ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ — ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (ΙΕ΄ 43 – ΙΣΤ΄ 8)

43Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁρι­μα­θαί­ας, εὐσχή­μων βου­λευ­τής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσ­δε­χό­με­νος τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ, τολ­μή­σας εἰσῆλ­θε πρὸς Πιλᾶ­τον καὶ ᾐτή­σα­το τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 44ὁ δὲ Πιλᾶ­τος ἐθαύ­μα­σεν εἰ ἤδη τέθνη­κε, καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος τὸν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐπη­ρώ­τη­σεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέ­θα­νε· 45καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐδω­ρή­σα­το τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. 46καὶ ἀγο­ρά­σας σιν­δό­να καὶ καθε­λὼν αὐτὸν ἐνεί­λη­σε τῇ σιν­δό­νι καὶ κατέ­θη­κεν αὐτὸν ἐν μνη­μείῳ ὃ ἦν λελα­το­μη­μέ­νον ἐκ πέτρας, καὶ προ­σε­κύ­λι­σε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνη­μεί­ου. 47ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθε­ώ­ρουν ποῦ τίθε­ται. 1Καὶ δια­γε­νο­μέ­νου τοῦ σαβ­βά­του Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώ­βου καὶ Σαλώ­μη ἠγό­ρα­σαν ἀρώ­μα­τα ἵνα ἐλθοῦ­σαι ἀλεί­ψω­σιν αὐτόν. 2καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαβ­βά­των ἔρχον­ται ἐπὶ τὸ μνη­μεῖ­ον, ἀνα­τεί­λαν­τος τοῦ ἡλί­ου. 3καὶ ἔλε­γον πρὸς ἑαυ­τάς· Τίς ἀπο­κυ­λί­σει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνη­μεί­ου; 4καὶ ἀνα­βλέ­ψα­σαι θεω­ροῦ­σιν ὅτι ἀπο­κε­κύ­λι­σται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφό­δρα. 5καὶ εἰσελ­θοῦ­σαι εἰς τὸ μνη­μεῖ­ον εἶδον νεα­νί­σκον καθή­με­νον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, καὶ ἐξε­θαμ­βή­θη­σαν. 6ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμ­βεῖ­σθε· Ἰησοῦν ζητεῖ­τε τὸν Ναζα­ρη­νὸν τὸν ἐσταυ­ρω­μέ­νον· ἠγέρ­θη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθη­καν αὐτόν. 7ἀλλ’ ὑπά­γε­τε εἴπα­τε τοῖς μαθη­ταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προ­ά­γει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλι­λαί­αν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψε­σθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8καὶ ἐξελ­θοῦ­σαι ἔφυ­γον ἀπὸ τοῦ μνη­μεί­ου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρό­μος καὶ ἔκστα­σις, καὶ οὐδε­νὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφο­βοῦν­το γάρ.

43 ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατή­γε­το από την πόλιν Αρι­μα­θαί­αν, δια­κε­κρι­μέ­νος και ευϋ­πό­λη­πτος βου­λευ­τής, ο οποί­ος είχε πιστεύ­σει στον Χρι­στόν και επε­ρί­με­νε την βασι­λεί­αν του Θεού. Αυτός ετόλ­μη­σε και παρου­σιά­σθη­κε με θάρ­ρος στον Πιλά­τον και εζή­τη­σε το σώμα του Ιησού. 44 Ο δε Πιλά­τος ηπό­ρη­σε, εάν τόσον γρή­γο­ρα πράγ­μα­τι απέ­θα­νε ο Ιησούς. Και αφού επρο­σκά­λε­σε τον εκα­τόν­ταρ­χον, τον ηρώ­τη­σε, εάν είχε πολ­λήν ώραν που απέ­θα­νε ο Ιησούς. 45 Και όταν επλη­ρο­φο­ρή­θη από τον εκα­τόν­ταρ­χον το γεγο­νός, εχά­ρι­σε στον Ιωσήφ το σώμα. 46 Και εκεί­νος, αφού ηγό­ρα­σε και­νού­ριο σιν­δό­νι και τον εκα­τέ­βα­σε από τον σταυ­ρόν, ετύ­λι­ξε το σώμα στο σιν­δό­νι και έβα­λε αυτόν εις μνη­μεί­ον, που ήτο σκαμ­μέ­νον εις βρά­χον· και εκύ­λι­σε βαρύν λίθον επά­νω εις την θύραν του μνη­μεί­ου. 47 Η δε Μαρία η Μαγδα­λη­νή και Μαρία η μητέ­ρα του Ιωσή παρα­κο­λου­θού­σαν με προ­σο­χήν, που ετέ­θη το σώμα του Κυρί­ου. 

Κατά την επο­μέ­νην, όταν έδυ­σε το ήλιος και επε­ρα­σε το Σαβ­βα­τον, η Μαρία Μαγδα­λη­νή και Μαρία η μητέ­ρα του Ιακώ­βου, και η Σαλώ­μη ηγό­ρα­σαν αρώ­μα­τα, δια να έλθουν στον τάφον και αλεί­ψουν τον Ιησούν. Και πολύ πρωϊ την πρώ­την ημέ­ρα της εβδο­μά­δος, την ώρα που εγλυ­κο­χά­ρα­ζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνη­μεί­ον. Και έλε­γαν μετα­ξύ των· ποιός θα μας απο­κυ­λί­ση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνη­μεί­ου; Και μόλις εσή­κω­σαν τα βλέ­μα­τά των είδαν ότι είχε απο­κυ­λι­σθή ο λίθος ο οποί­ος άλω­στε ήτο πολύ μεγά­λος. Και αφού εμπή­καν στο μνη­μεί­ον, είδαν να κάθε­ται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυ­μέ­νος λευ­κήν στο­λήν και κατε­λή­φθη­σαν από φόβον και κατά­πλη­ξιν. Αυτός δε τους είπε· “μη απο­ρεί­τε και μη φοβεί­σθε. Γνω­ρί­ζω ότι ζητεί­τε Ιησούν τον Ναζα­ρη­νόν, τον εσταυ­ρω­μέ­νον. Ανε­στή­θη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει. Αλλά πηγαί­νε­τε, πέστε στους μαθη­τάς του, και ιδιαι­τέ­ρως στον Πετρον, ότι πηγαί­νει ενω­ρί­τε­ρα από σας εις την Γαλι­λαί­αν. Εκεί θα τον ίδε­τε, όπως άλω­στε σας είχε πη”. Και αυταί αφού εβγή­καν, έφυ­γαν από το μνη­μεί­ον. Τας είχε δε κατα­λά­βει τρό­μος και κατά­πλη­ξις και δεν είπαν εις κανέ­να τίπο­τε, διό­τι εφοβούντο.(Τας κατέ­λα­βε δέος και κατά­πλη­ξις δια τον άγγε­λον που είδαν και προ παν­τός δια την ανά­στα­σιν, που ήκου­σαν). 

43 ήλθε ο Ιωσήφ που κατα­γό­ταν απ’ την πόλη Αρι­μα­θαία, ένα σεβα­στό και επί­ση­μο μέλος του ιου­δαϊ­κού συνε­δρί­ου, που είχε πιστέ­ψει κι αυτός στο κήρυγ­μα του Ιησού για τη βασι­λεία του Θεού και περί­με­νε τη βασι­λεία αυτή χωρίς να κλο­νι­σθεί η ελπί­δα του από το θάνα­το του Ιησού? αυτός λοι­πόν τόλ­μη­σε και παρου­σιά­στη­κε στον Πιλά­το και ζήτη­σε το σώμα του Ιησού. 44 Ο Πιλά­τος μάλι­στα έμει­νε έκπλη­κτος κι από­ρη­σε που τόσο γρή­γο­ρα είχε κιό­λας πεθά­νει ο Ιησούς. Κι αφού προ­σκά­λε­σε τον εκα­τόν­ταρ­χο, τον ρώτη­σε εάν είχε ώρα πολ­λή που πέθα­νε. 45 Κι όταν έμα­θε από τον εκα­τόν­ταρ­χο ότι πραγ­μα­τι­κά πέθα­νε ο Ιησούς, χάρι­σε το σώμα του στον Ιωσήφ. 46 Κι εκεί­νος, αφού αγό­ρα­σε και­νούρ­γιο και αμε­τα­χεί­ρι­στο σεν­τό­νι και κατέ­βα­σε τον Ιησού από τον σταυ­ρό, τύλι­ξε το σώμα του στο σεν­τό­νι και τον έβα­λε κάτω σ’ ένα μνη­μείο, το οποίο ήταν σκα­λι­σμέ­νο μέσα στο βρά­χο? και κύλι­σε ένα μεγά­λο λίθο πάνω στο στό­μιο του μνη­μεί­ου κλεί­νον­τας έτσι την είσο­δο του μνη­μεί­ου. 47 Στο μετα­ξύ η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η Μαρία του Ιωσή παρα­κο­λου­θού­σαν προ­σε­κτι­κά και με πολύ ενδια­φέ­ρον πού τοπο­θε­τή­θη­κε το σώμα του Ιησού. 

Αφού πέρα­σε το Σάβ­βα­το, η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η Μαρία η μητέ­ρα του Ιακώ­βου και η Σαλώ­μη αγό­ρα­σαν το βρά­δυ του Σαβ­βά­του αρώ­μα­τα, για να έλθουν το πρωί στον τάφο και να αλεί­ψουν το σώμα του Ιησού. Και πολύ πρωί της πρώ­της ημέ­ρας της εβδο­μά­δος έρχον­ται στο μνη­μείο την ώρα που ο ήλιος άρχι­σε να δια­λύ­ει το πρωι­νό σκο­τά­δι, καθώς πήρε ν’ ανα­τέλ­λει κάτω απ’ τον ορί­ζον­τα. Κι έλε­γαν μετα­ξύ τους: Ποιός θα μας κυλί­σει τη μεγά­λη πέτρα μακριά από την είσο­δο του μνη­μεί­ου; Μόλις όμως έστρε­ψαν τα μάτια τους προς τα εκεί, είδαν ότι είχε μετα­το­πι­σθεί η πέτρα μακριά απ’ το μνη­μείο. Και τα έλε­γαν αυτά μετα­ξύ τους, διό­τι η πέτρα αυτή ήταν πολύ μεγά­λη και δεν ήταν εύκο­λο να μετα­κι­νη­θεί. Κι αφού μπή­καν στο μνη­μείο, είδαν ένα νέο που καθό­ταν στα δεξιά του μνη­μεί­ου και ήταν ντυ­μέ­νος με λευ­κή στο­λή, και γέμι­σαν με τρό­μο και κατά­πλη­ξη. Αυτός όμως τους είπε: Μην τρο­μά­ζε­τε και μη φοβά­στε. Ξέρω ποιόν ζητά­τε. Ζητά­τε τον Ιησού τον Ναζα­ρη­νό τον εσταυ­ρω­μέ­νο. Ανα­στή­θη­κε. Δεν είναι εδώ. Να, είναι αδεια­νό το μέρος που τον έβα­λαν. Αλλά πηγαί­νε­τε και πέστε στους μαθη­τές του και ιδιαι­τέ­ρως στον Πέτρο, που έχει ανάγ­κη παρη­γο­ριάς και βεβαιώ­σε­ως ότι συγ­χω­ρή­θη­κε για την άρνη­σή του, ότι πηγαί­νει πριν από σας στη Γαλι­λαία και σας περι­μέ­νει εκεί. Εκεί θα τον δεί­τε, όπως σας το είπε πριν σταυ­ρω­θεί. Εκεί­νες τότε βγή­καν κι έφυ­γαν από το μνη­μείο. Ήταν μάλι­στα γεμά­τες τρό­μο και έκστα­ση. Δεν είπαν όμως τίπο­τε σε κανέ­να, διό­τι ήταν φοβι­σμέ­νες.

43  ἦλθε ὁ Ἰωσήφ, ποὺ κατα­γό­ταν ἀπὸ τὴν Ἀρι­μα­θαία, σεμνὸς βου­λευ­τής (μέλος τοῦ Ἰου­δαϊ­κοῦ συνε­δρί­ου), ποὺ καὶ αὐτὸς περί­με­νε τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Kαὶ τόλ­μη­σε καὶ ἐπι­σκέ­φθη­κε τὸν Πιλᾶ­το καὶ ζήτη­σε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 44  Ὁ δὲ Πιλᾶ­τος ἐξε­πλά­γη, διό­τι ἀπέ­θα­νε γρή­γο­ρα, καὶ κάλε­σε τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο καὶ τὸν ρώτη­σε ἐὰν ἀπέ­θα­νε ἀπὸ ὥρα. 45  Kαὶ ὅταν ἔμα­θε ἀπὸ τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο, δώρι­σε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. 46  Kαὶ ἀφοῦ ἀγό­ρα­σε σεν­τό­νι καὶ τὸν κατέ­βα­σε (ἀπὸ τὸ σταυ­ρό), τὸν τύλι­ξε στὸ σεν­τό­νι καὶ τὸν ἔθε­σε σὲ μνῆ­μα, ποὺ ἦταν λαξευ­μέ­νο σὲ βρά­χο, καὶ κύλι­σε ἕνα λίθο στὴν εἴσο­δο τοῦ μνή­μα­τος. 47  Ἡ δὲ Mαρία ἡ Mαγδα­λη­νὴ καὶ ἡ Mαρία ἡ μητέ­ρα τοῦ Ἰωσῆ παρα­κο­λου­θοῦ­σαν ποῦ ἐντα­φιά­ζε­ται. 

 Kαὶ ἀφοῦ πέρα­σε τὸ Σάβ­βα­το (ἡμέ­ρα ἀργί­ας), ἡ Mαρία ἡ Mαγδα­λη­νὴ καὶ ἡ Mαρία ἡ μητέ­ρα τοῦ Ἰακώ­βου καὶ ἡ Σαλώ­μη ἀγό­ρα­σαν ἀρώ­μα­τα γιὰ νὰ πᾶνε καὶ νὰ τὸν ἀλεί­ψουν.  Kαὶ πολὺ πρωί, τὴν πρώ­τη ἡμέ­ρα τῆς ἑβδο­μά­δος (τὴν Kυρια­κή), μόλις ἀνέ­τει­λεν ὁ ἥλιος κάτω ἀπὸ τὸν ὁρί­ζον­τα (μόλις ἄρχι­σε τὸ λυκαυ­γές), ἔρχον­ται στὸ μνῆ­μα.  Ἔλε­γαν δὲ μετα­ξύ τους: «Ποιός θ’ ἀπο­κυ­λί­σῃ γιὰ μᾶς τὸ λίθο ἀπ’ τὴν εἴσο­δο τοῦ μνή­μα­τος;».  Ἀλλὰ μόλις κοί­τα­ξαν, βλέ­πουν, ὅτι ὁ λίθος εἶχεν ἀπο­κυ­λι­σθῆ. Ἦταν δὲ πάρα πολὺ μεγά­λος.  Kαὶ ἀφοῦ μπῆ­καν στὸ μνῆ­μα, εἶδαν ἕνα νέο νὰ κάθε­ται στὰ δεξιὰ ντυ­μέ­νος μὲ λευ­κὴ στο­λή, καὶ τρό­μα­ξαν.  Aὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε: «Mὴ τρο­μά­ζε­τε! Tὸν Ἰησοῦ ζητεῖ­τε τὸ Nαζα­ρη­νὸ τὸν ἐσταυ­ρω­μέ­νο. Ἀνα­στή­θη­κε, δὲν εἶναι ἐδῶ. Nὰ ὁ τόπος ὅπου τὸν ἐντα­φί­α­σαν.  Πηγαί­νε­τε δὲ νὰ εἰπῆ­τε στοὺς μαθη­τάς του, καὶ μάλι­στα στὸν Πέτρο: Πηγαί­νει πρὶν ἀπὸ σᾶς καὶ σᾶς περι­μέ­νει στὴ Γαλι­λαία, ἐκεῖ θὰ τὸν δῆτε, ὅπως σᾶς εἶπε».  Bγῆ­καν δὲ καὶ ἔφυ­γαν ἀπὸ τὸ μνῆ­μα καὶ ἦταν συγ­κλο­νι­σμέ­νες καὶ ἐκστα­τι­κές (κατά­πλη­κτες). Kαὶ δὲν εἶπαν τίπο­τε σὲ κανέ­να, διό­τι φοβοῦν­ταν.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

[υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων: Ματθ.27,57–66 και Ματθ.28,1–10]

«ψίας δὲ γενο­μέ­νης ἦλθεν ἄνθρω­πος πλού­σιος ἀπὸ ριμα­θαί­ας, τοὔ­νο­μα ωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμα­θή­τευ­σε τῷ Ἰησοῦ· οτος προ­σελθν τ Πιλάτ τήσα­το τ σμα το ησο. Τότε Πιλτος κέλευ­σεν ποδοθναι τ σμα. Κα λαβν τ σμα ωσφ νετύ­λι­ξεν ατ σιν­δό­νι καθαρ, κα θηκεν ατ ν τ καιν ατο μνη­μεί λατό­μη­σεν ν τ πέτρ, κα προ­σκυ­λί­σας λίθον μέγαν τ θύρ το μνη­μεί­ου πλθεν(: Όταν προ­χώ­ρη­σε το δει­λι­νό, ήλθε κάποιος άνθρω­πος πλού­σιος που κατα­γό­ταν από την Αρι­μα­θαία και ονο­μα­ζό­ταν Ιωσήφ, που κι αυτός υπήρ­ξε μαθη­τής του Ιησού. Αυτός πήγε στον Πιλά­το και του ζήτη­σε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλά­τος διέ­τα­ξε να του δοθεί το σώμα. Κι αφού ο Ιωσήφ πήρε το σώμα, το τύλι­ξε σε καθα­ρό και αμε­τα­χεί­ρι­στο σεν­τό­νι και το έβα­λε στο δικό του και­νού­ριο μνη­μείο, το οποίο είχε σκα­λί­σει στον βρά­χο. Κι αφού κύλι­σε ένα μεγά­λο λίθο στη θύρα του μνη­μεί­ου, την έκλει­σε με τον λίθο αυτόν κι έφυ­γε)»[Ματθ. 27, 57–60].

