρακαλώ, το βιβλίο «ουδήθ» στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι ωραιότατη ιστορία.

Θέλετε να συνεχίσομε; Και ο Τωβίτ πέρασε τα πάνδεινα γιατί έθαψε τους νεκρούς, που τους τιμωρούσαν οι Ασσύριοι και τους πετούσαν έξω από το τείχος για να τους φάνε οι λύκοι και τα κοράκια. Αυτό του κόστισε. Αλλά πήρε την ευλογία του Θεού.

Τόλμη έδειξαν και τα επτά παιδιά της Σολομονής, οι επτά Μακκαβαίοι, προπαντός, όμως, η μητέρα τους. Μέχρι τους μάρτυρες όλων των αιώνων και όλων των εποχών, εκεί συναντούμε την τόλμη. Ιδιαίτερα δε σε εκείνους, οι οποίοι δέχτηκαν την μουσουλμανική περιτομή, όπως είναι ο άγιος Γεδεών ο καθ’ ημάς, όπως είναι ο άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος και πήγαν και είπαν: «Αρνούμαι αυτό το οποίο σεις μου κάνατε, την περιτομή, δηλαδή, την μουσουλμανική. Εγώ πιστεύω εις τον Χριστό μου». Με αποτέλεσμα το μαρτύριο.

Αγαπητοί μου, η εχέφρων τόλμη, η μυαλωμένη τόλμη, είναι ένα χάρισμα. Είναι μια αρετή. Εκείνο που την ατσαλώνει είναι η πίστις. Όπως λέγει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος: «Πίστει φραξαν στόματα λεόντων, σβεσαν δύναμιν πυρός». Και υπαινίσσεται εδώ τους τρεις Παίδας και τον Δανιήλ. Αλλά και η αγάπη στέκεται κίνητρον της τόλμης. Να πω… τι να πω; Ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος, οι Μυροφόρες, αυτές, γυναίκες, από αγάπη επήγαν να κηδεύσουν το σώμα του Ιησού Χριστού, για να μην το φάνε τα κοράκια επάνω εις τον Σταυρόν. Πετούσαν τα σώματα να τα φάνε τα κοράκια και τα αγρίμια… Γιατί αγαπούσαν τον Κύριον. Και επεχείρησαν αυτό το τόλμημα. Όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος: « γάπη ο ζητε τά αυτς -Δεν με νοιάζει τι θα γίνω εγώ. Αρκεί να κάνω αυτό που αγαπώ-, πάντα πομένει». Είναι καταπληκτικό! Και η τόλμη δεν είναι μία αρετή περιστατική. Αλλά χρειάζεται μια τόλμη στην καθημερινότητα. Για να αποδώσεις το δίκαιον θέλει τόλμη. Όταν μάλιστα το περιβάλλον σου διαστρεβλώνει το δίκαιον. Για να αποδώσεις την αλήθειαν, θέλει τόλμη. Γιατί το περιβάλλον διαστρέφει την αλήθειαν. Στην εποχή μας, μάλιστα, χρειάζεται κάθε στιγμή αυτή η τόλμη, για να ζήσεις όντως χριστιανικά, αντίθετα εις το κοινόν ρεύμα.

Τόλμη χρειάζεται,ακόμη να αποκαλύπτεις και το αληθινόν πρόσωπον της εποχής σου. Αυτό που είναι η εποχή σου. Και η τόλμη, είπαμε, είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος. Λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ο γρ δωκεν μν Θες πνεμα δειλίας, λλ δυνάμεως κα γάπης κα σωφρονισμο». Μόνον η τόλμη πρέπει να ξεκινά, μην το ξεχνούμε, από την φρόνησιν, από την πίστη, από την αγάπη και από την αλήθεια. Όχι από τίποτε άλλο. Τότε είναι η τόλμη αρετή και επαινετή.

Αγαπητοί μου, ο Ιωσήφ ο ευσχήμων, ο Νικόδημος, οι Μυροφόρες γυναίκες, είναι τα σύμβολα αυτής της αγίας τόλμης.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_436.mp3





Αθαν. Μυτιληναίος (ΤΑΦΗ Η΄ ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ;)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ[:Μάρκ.15,43-16,8]

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΤΑΦΗ Η΄ ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ;»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 28-4-1996]

(Β334)

Προς τιμήν όλων εκείνων των προσώπων, ανδρών και γυναικών, που συνετέλεσαν στην φροντίδα του νεκρού σώματος του Χριστού, είναι αφιερωμένη τούτη η Κυριακή, αγαπητοί μου. Και ονομάζεται Κυριακή των Μυροφόρων. Όπως της Μαρίας της Μαγδαληνής, της Μαρίας του Ιωσή, της Μαρίας του Ιακώβου και άλλων γυναικών, αλλά και ανδρών, όπως ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, και μάλιστα ευσχήμων βουλευτής και ο Νικόδημος, ένας πλούσιος άνθρωπος, που είχε εν καιρώ νυκτός επισκεφθεί τον Κύριον και τον ερώτησε πώς μπορεί να αναγεννηθεί ο άνθρωπος. Αυτοί που απεκαθήλωσαν το σώμα του Ιησού και το ενεταφίασαν.

Μάλιστα δια τον Ιωσήφ, μας πληροφορεί ο Μάρκος ο Ευαγγελιστής ότι: «Τολμήσας εσλθε πρς Πιλτον κα τήσατο τ σμα το ησοῦ». Προσέξτε. Ήτο βουλευτής. Και ήτο εσχήμων. Ήταν σπουδαίος, σοβαρός άνθρωπος. Το να ζητήσεις δε εσύ, ο βουλευτής, το σώμα ενός καταδίκου από τον Ρωμαίον διοικητή ήταν πράγματι θέμα τόλμης. Γι’αυτό λέγει εδώ ο Μάρκος: «Τολμήσας εσλθε πρς Πιλτον κα τήσατο», «και εζήτησε το σώμα του Ιησού». Και αφού εκείνος του το παρεχώρησε, λέγει στη συνέχεια: «Κα γοράσας σινδόνα κα καθελν ατν (:αγόρασε καινούριο σεντόνι, Τον αποκαθήλωσε, τον ξεκάρφωσε από τον Σταυρόν) νείλησε τ σινδόνι (:τον τύλιξε με το σεντόνι) κα κατέθηκεν ατν ν τ μνημεί (:τον έβαλε… προσέξτε ενάρθρως: ν τ μνημεί· ήταν δικό του), ν λελατομημένον κ πέτρας, κα προσεκύλισε λίθον π τν θύραν το μνημείου». Ήταν οικογενειακός τάφος, στον οποίον όμως, όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, κανείς ποτέ δεν είχε εκεί ενταφιαστεί. Ήταν καινούριος τάφος.

Η πράξις αυτή των δύο αντρών, όπως και των Μυροφόρων γυναικών, θεωρείται πράξις τιμής και σεβασμού προς το νεκρό σώμα του Ιησού, αλλά και προς πάντα άλλον νεκρόν άνθρωπον.

Στις μέρες μας όμως ανακινείται το θέμα και θα το έχετε ασφαλώς ακούσει, το θέμα αν πρέπει να υπάρχει η ταφή ή η καύσις των νεκρών. Θα το έχετε σίγουρα ακούσει. Δεν είναι δε η πρώτη φορά που το θέμα αυτό ανακινείται. Αλλά και αυτές τις μέρες πάλι ανακινείται. Ωστόσο η Ιστορία και το παρελθόν θα μας βοηθήσουν, με την ευκαιρία της ευαγγελικής περικοπής, να απαντήσομε.

Η ταφή των νεκρών, δηλαδή στη γη, σκάβομε έναν λάκκο και θάπτομε το νεκρό σώμα, αυτό λέγεται ταφή, η ταφή των νεκρών είναι η πρώτη και αρχαιοτάτη πράξις της ανθρωπότητος. Σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Όλων των εποχών ευρέθησαν τάφοι με σκελετούς ανθρώπους. Δηλαδή εγίνετο ταφή. Και πολιτισμένοι και απολίτιστοι λαοί εχρησιμοποίουν την ταφήν. Όπως οι Σκύθοι – ήτανε άγριοι άνθρωποι, βορείως της Ελλάδος- οι Σκύθοι, οι αρχαίοι Σλάβοι, οι Ινδοί, οι Πέρσαι, οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι και βέβαια οι Ιουδαίοι. Όλοι αυτοί χρησιμοποιούσαν την ταφήν. Εξάλλου έχομε την μαρτυρία των ταφικών μνημείων. Εκ των οποίων τα σπουδαιότερα είναι τα ταφικά μνημεία της Αιγύπτου, οι γνωστές μας πυραμίδες. Κάτω από την κάθε πυραμίδα υπήρχε ένας τάφος. Εννοείται βασιλικός.

Και θεωρείτο πολύ μεγάλη προσβολή του νεκρού αν έμενε άταφος. Ας θυμηθούμε εδώ στην πατρίδα μας την Ελλάδα, ας θυμηθούμε την πράξη της Αντιγόνης, όπως ο Σοφοκλής μας διασώζει την υπόθεση σε ένα θεατρικό του έργο, παρά την απαγόρευση να μην ταφεί ένας αδελφός της που θεωρήθηκε ότι ήτο ο επαναστάτης κατά του θείου, του Κρέοντος δηλαδή, εκείνη πήγε να θάψει τον αδελφό της. Και όταν συνελήφθη είπε ότι πρέπει κανείς μάλλον να προσέχει στους θείους νόμους παρά εις τους ανθρωπίνους. Και είχε διαταχθεί από τον Κρέοντα να μην ταφεί ο αδελφός της Αντιγόνης μόνο και μόνο για να προσβληθεί. Σας είπα, εθεωρείτο μεγάλη προσβολή το να μείνει ένα σώμα άταφο.

Ακόμη θυμηθείτε μια ναυμαχία που είχαν κάνει οι Αθηναίοι και δεν περισυνέλεξαν οι αξιωματικοί τους ανθρώπους που επνίγηκαν στην θάλασσα, δέκα στρατηγοί, και κατεδικάσθησαν εις θάνατον δια την ασέβειαν που έδειξαν, το να μην περισυλλεγούν οι ναυαγοί. Πάντως το θέμα είναι ότι άταφος έμενε μόνον εκείνος που είχε πράξει αντικοινωνικές πράξεις. Ακριβώς δια να διαπομπευθεί, για τιμωρία του. Μάλιστα βρίσκομε την περίπτωση στο Λευιτικό, στο 20ό κεφάλαιο, 14ος στίχος, εάν κάποιος άνθρωπος έκανε μία πολύ σοβαρή σαρκική αμαρτία, δηλαδή συγκεκριμένα εάν είχε, συνήρχετο και με την γυναίκα του και με την μητέρα της γυναίκας του, την πεθερά του, η ποινή ήταν να καεί. Καύσις. Μάλιστα με μία διάκριση. Όχι να φονευθεί και να καεί. Να καεί ζωντανός. Πάντως καύσις.

Στην Ελλάδα ήταν γνωστή μόνον η ταφή. Δηλαδή έθαπτον τους νεκρούς. Αργότερα όμως, μετά από την κάθοδο των Δωριέων εδώ στον ελλαδικό μας χώρο, κάπου στα 1100 π.Χ. όταν τελείωνε πια η Μυκηναϊκή εποχή, τότε αυτοί, οι Δωριείς, χρησιμοποιούν και την ταφήν και την καύσιν. Έκτοτε εδώ στην Ελλάδα έχομε και τους δύο αυτούς τρόπους· και της ταφής και της καύσεως. Η καύσις δε είναι γνωστή εις τον Όμηρο που έζησε τον 8ον αιώνα προ Χριστού.