Αυτός είναι ο Ιωσήφ, ο οποί­ος προ­η­γου­μέ­νως κρυ­βό­ταν. Τώρα όμως, μετά τον θάνα­το του Χρι­στού, έδει­ξε μεγά­λη τόλ­μη. Διό­τι ούτε ασή­μαν­τος ήταν, ούτε από εκεί­νους που μένουν απα­ρα­τή­ρη­τοι, αλλά ένας από τα μέλη του Συνε­δρί­ου[πρβλ. Λουκ.23,51: «Κα δο νρ νόμα­τι ωσήφ, βου­λευτς πάρ­χων κα νρ γαθς κα δίκαιος·οὗτος οὐκ ἦν συγ­κα­τα­τε­θει­μέ­νος τῇ βου­λῇ καὶ τῇ πρά­ξει αὐτῶν- ἀπὸ Ἀρι­μα­θαί­ας πόλε­ως τῶν Ἰου­δαί­ων, ὃς προ­σε­δέ­χε­το καὶ αὐτὸς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ(:Και ιδού, παρου­σιά­ζε­ται τότε ένας άνθρω­πος που λεγό­ταν Ιωσήφ και ήταν βου­λευ­τής, δηλα­δή μέλος του ιου­δαϊ­κού συνεδρίου,άνθρωπος καλο­κά­γα­θος και ενά­ρε­τος. Αυτός δεν είχε συμ­φω­νή­σει με την από­φα­ση που πήραν τα μέλη του συνε­δρί­ου εναν­τί­ον του Ιησού, ούτε με τα μέτρα και τις πρά­ξεις που έκα­ναν για να εξα­σφα­λί­σουν την επι­κύ­ρω­ση και την εκτέ­λε­ση της απο­φά­σε­ως. Αυτός ο άνθρω­πος λοι­πόν ήταν από την πόλη των Ιου­δαί­ων Αρι­μα­θαία. Είχε πιστέ­ψει στο κήρυγ­μα του Ιησού για τη βασι­λεία του Θεού και περί­με­νε κι αυτός μαζί με τόσους άλλους μαθη­τές τη βασι­λεία αυτή)»], και πολύ επι­φα­νής.

Από αυτό μάλι­στα φαί­νε­ται καθα­ρά η ανδρεία του. Διό­τι ουσια­στι­κά κατα­δί­κα­σε σε θάνα­το τον εαυ­τό του, τη στιγ­μή που δια­κή­ρυ­ξε την απέ­χθειά του προς όλους, με την έκφρα­ση-ομο­λο­γία της συμ­πά­θειάς του προς τον Ιησού, και τόλ­μη­σε να ζητή­σει το σώμα Του, και δεν απο­μα­κρύν­θη­κε παρά μόνο αφού πέτυ­χε αυτό που ήθε­λε. Την αγά­πη μάλι­στα και την ανδρεία του την δεί­χνει όχι μόνο με το ότι παρέ­λα­βε το σώμα του Χρι­στού και το έθα­ψε με πολυ­τέ­λεια, αλλά και με το ότι Τον έθα­ψε στο δικό του και­νού­ριο μνη­μείο. Και αυτό δεν έγι­νε έτσι στην τύχη, αλλά για να μην υπάρ­ξει ούτε η παρα­μι­κρή υπο­ψία ότι ανα­στή­θη­κε άλλος αντί άλλου.

«ν δ κε Μαρία Μαγδα­λην κα λλη Μαρία, καθή­με­ναι πέναν­τι το τάφου(:Ήταν μάλι­στα εκεί η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η άλλη Μαρία, οι οποί­ες κάθον­ταν απέ­ναν­τι από τον τάφο)»[Ματθ.27,61]. Για­τί αυτές κάθον­ται πλη­σί­ον του τάφου; Τίπο­τε ακό­μη μεγά­λο και υψη­λό δεν γνώ­ρι­ζαν, όπως έπρε­πε, περί Αυτού· γι’ αυτόν τον λόγο και μύρα έφε­ραν και παρέ­με­ναν με καρ­τε­ρία κον­τά στον τάφο, ώστε, εάν κατα­σί­γα­ζε η μανία των Ιου­δαί­ων, να προ­σέρ­χον­ταν και να αλεί­ψουν το Σώμα του Ιησού με αυτά.

Είδες την ανδρεία των γυναι­κών; Είδες την αγά­πη; Είδες τη μεγα­λο­ψυ­χία την έμπρα­κτη, η οποία φτά­νει μέχρι θανά­του; Ας μιμη­θού­με τις γυναί­κες αυτές όλοι μας· ας μην εγκα­τα­λεί­ψου­με τον Ιησού στις δοκι­μα­σί­ες Του· διό­τι εκεί­νες μεν, και όταν Εκεί­νος πέθα­νε, ξόδε­ψαν τόσα πολ­λά και έθε­σαν σε κίν­δυ­νο τη ζωή τους. Ενώ εμείς( πάλι τα ίδια θα επα­να­λά­βω), ούτε όταν πει­νά Τον τρέ­φου­με, ούτε όταν είναι γυμνός Τον ντύ­νου­με, αλλά αντι­θέ­τως και όταν Τον βλέ­που­με να ζητια­νεύ­ει, Τον προ­σπερ­νού­με. Είμαι βέβαιος ότι εάν βλέ­πα­τε τον ίδιο τον Κύριο, θα έδι­νε ο καθέ­νας σας όλα τα υπάρ­χον­τά Του. Αλλά και τώρα ο ίδιος είναι. Άλλω­στε και Αυτός είπε ότι «Εγώ είμαι».

«Τ δ παριον, τις στ μετ τν παρα­σκευν, συνχθη­σαν ο ρχιε­ρες κα ο Φαρι­σαοι πρς Πιλτον λγον­τες· κριε, μνσθη­μεν τι κενος πλνος επεν τι ζν, μετ τρες μρας γερομαι. κλευ­σον ον σφα­λι­σθναι τν τφον ως τς τρτης μρας, μποτε λθντες ο μαθη­τα ατο νυκτς κλψωσιν ατν κα επωσι τ λα, γρθη π τν νεκρν· κα σται σχτη πλνη χερων τς πρτης(:Την άλλη τώρα ημέ­ρα, η οποία είναι μετά την Παρα­σκευή, δηλα­δή το Σάβ­βα­το, μαζεύ­τη­καν οι αρχιε­ρείς και οι Φαρι­σαί­οι και πήγαν όλοι μαζί στον Πιλά­το και του είπαν: ‘’Κύριε, θυμη­θή­κα­με ότι εκεί­νος ο λαο­πλά­νος είχε πει όταν ακό­μη ζού­σε: «Τρεις ημέ­ρες μετά τον θάνα­τό μου θα ανα­στη­θώ». Γι’ αυτό δώσε δια­τα­γή να ασφα­λι­στεί ο τάφος μέχρι την τρί­τη ημέ­ρα, μήπως έλθουν οι μαθη­τές του μέσα στη νύχτα και τον κλέ­ψουν, και πουν στο λαό ότι ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευ­ταία αυτή πλά­νη του λαού χει­ρό­τε­ρη από την πρώ­τη, που τον πίστε­ψαν ως Μεσ­σία’’. Ο Πιλά­τος τότε τους είπε: ‘’Πάρ­τε φρου­ρά. Πηγαί­νε­τε και ασφα­λί­στε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρε­τε’’. Κι αυτοί πήγαν και ασφά­λι­σαν τον τάφο. Έβα­λαν δηλα­δή σφρα­γί­δες στον λίθο που σκέ­πα­ζε το μνη­μείο. Και τοπο­θέ­τη­σαν εκεί τη φρου­ρά)»[Ματθ.27,62–66].

Παν­τού η πλά­νη συγ­κρού­ε­ται με τον εαυ­τό της και άθε­λά της συνη­γο­ρεί υπέρ της αλή­θειας. Πρό­σε­ξε όμως. Έπρε­πε να πιστευ­τεί ότι πέθα­νε, ότι εντα­φιά­στη­κε και ότι ανα­στή­θη­κε. Και όλα αυτά γίνον­ται από τους εχθρούς. Κοί­τα­ξε λοι­πόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώ­νουν όλα αυτά. «Θυμη­θή­κα­με», λέγει, «ότι εκεί­νος ο λαο­πλά­νος είχε πει όταν ακό­μη ζού­σε»· άρα πέθα­νε· «’’Τρεις ημέ­ρες μετά τον θάνα­τό μου, θα ανα­στη­θώ’’. Γι’ αυτό δώσε δια­τα­γή να ασφα­λι­στεί ο τάφος μέχρι την τρί­τη ημέ­ρα»· άρα εντα­φιά­στη­κε· «μήπως έλθουν οι μαθη­τές του μέσα στη νύχτα και τον κλέ­ψουν, και πουν στο λαό ότι ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς». Άρα, εάν ο τάφος σφρα­γι­στεί, δεν θα γίνει καμία απά­τη. Δεν έγι­νε λοι­πόν. Επο­μέ­νως η από­δει­ξη της ανα­στά­σε­ως, με όσα προ­τεί­να­τε εσείς, έγι­νε αναν­τίρ­ρη­τη. Διό­τι αφού σφρα­γί­στη­κε, δεν συνέ­βη καμία απά­τη. Εάν επί­σης δεν έγι­νε καμία απά­τη, βρέ­θη­κε όμως κενός ο τάφος, είναι φανε­ρό ότι ανα­στή­θη­κε σαφώς και αναν­τίρ­ρη­τα.

Είδες ότι και χωρίς να το θέλουν, υπο­στη­ρί­ζουν την από­δει­ξη της αλή­θειας; Εσύ πάλι κάνε μου τη χάρη να προ­σέ­ξεις τη φιλα­λή­θεια των μαθη­τών· ότι δεν απο­κρύ­πτουν τίπο­τε από όσα λένε οι εχθροί, και όταν ακό­μη λένε πράγ­μα­τα υβρι­στι­κά. Να που τον ονο­μά­ζουν και πλά­νο και αυτοί δεν το απο­σιω­πούν. Αυτά λοι­πόν δεί­χνουν και τη σκλη­ρό­τη­τα εκεί­νων, αφού ούτε με τον θάνα­το απέ­βα­λαν την οργή, και αυτών την απλό­τη­τα και φιλα­λή­θεια.

Αξί­ζει μάλι­στα να ανα­ζη­τή­σου­με και αυτό, δηλα­δή το ότι είπε ότι «μετά από τρεις ημέ­ρες θα ανα­στη­θώ». Διό­τι δεν θα το βρει κανείς που­θε­νά να λέγε­ται με τόση σαφή­νεια, εκτός από το παρά­δειγ­μα του Ιωνά. Ώστε λοι­πόν γνώ­ρι­ζαν αυτά που έλε­γαν και ηθε­λη­μέ­να τα παρα­ποιού­σαν.

Και τι απαν­τά ο Πιλά­τος; «‘’Πάρ­τε φρου­ρά. Πηγαί­νε­τε και ασφα­λί­στε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρε­τε’’. Και αυτοί πήγαν και ασφά­λι­σαν τον τάφο. Έβα­λαν δηλα­δή σφρα­γί­δες στο λίθο που σκέ­πα­ζε το μνη­μείο. Και τοπο­θέ­τη­σαν εκεί τη φρου­ρά»[Ματθ.27,65–66]. Δεν αφή­νει μόνους τους στρα­τιώ­τες να τον σφρα­γί­σουν· διό­τι επει­δή είχε μάθει σχε­τι­κά με Αυτόν, δεν ήθε­λε πλέ­ον να συμ­πρά­ξει με αυτούς. Αλλά για να απαλ­λα­γεί από αυτά, ανέ­χε­ται και τού­το και λέγει: «Σφρα­γί­στε τον τάφο όπως θέλε­τε εσείς, για να μην μπο­ρεί­τε να κατη­γο­ρεί­τε άλλους». Διό­τι εάν τον σφρά­γι­ζαν μόνοι τους οι στρα­τιώ­τες, θα μπο­ρού­σαν να πουν(αν και θα ήσαν απί­θα­να και ψευ­δή όσα θα έλε­γαν, αλλά όμως, όπως στα άλλα έδει­χναν αναι­σχυν­τία, έτσι θα μπο­ρού­σαν να πουν και στην περί­πτω­ση αυτή), ότι οι στρα­τιώ­τες, αφού επέ­τρε­ψαν να κλα­πεί το σώμα, έδω­σαν το δικαί­ω­μα στους μαθη­τές να πλά­σουν το κήρυγ­μα της ανα­στά­σε­ως. Τώρα όμως που οι ίδιοι σφρά­γι­σαν τον τάφο, ούτε αυτό μπο­ρούν να πουν.

Είδες πώς πασχί­ζουν άθε­λά τους υπέρ της αλή­θειας; Διό­τι αυτοί προ­σήλ­θαν στον Πιλά­το, αυτοί ζήτη­σαν να ασφα­λι­στεί ο τάφος, αυτοί τον σφρά­γι­σαν μαζί με τη φρου­ρά, ώστε να είναι κατή­γο­ροι και ελεγ­κτές των εαυ­τών τους. Αν και πότε θα μπο­ρού­σαν να τον κλέ­ψουν; Το Σάβ­βα­το; Και με ποιον τρό­πο, αφού ούτε να εξέλ­θουν από το σπί­τι τους δεν ήταν δυνα­τόν; Εάν πάλι παρέ­βαι­ναν τον μωσαϊ­κό νόμο, πώς θα τολ­μού­σαν να εξέλ­θουν από το σπί­τι τους οι μαθη­τές, αυτοί οι τόσο δει­λοί; Πώς ακό­μη θα μπο­ρού­σαν να πεί­σουν το πλή­θος; Τι θα έλε­γαν; Τι θα έκα­ναν; Με ποια διά­θε­ση θα τάσ­σον­ταν με το μέρος του νεκρού; Ποια επι­τέ­λους αντι­μι­σθία θα περί­με­ναν; Ποια αντα­μοι­βή; Ενώ ακό­μη ήταν ζων­τα­νός, και μόνο όταν τον είδαν να συλ­λαμ­βά­νε­ται, έφυ­γαν. Και θα μιλού­σαν με θάρ­ρος μετά τον θάνα­τό Του για Εκεί­νον, εάν δεν είχε ανα­στη­θεί;

Και πώς θα μπο­ρού­σαν να δικαιο­λο­γη­θούν; Διό­τι ότι ούτε σκέ­φτη­καν, ούτε μπο­ρού­σαν να πλά­σουν μία ανά­στα­ση η οποία δεν έγι­νε, είναι φανε­ρό από τα εξής: Πολ­λά τους είχε πει και συνε­χώς τους έλε­γε περί της ανα­στά­σε­ως, όπως είπαν και αυτοί οι ίδιοι ότι «μετά από τρεις ημέ­ρες θα ανα­στη­θώ». Εάν όμως δεν ανα­σται­νό­ταν, είναι ολο­φά­νε­ρο ότι επει­δή αυτοί είχαν απα­τη­θεί και είχαν παρα­συρ­θεί εξαι­τί­ας του σε πόλε­μο με ολό­κλη­ρο το έθνος, και είχαν μεί­νει χωρίς οικο­γέ­νεια και χωρίς πατρί­δα, θα τον απο­στρέ­φον­ταν και δεν θα ήθε­λαν να του παρα­δώ­σουν τέτοια δόξα, καθό­σον είχαν απα­τη­θεί και είχαν περιέλ­θει σε έσχα­το κίν­δυ­νο εξαι­τί­ας του.

Ότι δε δεν θα μπο­ρού­σαν εάν η ανά­στα­ση δεν ήταν αλη­θι­νή, να την πλά­σουν, αυτό δεν χρειά­ζε­ται ούτε από­δει­ξη. Διό­τι σε τι θα βασί­ζον­ταν; Στη δει­νό­τη­τα των λόγων; Αλλά αυτοί ήσαν πιο αμα­θείς από όλους. Μήπως στα πολ­λά τους χρή­μα­τα; Αλλά αυτοί δεν είχαν ούτε ράβδο, ούτε υπο­δή­μα­τα. Μήπως στην ευγε­νι­κή κατα­γω­γή τους; Αλλά αυτοί ήσαν άση­μοι και κατά­γον­ταν από άση­μους γονείς. Μήπως στη μεγά­λη πατρί­δα τους; Αλλά κατά­γον­ταν από άση­μα χωριά. Μήπως στον μεγά­λο αριθ­μό τους; Αλλά δεν ήσαν περισ­σό­τε­ροι από έντε­κα και αυτοί μάλι­στα δια­σκορ­πι­σμέ­νοι. Μήπως στις υπο­σχέ­σεις του διδα­σκά­λου τους; Ποιες; Διό­τι εάν δεν ανα­σται­νό­ταν, ούτε εκεί­νες δεν θα ήσαν γι’ αυτούς αξιό­πι­στες.

Και πώς θα υπέ­φε­ραν τον μαι­νό­με­νο όχλο; Διό­τι εάν ο κορυ­φαί­ος από αυτούς δεν άντε­ξε τον λόγο της θυρω­ρού που ήταν γυναί­κα, και όλοι οι υπό­λοι­ποι όταν Τον είδαν δεμέ­νο, δια­σκορ­πί­στη­καν, πώς θα δια­νο­ούν­ταν να τρέ­ξουν στα πέρα­τα της οικου­μέ­νης και να σπεί­ρουν το φαν­τα­στι­κό κήρυγ­μα της ανα­στά­σε­ως; Διό­τι, εάν ο μεν πρώ­τος δεν αντι­στά­θη­κε στην απει­λή της γυναί­κας, οι δε άλλοι ούτε στη θέα των δεσμών, πώς μπο­ρού­σαν να αντι­στα­θούν σε βασι­λιά­δες και άρχον­τες και πλή­θη, όπου υπήρ­χαν ξίφη και τηγά­νια και κάμι­νοι και μυρί­ου είδους θανα­τώ­σεις καθη­με­ρι­νά, εάν δεν δέχον­ταν τη δύνα­μη και την τόνω­ση του Ανα­στάν­τος; Τόσα και τέτοιου είδους θαύ­μα­τα είχαν γίνει και τίπο­τε από αυτά δεν σεβά­στη­καν οι Ιου­δαί­οι, αλλά σταύ­ρω­σαν Αυτόν που τα έκα­νε· και θα έλε­γαν σε αυτούς απλά να πιστέ­ψουν στην Ανά­στα­ση. Δεν είναι δυνα­τόν αυτά, δεν είναι· αλλά μόνο η δύνα­μη του Ανα­στάν­τος τα έκα­νε.

Κάνε μου τη χάρη να προ­σέ­ξεις την κατα­γέ­λα­στη απά­τη τους. «Θυμη­θή­κα­με», λέγει, «ότι εκεί­νος ο πλά­νος είπε όταν ακό­μη ζού­σε, ότι μετά από τρεις ημέ­ρες θα ανα­στη­θώ». Και εφό­σον ήταν πλά­νος και καυ­χιόν­ταν ψευ­δώς, για­τί φοβη­θή­κα­τε και τρέ­χε­τε τρι­γύ­ρω και δεί­χνε­τε τόση βια­σύ­νη; «Φοβό­μα­στε», λένε, «μήπως Τον κλέ­ψουν οι μαθη­τές και εξα­πα­τή­σουν τα πλή­θη». Αν και βεβαί­ως απο­δεί­χτη­κε ότι ο φόβος τους αυτός δεν είχε κανέ­να λόγο, αλλά η κακία είναι πράγ­μα φιλό­νι­κο και αναι­δές και επι­χει­ρεί και τα παρά­λο­γα. Έτσι παρα­κα­λούν να ασφα­λι­στεί ο τάφος για τρεις μέρες, σαν να αγω­νί­ζον­ταν για προ­φά­σεις, και θέλον­τας να δεί­ξουν ότι και πριν από αυτό ότι είναι πλά­νος, γι΄αυτό επε­κτεί­νουν την κακία τους μέχρι τον τάφο.

Γι΄αυτό ακρι­βώς ανα­στή­θη­κε νωρί­τε­ρα, για να μην λένε ότι δια­ψεύ­στη­κε και ότι κλά­πη­κε· διό­τι αυτό μεν, το να ανα­στη­θεί νωρί­τε­ρα, δεν επέ­τρε­πε κατη­γο­ρία, ενώ το να ανα­στη­θεί αργό­τε­ρα, ήταν γεμά­το υπο­ψί­ες. Διό­τι, εάν δεν ανα­σται­νό­ταν τότε, όταν κάθον­ταν αυτοί εκεί και φύλασ­σαν τον τάφο, αλλά όταν θα ανα­χω­ρού­σαν μετά από τρεις ημέ­ρες, θα είχαν κάτι να ισχυ­ρι­στούν και να αντι­τά­ξουν, έστω και ανόη­τα. Γι΄αυτό λοι­πόν τους πρό­λα­βε· διό­τι έπρε­πε, καθώς κάθον­ταν κον­τά στον τάφο και τον φύλασ­σαν, να γίνει η ανά­στα­ση. Επί­σης έπρε­πε να γίνει εντός των τριών ημε­ρών, διό­τι εάν γινό­ταν όταν παρέρ­χον­ταν αυτές και ανα­χω­ρού­σαν, θα θεω­ρεί­το ύπο­πτο το πράγ­μα. Γι’αυ­τό τον λόγο και επέ­τρε­ψε να σφρα­γί­σουν τον τάφο όπως ήθε­λαν και στρα­τιώ­τες φύλασ­σαν.

Και δεν τους έμε­λε που έκα­ναν αυτά σε ημέ­ρα Σαβ­βά­του και ότι εργά­ζον­ταν, αλλά μόνο σε ένα πράγ­μα απέ­βλε­παν, την πονη­ρία τους, πώς θα επι­κρα­τή­σουν με αυτήν, πράγ­μα το οποίο ήταν δείγ­μα εσχά­της μωρί­ας και φόβου, ο οποί­ος τους τάρασ­σε δυνα­τά· διό­τι αυτοί οι οποί­οι Τον συνέ­λα­βαν ζων­τα­νόν, Τον φοβούν­ταν νεκρό. Αν και, εάν ήταν απλός άνθρω­πος, έπρε­πε να έχουν θάρ­ρος. Αλλά για να μάθουν ότι και όταν ήταν ζων­τα­νός, με τη θέλη­σή Του έπα­θε αυτά τα οποία έπα­θε, τοπο­θε­τή­θη­κε και η σφρα­γί­δα και ο λίθος και η φρου­ρά, και δεν μπό­ρε­σαν να Τον κρα­τή­σουν. Με όλα αυτά ένα πράγ­μα μόνο επι­τυγ­χά­νε­ται, να γίνει γνω­στή δημο­σία η ταφή και έτσι να πιστευ­τεί η ανά­στα­ση· διό­τι και στρα­τιώ­τες φύλασ­σαν και οι Ιου­δαί­οι κάθον­ταν κον­τά.

«ψ δ σαβ­βά­των, τ πιφω­σκούσ ες μίαν σαβ­βά­των, λθε Μαρία Μαγδα­λην κα λλη Μαρία θεωρσαι τν τάφον. κα δο σει­σμς γένε­το μέγας· γγε­λος γρ Κυρί­ου καταβς ξ ορανο προ­σελθν πεκύ­λι­σε τν λίθον π τς θύρας κα κάθη­το πάνω ατο. ν δ δέα ατο ς στραπ κα τ νδυ­μα ατο λευκν σε χιών. π δ το φόβου ατο σεί­σθη­σαν ο τηροντες κα γένον­το σε νεκροί (:Αργά λοι­πόν τη νύχτα του Σαβ­βά­του, την ώρα που ξημέ­ρω­νε η πρώ­τη ημέ­ρα της εβδο­μά­δος, ήλθε η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο. Και ξαφ­νι­κά, έγι­νε σει­σμός μεγά­λος· διό­τι ένας άγγε­λος Κυρί­ου, αφού κατέ­βη­κε απ’ τον ουρα­νό και ήλθε στο μνη­μείο, κύλι­σε την πέτρα από την είσο­δο και καθό­ταν πάνω σε αυτήν. Το εξω­τε­ρι­κό του σχή­μα και το πρό­σω­πό του ήταν λαμ­πε­ρό σαν αστρα­πή, και το ένδυ­μά του ολό­λευ­κο σαν το χιό­νι Από τον φόβο μάλι­στα που προ­κά­λε­σε, συγ­κλο­νί­στη­καν οι φρου­ροί κι έγι­ναν σαν νεκροί)» [Ματθ.28,1–4].

Μετά την Ανά­στα­ση ήλθε ο άγγε­λος. Για ποιο λόγο λοι­πόν ήλθε και σήκω­σε τον λίθο; Προς χάριν των γυναι­κών· διό­τι αυτές τον άγγε­λο είδαν τότε μέσα στον τάφο. Για να πιστέ­ψουν λοι­πόν ότι ανα­στή­θη­κε, βλέ­πουν τον τάφο να είναι άδειος από το σώμα. Γι’ αυτό σήκω­σε τον λίθο, γι’ αυτό έγι­νε και σει­σμός, για να ξυπνή­σουν και να σηκω­θούν. Διό­τι είχαν έλθει για να αλεί­ψουν το σώμα με έλαιο και αυτά συνέ­βαι­ναν κατά τη διάρ­κεια της νύκτας και ήταν φυσι­κό μερι­κές να νυστά­ξουν και να απο­κοι­μη­θούν.

«Αλλά για ποιο λόγο και για­τί», θα ρωτή­σει κάποιος, «είπε ο άγγε­λος προς αυτές: «Μ φοβεσθε μες(:Μη φοβά­στε εσείς);». Πρώ­τα τις απαλ­λάσ­σει από τον φόβο και έπει­τα ομι­λεί σε αυτές για την Ανά­στα­ση. Και το «εσείς» περιέ­χει πολύ μεγά­λη τιμή και δεί­χνει ότι η εσχά­τη τιμω­ρία ανα­μέ­νει εκεί­νους που διέ­πρα­ξαν όσα απο­τόλ­μη­σαν, εάν δεν μετα­νο­ή­σουν. Λέγει, δηλα­δή, «δεν πρέ­πει εσείς να φοβά­στε, αλλά εκεί­νοι που Τον σταύ­ρω­σαν». Αφού τις απάλ­λα­ξε λοι­πόν από τον φόβο, και με τα λόγια και με την εμφά­νι­σή του(διότι και η εμφά­νι­σή του ήταν χαρω­πή, εφό­σον έφερ­νε τέτοια χαρ­μό­συ­νη αγγελία),πρόσθεσε λέγον­τας: «Οδα γρ τι ησον τν σταυ­ρω­μέ­νον ζητετε(:Διό­τι γνω­ρί­ζω ότι ζητά­τε με πόθο και ευλά­βεια τον Ιησού τον Εσταυ­ρω­μέ­νο)».Και δεν ντρέ­πε­ται να Τον απο­κα­λεί Εσταυ­ρω­μέ­νο, διό­τι αυτό ήταν η απαρ­χή των αγα­θών. «Οκ στιν δε· γέρ­θη γρ»(:Δεν είναι εδώ · διό­τι ανα­στή­θη­κε)». Από πού είναι φανε­ρό; «Καθς επε(:όπως είπε)». «Επο­μέ­νως», λέγει, «και αν ακό­μη δεν έχε­τε εμπι­στο­σύ­νη σε εμέ­να, θυμη­θεί­τε τα λόγια Εκεί­νου, και τότε ούτε σε εμέ­να θα δυσπι­στή­σε­τε».

Έπει­τα, ακο­λου­θεί και άλλη από­δει­ξη: «Δετε δετε τν τόπον που κει­το Κύριος(:Ελά­τε να δεί­τε τον τόπο όπου είχε τεθεί ο Κύριος)»[Ματθ. 28,10].Για τον λόγο αυτό κύλι­σε τον λίθο ο άγγε­λος, ώστε και από αυτό να πάρουν αυτές την από­δει­ξη. «Κα ταχ πορευ­θεσαι επατε τος μαθη­τας ατο τι γέρ­θη π τν νεκρν, κα δο προ­ά­γει μς ες τν Γαλι­λαί­αν· κε ατν ψεσθε· δο επον μν(:Πηγαί­νε­τε όμως γρή­γο­ρα και πεί­τε στους μαθη­τές Του ότι ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς. Και ιδού, πηγαί­νει πριν από σας στη Γαλι­λαία˙ εκεί θα Τον δεί­τε. Να λοι­πόν, σας είπα αυτά που είχα εντο­λή να σας πω)»[Ματθ. 28,7]. Και σε άλλους επί­σης τις προ­ε­τοι­μά­ζει να δια­δώ­σουν το χαρ­μό­συ­νο μήνυ­μα, πράγ­μα το οποίο τις κάνει να πιστέ­ψουν καλύ­τε­ρα. Και καλώς είπε: «στη Γαλι­λαία», απαλ­λάσ­σον­τάς τις από ενο­χλή­σεις και κιν­δύ­νους, ώστε να μην παρεμ­πο­δί­σει ο φόβος την πίστη τους.

«Κα ξελ­θοσαι ταχ π το μνη­μεί­ου μετ φόβου κα χαρς μεγά­λης δρα­μον παγ­γελαι τος μαθη­τας ατο(:Και οι γυναί­κες, αφού βγή­καν γρή­γο­ρα από το μνη­μείο με φόβο εξαι­τί­ας της αγγε­λι­κής οπτα­σία, αλλά και με χαρά μεγά­λη εξαι­τί­ας του χαρ­μό­συ­νου αγγέλ­μα­τος, έτρε­ξαν να τα πουν όλα αυτά στους μαθη­τές)». Για­τί άρα­γε με φόβο και με χαρά; Διό­τι είδαν ένα κατα­πλη­κτι­κό και παρά­δο­ξο πράγ­μα, κενό τον τάφο, όπου προ­η­γου­μέ­νως Τον είχαν δει να τοπο­θε­τεί­ται. Γι’ αυτό και τις οδή­γη­σε να δουν, για να γίνουν μάρ­τυ­ρες και οι δύο, και του εντα­φια­σμού και της Ανα­στά­σε­ως. Διό­τι κατα­νο­ού­σαν ότι κανείς δεν μπο­ρού­σε να Τον μετα­κι­νή­σει από εκεί, εφό­σον τόσοι στρα­τιώ­τες κάθον­ταν εκεί κον­τά φρου­ροί, εάν δεν ανέ­σται­νε ο Ίδιος τον εαυ­τό Του. Γι’ αυτό και χαί­ρον­ται και απο­ρούν και αμεί­βον­ται για την τόση παρα­μο­νή τους εκεί πλη­σί­ον του τάφου, με το να δουν πρώ­τες και να δια­κη­ρύ­ξουν ευαγ­γε­λι­ζό­με­νες όχι μόνο όσα ειπώ­θη­καν προς αυτές, αλλά και όσα είδαν.