Στον χριστιανικόν όμως κόσμον ουδέποτε έγινε διανοητή η καύσις των νεκρών. Ουδέποτε.Όπως και εις τους Εβραίους, απ΄ όπου και παρελάβαμεν την συνήθειαν αυτήν. Γι’αυτό ο Ιησούς δεν καίγεται, αλλά θάπτεται. Μάλιστα όταν η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου, ευγνωμονούσα δια την ανάστασιν του αδελφού της του Λαζάρου, αγόρασε μεγάλη ποσότητα μύρου και ήλθε και άλειψε τα πόδια του Ιησού Χριστού. Κάπου εκεί ο Ιούδας διεμαρτυρήθη, την ιστορία την ξέρετε, γιατί τόση δηλαδή σπατάλη. Και ο Ιησούς είπε εις τον Ιούδα, τον Ισκαριώτην: «φες ατήν(:Άφησέ την, άστην να κάνει αυτό που κάνει), ες τν μέραν το νταφιασμο μου τετήρηκεν ατό». Το εφύλαξε για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Όταν δηλαδή θα με θάψουν. Και τότε που εσυνηθίζετο να χρησιμοποιούν αυτά τα μύρα, όπως χρησιμοποίησε και ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, αλλά δεν θα προλάβαινε όμως η Μαρία ή οι άλλες γυναίκες, δεν θα προλάβαιναν να αλείψουν το σώμα του Ιησού, διότι όταν πήγαν, επειδή το Σάββατο, λέγει, ησύχασαν, δηλαδή ήταν αργία και δεν μπορούσαν να πάνε, πήγαν πολύ πρωί την τρίτη ημέρα. Ο Χριστός είχε αναστηθεί. Έτσι η πράξη της Μαρίας, της αδελφής του Λαζάρου, έγινε εκ των προτέρων, α priori. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε ότι: «Άφησέ την, το φυλάττει το μύρον αυτό για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Αλλά το χρησιμοποιεί τώρα, πριν ακόμη εγώ πεθάνω επί του Σταυρού». Είδατε; «Την ημέρα του ενταφιασμού μου». Δηλαδή ταφή.

Βέβαια, αν υποτεθεί, εδώ θέλω να το προσέξετε και να το θυμόσαστε, σας είπα είναι ένα θέμα που ανακινείται πάλι, αν υποτεθεί ότι έχομε καύση νεκρών, ας πούμε ότι θα καθιερωθεί, δεν σημαίνει αυτό ότι γίνεται κώλυμα, δηλαδή εμπόδιο στην ανάσταση των σωμάτων. Όχι. Όποιος κι αν είναι ο τρόπος τύχης ενός νεκρού σώματος, είτε καεί είτε θαφτεί, αυτό θα αναστηθεί. Δεν είναι εμποδιστικό λοιπόν της μελλούσης κοινής αναστάσεως των πάντων. Αυτήν την αλήθειαν την βρίσκομε στην Αποκάλυψη, είναι στο 20ό κεφάλαιο, 13ος στίχος, που λέγει εκεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Κα δωκεν θάλασσα τος νεκρος τος ν ατ(:έδωσε η θάλασσα τους νεκρούς της. Δηλαδή όσοι πνίγηκαν εις την θάλασσαν, τους έφαγαν βεβαίως τα ψάρια. Αυτοί δεν ετάφησαν), κα θάνατος κα δης δωκαν τος νεκρος τος ν ατος». Έχομε λοιπόν μία διαφοροποίηση. Αυτοί που θάφτηκαν κι αυτοί που δεν θάφτηκαν. Είδατε; Και βάζει την θάλασσα. Μπορούσε να βάλει το πυρ, ότι μπορούσαν να καούν οι άνθρωποι. «Όλοι», λέει, «αυτοί», «κρίθησαν καστος κατ τ ργα ατν». Δηλαδή αναστήθηκαν και κρίθηκαν σύμφωνα με τα έργα τους. Δεν έχει λοιπόν σημασία ποιος θα είναι ο τρόπος ταφής, διότι η ανάστασις δεν εμποδίζεται από τίποτε. Η μη καύσις, δηλαδή η ταφή απλώς εκφράζει σαν σύμβολο την ανάσταση των νεκρών, σαν σύμβολο. Χωρίς να καθορίζει βεβαίως και την ανάσταση. Δεν την καθορίζει. Είναι ένα σύμβολον και μόνο ένα σύμβολον η ταφή. Ότι θα αναστηθεί ο άνθρωπος.

Ωστόσο είναι κάτι ακόμη. Αν είχαμε την καύση, δεν θα είχαμε τα λείψανα των αγίων· που μας είναι τόσο πολύτιμα. Δεν προχωρώ πιο πολύ. Πάνω σ’ αυτό θα είχα πάρα πολλά να πω. Αλλά και λόγοι ψυχολογικοί, αλλά και συναισθηματικοί το επιβάλλουν να μην υπάρχει η καύσις. Αισθάνεσαι άσχημα να δεις να βάζουν το αγαπημένο σου πρόσωπο μέσα εις τον φούρνον, στα γνωστά μας κρεματόρια, ειδικοί φούρνοι και να σου δίνουν μετά μια φούχτα στάχτη, που την βάζουν μέσα σε μια λήκυθο, όπως έκαναν και οι αρχαίοι, σε ένα σταμνί κ.λπ. ή να σκορπιστεί στο Αιγαίον -κάποιοι, δυο δικοί μας το ζήτησαν αυτό, η Κάλλας η τραγουδίστρια και ο Μητρόπουλος, διευθυντής ορχήστρας· ζήτησαν να σκορπιστεί η τέφρα των εις το Αιγαίον. Ε, ρομαντισμοί και τίποτε περισσότερον. Πάντως δεν αισθάνεσαι καλά, είναι κάτι…δεν αισθάνεσαι καλά, πώς να σας το πω;

Νομίζω ότι εις τον θόρυβον που γίνεται για την καύση, με διάφορα επιχειρήματα, δεν πρέπει να καθιερωθεί. Πρέπει να αντιδράσομε. Εγώ πιστεύω εις την ταφήν των νεκρών. Θα επαναλάβω για δεύτερη και τρίτη φορά. Δεν εμποδίζεται όμως η ανάστασις των νεκρών. Η καύση απλώς είναι κι αυτή ένα σύμβολον. Σύμβολον εκμηδενισμού του ανθρώπου. Κάηκε. Έγινε στάχτη. Οπτικώς τουλάχιστον. Ενώ λοιπόν η ταφή, παραμένει το σώμα, σύμβολον της αναστάσεως, η καύσις σύμβολον της εξαφανίσεως του ανθρώπου. Σύμβολα και τα δύο, ε; Και πόσο θα το επιθυμούσαν αυτό ομολογουμένως πολλοί αμαρτωλοί, να μην αναστηθούν για να μην κριθούν…

Ακόμη και γιατί είναι συνήθεια, δεν θα έπρεπε να γίνεται η καύσις, γιατί είναι συνήθεια και ειδωλολατρική. Αν και όχι βεβαίως ολοκλήρου του εθνικού κόσμου, όπως σας είπα και προηγουμένως. Παρότι δεν αποδεικνύει την ταφή εκείνο το αγιογραφικόν που είπε ο Θεός και που το λέμε σε κάθε κηδεία: «Γ ε κα ες γν πελεύσει (:Είσαι χωματένιος και στο χώμα ξαναγυρνάς)». Παρότι αυτό, σας ξαναλέγω, δεν αποδεικνύει ότι πρέπει να θάπτομε τον νεκρόν, όμως μας δίνει μια πολύ ωραία παραστατική εικόνα, ότι ο άνθρωπος επλάσθη από το χώμα, από την γη. Δηλαδή από τα συστατικά του υλικού κόσμου. Ασβέστιο, σίδηρος, τούτο, εκείνο. Και ένεκα της πτώσεώς του βεβαίως, τώρα τι; Επιστρέφει στην γη. Θυμίζει ότι από κει πλαστήκαμε, εκεί γυρνάμε, για να έρθει η ανάστασις των νεκρών εν Χριστώ Ιησού. Όλα αυτά πάντοτε σαν μία εικόνα.

Αλλά, ας ξαναγυρίσομε στην ευαγγελική περικοπή. Τα πρόσωπα που σήμερα τιμούμε, είχαν φροντίσει το νεκρό σώμα του Ιησού και την ταφή Του. Έτσι δημιουργείται σαν έσχατο καθήκον η φροντίδα μας για έναν νεκρόν άνθρωπον. Είναι η τελευταία φροντίδα. Ήταν αυτό και στους αρχαίους Έλληνες και στον αρχαίο εθνικό κόσμο γενικότερα, αλλά προπαντός εις τους Ιουδαίους. Και συνεπώς και εις τους Χριστιανούς, όπως ήδη σας ανέφερα. Εξάλλου το ρήμα «κηδεύω» αυτό σημαίνει. Από το κήδομαι, που θα πει φροντίζω. Λέμε «κήδομαι», «κηδεμών», «Φέρε τον κηδεμόνα σου», λέμε στο σχολείο, λέει ο καθηγητής. Είναι από το φροντίζω. Ακηδία με το στερητικόν α, που θα πει δεν φροντίζω. Ακηδία. Κήδομαι λοιπόν θα πει φροντίζω, επιμελούμαι. Όπως και η λέξη κηδεία, είναι από την λέξιν «κδος». «Κήδομαι», «κδος». «Κδος» σημαίνει φροντίδα.

Ο Τωβίτ – για να πάρομε κάποια παραδείγματα από την Αγίαν Γραφήν- εζήτησε από τον Τωβία, τον γιο του, να τον θάψει, αυτόν και την μητέρα του. Και μετά να φύγει από την Νινευί· διότι εδέχετο την προφητεία του Ιωνά, παρότι θα περνούσαν, πέρασαν εκατόν είκοσι χρόνια ότι η Νινευί οπωσδήποτε θα κατεστρέφετο. Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον, λέει στο παιδί του τον Τωβία: «Παιδίον, ἐὰν ποθάνω, θάψον με -κοιτάξτε: Θάψον με. Δεν λέει: «Κάψε με», κα μ περίδς τν μητέρα σου (:μην περιφρονήσεις την μητέρα σου). ταν ποθάν, θάψον ατν παρ᾿ μο ν ν τάφ(:όταν κι αυτή πεθάνει, βάλε την στον ίδιο τάφο)». Ξέρετε εδώ… πόσην ώρα θα μπορούσαμε να μιλάμε γι’αυτό… Ένας συναισθηματισμός. Παρότι, ξέρετε, ο Τωβίτ, πέρασε άσχημα με την γυναίκα του. Ήτανε σκληρή γυναίκα. Ήταν αγαθός ο Τωβίτ. Και τώρα τι ζητάει; Ζητάει εκείνο που κάποιος άλλος αν θα υπέφερε από την γυναίκα του, θα έλεγε: «Να μην με θάψετε με την μάνα σας, με την γυναίκα μου. Να την βάλετε χωριστά». «Θα με βάλετε στον ίδιο τάφο!».

Εξάλλου, η περιπέτεια του Τωβίτ, η περιπέτεια της τυφλώσεώς του, οφείλεται σ’ αυτή του την προσπάθεια να θάπτει τους νεκρούς. Ήταν κάτοικος της Νινευί. Ήτανε το βόρειο βασίλειο, ήταν αιχμάλωτο εις τους Ασσυρίους. Κι επειδή, κάπου επαναστατούσαν οι Εβραίοι, είχε θυμώσει ο Σενναχηρίμ, ο βασιλιάς της Ασσυρίας, και τότε σε μία τέτοια περίπτωση είχε δώσει εντολή να αρπάζουν Εβραίους μέσα από την πόλη και να τους πετούν από το τείχος. Πέφτοντας βέβαια, εσκοτώνοντο. Αλλά είχε δώσει εντολή και να μένουν άταφοι. Ήταν ημέρα της Πεντηκοστής, έρχεται ο γιος του, έπρεπε να φάνε το τραπέζι της Πεντηκοστής και λέει: «Πατέρα, ξέρεις, το και το». Σηκώνεται αμέσως, άφησε το τραπέζι του και πήγε κρυφά να πάρει τα πτώματα των πεθαμένων Εβραίων να τα θάψει. Γιατί, σας είπα, ήτανε μεγάλη προσβολή να μείνουν άταφα τα σώματα. Γι’ αυτό εξάλλου το έκανε και ο Σενναχηρίμ. Να προσβληθούν, σαν επαναστάται.

Βεβαίως γύρισε πίσω σπίτι, εθεωρείτο ακάθαρτος, δεν έφαγε το τραπέζι της Πεντηκοστής, κοιμήθηκε απέξω, έπεσε μια κουτσουλιά ενός πουλιού στα μάτια, έτριψε τα μάτια του, τυφλώθηκε. Αλλά πριν απ’ αυτό όμως λέγει: «Πορευθες δ ες–σημειώνει στο α΄κεφάλαιο τν ν Νινευ(:ένας άνθρωπος πήγε εκεί, κάτοικος της Νινευί), πδειξε τ βασιλε περ μο τι θπτω ατοςκαι είπε ότι ο Τωβίτ θάπτει τους νεκρούς-, κα κρβην(:κρύφτηκα) · πιγνος δ τι ζητομαι ποθανεν(:έμαθα ότι με ζητούν να με φονεύσουν), φοβηθες νεχρησα(:αφού φοβήθηκα, έφυγα από την Νινευί). Κα διηρπγη πντα τ πρχοντ μου –συνήθεια της εποχής: Μου άρπαξαν όλα τα υπάρχοντα, κα ο κατελεφθη μοι οδν πλν Αννας τς γυναικς μου κα Τωβου το υο μου (:και δεν σώθηκε παρά η γυναίκα μου και το παιδί μου. Όλα τα υπάρχοντά μου τα αρπάξανε. Γιατί με γύρευαν να με φονεύσουν)». Υπέστη όλη αυτή την ταλαιπωρία ακριβώς για να μην παραβεί την εντολήν της ταφής.

Ακόμη, η Σοφία Σειράχ μας λέγει πολλά, αλλά παίρνω μόνον έναν στίχο. «Τέκνον, π νεκρ, κατ τν κρσιν ατο περστειλον(:ανάλογα με την αξία του να τον σαβανώσεις) τ σμα ατο κα μ περδς τν ταφν ατο». «Μην περιφρονήσεις την ταφήν του. Είτε σπουδαίος είναι, είτε άσημος είναι. Φρόντισε, παιδί μου», λέγει, «να θάψεις το νεκρό σώμα. Να το περιποιηθείς και να το θάψεις».

Βέβαια μέσα στα καθήκοντα για έναν νεκρόν, έχουν παρεισφρήσει πολλά απαράδεκτα στην φροντίδα την νεκρική. Και κάθε τόπος έχει τα δικά του. Είναι τόσο πολλά εκείνα που παρείσφρησαν, που δεν μετριούνται. Και που βέβαια όλα αυτά δεν είναι παρά έξω από τον Χριστιανισμόν. Είναι κατάλοιπα ειδωλολατρικά. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρομε μερικά, μόνο κα μόνο, τουλάχιστον αν ξέρομε πέντε δέκα, για να τα αποφεύγομε σαν ειδωλολατρικά και μη έχοντα σχέσιν με τον Χριστιανισμόν.

Πρώτον. Θέτουν χρήματα μέσα εις το φέρετρο, σε άλλους τόπους… εδώ στο στόμα ένα νόμισμα, για να μπορεί ο νεκρός να πληρώσει τον Χάρο! Για να περάσει απέναντι. Δεν σας θυμίζει τον αρχαίον Κέρβερον; Ήταν ένα σκυλί, λέει, το πλήρωνε η κάθε εισερχομένη ψυχή στον Άδη, για να μπορεί να μπει μέσα. Άλλοι βάζουν φρούτα εις το φέρετρο και ξηρούς καρπούς. Όταν τον αλλάζουν τον νεκρόν, όπως είναι γνωστό, τον σαβανώνουν, δεν κουμπώνουν όπου υπάρχει κουμπί και κουμπότρυπα, για να μπορεί, λέει, να πετά στον ουρανό! Του φορούν καινούρια παπούτσια, χωρίς καρφιά. Θα ήμουν περίεργος να πάω να ρωτήσω εις τα γραφεία τελετών, έτσι τώρα λέγονται, τα παπούτσια που βάζουν στους νεκρούς έχουν καρφιά άραγε; Θα ‘θελα να ρωτήσω. Για να μην έχει βάρος, λέει, το σώμα, να μπορεί να φύγει…

Σε κηδεία ιερέως, είναι πασίγνωστο, θέτουν στο φέρετρο ένα μπουκάλι κρασί ή μπουκάλι νερό. Μένει τρία χρόνια, το βγάζουν από κει, το μπουκάλι και τα μάτια τους μάλιστα, είναι το γνωστό μας φρυξονέρι. Όταν λέει, πάθεις φρύξη, σου δίνουν απ’ αυτό το νερό ή ακόμη από το κρασί, δίκην, σαν δηλαδή Θεία Ευχαριστία, σαν θεία κοινωνία. Φρικτά πράγματα. Ακόμη θέτουν στο τραπέζι του σπιτιού, αυτό είναι κοινότατο που σας λέγω, για 40 ημέρες, ένα πιάτο φαΐ, κάθε μέρα βάζουν ένα πιάτο φαΐ κι ένα ποτήρι νερό, για να έχει να πίνει και να τρώγει ο αγαπημένος που πέθανε στο σπίτι μας. Ακόμη ανάβουν και ξεχωριστό καντήλι, έξω από εκείνο που έχομε στις εικόνες μας, γιατί λέτε; Για να έχει φως εις τον Άδη! Ακούστε· να ΄χει φως εις τον Άδη. Σάμπως το φως να φθάνει εκεί. Το φως που βάζομε εις τον τάφον είναι προς τιμήν, όπως και τα κεριά που βάζομε στον νεκρό ή τον θυμιάζουμε, είναι προς τιμήν της εικόνος του Χριστού. Δεν παύει να είναι εικόνα του Χριστού ο νεκρός. Όχι όμως για να μπορεί να περπατάει, να κινείται εις τον Άδην.

Ακόμη με τους καρπούς που σας είπα, που βάζουν στο φέρετρο, στέλνουν και χαιρετίσματα σε προγενεστέρους νεκρούς, συγγενείς ή φίλους: «Πες στον τάδε που έχει πεθάνει προ πολλού, πες του χαιρετίσματα». Για να μη βρυκολακιάσει ο νεκρός, του θέτουν βαμβάκι στο στόμα. Όταν βγάλουν το φέρετρο από το σπίτι, σπάζουν κάποιο πιάτο ή ποτήρι, κυρίως πιάτο. Αλλού αφήνουν, στην Νάξο αυτό, αφήνουν το σπίτι τρεις μέρες ασκούπιστο, ακούστε, ακούστε, γιατί, λέει η ψυχή του πεθαμένου τριγυρνάει εκεί και μπορεί η ψυχή με το σκούπισμα να πεταχτεί στα σκουπίδια… Σκεφτείτε τι αντίληψη περί ψυχής έχουν οι άνθρωποι! Και ακόμη το χειρότερο, για να τιμήσουν τον νεκρό, προπαντός η σύζυγος παρακαλώ, τρία ή επτά χρόνια δεν πηγαίνει στην Εκκλησία. Να την σκοτώνεις, δεν πάει στην Εκκλησία… Θεωρούν ότι οι ψυχές με την ανάσταση του Χριστού, κάθε χρόνο που γιορτάζομε το Πάσχα, ανεβαίνουν στη Γη και επιστρέφουν το Σάββατο της Πεντηκοστής. Όλα αυτά είναι λαϊκές αντιλήψεις.

Αγαπητοί, αριθμός δεν υπάρχει… Σας είπα μόνον μερικά περιστατικά από όσα κάνουν, σε όσα κάνουν οι άνθρωποι για να τιμήσουν τον αγαπημένο τους νεκρό. Σχεδόν όλα είναι κατάλοιπα ειδωλολατρικά. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι η ψυχή του ανθρώπου πηγαίνει εις τον οικείον τόπον. Ούτε περιφέρεται στο σπίτι, ούτε εις το μνήμα, ούτε πουθενά. Πηγαίνει εις τον οικείον τόπον. Εκεί που πρέπει να πάει. Και δεν τριγυρνά λοιπόν δώθε κείθε. Θα τιμήσομε τον νεκρόν, όπως ετίμησαν ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος και οι Μυροφόρες γυναίκες, που τίμησαν το σώμα του Χριστού. Θα το τιμήσομε όπως πρέπει. Θα κάνομε τα μνημόσυνά του, θα κάνομε ελεημοσύνες για να την ψυχή του και θα τον μνημονεύομε στις κατ΄ιδίαν προσευχές μας. Ακόμη, και προπαντός, το πρόσφορό μας με το όνομά του στην Εκκλησία να μνημονευτεί. Αν προσέξομε αυτά τα πραγματάκια, είναι πολύ σπουδαία. Αλλιώτικα βαραίνομε την ψυχή του. Προσέξτε, βαραίνομε την ψυχή του.

Τα νεκρικά δείπνα που καλούμε ή στην κηδεία ή στα σαράντα δεν είναι απαραίτητο να γίνουν. Προσέξτε. Έκαναν και οι Εβραίοι. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να γίνουν, το ξανατονίζω. Να φροντίσομε, πριν πεθάνει ο άνθρωπός μας να εξομολογηθεί, να συμφιλιωθεί με τον Χριστόν και να κοινωνήσει. Αυτό είναι το μέγιστο που έχομε να προσφέρομε στο πρόσωπο που αγαπάμε. Θα τιμηθεί ο άνθρωπός μας ως νεκρός, σαν εικόνα του Χριστού, όπως σας είπα. Κι εδώ όλα συμπεριλαμβάνονται πραγματικά. Για να λεγόμαστε Χριστιανοί κι όχι ειδωλολάτραι παρακαλώ. Και να μην λησμονούμε ότι οι νεκροί θα αναστηθούν. Μην το ξεχνούμε. Το λέμε κάθε μέρα στην προσευχή μας, στο Πιστεύω: «Προσδοκ νάστασιν νεκρν καί ζωήν το μέλλοντος αἰῶνος. μήν».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_674.mp3



Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)

Ἡ ἀγάπη ποὺ νιώθουν οἱ ζωντανοὶ γιὰ τοὺς ζωντανοὺς εἶναι ὑπέροχο πρᾶγμα. Εἶναι πιὸ ὑπέροχο ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.

Ἡ ἀγάπη ποὺ νιώθουν οἱ ζωντανοὶ γιὰ τοὺς νεκροὺς εἶναι ἐπίσης κάτι ὑπέροχο. Εἶναι πιὸ ὑπέροχο ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ποὺ ἀντικατοπτρίζεται σὲ μιὰ λίμνη.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπέροχος ὅταν φροντίζει γιὰ τοὺς ζωντανούς. Εἶναι πολὺ πιὸ ὑπέροχος ὅμως ὅταν μεριμνᾷ γιὰ τοὺς νεκρούς.

Γιὰ τοὺς ζωντανοὺς συχνὰ ὁ ἄνθρωπος φροντίζει ἀπὸ ἰδιοτέλεια. Ἡ φροντίδα του γιὰ τοὺς νεκροὺς ὅμως, τί ἰδιοτέλεια μπορεῖ νὰ ἔχει; Μήπως μποροῦν νὰ τὸν πληρώσουν οἱ νεκροὶ ἢ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους;

Μερικὰ ζῶα θάβουν τοὺς νεκρούς τους. Τοὺς σκεπάζουν στὸν τάφο καὶ τοὺς ἐγκαταλείπουν στὴ λήθη. Ὅταν ὅμως ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος ἐνταφιάζει ἕνα νεκρό, μαζί του θάβει κι ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του. Γυρίζει στὸ σπίτι κουβαλῶντας μαζί του, στὴν ψυχή του, κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ νεκρὸ ἄνθρωπο. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ πιὸ ζωντανὸ καὶ πιὸ ἐναργές, ὅταν ὁ συγγενὴς κηδεύει το συγγενῆ του, ὁ φίλος τὸ φίλο.