Αφού λοι­πόν εξήλ­θαν με φόβο και με χαρά, «ς δ πορεύ­ον­το παγ­γελαι τος μαθη­τας ατο, κα δο ησος πήν­τη­σεν ατας λέγων·χαίρετε(:καθώς όμως πήγαι­ναν να τα πουν στους μαθη­τές Του, ξαφ­νι­κά ο Ιησούς τις συνάν­τη­σε και είπε: ‘’Χαί­ρε­τε’’)». Και αφού έτρε­ξαν πλη­σί­ον Του με μεγά­λη χαρά, έλα­βαν δια της αισθή­σε­ως της αφής από­δει­ξη και δια­βε­βαί­ω­ση της Ανα­στά­σε­ως. «Α δ προ­σελ­θοσαι κρά­τη­σαν ατο τος πόδας κα προ­σε­κύ­νη­σαν ατ(:Αυτές τότε, αφού πλη­σί­α­σαν, δεν τόλ­μη­σαν να Τον αγγί­ξουν στο σώμα, αλλά με ευλά­βεια πολ­λή έπια­σαν μόνο τα πόδια Του και Τον προ­σκύ­νη­σαν)».

Τι τους λέγει, λοι­πόν, Εκεί­νος; «Μ φοβεσθε». Και Αυτός δηλα­δή εκδιώ­κει τον φόβο τους και προ­ε­τοι­μά­ζει την οδό για την πίστη. «πάγε­τε παγ­γεί­λα­τε τος δελ­φος μου να πέλ­θω­σιν ες τν Γαλι­λαί­αν, κκε με ψον­ται(:Μη φοβά­στε. Πηγαί­νε­τε να αναγ­γεί­λε­τε στους αδελ­φούς μου να πάνε στη Γαλι­λαία και εκεί θα με δουν)». Πρό­σε­ξε ότι και Αυτός δια­μέ­σου των μυρο­φό­ρων γυναι­κών κηρύσ­σει στους μαθη­τές το χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα, πράγ­μα το οποίο ανέ­φε­ρα πολ­λές φορές, τιμών­τας και οδη­γών­τας σε χρη­στές ελπί­δες το γυναι­κείο φύλο, που κατε­ξο­χήν είχε περι­φρο­νη­θεί και θερα­πεύ­ον­τάς το αυτό το ασθε­νές και κατα­πο­νη­μέ­νο φύλο.

Μήπως κανείς από σας θα ήθε­λε να βρι­σκό­ταν στη θέση τους και να κρα­τού­σε τα πόδια του Ιησού; Μπο­ρεί­τε και τώρα όσοι θέλε­τε, όχι μόνο τα πόδια και τα χέρια, αλλά ακό­μη και την ιερή εκεί­νη κεφα­λή να αγκα­λιά­σε­τε, συμ­με­τέ­χον­τας στα φρι­κτά μυστή­ρια με καθα­ρή συνεί­δη­ση. Και όχι μόνο εδώ, αλλά και εκεί­νη την ημέ­ρα θα Τον δεί­τε να έρχε­ται με την απε­ρί­γρα­πτη εκεί­νη δόξα και με το πλή­θος των αγγέ­λων, εάν θελή­σε­τε να γίνε­τε φιλάν­θρω­ποι. Και θα ακού­σε­τε όχι μόνο τα λόγια αυτά, όπως το «Χαί­ρε­τε», αλλά και τα άλλα: «Δετε ο ελογη­μέ­νοι το πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τν τοι­μα­σμέ­νην μν βασι­λεί­αν π κατα­βολς κόσμου(:Ελά­τε εσείς που είστε ευλο­γη­μέ­νοι από τον Πατέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μή­στε τη βασι­λεία που έχει ετοι­μα­στεί για σας από τότε που θεμε­λιω­νό­ταν ο κόσμος)»[Ματθ.25,34].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΠΗ΄ και ΠΘ΄ (επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα που αφο­ρούν την ερμη­νεία της συγ­κε­κρι­μέ­νης ευαγ­γε­λι­κής περικοπής),πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 12, σελί­δες 353–355 και 367–381 αντί­στοι­χα.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 69, σελ. 176–177 και σελ.190–193:

http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_keimena/Eurethrio/Agios_Iwannhs_o_Xrusostomos_Apanta.htm

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία,εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ

[υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Ματθ.28,16–20]

«Ο δ νδε­κα μαθη­τα πορεύ­θη­σαν ες τν Γαλι­λαί­αν, ες τ ρος ο τάξα­το ατος ησος· κα δόν­τες ατν προ­σε­κύ­νη­σαν ατ, ο δ δίστα­σαν(:στο μετα­ξύ οι έντε­κα μαθη­τές πήγαν στη Γαλι­λαία, στο όρος που τους καθό­ρι­σε ο Ιησούς. Εκεί Τον είδαν και Τον προ­σκύ­νη­σαν. Μερι­κοί όμως είχαν κάποια αμφι­βο­λία αν ήταν Αυτός ο Ιησούς)». Αυτή η εμφά­νι­ση στη Γαλι­λαία νομί­ζω ότι είναι η τελευταία[:τις εμφα­νί­σεις του Ανα­στη­μέ­νου Κυρί­ου περι­γρά­φουν διε­ξο­δι­κό­τε­ρα οι Ευαγ­γε­λι­στές Λου­κάς και Ιωάν­νης στα τελευ­ταία χωρία των Ευαγ­γε­λί­ων τους], όταν τους έστει­λε να βαπτί­ζουν. Και αν μερι­κοί δίστα­σαν, και από εδώ πάλι θαύ­μα­σε την αλή­θεια και την ειλι­κρί­νειά τους, ότι δεν απο­κρύ­πτουν ούτε τα μέχρι και την τελευ­ταία ημέ­ρα ελατ­τώ­μα­τά τους. Πλην όμως και αυτοί βεβαιώ­θη­καν για την Ανά­στα­ση δια της εμφα­νί­σε­ως του Κυρί­ου.

Τι λέγει, λοι­πόν, όταν τους είδε; «δόθη μοι πσα ξου­σία ν οραν κα π γς(:δόθη­κε και στην ανθρώ­πι­νη φύση μου κάθε εξου­σία στον ουρα­νό και στη γη)»[Ματθ.28,18]. Πάλι ως άνθρω­πος ομι­λεί περισ­σό­τε­ρο προς αυτούς, διό­τι δεν είχαν ακό­μη λάβει το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο μπο­ρού­σε να τους οδη­γή­σει σε ανώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση. «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη, βαπτί­ζον­τες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύ­μα­τος, διδά­σκον­τες ατος τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν· κα δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συν­τε­λεί­ας το αἰῶνος. μήν(:Λοι­πόν πηγαί­νε­τε και κάνε­τε μαθη­τές σας όλα τα έθνη, βαπτί­ζον­τάς τους στο όνο­μα του Πατρός και του Υιού και του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, διδά­σκον­τάς τους να τηρούν και να εφαρ­μό­ζουν στη ζωή τους όλα τα παραγ­γέλ­μα­τα που σας έδω­σα ως εντο­λές. Και ιδού, εγώ που έλα­βα κάθε εξου­σία, θα είμαι πάν­τα μαζί σας βοη­θός και συμ­πα­ρα­στά­της σας, μέχρι να τελειώ­σει ο αιώ­νας αυτός, μέχρι δηλα­δή τη συν­τέ­λεια του κόσμου. Αμήν)»[Ματθ.28,19–20].

Αφε­νός παραγ­γέλ­λει για τις δογ­μα­τι­κές αλή­θειες, αφε­τέ­ρου για τις εντο­λές. Από τα έργα των Ιου­δαί­ων δεν υπεν­θυ­μί­ζει τίπο­τε, ούτε ανα­φέ­ρει όσα έγι­ναν, ούτε κατη­γο­ρεί του Πέτρου την άρνη­ση, ούτε κανε­νός άλλου τη φυγή. Παραγ­γέλ­λει επί­σης να δια­δο­θεί σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, εμπι­στευό­με­νος στα χέρια τους σύν­το­μη διδα­σκα­λία, εκεί­νη η οποία επι­σφρα­γί­ζε­ται με το βάπτι­σμα.

Έπει­τα, επει­δή τους έδω­σε μεγά­λες και σοβα­ρές εντο­λές, για τονώ­σει το φρό­νη­μά τους, λέγει: «Καί δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συν­τε­λεί­ας το αἰῶνος(:Και ιδού, εγώ που έλα­βα κάθε εξου­σία, θα είμαι πάν­τα μαζί σας βοη­θός και συμ­πα­ρα­στά­της σας, μέχρι να τελειώ­σει ο αιώ­νας αυτός, μέχρι δηλα­δή τη συν­τέ­λεια του κόσμου. Αμήν)».Βλέ­πεις δια­κρι­τι­κό­τη­τα εξου­σί­ας πάλι; Βλέ­πεις ότι και τα προ­η­γού­με­να είχαν ειπω­θεί από συγ­κα­τά­βα­ση; Μάλι­στα, δεν είπε ότι θα είναι μόνο μαζί με εκεί­νους, αλλά και μαζί με όλους οι οποί­οι θα πιστέ­ψουν μετά από εκεί­νους· διό­τι δεν επρό­κει­το βέβαια να παρα­μεί­νουν οι από­στο­λοι στη ζωή έως της συν­τε­λεί­ας του κόσμου.

«Μη μου προ­βάλ­λε­τε», λέγει, «τη δυσκο­λία των πραγ­μά­των· διό­τι εγώ είμαι μαζί σας, εγώ, ο οποί­ος καθι­στώ εύκο­λα τα πάν­τα». Αυτό έλε­γε διαρ­κώς και στους προ­φή­τες στην Παλαιά Δια­θή­κη και στον Ιερε­μία, ο οποί­ος προ­έ­βαλ­λε ως δικαιο­λο­γία το νεα­ρό της ηλι­κί­ας του, και στον Μωυ­σή και στον Ιεζε­κι­ήλ, οι οποί­οι αρχι­κά προ­σπα­θού­σαν να απο­φύ­γουν τις απο­στο­λές που τους ανέ­θε­τε ο Κύριος[Πρβ. Ιερε­μί­ας, κεφ. 1, χωρία 4–10: «Κα γένε­το λόγος Κυρί­ου πρός με·πρ το με πλά­σαι σε ν κοι­λί πίστα­μαί σε κα πρ το σε ξελ­θεν κ μήτρας γία­κά σε, προ­φή­την ες θνη τέθει­κά σε. κα επα· δέσπο­τα Κύριε, δο οκ πίστα­μαι λαλεν, τι νεώ­τε­ρος γώ εμι. κα επε Κύριος πρός με· μ λέγε τι νεώ­τε­ρος γώ εμι, τι πρς πάν­τας, ος ἐὰν ξαπο­στεί­λω σε, πορεύσ, κα κατ πάν­τα, σα ἐὰν ντεί­λω­μαί σοι, λαλήσεις·μ φοβηθς π προ­σώ­που ατν, τι μετ σο γώ εμι το ξαι­ρεσθαί σε, λέγει Κύριος. κα ξέτει­νε Κύριος τν χερα ατο πρός με κα ψατο το στό­μα­τός μου, κα επε Κύριος πρός με· δο δέδω­κα τος λόγους μου ες τ στό­μα σου·δο καθέ­στα­κά σε σήμε­ρον π θνη κα π βασι­λεί­ας κρι­ζον κα κατα­σκά­πτειν κα πολ­λύ­ειν κα νοι­κο­δο­μεν κα κατα­φυ­τεύ­ειν(:ο Κύριος μίλη­σε προς εμέ­να και μου λέγει: ‘’Σε γνω­ρί­ζω πολύ καλά, πριν ακό­μη σε πλάσ­σω ως έμβρυο στην κοι­λιά της μητρός σου και πριν γεν­νη­θείς, σε καθιέ­ρω­σα σε υπη­ρε­σία του έργου μου,σε εγκα­τέ­στη­σα προ­φή­τη για τα έθνη’’.Και εγώ είπα τότε: ‘’Ω Δέσπο­τα και Κύριε,δεν είμαι ικα­νός για το έργο αυτό, διό­τι ιδού, δεν γνω­ρί­ζω να ομι­λώ· είμαι άλλω­στε μικρός κατά την ηλι­κία’’. Ο Κύριος μου απάν­τη­σε και μου είπε: ‘’Μη λες ότι είσαι μικρός κατά την ηλι­κία, διό­τι προς όλους εκεί­νους, προς τους οποί­ους εγώ θα σε στεί­λω να ομι­λή­σεις, θα πορευ­θείς και θα ομι­λή­σεις προς αυτούς, όσα εγώ θα σου δώσω την εντο­λή να πεις. Μη φοβη­θείς ενώ­πιον αυτών, διό­τι εγώ θα είμαι μαζί σου, για να σε προ­φυ­λάσ­σω και να σε σώζω από κιν­δύ­νους’’,μου απαν­τά ο Κύριος. Ο Κύριος άπλω­σε τότε το χέρι Του προς εμέ­να, άγγι­ξε το στό­μα μου και μου είπε: ‘’Ιδού εγώ έχω δώσει στο στό­μα σου τους λόγους μου. Ιδού σε εγκα­τέ­στη­σα σήμε­ρα προ­φή­τη στα έθνη και στα βασί­λεια, για να ξερι­ζώ­νεις με τα λόγια σου και να κατα­σκά­πτεις, να κατα­στρέ­φεις, αλλά και να ανοι­κο­δο­μείς και να φυτεύ­εις’’)»].

Αυτά λοι­πόν λέγει και στους μαθη­τές Του τώρα ο Κύριος. Κάνε μου όμως τη χάρη να προ­σέ­ξεις και εδώ τη δια­φο­ρά τους. Διό­τι οι προ­φή­τες μεν απο­στελ­λό­με­νοι σε ένα έθνος, πολ­λές φορές παραι­τούν­ταν, ενώ οι μαθη­τές του Ιησού, αν και απο­στέλ­λον­ταν στην οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη, δεν είπαν ούτε και σκέ­φτη­καν ποτέ τίπο­τα τέτοιο. Τους υπεν­θυ­μί­ζει επί­σης και τη συν­τέ­λεια του κόσμου, για να τους ενθαρ­ρύ­νει περισ­σό­τε­ρο, και να μη βλέ­πουν μόνο τα παρόν­τα δει­νά, αλλά και τα μελ­λον­τι­κά και απέ­ραν­τα αγα­θά. «Διό­τι οι μεν θλί­ψεις», λέγει, «τις οποί­ες θα υπο­στεί­τε, θα καταρ­γη­θούν μαζί με την παρού­σα ζωή, όταν θα φθά­σει στο τέλος και αυτός ο κόσμος. Τα αγα­θά όμως τα οποία θα απο­λαύ­σε­τε, είναι αθά­να­τα, όπως σας είπα πολ­λές φορές στο παρελ­θόν».

Αφού τους έχρι­σε με τον τρό­πο αυτό, και τους τόνω­σε τα φρο­νή­μα­τα και με την υπό­μνη­ση της ημέ­ρας εκεί­νης, τους εξα­πέ­στει­λε με ανα­πτε­ρω­μέ­νο το ηθι­κό σε όλη την οικου­μέ­νη. Διό­τι η ημέ­ρα εκεί­νη της Κρί­σε­ως είναι περι­πό­θη­τη σε εκεί­νους οι οποί­οι ζουν με αρε­τή, όπως αντι­θέ­τως, είναι φοβε­ρή σε εκεί­νους οι οποί­οι ζουν στην αμαρ­τία, όπως και στους κατα­δί­κους. Δεν πρέ­πει όμως μόνο να φοβό­μα­στε και να φρίτ­του­με, αλλά και να διορ­θω­θού­με όσο είναι και­ρός και να απαλ­λα­γού­με από την πονη­ρία· διό­τι μπο­ρού­με, εάν θέλου­με. Διό­τι εάν αυτό το έκα­ναν πολ­λοί πριν έλθει η χάρις, πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτό είναι δυνα­τό μετά την έλευ­ση της χάρι­τος.

Μπο­ρού­με, αρκεί να το θέλου­με και να το επι­διώ­ξου­με, να κερ­δί­σου­με την αιώ­νια ζωή. Διό­τι τι το βαρύ μας είπε ο Κύριος να κάνου­με; Να δια­σχί­σου­με βου­νά; Να πετά­ξου­με στον αέρα; Ή να δια­βού­με το Τυρ­ρη­νι­κό πέλα­γος; Όχι, αλλά αντι­θέ­τως να επι­λέ­ξου­με έναν τόσο εύκο­λο τρό­πο ζωής, ώστε να μη χρειά­ζε­ται ούτε εργα­λεία, παρά μόνο ψυχή και διά­θε­ση. Διό­τι ποια μέσα είχαν οι Από­στο­λοι, που κατόρ­θω­σαν τόσα πράγ­μα­τα; Δεν περι­ήλ­θαν με ένα χιτώ­να και ανυ­πό­δη­τοι τον κόσμο και υπε­ρί­σχυ­σαν όλων; Ποια άλλω­στε από τις εντο­λές του Χρι­στού είναι δύσκο­λη; Να μην έχεις κανέ­να εχθρό· να μη μισείς κανέ­ναν· να μην κακο­λο­γείς κανέ­ναν. Δυσκο­λό­τε­ρα είναι τα αντί­θε­τα αυτών.

«Είπε όμως ο Χρι­στός», θα μπο­ρού­σε να αντι­τά­ξει κάποιος, «να απαλ­λα­γού­με από τα χρή­μα­τα, και αυτό είναι βαρύ και δύσκο­λο πράγ­μα». Αυτό λοι­πόν είναι το βαρύ και το δύσκο­λο; Για την ακρί­βεια μάλι­στα δεν έδω­σε εντο­λή, αλλά συμ­βου­λή. Αλλά και επι­τα­γή να ήταν, πού είναι το βαρύ όταν λέγει να μην περι­φέ­ρου­με φορ­τία και ενο­χλη­τι­κές φρον­τί­δες; Αλλά πόση είναι η φιλαρ­γυ­ρία και η απλη­στία! Όλα έγι­ναν χρή­μα­τα· για τού­το και όλα έγι­ναν άνω-κάτω. Και όταν μακα­ρί­ζει κανείς κάποιον, αυτά θυμά­ται· και όταν τον οικτί­ρει, από αυτά προ­έρ­χε­ται ο ταλα­νι­σμός. Και όλες οι συζη­τή­σεις γίνον­ται για τα χρή­μα­τα, πώς απο­κτά πλού­τη ο τάδε ή πώς βρί­σκε­ται σε πενία κάποιος άλλος. Και όταν κανείς επι­χει­ρεί εκστρα­τεία, ή ετοι­μά­ζει γάμο ή ασκεί κάποια τέχνη ή οτι­δή­πο­τε άλλο, δεν υλο­ποιεί το σχέ­διό του, παρά μόνο αφού δει χρή­μα­τα να έρχον­ται σε αυτόν άφθο­να.

Έπει­τα, δεν θα συγ­κεν­τρω­θού­με να σκε­φτού­με πώς θα απο­μα­κρύ­νου­με το νόση­μα αυτό; Δεν θα ντρα­πού­με τα κατορ­θώ­μα­τα των πατέ­ρων; Των τριών χιλιά­δων, των πέν­τε χιλιά­δων πρώ­των Χρι­στια­νών, οι οποί­οι τα είχαν όλα κοι­νά; Ποιο είναι το κέρ­δος της παρού­σης ζωής, όταν δεν τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με για την από­κτη­ση της μέλ­λου­σας; Μέχρι πότε δε θα υπο­δου­λώ­νε­τε εσείς με την περι­φρό­νη­σή σας τον μαμω­νά, ο οποί­ος τώρα σας έχει υπο­δου­λώ­σει; Μέχρι πότε θα είστε δού­λοι του χρή­μα­τος; Μέχρι πότε δεν θα επι­θυ­μεί­τε την ελευ­θε­ρία και δε θα απαρ­νιέ­στε τα παζα­ρέ­μα­τα της φιλο­χρη­μα­τί­ας;

Αλλά όταν μεν γίνε­στε δού­λοι ανθρώ­πων, κάνε­τε τα πάν­τα, εάν κανείς σας υπο­σχε­θεί να χαρί­σει την ελευ­θε­ρία· τώρα όμως που είστε αιχ­μά­λω­τοι της φιλαρ­γυ­ρί­ας, ούτε καν σκέ­πτε­στε πώς θα απαλ­λα­γεί­τε από αυτήν την πικρή δου­λεία. Μολο­νό­τι το πρώ­το δεν είναι καθό­λου δει­νό, ενώ το δεύ­τε­ρο, δηλα­δή η φιλαρ­γυ­ρία, είναι βαρύ­τα­τη τυραν­νία. Σκε­φτεί­τε πόσο μεγά­λο τίμη­μα προς χάριν μας κατέ­βα­λε ο Χρι­στός. Έχυ­σε το αίμα Του, παρέ­δω­σε τον εαυ­τό Του. Εσείς όμως και μετά από όλα αυτά πέσα­τε και πάλι, και το ακό­μη χει­ρό­τε­ρο είναι ότι και ευχα­ρι­στεί­στε με την υπο­δού­λω­ση και βρί­σκε­τε τέρ­ψη στην ατι­μία και σας έγι­νε αξια­γά­πη­το αυτό που έπρε­πε να απο­φύ­γε­τε.

Αλλά επει­δή δεν αρκεί μόνο να θρη­νο­λο­γού­με και να κατη­γο­ρού­με, αλλά και να διορ­θώ­νου­με, ας δού­με για­τί έγι­νε αξια­γά­πη­το αυτό εδώ το πάθος και το κακό. Για­τί λοι­πόν, για­τί έγι­νε αξια­γά­πη­το αυτό εδώ; «Διό­τι», θα μπο­ρού­σε να απαν­τή­σει κανείς, «μας κάνει δοξα­σμέ­νους και μας εξα­σφα­λί­ζει». Πες μου, με ποια ασφά­λεια; «Με το να μας δημιουρ­γεί την πεποί­θη­ση ότι δεν θα πει­νά­σου­με, δεν θα τρέ­μου­με από το ψύχος, δεν θα υπο­στού­με βλά­βη, δεν θα περι­φρο­νού­μα­στε». Επο­μέ­νως, εάν σου υπο­σχε­θού­με την εξα­σφά­λι­ση αυτή, θα πάψεις να πλου­τί­ζεις; Διό­τι εάν ο πλού­τος γίνε­ται αξια­γά­πη­τος γι’ αυτό, εάν είναι δυνα­τό χωρίς αυτόν να μην αισθά­νε­σαι ανα­σφά­λεια και να είσαι ασφα­λής, ποια είναι η ανάγ­κη αυτού;

«Και πώς είναι δυνα­τόν», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «χωρίς να πλου­τί­σεις να επι­τύ­χεις αυτά;» Πώς όμως είναι δυνα­τό (διό­τι εγώ θα σου πω το αντί­θε­το) να πλου­τί­σεις; Διό­τι για να πλου­τί­σεις, είναι ανάγ­κη και να κολα­κεύ­εις πολ­λούς, άρχον­τες και αρχο­μέ­νους, και να παρα­κα­λείς μυρί­ους, και να υπη­ρε­τείς ως δού­λος φτά­νον­τας ακό­μη και να γίνεις χαμερ­πής, και να φοβά­σαι και να τρέ­μεις και να υπο­ψιά­ζε­σαι τα μάτια των φθο­νε­ρών, και να φοβά­σαι τα στό­μα­τα των συκο­φαν­τών και τις επι­θυ­μί­ες των άλλων φιλαρ­γύ­ρων.

Η πενία όμως δεν είναι τέτοια, αλλά εντε­λώς αντί­θε­τη. Είναι φρού­ριο απόρ­θη­το και ασφα­λές, λιμά­νι γαλή­νιο, παλαί­στρα και γυμνα­στή­ριο καρ­τε­ρί­ας, ομοί­ω­μα αγγε­λι­κού βίου. Ακού­στε τα αυτά όσοι είστε φτω­χοί, ή μάλ­λον και όσοι επι­θυ­μεί­τε να πλου­τί­σε­τε. Δεν είναι κακό να είστε φτω­χοί, αλλά το να μη θέλε­τε να είστε φτω­χοί. Μην πιστεύ­εις ότι η φτώ­χεια είναι κάτι το φοβε­ρό και δε θα σου είναι φοβε­ρό. Άλλω­στε ο φόβος αυτός δε βρί­σκε­ται στην ίδια τη φύση της φτώ­χειας, αλλά στην ιδέα των ανθρώ­πων που έχουν ασθε­νι­κή ψυχή και γι’ αυτό ολι­γο­ψυ­χούν. Μάλ­λον ντρέ­πο­μαι που πρέ­πει να πω τόσα για την πενία, διό­τι δεν είναι καθό­λου κακό. Διό­τι εάν είσαι υπο­μο­νε­τι­κός, θα σου γίνε­ται και πηγή μυρί­ων αγα­θών. Εάν δε κάποιος σου παρέ­θε­τε από το ένα μέρος εξου­σία, πολι­τι­κή δύνα­μη και πλού­το και απο­λαύ­σεις, και από το άλλο μέρος την πτώ­χεια, και σου έδι­νε το δικαί­ω­μα εκλο­γής, να πάρεις εκεί­νο ακρι­βώς το οποίο ήθε­λες, θα άρπα­ζες επι­λέ­γον­τας αμέ­σως την πενία, εάν βεβαί­ως γνώ­ρι­ζες το κάλ­λος της.

Και γνω­ρί­ζω φυσι­κά ότι πολ­λοί γελούν καθώς λέγον­ται αυτά· εμείς όμως δε θορυ­βού­μα­στε· αλλά και από εσάς έχου­με την αξί­ω­ση να δεί­ξε­τε υπο­μο­νή και γρή­γο­ρα θα συμ­φω­νή­σε­τε μαζί μας. Διό­τι εμέ­να μου φαί­νε­ται ότι η πτω­χεία ομοιά­ζει με κόρη κόσμια και καλή και ευπα­ρου­σί­α­στη· αντί­θε­τα, η φιλαρ­γυ­ρία μού φαί­νε­ται ότι ομοιά­ζει με γυναί­κα θηριό­μορ­φη, με κάποια Σκύλ­λα και Λερ­ναία Ύδρα και με μερι­κά άλλα παρό­μοια τέρα­τα, που έχουν επι­νο­ή­σει οι μυθο­πλά­στες. Και μη μου ανα­φέ­ρεις εκεί­νους που κατη­γο­ρούν την πτω­χεία, αλλά εκεί­νους οι οποί­οι διέ­πρε­ψαν χάρη σε αυτήν. Με αυτήν αφού ετρά­φη ο Ηλί­ας, έλα­βε τη μακα­ρία εκεί­νη αρπα­γή με πύρι­νο άρμα στους ουρα­νούς. Με αυτήν έλαμ­ψε ο Ελισ­σαί­ος· με αυτήν ο Ιωάν­νης· με αυτήν όλοι οι από­στο­λοι. Για τη φιλαρ­γυ­ρία τους όμως κατε­κρί­θη­σαν ο Αχα­άβ, η Ιεζά­βελ, ο Γιε­ζή, ο Ιού­δας, ο Νέρων, ο Καϊ­ά­φας.

Εάν όμως θέλεις, ας μη μεί­νου­με σε εκεί­νους μόνο που διέ­λαμ­ψαν στη ζωή τους με την πενία, αλλά ας εξε­τά­σου­με προ­σε­κτι­κά και το κάλ­λος της κόρης αυτής. Διό­τι πράγ­μα­τι και οφθαλ­μούς έχει καθα­ρούς και διαυ­γείς, χωρίς τίπο­τε το θολό και σκο­τει­νό, όπως αντι­θέ­τως οι οφθαλ­μοί της φιλαρ­γυ­ρί­ας άλλο­τε μεν είναι γεμά­τοι θυμό, άλλο­τε δε πλή­ρεις ηδο­νής και άλλο­τε ταραγ­μέ­νοι από την ακρά­τεια. Ενώ της πτω­χεί­ας οι οφθαλ­μοί δεν είναι τέτοιοι, αλλά είναι ήμε­ροι και γαλή­νιοι, βλέ­πουν προς όλους με γλυ­κύ­τη­τα, είναι μει­λί­χιοι και κατα­δε­κτι­κοί, δεν μισούν κανέ­να και δεν απο­στρέ­φον­ται κανέ­να· διό­τι όπου υπάρ­χουν χρή­μα­τα, εκεί υπάρ­χει αιτία έχθρας και ανα­ρίθ­μη­των πολέ­μων.

Το στό­μα επί­σης της φιλαρ­γυ­ρί­ας είναι γεμά­το από ύβρεις, από κάποια έπαρ­ση, από πολ­λή αλα­ζο­νεία, από κατά­ρα και δόλο. Ενώ στην πτω­χεία και το στό­μα και η γλώσ­σα είναι υγι­ής και γεμά­τη από διαρ­κή ευχα­ρι­στία και ευλο­γία, από λόγια κατα­δε­κτι­κά, στορ­γι­κά και εξυ­πη­ρε­τι­κά, από επαί­νους και εγκώ­μια. Εάν επί­σης θέλεις να δεις και την ανα­λο­γία των μελών της, είναι αξιό­λο­γη και κατά πολύ υψη­λό­τε­ρη από την ευπο­ρία. Εάν ωστό­σο την απο­φεύ­γουν οι περισ­σό­τε­ροι, μην απο­ρείς, διό­τι και τις άλλες αρε­τές τις απο­φεύ­γουν οι ανόη­τοι.

Αλλά ο πτω­χός, θα έλε­γε κάποιος, περι­φρο­νεί­ται από τον πλού­σιο. Πάλι μου ανα­φέ­ρεις το εγκώ­μιο της πτω­χεί­ας. Διό­τι, πες μου, ποιος είναι ευτυ­χής; Εκεί­νος που περι­φρο­νεί ή εκεί­νος που περι­φρο­νεί­ται; Είναι φανε­ρό ότι ευτυ­χής είναι εκεί­νος που περι­φρο­νεί­ται. Λοι­πόν η φιλαρ­γυ­ρία μεν μάς παρα­κι­νεί να περι­φρο­νού­με, ενώ η πτω­χεία μάς προ­τρέ­πει να υπο­μέ­νου­με. «Αλλά ο πτω­χός», θα απαν­τού­σε αυτός ο κάποιος, «πει­νά». Και ο Παύ­λος πει­νού­σε και βρι­σκό­ταν σε συνε­χή πεί­να. Αλλά δεν έχει ανά­παυ­ση και δε στα­μα­τά το έργο του ποτέ. Ούτε ο Υιός του ανθρώ­που δεν είχε πού να γεί­ρει το κεφά­λι Του.

Είδες σε ποιο σημείο έφθα­σαν τα εγκώ­μια της πτω­χεί­ας και πού σε τοπο­θε­τούν; Κον­τά σε ποιους άντρες σε ανα­βι­βά­ζουν και σε κάνουν μιμη­τή του Δεσπό­του; Εάν ήταν καλό να έχει κανείς υπό την κατο­χή του χρυ­σό, θα τον έδι­νε στους μαθη­τές Του ο Χρι­στός, ο οποί­ος τους έδω­σε εκεί­να τα άρρη­τα αγα­θά. Ενώ τώρα, όχι μόνο δεν τους έδω­σε, αλλά και τους απα­γό­ρευ­σε να έχουν. Γι’ αυτό και ο Πέτρος όχι μόνο δε βυθί­ζε­ται από την πενία, αλλά και αισθά­νε­ται υπε­ρή­φα­νος λέγον­τας: «ργύ­ριον κα χρυ­σί­ον οχ πάρ­χει μοι· δ χω τοτό σοι δίδω­μι· ν τ νόμα­τι ησο Χρι­στο το Ναζω­ραί­ου γει­ρε κα περι­πά­τει(:ούτε αση­μέ­νια ούτε χρυ­σά νομί­σμα­τα έχω. Εκεί­νο όμως που έχω, αυτό και σου δίνω. Με τη δύνα­μη που δίνει η επί­κλη­ση με πίστη του ονό­μα­τος του Ιησού Χρι­στού του Ναζω­ραί­ου, σήκω όρθιος και περ­πά­τα)»[Πράξ.3,6].Ποιος από εσάς δεν θα ήθε­λε να κραυ­γά­σει αυτά τα λόγια; «Ασφα­λώς όλοι και πάρα πολύ μάλι­στα», θα μπο­ρού­σε να πει κανείς.