Καημένοι νεκροθάφτες! Σὲ πόσους τάφους ἔχετε θάψει μέρος τοῦ ἑαυτοῦ σας! Πόσοι νεκροῖ ζοῦν μέσα σας!

Ὁ θάνατος ἔχει ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικὸ μὲ τὴν ἀγάπη. Μεταβάλλει πολὺ βαθιὰ πολλοὺς ποὺ ἔρχονται σ’ ἐπαφὴ μαζί του καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν. Ἡ μητέρα ποῦ ἔθαψε τὰ παιδιά της, ἐπισκέπτεται συχνὰ τὸν τάφο τους. Γιατί πηγαίνει ἐκεῖ; Γιατί μαζὶ μ’ ἐκείνην, στὴν ψυχή της, ζοῦν καὶ τὰ παιδιά της. Στὴν ψυχὴ τῆς μητέρας ἡ ἴδια ζεῖ σὲ μιὰ μικρὴ γωνιὰ μόνο. Ὅλη ἡ ὑπόλοιπη εἶναι ἕνα παλάτι ὅπου ζοῦν τὰ παιδιὰ ποὺ γέννησε.

Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸ Χριστό. Μόνο ποὺ τὰ μεγέθη ἐδῶ εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα, ἀνυπέρβλητα. Ὁ Χριστὸς περιορίστηκε στὰ στενὰ ὅρια ἑνὸς τάφου ὥστε οἱ ἄνθρωποι, τὰ παιδιά Του, νὰ γνωρίσουν τὴν εὐρυχωρία τοῦ ἀπεριόριστου παλατιοῦ στὸν παράδεισο.

Ἡ μητέρα ἐπισκέπτεται τοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της ἐπειδὴ θέλει νὰ τὰ ζωντανέψει στὴν ψυχή της, νὰ τὰ λυτρώσει μὲ τὰ δάκρυά της, νὰ νιώσει τὴν ἀγάπη τους μέ το νοῦ της. Ἡ ἀγάπη τῆς μάνας σώζει τὰ παιδιὰ ἀπό τὴ λησμονιά, ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισή τους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἔστω καὶ γιὰ περιορισμένο διάστημα.

Ὁ Κύριος, ταπεινωμένος καὶ περιφρονημένος, μὲ τὴν ὑποταγή Του στὸ σταυρὸ καί το θάνατο, κατόρθωσε μὲ τὴν ἀγάπη Τοῦ ν’ ἀναστήσει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄπειρα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν πράξη ὁποιασδήποτε μητέρας στὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι ἄπειρα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη ὁποιασδήποτε μητέρας στὸν κόσμο γιὰ τὰ παιδιά της.

Ἄν καὶ μιὰ μάνα ἔχει πάντα δάκρυα νὰ χύσει γιὰ τὰ παιδιά της, ἀπὸ ἀγάπη καὶ θλίψη γι’ αὐτά, ὅμως θὰ τῆς μείνουν κάποια δάκρυα ποὺ θὰ τὰ πάρει μαζί της ὅταν κι ἡ ἴδια θὰ μπεῖ μέσα στὸν τάφο. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως ἔχυσε ὅλα τὰ δάκρυα γιὰ τὰ παιδιά Του, ὡς τὴν τελευταία σταγόνα, τὰ μάτια Του ἄδειασαν. Ἀλλὰ ἔδωσε κι ὅλο τὸ αἷμα του γιὰ τὰ παιδιά Του, ὡς τὴν τελευταία σταγόνα.

Ἁμαρτωλὲ ἄνθρωπε! Ποτὲ δὲ θὰ χυθοῦν περισσότερα δάκρυα γιὰ σένα, εἴτε ζωντανὸς εἶσαι εἴτε νεκρός. Ποτὲ μάνα, σύζυγος, παιδιὰ ἢ πατρίδα δὲ θὰ πληρώσει περισσότερα γιὰ σένα ἀπ’ ὅσα πλήρωσε ὁ Χριστός.

Φτωχὲ ἄνθρωπε, μοναχικέ. Μὴν πεῖς ποτέ: «Ποιός θὰ κλάψει γιὰ μένα ὅταν πεθάνω; Ποιός θὰ θρηνήσει στὸ νεκρό μου σῶμα;» Ἄκουσε λοιπόν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει κλάψει κι ἔχει θρηνήσει γιὰ σένα τόσο στὴ ζωὴ ὅσο καὶ στὸ θάνατο, καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅσο θὰ σὲ θρηνοῦσε ἡ μητέρα σου.

Δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζουμε νεκροὺς ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπόφερε καὶ πέθανε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Εἶναι ζωντανοὶ ἐν Κυρίῳ. Θὰ τὸ μάθουμε ὅλοι αὐτὸ ὅταν ὁ Κύριος ἐπισκεφτεῖ τὸ νεκροταφεῖο τοῦ κόσμου γιὰ τελευταία φορά, τότε ποὺ θὰ ἠχήσουν οἱ σάλπιγγες.

Ἡ ἀγάπη τῆς μάνας δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τὰ νεκρὰ παιδιά της ἀπὸ τὰ ζωντανά. Καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση βέβαια, δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι πιὸ διορατικὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο. Βλέπει τὸν ἐπικείμενο θάνατο ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀκόμα ζωντανοὶ στὴ γῆ, βλέπει τὴν ἔναρξη τῆς ζωῆς ἐκείνων ποὺ ἤδη ἀναπαύονται. Γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τὴ γῆ «ἐκ τοῦ μηδενός», ποὺ ἔφτιαξε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ πηλό, δὲν ὑπάρχει διαφορὰ στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτὸς ζεῖ στὴ γῆ εἴτε βρίσκεται μέσα στὸν τάφο. Ὁ καρπὸς τοῦ σιταριοῦ, εἴτε βρίσκεται στὸ χωράφι εἴτε στὸν σιτοβολῶνα, δὲν κάνει καμιὰ διαφορὰ στὸν νοικοκύρη. Ἐκεῖνος καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις σκέφτεται τὸ σιτάρι, ὄχι τὰ ἄχυρα ἢ τὴ σιταποθήκη. Εἴτε ζεῖ ὁ ἄνθρωπος εἴτε βρίσκεται στὸν τάφο, δὲν κάνει καμιὰ διαφορὰ στὸν Κύριο τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων.

Ὅταν ἦρθε στὴ γῆ ὁ Κύριος ἔκανε δυὸ ἐπισκέψεις στοὺς ἀνθρώπους: πρῶτα ἐπισκέφτηκε ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στοὺς σωματικοὺς τάφους κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους, ποὺ ζοῦσαν στοὺς τάφους τῶν νεκροταφείων. Πέθανε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ τὰ νεκρὰ παιδιά Του. Ἀλήθεια, πόσο πραγματικὰ πεθαίνει μιὰ μάνα ὅταν ἐπισκέπτεται τοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της!

Οἱ νεκροὶ εἶναι ἡ μόνη φροντίδα τοῦ Θεοῦ. “Ὅλα τ’ ἄλλα τοῦ δίνουν χαρά. Ὁ Θεὸς δὲ φροντίζει γιὰ τοὺς ἀθάνατους ἀγγέλους. Εὐφραίνεται μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὅπως κι ἐκεῖνοι εὐφραίνονται κοντά Του. Φροντίζει διαρκῶς ὅμως νὰ βρεῖ τρόπο ν’ ἀναστήσει τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ κι ἐπισκέπτεται πάντα μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους Τοῦ τοὺς τάφους τῶν ἀνθρώπων, τόσο τοὺς κινητοὺς (τοὺς σωματικοὺς) ὅσο καὶ τοὺς ἀκίνητους (στὰ νεκροταφεῖα). Ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς νεκροὺς εἶναι πολὺ μεγάλη. Ὄχι γιατί δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀναστήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει ζωή, ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἐπιθυμοῦν ὅλοι οἱ νεκροὶ ν’ ἀναστηθοῦν «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς». Οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται τὸ δικό τους καλό. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς μεριμνᾷ πάντα γι’ αὐτούς.

Ἀλήθεια, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ γίνεται στὸν οὐρανὸ γιὰ ἕνα νεκρὸ ἄνθρωπο ποὺ ἀνασταίνεται κι ἐπιστρέφει στὴ ζωή, γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ! Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετανοεῖ εἶναι τὸ ἴδιο μ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει πεθάνει κι ἐπανέρχεται στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸν ὁ Θεὸς χαίρεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο χαίρεται μὲ ἐνενῆντα ἐννιὰ ἀγγέλους ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια. «Λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτῳ χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας» (Λουκ. ἰε’ 7).

Πόσο εὐγενής, πόσο γενναιόδωρη εἶναι ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς νεκρούς! Ὅταν φροντίζει γιά μας, στὴν κοιλάδα αὐτὴ τοῦ κλαυθμῶνος, οἱ ἄγγελοι συμμετέχουν στὴ μέριμνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φροντίζουμε τοὺς νεκρούς, συμμετέχουμε κι ἐμεῖς στὴ μέριμνα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι γινόμαστε φίλοι Του, συνεργάτες Του.

Ὅταν ὅμως ὁ Μέγας Κύριος καὶ Θεὸς πεθαίνει ὡς ἄνθρωπος, κυρτωμένος ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ποιός ἀπ’ ὅλους ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους φροντίζει προαιώνια φροντίζει γι’ Αὐτόν; Ποιός ἐπισκέπτεται τὸν τάφο Του; Γυναῖκες. Ὄχι ὅλες οἱ γυναῖκες, ἀλλὰ οἱ Μυροφόρες, ποὺ ἡ ψυχή τους εἶχε χριστεὶ μὲ ἀθάνατη ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό, τὸν Κύριο. Οἱ ψυχές τους ἦταν γεμᾶτες, ξεχείλιζαν ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστης, γι’ αὐτὸ καὶ γέμισαν τὰ χέρια τους μὲ εὐωδιαστὰ μύρα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸν τάφο, νὰ χρίσουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

* * *

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀναφέρεται στὸ περιστατικὸ αὐτό. Στὴ φροντίδα ποὺ ἔδειξαν γιά το θάνατο τοῦ Ἀθάνατου οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἔδωσε ζωή.

Τότε «ἔλθῶν Ἰωσὴφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὅς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθεν πρὸς Πιλάτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μάρκ. ἰε’ 43). Ὑπῆρχε κι ἄλλος ἕνας μεγάλος ἄντρας ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία στὸ ὄρος Ἐφραίμ. Αὐτὸς ἦταν ὁ προφήτης Σαμουήλ. Ὁ Ἰωσὴφ ἀναφέρεται κι ἀπὸ τοὺς τέσσερις εὐαγγελιστές, κυρίως σὲ ὅσα σχετίζονται μὲ τὴν ταφή του Κυρίου Ἰησοῦ. Ὁ Ἰωάννης τὸν ἀποκαλεῖ κρυφὸ μαθητη του Ἰησοῦ (ἴθ’ 38). Ὁ Λουκᾶς τὸν ὀνομάζει ἄντρα «ἀγαθὸ καὶ δίκαιο» (κγ’ 50), ὁ Ματθαῖος πλούσιο (κζ’ 57). Ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν ὀνομάζει πλούσιο τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ ματαιότητα, γιὰ νὰ δείξει πῶς ὁ Κύριος ἀνάμεσα στοὺς μαθητές Του εἶχε καὶ πλούσιους, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε πῶς μποροῦσε ἐκεῖνος νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Πιλάτο. Ἕνας φτωχὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ πλησιάσει τὸν Πιλάτο, ἐκπρόσωπο τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.

Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν πλούσιος ψυχικά. Εἶχε φόβο Θεοῦ κι ἀνέμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα πνευματικά του χαρίσματα, ὁ Ἰωσὴφ ἦταν καὶ πλούσιος, ἄνθρωπος ἐπιρροῆς. Ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς τὸν ὀνομάζουν βουλευτῆ. Ἦταν κι αὐτός, ὅπως κι ὁ Νικόδημος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβύτερους τοῦ λαοῦ. Ὅπως κι ὁ Νικόδημος ἐπίσης, ἦταν κι αὐτὸς θαυμαστὴς καὶ κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ οἱ δυὸ αὐτοὶ ἄντρες νὰ ἦταν κρυφοὶ ὀπαδοὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἕτοιμοι ὅμως νὰ ἐκτεθοῦν στὸν κίνδυνο καὶ νὰ σταθοῦν κοντά Του. Ὁ Νικόδημος κάποτε ρώτησε κατὰ πρόσωπο τοὺς πικρόχολους Ἰουδαίους ἄρχοντες, ὅταν ἀναζητοῦσαν νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστό: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνὼ τί ποιεῖ;» (Ἰωάν. ζ’ 51).

Ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσὴφ μπῆκε σὲ μεγαλύτερο κίνδυνο ὅταν ἀποφάσισε νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὴν ὥρα ποὺ οἱ στενοὶ μαθητές Του εἶχαν διασκορπιστεί, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι λύκοι ποὺ δολοφόνησαν τὸν Ποιμένα, ἦταν ἕτοιμοι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἐπιπέσουν καὶ στὸ ποίμνιο. Τὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἐπικίνδυνο, τὸ ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστὴς μὲ τὴ λέξη «τολμήσας». Ἤθελε τότε κάτι παραπάνω ἀπὸ θάρρος. Ἤθελε τόλμη το νὰ παρουσιαστεῖ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Καίσαρα καὶ νὰ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ σταυρωμένου «κακούργου». Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς ψυχῆς του, ἀπέβαλε το φόβο του κι ἀπόδειξε πῶς ἦταν πραγματικὸς μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ὁ δὲ Πιλάτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ,εἶ πάλαι ἀπέθανε καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ» (Μάρκ. ἰε’ 44-45). Ὁ Πιλάτος ἦταν καχύποπτος καὶ ἐπιφυλακτικός. Ἦταν ἀπὸ τοὺς κυβερνῆτες ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἐξουσία τους μὲ βία, ὅπως μὲ βία τὴν εἶχε ἀποσπάσει ἀπὸ ἄλλους. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει οὔτε λέξη ἀκόμα κι ἀπὸ εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὅπως ὁ Ἰωσήφ. Ἴσως δυσκολευόταν πραγματικὰ νὰ πιστέψει πῶς ‘Ἐκεῖνος, ποὺ μόλις τὸ προηγούμενο βράδυ εἶχε καταδικάσει σὲ σταυρικὸ θάνατο, εἶχε ἤδη παραδώσει τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ σταυρό. Ὁ Πιλάτος ἀποδείχτηκε πῶς ἦταν ἕνας γνήσιος ἀντιπρόσωπος τῆς ρωμαϊκῆς τυπολατρείας. Ἦταν πολὺ πιὸ πρόθυμος νὰ πιστέψει τὸν κεντυρίωνα, ποὺ τὸν εἶχε ἐπιφορτίσει μὲ τὸ καθῆκον νὰ φρουρήσει το Γολγοθᾶ, παρὰ ἕναν ἐξέχοντα πρεσβύτερο τοῦ λαοῦ. Μόνο ὅταν ὁ κεντυρίων ἐπιβεβαίωσε «ἐπίσημα» τὴν ἀναφορά του Ἰωσήφ, θέλησε ὁ Πιλάτος νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά του.

«Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τὴ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὸ ἢν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπί την θύραν τοῦ μνημείου» (Μάρκ. ἰε’ 46-47).”Ἀλλος εὐαγγελιστὴς λέει πῶς αὐτὸς ὁ τάφος ἦταν τοῦ Ἰωσήφ – «καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ» (Ματθ. κζ’ 60) – «ἕν ὦ οὐδεὶς ἀνθρώπων ἐτέθῃ» (Ἰωάν. ἴθ’ 41). Ὅταν σταυρώνουμε το νοῦ μας γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἐνταφιάζουμε σὲ μιὰ ἀναγεννημένη καρδιά, σὰν σὲ τάφο, τότε ὁ νοῦς μας θὰ ἀναζωογονηθεῖ καὶ θ’ ἀναγεννηθεῖ ὁλόκληρος ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος.

Ἕνας νέος τάφος, σφραγισμένος. Μιὰ μεγάλη πέτρα στὴν εἴσοδο τοῦ τάφου κι ἕνας φύλακας νὰ φρουρεῖ μπροστὰ στὸν τάφο. Τί σημαίνουν όλ’ αὐτά; Ὅλα τους ἦταν προληπτικὰ μέτρα, παρμένα μὲ τὴ σοφία τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ σφραγίζονταν κι ὅλα τὰ στόματα ἐκείνων ποὺ θὰ τολμοῦσαν νὰ ἰσχυριστοῦν πῶς ὁ Χριστὸς εἴτε δὲν πέθανε εἴτε δὲν ἀναστήθηκε εἴτε ὅτι ἔκλεψαν τὸ σῶμα Του. Ἄν ὁ Ἰωσὴφ δὲν εἶχε ζητήσει τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἂν ὁ κεντυρίων δὲν εἶχε δώσει ἐπίσημη διαβεβαίωση γιά το θάνατο τοῦ Χριστοῦ· ἂν τὸ σῶμα δὲν εἶχε ἐνταφιαστεῖ καὶ σφραγιστεῖ μὲ τὴν παρουσία φίλων καὶ ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ἴσως νὰ ἰσχυρίζονταν πολλοὶ πῶς ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε πεθάνει πραγματικά, ἀλλὰ εἶχε πέσει σὲ κῶμα καὶ μετὰ ἀνέκτησε τίς αἰσθήσεις Του. Κάτι τέτοιο ὑποστήριξαν τελευταῖα ὁ Σλαϊερμάχερ καὶ κάποιοι προτεστάντες. Ἄν ὁ τάφος δὲν εἶχε σφραγιστεῖ μ’ ἕναν ὀγκόλιθο κι ἂν δὲν τὸν φύλαγαν φρουροί, ἴσως παραδέχονταν πῶς ὁ Χριστὸς πέθανε κι ἐνταφιάστηκε, ἀλλὰ οἱ μαθητές Του ἔκλεψαν τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν τάφο. Ἄν δὲν ἦταν καινούργιος ὁ τάφος, ἴσως νὰ ὑποστήριζαν πὼς δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς αὐτὸς ποὺ ἀναστήθηκε ἀλλὰ κάποιος ἄλλος νεκρός, ποὺ εἶχε ταφεῖ ἐκεῖ παλιότερα. Ἔτσι ὅλα τὰ προληπτικὰ μέτρα ποὺ πῆραν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ νὰ πνίξουν τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ βοήθησαν γιὰ νὰ τὴν καταδείξουν.

Ὁ Ἰωσὴφ πῆρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, «ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρά» (Ματθ. κζ’ 59) καὶ τὸ ἀπόθεσε στὸν τάφο. Ἄν θέλουμε ν’ ἀναστηθεῖ μέσα μας ὁ Κύριος, πρέπει νὰ τὸν διατηροῦμε μέσα στὸ καθαρὸ καὶ ἁγνὸ σῶμα μας. Τὸ καθαρὸ σεντόνι ὑποδηλώνει τὸ καθαρὸ σῶμα. Τὸ σῶμα ποὺ ἔχουν μολύνει οἱ κακίες καὶ τὰ πάθῃ δὲν εἶναι κατάλληλος τόπος γιὰ ν’ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν καὶ νὰ ζήσει ὁ Κύριος.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμπληρώνει τὴν εἰκόνα ποὺ δίνουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, λέγοντας πῶς στὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ ἦρθε καὶ ὁ Νικόδημος «φέρων μῖγμα Σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. ἔλαβον οὔν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἕν όθονίοις μετὰ τῶν ἄρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοὶς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ἴθ’ 39-40).

Εὐλογημένοι ἄνθρωποι! Πῆραν τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μὲ τόλμη, στοργὴ καὶ ἀγάπη καὶ τὸ ἀπέθεσαν στὸ μνημεῖο. Τί ὑπέροχο παράδειγα εἶναι αὐτὸ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Κύριο! Καὶ τί φοβερὸ κατηγορητήριο γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λαϊκοὺς ποὺ ντρέπονται τὸν κόσμο καὶ πλησιάζουν τὸ ἅγιο ποτήριο ἀπρόσεχτα, ἀδιάφορα καὶ χωρὶς ἀγάπη, γιὰ νὰ κοινωνήσουν τὰ ζωοποιὰ τίμια δῶρα, τὸ πάντιμο σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου!

ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικόδημος δὲν ἦταν μόνο φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διαπίστωσαν μὲ τὰ μάτια τοὺς πῶς ὁ Ἰησους πέθανε κι ἐνταφιάστηκε. ἡ μέριμνα γιὰ τὸ νεκρὸ Κύριο ἦταν πράξη ἀγάπης γιὰ τὸν ἀγαπημένο τους Φίλο καὶ Διδάσκαλο, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπιστικὸ καθῆκον πρός ‘Ἐκεῖνον ποὺ εἶχε ὑποφέρει γιὰ χάρη τῆς δικαιοσύνης.

Μὲ θέα τὸν τάφο ὅμως βρίσκονταν καὶ δυὸ ἀκόμα ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦσαν τὸν Κύριο καὶ παρακολουθοῦσαν μὲ μεγάλη προσοχὴ τίς ἐνέργειες τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικόδημου. Προετοιμάζονταν κι αὐτὲς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοὺς γιὰ μιὰ πράξη ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο. Ἠταν οἱ δυὸ μυροφόρες γυναῖκες: ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωση.

«ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωση ἐθεώρουν ποὺ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία καὶ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἶνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» (Μάρκ. ἰε’ 47, ἴστ’ 1).

Πρῶτα ἀναφέρονται δύο γυναῖκες κι ἔπειτα τρείς. Δύο ἦταν οἱ μάρτυρες γιὰ ὅλα ὅσα ἔγιναν στὸ Γολγοθᾶ, ποὺ εἶδαν τοὺς κρυφοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ νὰ κατεβάζουν τὸ νεκρὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ σταυρό. Μετὰ εἶδαν ὅλα ὅσα ἔκαναν στὸ νεκρὸ σῶμα καί, αὐτὸ ποὺ τίς ἐνδιέφερε περισσότερο, εἶδαν τὸν τάφο ὅπου τὸν τοποθέτησαν. ‘Ἀλήθεια, πόση χαρὰ θὰ ἔνιωθαν ἂν μποροῦσαν νὰ τρέξουν καὶ νὰ βοηθήσουν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδημο γιὰ νὰ ξεπλύνουν τὸ ἅγιο σῶμα του ἀπὸ τὰ αἵματα, νὰ καθαρίσουν τίς πληγές Του, νὰ ἰσιώσουν τὰ μαλλιά Του, νὰ σταυρώσουν τὰ χέρια Του, νὰ δέσουν τὸ μαντήλι γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι Του καὶ νὰ τυλίξουν ὅλο τὸ σῶμα Του μὲ τὸ σεντόνι! Ὅμως οὔτε τὸ ἔθιμο οὔτε κι ὁ νόμος ἐπέτρεπε νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ μαζὶ μὲ ἄντρες. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πήγαιναν ἀργότερα νὰ τὰ κάνουν ὅλα μόνες τους, καὶ κυρίως γιὰ ν’ ἀλείψουν τὸν Κύριο μὲ ἀρώματα. Μαζί τους ἀργότερα θὰ πήγαινε κι ἡ τρίτη μυροφόρα, ἡ φίλη τους. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ τίς ἔδεσε ὅλες μὲ φιλία.

Ποιὲς ἦταν οἱ γυναῖκες αὐτές; Τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ τὴν ξέρουμε. Ἠταν ἡ Μαρία ἐκείνη ποὺ ὁ Κύριος τὴ θεράπευσε, τῆς ἔβγαλε ἑπτὰ δαιμόνια ἀπὸ μέσα της.

Ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσὴ κι ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου, ὅπως λένε οἱ πατέρες, ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Ἡ Σαλώμη ἦταν σύζυγος τοῦ Ζεβεδαίου, ἡ μητέρα τῶν ἀποστόλων Ἰακώβου καὶ Ἰωάννη.

Τί μεγάλη διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες αὐτὲς καὶ στὴν Εὔα! Αὐτὲς ἔτρεξαν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ ὑπακούσουν τὸ νεκρὸ Κύριο, ἐνῶ ἡ Εὔα δὲν ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Ζῶντα Κύριο! Ἐκεῖνες φάνηκαν ὑπάκουες στὸ Γολγοθᾶ, στὸν τόπο τοῦ ἐγκλήματος, τῆς κακίας καὶ τῆς αἱματοχυσίας, ἐνῶ ἡ Εὔα ἔκανε παρακοὴ μέσα στὸν παράδεισο!

«Καὶ λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Μάρκ. ἴστ’2). Σ’ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἦταν ἡ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδας ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἡ ἑπόμενη μέρα τοῦ Σαββάτου, συμφωνοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές. Ὁ Μάρκος τὸ ξεκαθαρίζει καλύτερα: «καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου…» (Μάρκ. ἴστ’ 1), ἀφοῦ εἶχε περάσει τὸ Σάββατο. Ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς συμφωνοῦν πῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολὺ πρωὶ τὴν Κυριακή. Συμφωνοῦν ἐπίσης πῶς οἱ γυναῖκες πῆγαν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου πολὺ νωρὶς τὸ πρωί. Ὁ Μάρκος στὸ εὐαγγέλιό του φαίνεται πῶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ μεταφέρει λίγο ἀργότερα, γιατί λέει ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.

Εἶναι πολὺ πιθανὸ οἱ γυναῖκες νὰ πηγαν στὸν τάφο ἀρκετὲς φορές, τόσο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ νεκρὸ Κύριο, ὅσο κι ἀπὸ φόβο, μήπως οἱ ἐχθροί Του ἔρθουν καὶ βεβηλώσουν τὸν τάφο καὶ τὸ ἴδιο Του τὸ σῶμα. “Ὅπως λέει ὁ Ἱερώνυμος στὸ σχόλιό του στὸ κατὰ Ματθαῖον, «πηγαινοέρχονταν μὲ ἀνυπομονησία, δὲν ἤθελαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν γιὰ πολὺ ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Κυρίου». Ἴσως ἐδῶ ὁ Μάρκος νὰ μὴ μιλάει γιὰ τὸν αἰσθητὸ ἥλιο ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη, «καὶ ἀνατελεῖ ὑμῖν… ἥλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. Δ’ 2), ἀναφερόμενος στὸ Μεσσία. Ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης εἶχε ἤδη ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν τὴν πρωινὴ ὥρα ποὺ οἱ μυροφόρες πῆγαν στὸν τάφο. Ὅπως ὁ Ἥλιος αὐτὸς ἔλαμψε πολὺ προτοῦ δημιουργηθεῖ καὶ αἰσθητὸς ἥλιος, ἔτσι καὶ τώρα, στὴ δεύτερη δημιουργία, στὴν ἀναγέννηση τοῦ κόσμου, ἔλαμψε στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία προτοῦ ἀνατείλει στὴ γῆ καὶ αἰσθητὸς ἥλιος.

«Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτές τις ἀποκυλίσει ἡμῖν τον λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (Μάρκ. ἴστ’ 3). Καθὼς οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀνέβαιναν πρὸς τὸ Γολγοθᾶ, συζητοῦσαν μεταξύ τους τὸ πρόβλημα αὐτό. Ποιός θὰ κυλίσει τὴ βαριὰ πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου; Ὅλα ἔδειχναν πὼς δὲν περίμεναν κάτι ἀναπάντεχο. Τὰ γυναικεῖα χέρια δὲν ἦταν δυνατὰ γιὰ νὰ σπρώξουν τὴ βαριὰ πέτρα καὶ νὰ ἐλευθερώσουν τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου. Κι ὁ λίθος ἦταν μέγας σφόδρα.

Καημένες γυναῖκες! Δὲ θυμήθηκαν πῶς τὸ ἔργο ποὺ πήγαιναν μὲ τόσο ζῆλο καὶ σπουδὴ νὰ κάνουν στὸν τάφο, εἶχε ἤδη συντελεστεῖ ὅσο ζοῦσε ὁ Κύριος. Στὸ δεῖπνο ποὺ παρέθεσε στὸν Κύριο στὴ Βηθανία ὁ Σίμων ὁ Λεπρός, κάποια γυναῖκα ἔχυσε στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ ἕνα πολύτιμο μύρο. Ὁ παντογνώστης Κύριος εἶπε τοτε γιὰ τὴ γυναῖκα αὐτή: «Βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι μὲ ἐποίησεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προγνώριζε μὲ ἀκρίβεια ὅτι τὸ σῶμα Του δὲ θὰ δεχόταν κανένα ἄλλο ἄρωμα στὸ θάνατό Του. Ἴσως διερωτηθείς: Γιατί τότε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἄφησε τίς ἀφοσιωμένες αὐτὲς γυναῖκες ν’ ἀπογοητευτοῦν τόσο πολύ; Πῆγαν ν’ ἀγοράσουν τὸ πολύτιμο μύρο, ἦρθαν φοβισμένες μέσα στὴ νύχτα στὸ μνημεῖο καὶ στὸ τέλος νὰ μὴν ἐκτελέσουν τὸ καθῆκον αὐτό, ποὺ μὲ τόση ἀγάπη καὶ θυσία εἶχαν προετοιμάσει; Μήπως ὅμως ἡ θεία αὐτὴ πρόνοια δὲν ἀποζημίωσε τίς προσπάθειές τους μ’ ἕναν ἀσύγκριτα πλουσιότερο τρόπο κι ἀντὶ νὰ δοὺν νεκρὸ τὸν Κύριο τὸν εἶδαν ζωντανό;

«Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσαν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἢν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκoν καθήμενον ἐν τοῖς δεξιούς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ἴστ’ 4-5). Ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔφτασε μέ το λαό του στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, ἀντιμετώπισε μιᾷ δυσκολίᾳ, ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Πῶς θὰ ἄνοιγε δρόμο στὴ θάλασσα, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε; Μόλις ὅμως κραύγασε γιὰ βοήθεια στὸ Θεὸ καὶ θάλασσα χώρισε στὰ δύο κι ὁ δρόμος ἄνοιξε. Τὸ ἴδιο ἔγινε τώρα μὲ τίς Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολὺ ἔντονα γιά το ποιός θὰ κυλίσει τὴ μεγάλη πέτρα, κοίταξαν καὶ εἶδαν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος. Ἡ πέτρα εἶχε μετακινηθεῖ κι ἐκεῖνες μπῆκαν ἀμέσως μέσα στὸ μνημεῖο. Μὰ ποὺ πῆγαν οἱ στρατιῶτες ποὺ φρουροῦσαν τὸν τάφο; Αὐτοὶ δὲν ἀποτελοῦσαν μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ νὰ μποῦν στὸ μνημεῖο, ἀπὸ τὴ βαριὰ πέτρα; Ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ φρουροὶ εἴτε κείτονταν στὴ γῆ μισοπεθαμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἴτε εἶχαν δραπετεύσει πρὸς τὴν πόλη γιὰ νὰ διηγηθοῦν μὲ τρεμάμενη φωνὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ ὼς τότε δὲν εἶχαν ἀκούσει ἀνθρώπινα αὐτιά. Δὲν ὑπῆρχε κανένας στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ τίς ἐμποδίσει, κανένας καὶ τίποτα στὴν εἴσοδο. Ὑπῆρχε κάποιος ὅμως μέσα στὸ μνημεῖο. Κάποιος ποὺ τὸ πρόσωπό του ἦταν «ὼς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιῶν» (Ματθ. κή’ 3). Ἠταν ἕνας νέος ἄντρας. Ἦταν πραγματικὰ ἄγγελος τοῦ Θεου. Οἱ γυναῖκες φοβήθηκαν κι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ (βλ. Λουκ. κδ’ 5). Εἶναι φοβερὸ νὰ βλέπει κανεὶς τὴ μορφὴ ἑνὸς οὐράνιου ἀγγελιαφόρου τοῦ Θεοῦ, ἐκείνου ποὺ ἔφερε τίς πιὸ ὑπερφυσικὲς καὶ χαρμόσυνες εἰδήσεις στὴ γῆ, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἐκπεσμένος ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ περιπλανιέται μακριὰ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὁ Ματθαῖος λέει πῶς ὁ ἄγγελος καθόταν πάνω στὴν πέτρα ποὺ εἶχε κυλίσει ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου, ἐνῶ ὁ Μάρκος πῶς ὁ ἄγγελος ἦταν μέσα στὸ μνημεῖο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει καμιὰ ἀντίθεση. Ἴσως οἱ γυναῖκες εἶδαν πρῶτα τὸν ἄγγελο πάνω στὴν πέτρα κι ἔπειτα ἄκουσαν τὴ φωνή του μέσα στὸ μνημεῖο. Ὁ ἄγγελος δὲν εἶναι κάτι ὑλικὸ καὶ ἀκίνητο. Μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ ὁποιαδήποτε στιγμὴ καὶ ὁπουδήποτε. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει δύο ἀγγέλους, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος ἕναν, δὲν πρέπει νὰ φέρει σὲ σύγχυση τοὺς πιστούς. Ὅταν γεννήθηκε ὁ Κύριος στὴ Βηθλεέμ, ἕνας ἄγγελος ἐμφανίστηκε ξαφνικὰ στοὺς ποιμένες κι ἐκεῖνοι «ἔφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9). Πολὺ σύντομα μετά, «ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου στὸ Γολγοθᾶ ἴσως παρευρίσκονταν λεγεῶνες ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Γιατί πρέπει νὰ ἐκπλαγοῦμε ἂν οἱ Μυροφόρες εἶδαν τὴ μιὰ φορὰ ἕναν ἄγγελο καὶ τὴν ἄλλη δύο;

«Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς: μὴ ἔκθαμβεῖσθε· ‘Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθῃ, οὐκ ἔστιν ὧδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ’ ὑπάγετε, εἴπατε τους μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν» (Μάρκ. Ἴστ’ 6-8).

Ὁ ἀστραπόμορφος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ φροντίζει πρῶτα νὰ ἠρεμήσει τίς γυναῖκες ἀπό το φόβο καὶ τὸν τρόμο τους. Ἤθελε νὰ τίς προετοιμάσει γιὰ τὰ καταπληκτικὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Ἡ πρώτη ἔκπληξη γιὰ τίς γυναῖκες ἦταν ὅταν εἶδαν τὸ μνημεῖο ἀνοιχτό. Μετὰ ἡ ἔκπληξή τους μεταβλήθηκε σὲ τρόμο ὅταν, ἀντὶ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ γύρευαν, εἶδαν αὐτὸν ποὺ δὲν περίμεναν.

Ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες μὲ σιγουριά: Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον. Γιατί μίλησε ἔτσι; Γιὰ νὰ τίς στερήσει ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία καὶ σύγχυση γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ. Ὁ ἄγγελος μιλάει πολὺ συγκεκριμένα τόσο γιὰ τὶς ἴδιες τὶς γυναῖκες ὅσο καὶ γιὰ τίς μελλούμενες γενιές. Μὲ τὴν ἴδια πρόθεση ὁ ἄγγελος τοὺς δείχνει τὸ καινὸ μνημεῖο. Ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος ἦταν πλεονασμός. Οἱ γυναῖκες εἶχαν δεῖ οἱ ἴδιες μὲ τὰ μάτια τους αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε ὁ ἄγγελος. Δὲ γινόταν τὸ ἴδιο ὅμως μὲ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπίσης ὁ Κύριος πέθανε κι ἀναστήθηκε. Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Ὁ οὐράνιος ἀγγελιαφόρος πρόφερε μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ τρόπο τὴν συγκλονιστικότερη εἴδηση ποὺ ἀκούστηκε ποτὲ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Γιὰ τίς ἀθάνατες χορεῖες τῶν ἀγγέλων ἡ συγκλονιστικότερη εἴδηση ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, ὄχι ἡ ἀνάστασή Του. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὰ πράγματα ἦταν ἀντίθετα.