Λοι­πόν, πέτα­ξε τα αργυ­ρά νομί­σμα­τα, πέτα­ξε τα χρυ­σά. «Και εάν τα πετά­ξω», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κανείς, «θα απο­κτή­σω τη δύνα­μη του Πέτρου;» Πες μου, όμως, τι έκα­νε τον Πέτρο ευτυ­χή; Άρα­γε επει­δή θερά­πευ­σε τον χωλό; Όχι· αλλά το ότι δεν είχε αυτά, αυτό του εξα­σφά­λι­σε τον ουρα­νό. Διό­τι άλλοι μεν από εκεί­νους που έκα­ναν αυτά έπε­σαν στη γέεν­να του πυρός, ενώ άλλοι από αυτούς που έκα­ναν αυτά, πέτυ­χαν την βασι­λεία. Αυτό λοι­πόν μάθε το και από αυτόν τον Πέτρο. Διό­τι δύο ήταν εκεί­να που είπε· «αργύ­ριο και χρυ­σά­φι δεν έχω» και «στο όνο­μα του Ιησού Χρι­στού, σήκω και περ­πά­τη­σε». Ποιο λοι­πόν τον έκα­νε ένδο­ξο και μακά­ριο; Η θερα­πεία του χωλού ή η απόρ­ρι­ψη των χρη­μά­των;.

Και αυτά διδά­ξου τα και από τον ίδιο τον αγω­νο­θέ­τη, τον Κύριο Ιησού Χρι­στό. Τι λέγει λοι­πόν Αυτός στον πλού­σιο ο οποί­ος ζητού­σε την αιώ­νια ζωή; Δεν είπε «θερά­πευε χωλούς», αλλά «πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και δώσε τα στους πτω­χούς και ακο­λού­θη­σέ με· και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς»[Λουκ.18,22]. Αλλά και ο Πέτρος επί­σης δεν είπε «να, στο όνο­μά Σου εκβάλ­λου­με δαί­μο­νες», αν και εξέ­βαλ­λε, αλλά «δο μες φήκα­μεν πάν­τα κα κολου­θή­σα­μέν σοι· τί ρα σται μν;(:να, εμείς όλα τα αφή­σα­με και σε ακο­λου­θή­σα­με. Τι άρα­γε θα μας δοθεί ως αμοι­βή;)»[Ματθ.19,27]. Και ο Χρι­στός πάλι απαν­τών­τας προς αυτόν, δεν είπε «εάν κανείς σηκώ­σει χωλό», αλλά «πς ς φκεν οκίας δελ­φος δελφς πατέ­ρα μητέ­ρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόμα­τός μου, κατον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται κα ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σει(:και καθέ­νας που άφη­σε σπί­τια ή αδελ­φούς ή αδελ­φές ή πατέ­ρα ή μητέ­ρα ή γυναί­κα ή παι­διά ή χωρά­φια για να μεί­νει ενω­μέ­νος και να μη χωρι­στεί από μένα, θα πάρει εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρα σε αυτήν τη ζωή και θα κλη­ρο­νο­μή­σει και την αιώ­νια ζωή)»[Ματθ.19,29].

Και εμείς λοι­πόν θα μιμη­θού­με αυτόν, για να μην ντρο­πια­στού­με, αλλά να εμφα­νι­στού­με με θάρ­ρος στο βήμα του Χρι­στού, για να Τον ελκύ­σου­με να βρί­σκε­ται μαζί μας, όπως ήταν και μαζί με τους μαθη­τές. Διό­τι θα είναι και μαζί μας όπως ήταν και με εκεί­νους, εάν θελή­σου­με να μιμη­θού­με εκεί­νους και να γίνου­με θαυ­μα­στές του βίου και της συμ­πε­ρι­φο­ράς τους· διό­τι από αυτά και ο Θεός στε­φα­νώ­νει και ανα­κη­ρύσ­σει τους νικη­τές, χωρίς να απαι­τεί να ανα­στή­σεις νεκρό, ή να θερα­πεύ­σεις χωλό. Διό­τι δεν συν­τε­λούν αυτά να γίνου­με όπως ο Πέτρος, αλλά το να απορ­ρί­ψου­με τα υπάρ­χον­τά μας· διό­τι αυτό ήταν το κατόρ­θω­μα του απο­στό­λου.

Αλλά δεν μπο­ρείς να τα απορ­ρί­ψεις; Είναι πάρα πολύ εύκο­λο, αλλά δε σε αναγ­κά­ζω, εάν δε με θέλεις, ούτε σε βιά­ζω· αλλά σε παρα­κα­λώ μόνο αυτό, να ξοδεύ­εις ένα μέρος από εκεί­να για τους συναν­θρώ­πους σου που τα έχουν ανάγ­κη και να μην επι­ζη­τείς τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από ό,τι πραγ­μα­τι­κά σου χρειά­ζε­ται για τις βασι­κές σου ανάγ­κες. Έτσι και εδώ θα ζήσου­με ζωή ήσυ­χη και ασφα­λή και την αιώ­νια ζωή θα απο­λαύ­σου­με, την οποία είθε να επι­τύ­χου­με όλοι εμείς, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη, μαζί με τον Πατέ­ρα και το άγιο Πνεύ­μα και τώρα και πάν­το­τε και αιω­νί­ως. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία Ϛ ΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα που αφο­ρούν την ερμη­νεία της συγ­κε­κρι­μέ­νης ευαγ­γε­λι­κής περικοπής),πατερικές εκδόσεις«Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 12, σελί­δες 399–413.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 69, σελ.205–214 (ή : 97–100 του PDF).

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr//Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗ ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ  )

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ  ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ  ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Ματθ.28,11–15]

«Πορευο­μέ­νων δ ατν, δού τινες τς κου­στω­δί­ας λθόν­τες ες τν πόλιν πήγ­γει­λαν τος ρχιε­ρεσιν παν­τα τ γενό­με­να. κα συνα­χθέν­τες μετ τν πρε­σβυ­τέ­ρων συμ­βού­λιόν τε λαβόν­τες ργύ­ρια καν δωκαν τος στρα­τιώ­ταις λέγοντες·επατε τι ο μαθη­τα ατο νυκτς λθόν­τες κλε­ψαν ατν μν κοι­μω­μέ­νων. κα ἐὰν κου­σθ τοτο π το γεμό­νος, μες πεί­σο­μεν ατν κα μς μερί­μνους ποι­ή­σο­μεν. ο δ λαβόν­τες τ ργύ­ρια ποί­η­σαν ς διδά­χθη­σαν. κα διε­φη­μί­σθη λόγος οτος παρ ουδαί­οις μέχρι τς σήμε­ρον(:καθώς λοι­πόν αυτές πήγαι­ναν να αναγ­γεί­λουν αυτά στους απο­στό­λους, ιδού, μερι­κοί στρα­τιώ­τες από τη φρου­ρά που είχε τοπο­θε­τη­θεί στον τάφο πήγαν στην πόλη κι ανήγ­γει­λαν στους αρχιε­ρείς όλα όσα είχαν γίνει.Κι αφού συγ­κεν­τρώ­θη­καν εκεί­νοι μαζί με τους πρε­σβυ­τέ­ρους κι έκα­ναν σύσκε­ψη, έδω­σαν μεγά­λο ποσό αση­μέ­νιων νομι­σμά­των στους στρα­τιώ­τες λέγον­τάς τους: ’’Πεί­τε ότι οι μαθη­τές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλε­ψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν.Κι αν αυτό καταγ­γελ­θεί στον ηγε­μό­να, εμείς θα τον πεί­σου­με και θα σας απαλ­λά­ξου­με από κάθε ανη­συ­χία και ευθύ­νη’’. Κι αυτοί, αφού πήραν τα χρή­μα­τα, έκα­ναν σύμ­φω­να με τις οδη­γί­ες που πήραν. Και η φήμη αυτή, για τη δήθεν κλο­πή του σώμα­τος, δια­δό­θη­κε ανά­με­σα στους Ιου­δαί­ους μέχρι σήμε­ρα)»[Ματθ. 28,11–15].

Εξαι­τί­ας αυτών στρα­τιω­τών έγι­νε ο σει­σμός εκεί­νος, για να τους προ­κα­λέ­σει μεγά­λο φόβο και από αυτούς να προ­έλ­θει η μαρ­τυ­ρία για την Ανά­στα­ση· πράγ­μα το οποίο και συνέ­βη. Διό­τι με αυτόν τον τρό­πο η αναγ­γε­λία της Ανα­στά­σε­ως από τους φύλα­κες στους Ιου­δαί­ους δεν προ­κά­λε­σε υπο­ψί­ες. Διό­τι από τα θαύ­μα­τα άλλα μεν έγι­ναν φανε­ρά σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, ενώ άλλα έγι­ναν φανε­ρά μόνο σε εκεί­νους που ήταν παρόν­τες εκεί. Σε όλη μεν την οικου­μέ­νη έγι­νε φανε­ρό το σκο­τά­δι, ενώ μόνο σε ολί­γους ιδιαι­τέ­ρως έγι­ναν γνω­στά η εμφά­νι­ση του αγγέ­λου και ο σει­σμός.

Όταν λοι­πόν ήλθαν οι στρα­τιώ­τες και ανήγ­γει­λαν ( διό­τι η αλή­θεια όταν δια­κη­ρύσ­σε­ται από τους αντι­πά­λους λάμ­πει ακό­μα πιο περί­τρα­να) την Ανά­στα­ση, τους έδω­σαν πάλι χρή­μα­τα, για να πουν, λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής, ότι τάχα «οι μαθη­τές Του ήρθαν τη νύκτα και Τον έκλε­ψαν». Πώς Τον έκλε­ψαν, σε υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό ανόη­τοι Ιου­δαί­οι; Διό­τι, επει­δή η αλή­θεια της Ανα­στά­σε­ως είναι εντυ­πω­σια­κή και προ­φα­νής, ούτε να κατα­σκευά­σουν δεν μπο­ρούν τον μύθο της κλο­πής με τέτοιο τρό­πο, ώστε να είναι πει­στι­κός. Άλλω­στε ήταν εντε­λώς απί­θα­νο αυτό το ψεύ­δος που διέ­δω­σαν ως φήμη έκτο­τε και δεν είχε καθό­λου πει­στι­κή μορ­φή. Διό­τι, πες μου, πώς ήταν δυνα­τόν να Τον κλέ­ψουν οι μαθη­τές, άνθρω­ποι φτω­χοί και απλοϊ­κοί, οι οποί­οι δεν τολ­μού­σαν ούτε να εμφα­νι­στούν; Μήπως δεν είχε τοπο­θε­τη­θεί σφρα­γί­δα επά­νω στον τάφο από τους Ιου­δαί­ους; Μήπως δεν αγρυ­πνού­σαν παρα­κα­θι­σμέ­νοι εκεί τόσοι φύλα­κες και στρα­τιώ­τες και Ιου­δαί­οι;

Μήπως δεν το υπο­πτεύ­ον­ταν αυτό ακρι­βώς εκεί­νοι και δε μερι­μνού­σαν και δεν αγρυ­πνού­σαν και δε φρόν­τι­ζαν για να μη συμ­βεί μια πιθα­νή τέτοια κλοπή;[πρβλ. Ματθ.27, 62–66: «Τ δ παύ­ριον, τις στ μετ τν παρα­σκευ­ήν, συνή­χθη­σαν ο ρχιε­ρες κα ο Φαρι­σαοι πρς Πιλτον: λέγον­τες· κύριε, μνή­σθη­μεν τι κενος πλά­νος επεν τι ζν, μετ τρες μέρας γεί­ρο­μαι. κέλευ­σον ον σφα­λι­σθναι τν τάφον ως τς τρί­της μέρας, μήπο­τε λθόν­τες ο μαθη­τα ατο νυκτς κλέ­ψω­σιν ατν κα επωσι τ λα, γέρ­θη π τν νεκρν· κα σται σχά­τη πλά­νη χεί­ρων τς πρώ­της. φη ατος Πιλτος· χετε κου­στω­δί­αν· πάγε­τε σφα­λί­σα­σθε ς οδατε. ο δ πορευ­θέν­τες σφα­λί­σαν­το τν τάφον σφρα­γί­σαν­τες τν λίθον μετ τς κου­στω­δί­ας(:Την άλλη τώρα ημέ­ρα, η οποία είναι μετά την Παρα­σκευή, δηλα­δή το Σάβ­βα­το, μαζεύ­τη­καν οι αρχιε­ρείς και οι Φαρι­σαί­οι και πήγαν όλοι μαζί στον Πιλά­το και του είπαν: ‘’Κύριε, θυμη­θή­κα­με ότι εκεί­νος ο λαο­πλά­νος είχε πει όταν ακό­μη ζού­σε: «Τρεις ημέ­ρες μετά το θάνα­τό μου θα αναστηθώ».Γι’ αυτό δώσε δια­τα­γή να ασφα­λι­σθεί ο τάφος μέχρι την τρί­τη ημέ­ρα, μήπως έλθουν οι μαθη­τές του μέσα στη νύχτα και τον κλέ­ψουν, και πουν στο λαό ότι ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευ­ταία αυτή πλά­νη του λαού χει­ρό­τε­ρη από την πρώ­τη, που τον πίστε­ψαν ως Μεσσία.’’Ο Πιλά­τος τότε τους είπε: ‘’Πάρ­τε φρου­ρά. Πηγαί­νε­τε και ασφα­λί­στε μόνοι σας τον τάφο, όπως εσείς ξέρετε’’.Κι αυτοί πήγαν και ασφά­λι­σαν τον τάφο. Έβα­λαν δηλα­δή σφρα­γί­δες στον λίθο που σκέ­πα­ζε το μνη­μείο. Και τοπο­θέ­τη­σαν εκεί τη φρου­ρά)»]

Και για­τί να Τον έκλε­βαν οι μαθη­τές; Για να επι­νο­ή­σουν την αλή­θεια της Ανα­στά­σε­ως; Και πώς θα τους ερχό­ταν να επι­νο­ή­σουν κάτι τέτοιο σε βάρος ανθρώ­πων, οι οποί­οι τους αγα­πού­σαν, αφού ζού­σαν κρυ­πτό­με­νοι; Πώς επί­σης θα μπο­ρού­σαν να σηκώ­σουν τον λίθο που ήταν ασφα­λι­σμέ­νος; Και πώς θα μπο­ρού­σαν να δια­φύ­γουν από τους τόσους φρου­ρούς; Διό­τι και αν ακό­μη περι­φρο­νού­σαν τον θάνα­το, δε θα επι­χει­ρού­σαν να τολ­μή­σουν ενέρ­γειες απε­ρί­σκε­πτες και μάταιες, αφού υπήρ­χαν τόσοι φύλα­κες. Ότι όμως ήσαν και δει­λοί, το φανέ­ρω­σαν όσα έγι­ναν προ­η­γου­μέ­νως. Όταν Τον είδαν να συλ­λαμ­βά­νε­ται, όλοι στο σύνο­λό τους Τον εγκα­τέ­λει­ψαν και απο­μα­κρύν­θη­καν. Εάν λοι­πόν τότε δεν τόλ­μη­σαν να στα­θούν κον­τά Του, ενώ Τον έβλε­παν ζων­τα­νό, πώς όταν πέθα­νε δεν θα φοβούν­ταν το πλή­θος τόσων στρα­τιω­τών;

Μήπως επί­σης ήταν μια απλή πόρ­τα και ήταν εύκο­λο να την ανα­τρέ­ψουν και να μπουν μέσα στο μνη­μείο; Ή μήπως ήταν εύκο­λο να δια­φύ­γουν την προ­σο­χή ενός; Στην είσο­δο του μνη­μεί­ου ήταν τοπο­θε­τη­μέ­νος λίθος μεγά­λος, ο οποί­ος χρεια­ζό­ταν πολ­λά χέρια για να μετα­κι­νη­θεί. Με το δίκιο τους οι Ιου­δαί­οι έλε­γαν το ότι «θα είναι η τελευ­ταία απά­τη χει­ρό­τε­ρη από την πρώ­τη». Εναν­τί­ον τους το έλε­γαν αυτό, διό­τι ενώ έπρε­πε ύστε­ρα από τόση μανία να μετα­νο­ή­σουν, αυτοί εξα­κο­λου­θού­σαν να αγω­νί­ζον­ται περισ­σό­τε­ρο από πριν, επι­νο­ών­τας κατα­γέ­λα­στα φαν­τα­σιο­κο­πή­μα­τα, και όσο Εκεί­νος ζού­σε ακό­μη, εξα­γό­ρα­σαν το Αίμα Του με χρή­μα­τα που έδω­σαν στον Ιού­δα, αλλά και όταν Εκεί­νος σταυ­ρώ­θη­κε και ανα­στή­θη­κε, υπέ­σκα­ψαν πάλι με χρή­μα­τα προς τους φρου­ρούς στρα­τιώ­τες την αλή­θεια της Ανα­στά­σε­ως.