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες νά μεταφέρουν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση στοὺς ἀποστόλους καί το Πέτρῳ. Γιατί καί το Πέτρῳ; Σίγουρα ἐπειδὴ ὁ Πέτρος ἔνιωθε περισσότερο ταραγμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές. Ἡ συνείδησή του πρέπει νὰ τὸν ἐνοχλοῦσε ἐπειδὴ πρόδωσε τρεῖς φορὲς τὸν Κύριο καὶ στὸ τέλος ἔφυγε μακριά Του. Ἡ ἀφοσίωση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο ἦταν οἱ πιὸ στενοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, θὰ πρέπει νὰ ἔκανε πιὸ εὐαίσθητη τὴ συνείδηση τοῦ Πέτρου. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε φύγει. Παρέμεινε κάτω ἀπό το σταυρὸ τοῦ σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ὁ Πέτρος πρέπει νὰ ἔνιωθε προδότης τοῦ Κυρίου καὶ θὰ αἰσθανόταν ἄβολα στὴ συντροφιὰ τῶν ἀποστόλων, κυρίως μπροστὰ στὴν Παναγία Μητέρα Του.

Ἡ πίστη τοῦ Πέτρου δὲ φάνηκε σταθερὴ σὰν πέτρα. Ἡ διστακτικότητα καὶ ἡ δειλία του τὸν ἔκαναν νὰ νιώθει περιφρονημένος στὰ ἴδια του τὰ μάτια. Εἶχε ἀνάγκη νὰ σταθεῖ ξανὰ στὰ πόδια του, ν’ ἀνακτήσει τὴν ὑπόληψή του ὡς ἄνθρωπος καὶ ὡς ἀπόστολος. Ὁ Κύριος, ποῦ ἀγαπᾷ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀκριβῶς αὐτὸ ἔκανε τώρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἄγγελος ἔκανε εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸν Πέτρο.

Γιατί ὁ ἄγγελος μίλησε γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Γαλιλαία κι ὄχι γιὰ τίς ἄλλες ἐμφανίσεις Του στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ στὰ περίχωρα, ποὺ θὰ γίνονταν νωρίτερα; Ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Γιατί ἡ Γαλιλαία ἦταν περισσότερο εἰδωλολατρικὴ κι ὄχι ἰσραηλιτικὴ περιοχή. Ἡ θέληση τοῦ Κυρίου λοιπὸν ἦταν νὰ ἐμφανιστεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ δείξει στοὺς μαθητὲς τὸ δρόμο τοῦ εὐαγγελίου Του, τὸ βασικὸ χῶρο ὅπου ἔπρεπε νὰ δραστηριοποιηθοῦν γιὰ νὰ ἱδρύσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Κι ἄλλος ἕνας λόγος ἦταν ἐπειδὴ στὴ Γαλιλαία θὰ ἔνιωθαν ἐλεύθεροι, ὄχι ὅπως στὴν Ἱερουσαλὴμ ποὺ ζοῦσαν μὲ φόβο. Ὄχι στὸ σκοτάδι ἢ στὸ μεσόφωτο, ἀλλὰ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς πῶς ὁ φόβος ἔχει μεγάλα μάτια, πῶς οἱ μαθητὲς εἶδαν ζωντανὸ τὸν Κύριό τους στὴν Ἱερουσαλὴμ πάνω στὸν πανικό τους καὶ μὲ τὴν πίεση τοῦ φόβου τους. Καὶ τελικὰ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μίλησε γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Γαλιλαία χωρὶς ν’ ἀναφέρει τίποτα γιὰ τίς ἐμφανίσεις Του στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ ν’ ἀφαιρέσει τὰ ὅπλα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀπίστων, ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἰσχυρίζονταν πῶς οἱ ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ κάποιο φάντασμα, ἐπειδὴ περίμεναν μὲ μεγάλη ψυχικὴ ἀγωνία νὰ τὸν δούν. Λέει ὁ Νικηφόρος: «Γιατί ὁ ἄγγελος μιλάει εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐμφάνισή του στὴ Γαλιλαία; Ἐπειδὴ ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία. Ἐκεῖ ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε σὲ κάποιο σπίτι μὲ κλειδωμένες τίς πόρτες, ἀλλὰ σ’ ἕνα βουνό, ὁρατὸς ἀπὸ ὅλους. Οἱ μαθητὲς μέ το ποὺ τὸν εἶδαν ἐκεῖ τὸν προσκύνησαν. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε δυναμικὰ μπροστά τους καὶ τοὺς ἀποκάλυψε γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας Του. «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή’ 18). «Μετὰ τὸ ἐγερθῆναι μὲ προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ἴδ’ 28), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Ὡς Νικητής, δηλαδή, θὰ προπορευτῶ στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο καὶ σεῖς θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ὁπουδήποτε κι ἄν σᾶς ὁδηγήσει τὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ κηρύξετε, κοιτᾶξτε Με, θὰ βρίσκομαι μπροστά σας. Θὰ προπορεύομαι γιὰ νὰ σᾶς ἀνοίγω το δρόμο.

«Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγαν ἀπὸ τοῦ μνημείου εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ» (Μάρκ. ἴστ’ 8). Οἱ Μυροφόρες τὰ εἶχαν χάσει. Ποὺ βρίσκονταν, στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ; Μὲ ποιόν μιλοῦσαν; Τί ἄκουσαν; Τέτοια πράγματα οὔτε στὸν ὕπνο τους δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Μὰ αὐτὸ ποὺ βλέπουν καὶ ἀκοῦν τώρα δὲν εἶναι ὄνειρο, εἶναι ἀληθινό. Ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔγιναν, προκύπτει πῶς ζοῦσαν μιὰ πραγματικότητα.

Τί εὐλογημένος εἶναι ὁ φόβος κι ὁ τρόμος ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος ὅταν βλέπει ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς, ὅταν ἀκούει μιὰ χαρούμενη φωνὴ ἀπὸ τὴν ἀληθινή, ἀθάνατη καὶ ποθεινὴ πατρίδα του! Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ δεὶς ἕναν ἀθάνατο ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, οὔτε ν’ ἀκούσεις μιᾷ φωνῇ ποὺ βγαίνει ἀπὸ ἀθάνατα χείλη. Πιὸ εὔκολα ἀντέχεις νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο καὶ ν’ ἀκούσεις τὸν ὀρυμαγδὸ ὁλόκληρου τοῦ φθαρτου σύμπαντος, παρὰ νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο καὶ ν’ ἀκούσεις τὴ φωνὴ κάποιου ἀθάνατου ὄντος ποὺ δημιουργήθηκε πρὶν ἀπὸ τὸ σύμπαν, ποὺ τὸ κάλλος του εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη αὐγή. Ὅταν ὁ προφήτης Δανιήλ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου, μονολόγησε: «Οὐχ ὑπελείφθη ἕν ἐμοί ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφῃ εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος… ἤμην κατανενυγμένος, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν» (Δανιήλ, ἰ’ 8,9).

Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν τίς πιάσει φόβος καὶ τρόμος τίς ἀδύναμες γυναῖκες; Πῶς νὰ μὴ φύγουν γρήγορα ἀπὸ τὸ μνημεῖο; Πῶς θὰ μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ μιλήσουν; Μὲ τὰ λόγια νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ εἶδαν; Κύριε, ἡ δόξα Σου εἶναι ἀνέκφραστη! Ἐμεῖς οἱ θνητοὶ ἄνθρωποι εὐκολότερα μποροῦμε νὰ τὴν ἐκφράσουμε μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὰ δάκρυά μας παρὰ μὲ λόγια.

Καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ. Δὲν εἶπαν τίποτα στὸ δρόμο, σὲ κανέναν. Δὲ μίλησαν σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα Του, οὔτε σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ ποῦ συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν ὅμως στοὺς ἀποστόλους. Οὔτε τόλμησαν μὰ οὔτε καὶ μποροῦσαν νὰ μήν τοὺς ποῦν τὰ νέα, ἀφοῦ ἔτσι τίς πρόσταξε ὁ ἀθάνατος ἄγγελος. Πῶς μποροῦσαν νὰ μὴν ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σαφὲς λοιπόν, πῶς οἱ γυναῖκες μίλησαν σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10) καὶ πῶς δὲν εἶπαν τίποτα σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔπρεπε, τοὺς ὁποίους φοβοῦνταν.

Ἔτσι τέλειωσε ἡ ἐπίσκεψη ποὺ ἔκαναν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες στὸ μνημεῖο τοῦ Χριστοῦ τὸ πρωὶ τῆς ‘Ἀνάστασης. Τὰ φτωχά τους μύρα, ποῦ σκόπευαν νὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ νὰ συντηρήσουν ἀπὸ τὴ φθορὰ Ἐκεῖνον ποὺ τηρεῖ τοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, νὰ μυρώσουν Αὐτὸν ποὺ χαρίζει στοὺς οὐρανοὺς τὸ ἄρωμὰ Τοῦ, ἔμειναν στὰ χέρια τους.

Κύριε, εἶσαι τὸ μόνο ἄρωμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὴν ἱστορία του. Πόσο πλούσια καὶ θαυμαστὰ ἀποζημιώνεις τίς ἀφοσιωμένες ψυχὲς ποὺ δὲ σὲ ξέχασαν νεκρὸ μέσα στὸ μνῆμα Σου!

Ἔκανες τίς Μυροφόρες γυναῖκες φορεῖς τοῦ ἀγγέλματος τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς δόξας Σου. Δὲν ἔχρισαν τὸ νεκρό Σου σῶμα: ‘Ἐσὺ ἔχρισες τίς ζωντανὲς ψυχές τους μὲ τὸ μύρο τῆς χαρᾶς. Ἐκεῖνες ποὺ θρηνοῦσαν τὸ νεκρὸ Κύριο, ἔγιναν χελιδόνια τῆς καινούργιας ἄνοιξης, ἅγιοι στὴν οὐράνια βασιλεία Σου.