Εσύ, όμως, κάνε μου τη χάρη να προ­σέ­ξεις ότι παν­τού απο­κα­λύ­πτον­ται και συλ­λαμ­βά­νον­ται ως ένο­χοι και ψεύ­τες από τα ίδια τους τα έργα. Διό­τι εάν δεν προ­σέρ­χον­ταν στον Πιλά­το και δε ζητού­σαν τη φρου­ρά, θα μπο­ρού­σαν οπωσ­δή­πο­τε να φλυα­ρούν τέτοια αναί­σχυν­τα και ανυ­πό­στα­τα ψεύ­δη. Όχι όμως και τώρα. Διό­τι έκα­ναν τα πάν­τα έτσι, σαν να ήθε­λαν οι ίδιοι να ράψουν και να σφρα­γί­σουν έτσι τα στό­μα­τά τους. Διό­τι, εφό­σον οι μαθη­τές δεν άντε­ξαν να αγρυ­πνή­σουν μαζί Του, και μάλι­στα ενώ επι­πλήτ­τον­ταν από Αυτόν, πώς θα το τολ­μού­σαν αυτό; Και για­τί δεν Τον έκλε­ψαν πριν από αυτό νωρί­τε­ρα, παρά όταν εσείς ήλθα­τε; Εάν ήθε­λαν να το κάνουν αυτό, θα το έκα­ναν όταν ακό­μη δεν φυλασ­σό­ταν ο τάφος, κατά τη διάρ­κεια της πρώ­της νύκτας, τότε που ήταν ένα τέτοιο εγχεί­ρη­μα ακίν­δυ­νο και σίγου­ρο ότι θα τελε­σφο­ρού­σε. Διό­τι το Σάβ­βα­το προ­σήλ­θαν οι Ιου­δαί­οι και ζήτη­σαν από τον Πιλά­το τη φρου­ρά και Τον φύλασ­σαν· ενώ την πρώ­τη νύκτα, δεν ήταν κανείς από αυτούς παρών στον τάφο, στον οποίο όμως βρή­καν τον Ιησού όταν ανέ­λα­βαν να φυλάσ­σουν το σώμα Του οι φρου­ροί.

Τι θέλουν επί­σης τα σου­δά­ρια[:πλα­τιές λωρί­δες λευ­κού υφά­σμα­τος με τις οποί­ες περι­τύ­λισ­σαν το κεφά­λι των νεκρών],τα οποία ήταν δυνα­τά κολ­λη­μέ­να με την αρω­μα­τι­κή σμύρ­να; Διό­τι αυτά τα είδε ο Πέτρος να βρί­σκον­ται μέσα στον τάφο[Λουκ.24,12: « δ Πέτρος ναστς δρα­μεν π τ μνη­μεον, κα παρα­κύ­ψας βλέ­πει τ θόνια κεί­με­να μόνα, κα πλθε πρς αυτν θαυ­μά­ζων τ γεγο­νός(:παρό­λα αυτά όμως ο Πέτρος σηκώ­θη­κε κι έτρε­ξε στο μνη­μείο. Κι αφού έσκυ­ψε από τη θύρα, βλέ­πει μόνο τους νεκρούς επι­δέ­σμους να είναι κάτω στο μνη­μείο, χωρίς το σώμα. Τότε επέ­στρε­ψε στο σπί­τι που έμε­νε γεμά­τος απο­ρία και έκπλη­ξη γι’ αυτό που είχε γίνει)» και Ιω.20,6–7: «ρχε­ται ον Σίμων Πέτρος κολουθν ατ, κα εσλθεν ες τ μνη­μεον κα θεω­ρε τ θόνια κεί­με­να, κα τ σου­δά­ριον, ν π τς κεφαλς ατο, ο μετ τν θονί­ων κεί­με­νον, λλ χωρς ντε­τυ­λιγ­μέ­νον ες να τόπον(:ενώ λοι­πόν [ο Ιωάν­νης] περί­με­νε απέ­ξω, έρχε­ται και ο Σίμων Πέτρος ύστε­ρα απ’ αυτόν και, θαρ­ρα­λέ­ος και ορμη­τι­κός όπως ήταν από το χαρα­κτή­ρα του, μπή­κε στο μνη­μείο και παρα­τή­ρη­σε από κον­τά ότι οι νεκρι­κοί επί­δε­σμοι ήταν κάτω στη γη και δεν έλει­παν, όπως θα ήταν φυσι­κό να συμ­βεί εάν το σώμα είχε κλα­πεί. Παρα­τή­ρη­σε ακό­μη ότι το ύφα­σμα με το οποίο είχαν σκε­πά­σει το κεφά­λι του Ιησού, δεν ήταν ανα­κα­τε­μέ­νο με τους επι­δέ­σμους ακα­τά­στα­τα, αλλά ήταν τυλιγ­μέ­νο χωρι­στά κάπου εκεί με τάξη, που δεν πρό­δι­δε βια­σύ­νη και σπου­δή)»].

Εάν ήθε­λαν να το κλέ­ψουν, δεν θα έκλε­βαν το σώμα Του γυμνό· όχι μόνο για να μην απο­τε­λέ­σει η πρά­ξη τους αυτή ύβρη προς το σώμα, αλλά και για να μην καθυ­στε­ρούν και να βρα­δυ­πο­ρούν, κατά τη διάρ­κεια της απο­γύ­μνω­σης του σώμα­τος από τις κόλ­λες και τα οθό­νια, και να δώσουν και­ρό στο μετα­ξύ στους φρου­ρούς να σηκω­θούν και να τους συλ­λά­βουν. Και μάλι­στα τη στιγ­μή που επρό­κει­το για σμύρ­να, τόσο ισχυ­ρό κολ­λώ­δες υγρό συγ­κολ­λη­μέ­νο με το σώμα και τα ενδύ­μα­τα· ως εκ τού­του δεν ήταν εύκο­λο να απο­σπά­σουν τα ενδύ­μα­τα από το σώμα, αλλά χρειά­ζον­ταν πολύ χρό­νο εκεί­νοι που θα έκα­ναν κάτι τέτοιο. Επο­μέ­νως και από την άπο­ψη αυτή αυτο­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως απί­θα­νη η ψευ­δής ιστο­ρία της κλο­πής.

Μήπως επί­σης δεν γνώ­ρι­ζαν τον θυμό των Ιου­δαί­ων, και ότι σε αυτούς επρό­κει­το να ξεσπού­σε η οργή τους; Και ποιο θα ήταν τελι­κά γι’ αυτούς το κέρ­δος εάν ο Ιησούς δεν είχε πραγ­μα­τι­κά ανα­στη­θεί; Όλα αυτά λοι­πόν γνω­ρί­ζον­τας και αυτοί οι οποί­οι τα επι­νόη­σαν αυτά, έδω­σαν χρή­μα­τα και λέγουν: «πεί­τε εσείς, στρα­τιώ­τες, αυτά και εμείς θα πεί­σου­με τον ηγε­μό­να». Διό­τι δεν ήθε­λαν να πάρει δημο­σιό­τη­τα η είδη­ση, μάταια αγω­νι­ζό­με­νοι ενάν­τια στην αλή­θεια, και με όσα επι­χει­ρού­σαν να την επι­σκιά­σουν, με αυτά άθε­λά τους την έκα­ναν να λάμ­πει πεν­τα­κά­θα­ρη. Διό­τι και αυτό επι­βε­βαιώ­νει την Ανά­στα­ση, το ότι εκεί­νοι είπαν αυτά, ότι δηλα­δή τάχα Τον έκλε­ψαν οι μαθη­τές. Διό­τι αυτό εξά­γε­ται από την ομο­λο­γία τους, ότι δηλα­δή το σώμα δεν βρι­σκό­ταν εκεί.

Από τη στιγ­μή λοι­πόν που αυτοί οι ίδιοι οι Ιου­δαί­οι μεν ομο­λο­γού­σαν ότι δεν ήταν το σώμα εκεί, η παρου­σία δε των φρου­ρών στο μνη­μείο και οι σφρα­γί­δες στο μεγά­λο λίθο που επι­πλέ­ον είχαν τοπο­θε­τη­θεί για να απο­φευ­χθεί τυχόν κλο­πή του σώμα­τος και η δει­λία επί­σης των μαθη­τών, γίνε­ται αναμ­φι­σβή­τη­τη με αυτά η από­δει­ξη της Ανα­στά­σε­ως. Ωστό­σο όμως οι ξεδιάν­τρο­ποι, επι­χει­ρών­τας τα πάν­τα για να επι­σκιά­σουν την αλή­θεια, αν και ήταν τόσα που τους απο­στό­μω­ναν, λέγουν στους στρα­τιώ­τες: «Επατε τι ο μαθη­τα ατο νυκτς λθόν­τες κλε­ψαν ατν μν κοιμωμένων.κα ἐὰν κου­σθ τοτο π το γεμό­νος, μες πεί­σο­μεν ατν κα μς μερί­μνους ποι­ή­σο­μεν(:πεί­τε ότι οι μαθη­τές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλε­ψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν.Κι αν αυτό καταγ­γελ­θεί στον ηγε­μό­να, εμείς θα τον πεί­σου­με και θα σας απαλ­λά­ξου­με από κάθε ανη­συ­χία και ευθύ­νη)»[Ματθ.28,13–14]. Βλέ­πεις ότι όλοι είναι διε­φθαρ­μέ­νοι; Ο Πιλά­τος που πεί­σθη­κε, οι στρα­τιώ­τες, ο ιου­δαϊ­κός λαός; Όμως μην απο­ρή­σεις για­τί τα χρή­μα­τα έκαμ­ψαν τους στρα­τιώ­τες που γνώ­ρι­ζαν την αλή­θεια. Εάν για τον μαθη­τή είχαν τόση ελκυ­στι­κή δύνα­μη, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα είχαν και σε αυτούς.

«Κα διε­φη­μί­σθη λόγος οτος παρ ουδαί­οις μέχρι τς σήμε­ρον(:και η φήμη αυτή, για τη δήθεν κλο­πή του σώμα­τος του Ιησού από τους μαθη­τές Του, δια­δό­θη­κε ανά­με­σα στους Ιου­δαί­ους μέχρι σήμε­ρα)»[Ματθ.28,15].Βλέπεις πάλι τη φιλα­λή­θεια των μαθη­τών, ότι δεν ντρέ­πον­ται ούτε αυτό να πουν στα ευαγ­γέ­λιά τους, ότι επι­κρά­τη­σε τέτοια φήμη σε βάρος τους;

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία Ϛ ΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα που αφο­ρούν την ερμη­νεία της συγ­κε­κρι­μέ­νης ευαγ­γε­λι­κής περικοπής),πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 12, σελί­δες 392–399.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 69, σελ.201–207 (ή : 97–100 του PDF).

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία,εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αθαν, Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 3–5‑1998]

(Β374)

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας, Κυρια­κή των Μυρο­φό­ρων γυναι­κών, τιμά όλως ιδιαι­τέ­ρως τα πρό­σω­πα εκεί­να που συνε­τέ­λε­σαν εις την φρον­τί­δα του νεκρού σώμα­τος του Ιησού, όπως του Ιωσήφ, του Νικο­δή­μου και των λοι­πών μυρο­φό­ρων γυναι­κών.

Για να κατα­λά­βου­με τι υπη­ρε­σί­ες προ­σέ­φε­ραν και κάτω από ποιες συν­θή­κες προ­σέ­φε­ραν αυτές των τις υπη­ρε­σί­ες, θα πρέ­πει να μετα­φερ­θού­με στο κλί­μα των ημε­ρών εκεί­νων, του πώς δηλα­δή εθε­ω­ρεί­το για τους άρχον­τες ο Ιησούς μετά την Σταύ­ρω­σή Του· ώστε να γρά­φει ο Μάρ­κος ο Ευαγ­γε­λι­στής ότι ο βου­λευ­τής Ιωσήφ «τολ­μή­σας εσλθε πρς Πιλτον κα τήσα­το τ σμα το ησοῦ». Τολ­μή­σας… Επή­ρε την τόλ­μη να πάει εκεί στο Διοι­κη­τή­ριον του Πιλά­του να ζητή­σει το σώμα του Ιησού. Για­τί βάζει «τολ­μή­σας»; Διό­τι εθε­ω­ρεί­το κάτι πολύ φοβε­ρό να υπήρ­ξες γνω­στός, μέτο­χος του Ιησού Χρι­στού, του κατα­δι­κα­σθέν­τος ως κακούρ­γου επί του Σταυ­ρού.

Ωστό­σο, η στά­σις των γυναι­κών εκεί­νων που η Εκκλη­σία μας, σας είπα, τις ονό­μα­σε «Μυρο­φό­ρες γυναί­κες» για­τί αγό­ρα­σαν μύρα και ήθε­λαν να αλεί­ψουν το σώμα του Ιησού, φυσι­κά πάνω από τα εντά­φια σπάρ­γα­να, αυτό το θέμα, ιδιαι­τέ­ρως σήμε­ρα θα μας απα­σχο­λή­σει.

Είναι γνω­στή, αγα­πη­τοί μου, η θέσις της γυναι­κός εις τον αρχαί­ον κόσμον. Ακό­μη και εις τον πολι­τι­σμέ­νον κόσμον των Ελλή­νων. Η θέσις, όμως, της γυναι­κός στον χώρον της Παλαιάς Δια­θή­κης κατά πολύ υπε­ρέ­βα­λε την κατά­στα­σιν της εξω­βι­βλι­κής γυναι­κός, της γυναι­κός που ήταν έξω από τον λαό του Θεού. Δηλα­δή της Βίβλου, της Παλαιάς Δια­θή­κης. Αλλά και αυτήν την θέση της γυναι­κός στην Παλαιά Δια­θή­κη κατά πολύ υπερ­βάλ­λει η θέσις της γυναι­κός εις την Και­νήν Δια­θή­κην.

Χωρίς υπερ­βο­λή, η θέσις της γυναι­κός μέσα στον Χρι­στια­νι­σμό, είναι η θέσις της Εύας εις τον Παρά­δει­σον πριν πέσει. Ακό­μη περισ­σό­τε­ρο η κατα­ξιω­μέ­νη χρι­στια­νή γυναί­κα είναι και έχει ως πρό­τυ­πον την Θεο­τό­κον. Αυτήν την γυναί­κα προ­βάλ­λει η Και­νή Δια­θή­κη: την Θεο­τό­κον· η οποία βεβαί­ως, απεί­ρως ανω­τέ­ρα είναι της παλαιάς Εύας, πριν αυτή πέσει. Αρκεί να ανα­λο­γι­στεί κανείς ότι ο πρώ­τος άνθρω­πος που εισέρ­χε­ται εις την Βασι­λεί­αν του Θεού είναι η Θεο­τό­κος, δηλα­δή γυναί­κα. Είπα «εισέρ­χε­ται»· διό­τι η Εκκλη­σία μας πιστεύ­ει απο­λύ­τως ότι η Θεο­τό­κος ανε­στή­θη, όπως και ο Υιός της και όπως Εκεί­νος Ανε­λή­φθη μετά της σαρ­κός εις την Βασι­λεί­αν Του, κατά τον ίδιον τρό­πο και η Θεο­τό­κος ανε­λή­φθη, ανε­στή­θη, ανε­λή­φθη μετά της σαρ­κός της. Ενώ εις την Βασι­λεί­αν του Θεού δεν υπάρ­χει κανείς με την σάρ­κα του. Ούτε ο Ιωάν­νης ο Πρό­δρο­μος. Ούτε οι Από­στο­λοι, ούτε ο Παύ­λος. Μόνη η Θεο­τό­κος. Όλοι ανα­μέ­νο­με την ανά­στα­ση των νεκρών. Και τότε θα εισέλ­θο­με μετά της σαρ­κός, υπο­γραμ­μί­ζω, εις την Βασι­λεί­αν του Θεού. Το ακού­σα­τε καλά, ε; Μετά της σαρ­κός. Έτσι, αγα­πη­τοί μου, η μόνη που εισέρ­χε­ται εις την Βασι­λεί­αν του Θεού μετά σαρ­κός είναι η Υπε­ρα­γία Θεο­τό­κος. Αυτό τι σημαί­νει; Ότι η γυναί­κα πρώ­τη έρχε­ται εις την Βασι­λεί­αν του Θεού μετά σαρ­κός, λέει πολ­λά.

Αλλά αξί­ζει να δού­με ιστο­ρι­κά την θέση της γυναι­κός απέ­ναν­τι εις τον άνδρα, διό­τι η γυναί­κα παρα­παί­ει στην προ­σπά­θειά της να συνει­δη­το­ποι­ή­σει ποια είναι η θέση της. Πραγ­μα­τι­κά παρα­παί­ει…

Μια εικό­να του αλη­θούς ανθρώ­που, ανδρός ή γυναι­κός, είναι ο άνθρω­πος μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Είναι η αυθεν­τι­κή δημιουρ­γία, χωρίς τα τραύ­μα­τα της περι­πέ­τειας της ελευ­θε­ρί­ας. Διό­τι η ελευ­θε­ρία προς κατά­κτη­σή της, παρέ­χει όχι λίγα τραύ­μα­τα. Κάπο­τε είναι τραύ­μα­τα και αίμα­τος. Αλλά προ­παν­τός ψυχι­κά τραύ­μα­τα, συναι­σθη­μα­τι­κά τραύ­μα­τα. Η ελευ­θε­ρία δεν κατα­κτά­ται εύκο­λα. Πάν­τως εκεί και ο άνδρας και η γυναί­κα, εκεί εις τον Παρά­δει­σον είναι άνθρω­ποι. Άνθρω­πος είναι ο άνδρας, άνθρω­πος είναι και η γυναί­κα. Διό­τι αργό­τε­ρα η γυναί­κα, θα θεω­ρη­θεί από τον άνδρα, μετά την πτώ­ση βέβαια, ως res, δηλα­δή πράγ­μα! Σαν ένα πρό­σω­πο… κατα­χρη­στι­κά είπα πρό­σω­πο, μία ύπαρ­ξη, η οποία απλώς θα ικα­νο­ποιεί και θα ευχα­ρι­στεί τον άνδρα και αυτή δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά ένα αντι­κεί­με­νον. Res. Πράγ­μα.

«Κα επεν Θεός ‑δια­βά­ζο­με στην Αγία Γρα­φή-· ποι­ή­σω­μεν νθρω­πον κατ᾿ εκόνα μετέ­ραν κα καθ᾿ μοί­ω­σιν. Κα ποί­η­σεν Θες τν νθρω­πον, κατ᾿ εκόνα Θεο ποί­η­σεν ατόν, ρσεν κα θλυ ποί­η­σεν ατούς». Ώστε λοι­πόν και ο άνδρας και η γυναί­κα, και το άρσεν και το θήλυ, είναι άνθρω­ποι. Το υπο­γραμ­μί­ζω για­τί αυτό απο­τε­λεί το κρι­τή­ριον των όσων θα δού­με παρα­κά­τω. Και ο άνδρας είναι άνθρω­πος και η γυναί­κα είναι άνθρω­πος. Η γυναί­κα λοι­πόν είναι άνθρω­πος, σε τίπο­τα δεν υστε­ρεί του ανδρός, διό­τι αν υστε­ρού­σε, τότε δεν θα ήτο άνθρω­πος. Αν υστε­ρού­σε του ανδρός. Άλλο τώρα ότι υπάρ­χουν κάποια γνω­ρί­σμα­τα, τα οποία δια­φο­ρο­ποιούν τον άνδρα από την γυναί­κα, για να φέρουν εις πέρας το μυστή­ριον του γάμου, να φέρουν τον τρί­τον άνθρω­πο εις τον κόσμον αυτόν. Το παι­δί τους, τον τρί­τον άνθρω­πον.

Η γυναί­κα κατά­γε­ται από τον Αδάμ. Και είναι σάρ­κα από την σάρ­κα και «στον κ τν στέ­ων» του Αδάμ. Ό,τι είναι ο Αδάμ, είναι και η γυναί­κα. Ξανα­λέ­γω· άνθρω­πος. Τα λέει όλα αυτό. Δεν έχει λοι­πόν ξεχω­ρι­στή δημιουρ­γία. Έξω, που σας είπα, ότι υπάρ­χουν κάποια ιδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά, εκεί­να που καθο­ρί­ζουν τον άνδρα ως άνδρα, ως φύλον κι εκεί­να που κάνουν την γυναί­κα γυναί­κα ως φύλον. Το ξανα­λέ­γω. Για σκο­πό που σας εξή­γη­σα.

Η γυναί­κα επλά­σθη ως βοη­θός του ανδρός. Κυριό­τα­τα εις το έργον της σωτη­ρί­ας. Λέμε, η γυναί­κα είναι βοη­θός του ανδρός. Σε τι; Εις την σωτη­ρί­αν. Όχι να την βοη­θά­ει, επι­τρέ­ψα­τέ μου, να κατέ­βω πολύ πεζά, να της πλέ­νει τα πιά­τα και να της μαγει­ρεύ­ει. Άλλο θέμα τώρα ότι πρέ­πει και ο άνδρας να βοη­θά­ει και εις το νοι­κο­κυ­ριό. Όπως μαζί θα κτί­σουν το σπί­τι τους, μαζί θα το συγυ­ρί­σουν το σπί­τι τους, θα το δια­κο­σμή­σουν, μαζί πάν­τα θα το υπη­ρε­τούν το σπί­τι τους. Για να τους υπη­ρε­τεί. Αλλά δεν νομί­ζε­τε ότι είναι πολύ πεζόν να λέμε ότι η γυναί­κα είναι βοη­θός… δηλα­δή η έννοια του «βοη­θός» της λέξε­ως «βοη­θός» είναι μόνο και μόνον για να τον εξυ­πη­ρε­τεί τον άνδρα; Να τον εξυ­πη­ρε­τεί από πλευ­ράς δηλα­δή νοι­κο­κυ­ριού; Άπα­γε! Αν είναι δυνα­τόν…

Η βοή­θεια θα ήτο δε αμοι­βαία. Διό­τι θα συνι­στού­σε τον σκο­πόν της υπάρ­ξε­ως του ανθρώ­που, που είναι η κοι­νω­νία του, του ανθρώ­που η κοι­νω­νία με τον Θεό. Σ’ αυτό θα βοη­θού­σε η γυναί­κα. Αλλά αυτή θα βοη­θού­σε τον άνδρα να βρει τον σκο­πόν του, την θέω­ση, αλλά και ο άνδρας θα βοη­θού­σε την γυναί­κα να βρει τον σκο­πό της, δηλα­δή την θέω­ση. Διό­τι ο άνθρω­πος ‑όπως λέγει ο άγιος Ιωάν­νης ο Δαμα­σκη­νός- είναι «ζον θεού­με­νον». Όταν λέμε «ζον», μην πάει το μυα­λό σας στα κτή­νη. Αλλά είναι ύπαρ­ξις που ζει. Αυτό είναι το «ζον». Η ύπαρ­ξις που ζει. Και συνε­πώς είναι κάτι το ζων­τα­νό με προ­ο­ρι­σμό την θέω­ση. Και ο άνδρας και η γυναί­κα. Βλέ­πε­τε φερει­πείν εις το Αγιο­λό­γιον της Εκκλη­σί­ας μας και άνδρες και γυναί­κες. Λέμε: ο άγιος άλφα, ο άγιος βήτα, η αγία άλφα, η αγία βήτα. Το βλέ­πε­τε αυτό.

Όμως τα πράγ­μα­τα δεν έμει­ναν όπως ο Θεός τα όρι­σε, αλλά αλλοιώ­θη­καν. Η γυναί­κα, εδώ θα ήθε­λα να επι­στή­σω ιδιαι­τέ­ρως την προ­σο­χή σας, η γυναί­κα υπε­ρέ­βη τα όριά της. Να το ξανα­πώ; Η γυναί­κα υπε­ρέ­βη τα όριά της· που δεν θα έπρε­πε αυτό να το κάνει. Αλλά και ο άνδρας υπε­ρέ­βη και αυτός τα όριά του, που κι αυτός δεν έπρε­πε να το κάνει. Διό­τι «η σχέ­σις ανδρός και γυναι­κός είναι η σχέ­σις κεφα­λής και σώμα­τος», όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος. Έτσι, θα λέγα­με, όρια και υπήρ­χαν, και έπρε­πε να υπάρ­χουν και εις την γυναί­κα και εις τον άνδρα. Και τα όρια αυτά είναι τα ανθρώ­πι­να όρια. Δεν θα τα υπερ­βού­με, ούτε ο άνδρας, ούτε η γυναί­κα. Λέει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος: «Εσω τν μετέ­ρων ρων φιλο­σοφμεν». Αν και αυτό είναι βέβαια πολύ πολύ ευρύ­τε­ρο, που λέει ο άγιος Γρη­γό­ριος, στον 1ον του θεο­λο­γι­κό λόγο, που σημαί­νει το «εσω», δηλα­δή εντός, μέσα, όχι έξω από τα όρια, αλλά εκτός των ορί­ων της ανθρω­πί­νης δια­νοί­ας. «Εσω», μέσα από τα όρια των εντο­λών του Θεού. Δεν θα υπερ­βείς τίπο­τα. Ούτε τις εντο­λές; Ναι, ούτε τις εντο­λές. Διό­τι τότε έχο­με παρέκ­κλι­ση. Δεν είναι της ώρας να σας το ανα­πτύ­ξω. Το να έχο­με παρεκ­κλί­σεις αρι­στε­ρά, που είναι η παρά­βα­σις, και δεξιά, που είναι η υπερ­βο­λή. Εἴσω των εντο­λών. Εἴσω της φύσε­ώς του ο άνθρω­πος.

Αλλά αυτό είναι πολύ γενι­κό. Είδα­τε τι ωραία που το λέει ο άγιος Γρη­γό­ριος; Ότι «εσω τν μετέ­ρων ρων φιλο­σοφμεν». Ας φιλο­σο­φού­με. Μέσα από τα όριά μας. Όπως ο άνθρω­πος, δεν πρέ­πει να ξεπερ­νά τα όρια εκεί­να που και η φύσις του τα ορί­ζει. Ξέρε­τε, είναι πάρα πολύ σοβα­ρό το θέμα αυτό. Να, αυτή την στιγ­μή μιλά­με για κλω­νο­ποί­η­ση, μιλά­με για τέτοια πράγ­μα­τα, κάπου θα βγά­λο­με τερα­το­γε­νέ­σεις. Διό­τι ο άνθρω­πος υπερ­βαί­νει τα όριά του. Και σημειώ­σα­τε ότι αυτό δεν είναι πάν­το­τε πρό­ο­δος. Διό­τι αν ήταν πρό­ο­δος, οι σύγ­χρο­νοι Οικο­λό­γοι δεν θα ανη­συ­χού­σαν δια το μέλ­λον της ανθρω­πό­τη­τος. Αλλά ανη­συ­χούν, για­τί ο άνθρω­πος, στην ανόη­τη περιέρ­γειά του και εις τις ανόη­τες ενέρ­γειές του, βγαί­νει από τα όριά του. Ας είναι.

Η γυναί­κα έδει­ξε προ­πέ­τεια και όχι βου­λήν μετά του ανδρός. Η Εύα με τον Αδάμ. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Οκ νασχο­μέ­νη μεναι πί τν οκεί­ων ρων» . «Δεν ηνεί­χε­το να μεί­νει», λέει, «στους δικούς της όρους». Και υπερ­βαί­νου­σα τους ιδί­ους της ρους, έφθα­σε στο σημείο να κατα­στρα­τη­γή­σει το έργον του βοη­θού στην σωτη­ρία, τόσον του ανδρός, όσο και της ιδί­ας. Έκτο­τε δέχε­ται την ποι­νήν του Θεού. Από την επο­χή της Εύας· που ήτο… ‑είναι γραμ­μέ­νο αυτό που θα σας πω στο τρί­το κεφά­λαιο, στον 16ον στί­χο: «Πρς τν νδρα σου –της λέγει- ποστροφ σου, κα ατς σου κυριεσει». Πωπω!… Ξέρε­τε τι σημαί­νει αυτό; «ποστρο­φή» θα πει στρο­φή. Δηλα­δή «θα είσαι κάτω από την υπα­κοή του ανδρός σου και αυτός θα γίνει κύριός σου». Χωρίς να το θέλει η γυναί­κα και μάλι­στα η σύγ­χρο­νη γυναί­κα- όχι και η παλαιά, και η Σάρα το έλε­γε αυτό: «Ο κύριός μου». Ο Αβρα­άμ. Σήμε­ρα λένε: «Από δω είναι ο κύριός μου». Ορθώς. Διό­τι είναι ο άνδρας κύριος της γυναι­κός. Δεν είναι όμως σωστή η έκφρα­σις όταν ο άνδρας πει: «Από δω η κυρία μου». Όχι. «Η σύζυ­γός μου». Όχι «η κυρία μου», «η σύζυ­γός μου». Διό­τι ο άνδρας κυριεύ­ει της γυναι­κός. Όχι η γυναί­κα του ανδρός.

Αλλά είναι γνω­στόν ότι το κυριαρ­χι­κόν θέμα το έδω­σε ο Θεός και εις τον άνδρα, τον Αδάμ και εις την γυναί­κα. Και είπε: «Και κατα­κυ­ριεύ­σε­τε ‑εις πλη­θυν­τι­κόν αριθ­μόν- ολό­κλη­ρη τη γη και τα ζώα κα τα πετει­νά κ.λπ. κ.λπ. καί τούς χθς τς θαλάσ­σης …». Τώρα όμως προ­σθέ­τει ο Θεός ότι ο άνδρας θα κατα­κυ­ριεύ­σει και την γυναί­κα. Αυτό είναι η ποι­νή της, η τιμω­ρία της. Και η γυναί­κα να αισθά­νε­ται την ασφά­λειά της πλάι στον άνδρα.

Αγα­πη­τοί μου, κοι­τάξ­τε. Μπο­ρεί καμία κυρία από σας να λέγει: «Δεν τα ανέ­χο­μαι αυτά». Τα λέγει ο Θεός. Δεν τα λέγω εγώ. Μέσα στον Χρι­στια­νι­σμό, η γυναί­κα επι­στρέ­φει στην προ­πτω­τι­κή της κατά­στα­ση. Μες στον Χρι­στια­νι­σμό όμως. Και μάλι­στα στα μέτρα της Θεο­τό­κου. Εφό­σον πάλι τηρή­σει ό,τι και τότε στον Παρά­δει­σον. Ήτοι τους ρους της, τα όριά της. Αυτό όμως δεν άρε­σε εις την Χρι­στια­νή γυναί­κα των μετέ­πει­τα χρό­νων. Και είτε από τον δικό της εγωι­σμό δεν της άρε­σε αυτό, είτε από τον εγωι­σμό του ανδρός της, για­τί κι αυτός έκα­νε υπέρ­βα­ση των ρων του, με το να είναι εγωι­στής και να μην προ­σέ­χει την σύζυ­γό του, ξεχνών­τας ότι εξήλ­θε εκ της πλευ­ράς του, και ότι και οι δύο είναι άνθρω­ποι και τότε, αγα­πη­τοί μου, τα πράγ­μα­τα αρχί­ζουν να μην πηγαί­νουν καλά. Αυτή δε η υπέρ­βα­ση των ρων, των ορί­ων, και από την γυναί­κα και από τον άνδρα, εγέν­νη­σε ένα τέρας, που λέγε­ται… ‑αφύ­σι­κο πράγ­μα, τέρας- που λέγε­ται φεμι­νι­σμός. Όλοι έχε­τε ακού­σει την λέξιν Φεμι­νι­σμόν. Είναι η κίνη­σις εκεί­νη που θέλει να δώσει δικαιώ­μα­τα εις την γυναί­κα.

Αλλά για­τί να δώσει δικαιώ­μα­τα; Δεν τα έχει τα δικαιώ­μα­τά της η γυναί­κα; Ναι, αλλά έκα­νε υπέρ­βα­ση ο άνδρας. Ορθόν. Αυτό είναι αλή­θεια. Είπα­με ότι και οι δύο υπε­ρέ­βη­σαν τα όριά τους. Αλλά όμως δεν κατα­λα­βαί­νει η γυναί­κα ότι αυτό το κίνη­μα του φεμι­νι­σμού την οδη­γεί στην ίδια της την κατα­δί­κη. Ναι, ναι. Στην υπο­βάθ­μι­σή της, στην φθο­ρά της. Δεν θέλω να προ­σβάλ­λω τις κυρί­ες οι οποί­ες εργά­ζον­ται έξω. Αλλά το να εργά­ζε­ται η γυναί­κα έξω, ενώ είναι η βασί­λισ­σα του οίκου της, δεν είναι υπο­βάθ­μι­σις; Αν το σκε­φθού­με καλά και το φιλο­σο­φή­σου­με και το μελε­τή­σου­με, όταν η γυναί­κα βγαί­νει έξω να δου­λέ­ψει, ουσια­στι