Ἀναστημένε Κύριε, μὲ τίς προσευχές τους ἐλέησέ μας, σῶσε μας, ὥστε νὰ σὲ δοξάζουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα τώρα καὶ πάντα καὶ τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Χρειάζεται τόλμη

«Τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλάτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μάρκ. 15, 43)

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ! Πρὶν ἀκόμη δύση ὁ ἥλιος τῆς θλιβερῆς ἐκείνης μέρας, ἕνας ἄλλος ἥλιος εἶχε δύσει. Ὁ ἥλιος αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός. Ἥλιος πνευματικός, ποὺ φώτιζε καὶ θέρμαινε τὸν κόσμο. Ὁ ἥλιος, ποὺ βλέπουμε, γέρνει τὸ ἀπόγευμα καὶ πρὸς τὴ δύσι καὶ βασιλεύει. Φαίνεται πὼς χάνεται. Μὰ δὲν χάνεται. Βασιλεύει, γιὰ ν’ ἀνατείλῃ ἀλλοῦ καὶ νὰ φωτίσῃ ἄλλους κόσμους. Καὶ ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρὸ γέρνει σὰν τὸν ἥλιο τὴν ἁγία του κεφαλή, λέει τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19, 30) καὶ παραδίδει το πνεῦμα του στὸν οὐράνιο Πατέρα. Πάει νὰ φωτίσῃ ἄλλους κόσμους, ποὺ ζοῦνε αἰωνίως στὸ σκοτάδι. Πηγαίνει στὸν ἅδη…

Ὁ Χριστὸς νεκρὸς πάνω στὸ σταυρό! Τί θὰ γίνῃ τώρα τὸ σῶμα του; Αὐτοὶ ποὺ καταδικάζονταν σὲ σταυρικὸ θάνατο καὶ πέθαιναν πάνω στὸ σταυρό, ἂν δὲν βρισκόταν κανένας συγγενὴς καὶ φίλος, γιὰ νὰ τοὺς κατεβάσῃ ἀπό το σταυρὸ καὶ νὰ τοὺς θάψῃ, ἔμεναν ἔτσι πάνω στὸ ξύλο. Σκυλιὰ πεινασμένα ἔρχονταν, πηδοῦσαν γιὰ νὰ φθάσουν τὰ κορμιὰ τῶν νεκρῶν σταυρωμένων, ξεκολλοῦσαν καὶ καταβρόχθιζαν τίς σάρκες τους. Κοράκια ἐπίσης ἔρχονταν, ὡρμοῦσαν πάνω στὰ κορμιὰ καὶ ἀποτελείωναν τὸ ἔργο. Σὲ λίγο μόνο σκελετοὶ ἔμεναν. Κι αὐτοὶ ἔπεφταν… Τί φρικιαστικὸ θέαμα! Οἱ σταυρωμένοι θεωροῦνταν τὰ πιὸ ἐγκληματικὰ στοιχεῖα, τὰ καθάρματα τῆς κοινωνίας, ποὺ κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ δείχνῃ πόνο καὶ ἐνδιαφέρον γι’ αὐτά. Καὶ ὁ Χριστός, ὁ Δίκαιος, ὁ Ἀναμάρτητος, ὁ Ἅγιος, ποὺ δὲν ἔκανε ποτὲ κακό, ποὺ δὲν εἶχε καμμιὰ ἁμαρτία, καταδικάστηκε σὲ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ ὁ Δίκαιος «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθῃ» (Ἠσ. 53, 12: Λουκ. 22, 37).

Ὁ Χριστὸς νεκρὸς πάνω στὸ σταυρό. Οἱ ὧρες περνοῦν. Ὁ ἥλιος πάει νὰ βασιλέψῃ, καὶ ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε πάνω στὸ σταυρό. Τί θὰ γίνῃ; Κανένας ἄλλος δὲν εὐεργέτησε τὸν κόσμο ὅπως ὁ Χριστός. Θὰ ἔπρεπε λοιπὸν τώρα πολλοὶ νὰ βρεθοῦν κοντά του. Ἀλλὰ δὲν βλέπω κανένα. Ποῦ εἶνε οἱ μαθηταί; Ποῦ ὁ Πέτρος; Ποῦ οἱ χιλιάδες ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς θεράπευσε ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες; Ποῦ οἱ πεινασμένοι, ποὺ χόρτασε στὴν ἔρημο; Ποῦ οἱ ἐνθουσιώδεις ἐκεῖνοι ὀπαδοί, ποὺ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων κρατοῦσαν βάϊα καὶ φώναζαν «ὡσαννά» (Ἰωάν. 12, 13);

Ἀλλοίμονο! Κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν παρουσιάζεται. Γιατί; Δὲν τὸν ἀγαποῦν; Τὸν ἀγαποῦν, ἀλλ’ ὄχι μὲ τελεία ἀγάπη. Τὸν ἀγαποῦν λίγο. Φοβοῦνται καὶ τρέμουν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ μακριά, ἀπὸ πολὺ μακριά, προσπαθοῦν ν’ ἀγναντέψουν το Γολγοθᾶ. Ἀλλὰ ποῦ νὰ ζυγώσουν. Δὲν τολμοῦν. Ἔτσι ἡ ἀγάπη τους ἀποδεικνύεται μικρή. Ἡ μεγάλη ἀγάπη εἶνε φλογερή. Τολμᾷ τὰ πάντα. Δὲν γνωρίζει δειλία.

Ἀλλὰ νά, στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ ἔρχονται οἱ ἥρωες. Ἔρχονται γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ καθῆκον τους ἀπέναντι στὸ Νεκρό. Εἶνε δυὸ ἄντρες καὶ λίγες γυναῖκες. Θαυμάζει κανεὶς τὴν τόλμη τους. Δὲν φοβοῦνται. Ἄντρες εἶνε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, βουλευτής, ἄνθρωπος ποὺ διακρινόταν μέσα στὴν κοινωνία ὄχι μόνο γιὰ τὴ θέση ποὺ εἶχε ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος του. Ἦταν γνωστὸς στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς ἐξουσίες. Ἦταν γνωστὸς καὶ στὸν Πιλάτο. Σ’ αὐτόν τόλμησε νὰ πάη ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας. Τοῦ ζητεῖ νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ πάρῃ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσῃ. Ὁ Πιλάτος, ἀφοῦ διαπίστωσε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο ὅτι πράγματι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε, τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια. Ὁ Ἰωσήφ, γεμᾶτος χαρὰ καὶ συγκίνηση, γιατί σ’ αὐτὸν ἔπεσε ὁ κλῆρος νὰ θάψῃ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, φεύγει ἀπὸ τὸν Πιλάτο καὶ ἀγοράζει ὅ,τι χρειάζεται γιὰ μιὰ τιμητικὴ κηδεία. Μαζί του ἔρχεται καὶ ἕνας ἄλλος, ποὺ μέχρι τότε δὲν εἶχε δείξει φανερὰ ὅτι πιστεύει στὸ Χριστό. Εἰνε ὁ Νικόδημος. Εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ μιὰ νύχτα, γιὰ νὰ μὴν τὸν δὴ κανεὶς καὶ τὸν σχολιάσῃ, πῆγε στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ συνομιλήσῃ μαζί του. Αὐτὸς ὁ κρυφὸς μαθητὴς τώρα παίρνει θάρρος καὶ παρουσιάζεται. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἄντρες ἔρχονται καὶ λίγες γυναῖκες, ποὺ εἶνε γνωστὲς στὸν χριστιανικὸ κόσμο ὡς μυροφόρες γυναῖκες. Καμμιὰ ἀμφιβολία δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε, ὅτι ἀνάμεσα στὶς μυροφόρες γυναῖκες θὰ ἦταν καὶ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου.

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἁγία συντροφιὰ ποῦ, ἐνῶ βασίλευε ὁ ἥλιος, ἀνέβηκαν στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ, καὶ μὲ χέρια ποὺ ἔτρεμαν ἀπὸ ἱερὴ συγκίνησι ξεκρέμασαν τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸ σταυρό, ἔπλυναν τίς ἅγιες πληγές του, τύλιξαν σὲ καθαρὸ σεντόνι τὸ ἄχραντο σῶμα του καὶ μὲ εὐλάβεια τὸ τοποθέτησαν μέσα σ’ ἕνα καινούργιο τάφο, ποὺ κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἦταν σκαλισμένος σὲ βράχο καὶ ἔμοιαζε μὲ μικρὴ σπηλιά. Μιὰ πέτρα πολύ βαρειά, σὰν εἶδος πόρτας, σκέπασε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου. «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ»!

Θάρρος καὶ τόλμη χρειάστηκαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μαζὶ μὲ τίς μυροφόρες γυναῖκες γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ ἱερὸ καθῆκον τοὺς πρὸς τὸ Χριστό. Ὅ,τι δὲν τόλμησαν νὰ κάνουν οἱ πολλοί, τὸ ἔκαναν οἱ λίγοι αὐτοὶ ἄνθρωποι. Καὶ παραμένουν αἰώνια παραδείγματα θάρρους γιὰ τίς χριστιανικὲς ψυχὲς ὅλων τῶν αἰώνων.

Κ’ ἐμεῖς, ἀγαπητοί, ποὺ ζοῦμε σήμερα στὸν 20ου αἰῶνα, αἰῶνα μεγάλης ἀποστασίας καὶ διαφθορᾶς, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ θάρρος καὶ τόλμη, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὰ χριστιανικά μας καθήκοντα. Ἄς ἀναφέρουμε μερικὲς περιπτώσεις. Ἄς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ μικρότερα. Σὲ καλοῦν, χριστιανέ μου, σ’ ἕνα τραπέζι. Αὐτοὶ ποὺ καλοῦν καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ θὰ καθήσουν στὸ τραπέζι εἶνε ἄνθρωποι κοσμικοί. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ποτέ τους δὲν κάνουν σταυρὸ στὸ τραπέζι. Κάθονται καὶ σηκώνονται ἀπὸ τὸ φαγητὸ χωρὶς προσευχή. Σύ, ποὺ εἶσαι καλεσμένος σ’ ἕνα τέτοιο τραπέζι, τί θὰ κάνῃς; Ἄν φοβηθῇς τὰ εἰρωνικὰ χαμόγελα τῶν ἄλλων, δὲν θὰ κάνῃς το σταυρό σου. Θὰ εἶσαι τότε ἀνάξιος μαθητὴς καὶ ἀκόλουθος ἐκείνου, ποὺ σταυρώθηκε γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἐκεῖνος καρφώθηκε στὸ ξύλο της ἀτιμίας, κ’ ἐσὺ δὲν κάνεις ἕνα σταυρό; Ἄνθρωπέ μου, νίκησε τὴ δειλία καί το φόβο σήκω ὄρθιος, κάνε το σταυρό σου, κι ἂς γελάσῃ ὅλος ὁ κόσμος! Θάρρος καὶ τόλμη χρειάζεται… Βρίσκεται σ’ ἕνα κύκλο ἀνθρώπων ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτε, καὶ συζητῶντας οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀρχίζουν νὰ βρίζουν καὶ νὰ βλαστημοῦν τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς θρησκείας μας. Τί θὰ κάνῃς; Ἄν εἶσαι δειλὸς καὶ ἄνανδρος, θὰ σιωπήσῃς. Θ’ ἀφήσῃς τὸ Χριστὸ ἐκτεθειμένο στὶς ὕβρεις. Αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι φτύνουν τὸ Χριστὸ χειρότερα ἀπὸ τοὺς σταυρωτάς του, κ’ ἐσὺ δὲν θὰ διαμαρτυρηθῇς γιὰ τίς βλασφημίες τους; Χριστιανέ μου, νίκησε τὴ δειλία ἄνοιξε τὸ στόμα σου καὶ μίλησε γιὰ τὸ Χριστό. Λίγο θάρρος καὶ τόλμη χρειάζεται… Ἀδικεῖται ὁ γείτονάς σου. Ἀδικεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ εἶνε πολὺ ἰσχυροὶ καὶ ἔχουν ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ φᾶνε τὸ δίκιο τοῦ ἀδυνάτου. Ὁ γείτονας ζητάει τὴ βοήθειά σου. Τί θὰ κάνῃς; Ἡ συνείδησί σου φωνάζει: «Βοήθα τον». Ἀλλ’ ἡ δειλία λέει: «Ὄχι. Ἐὰν τὸν βοηθήσῃς, ὁ ἐχθρός του, ποὺ εἶνε ἰσχυρός, θὰ σὲ καταδιώξῃ, καὶ κινδυνεύεις νὰ χάσῃς τὴ θέση σου καὶ τὴ ζωή σου ἀκόμη». Λοιπὸν τί θὰ κάνῃς; Ἀδελφέ μου, θάρρος καὶ τόλμη χρειάζεται καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, γιὰ νὰ ἐκτελέσῃς τὸ καθῆκον σου ἀπέναντι τοῦ πλησίον.

Ἅγιοι Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημε, ἅγιες μυροφόρες γυναῖκες, ποὺ τόσο θάρρος καὶ τόλμη δείξατε τό ἡλιοβασίλεμα ἐκεῖνο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, σᾶς παρακαλοῦμε, παρακαλέστε τὸν Κύριο νὰ δίνῃ καὶ σ’ ἐμᾶς θάρρος καὶ τόλμη, στὶς διάφορες δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, γιὰ νὰ ἐκτελοῦμε τὰ χριστιανικά μας καθήκοντα πρός το Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek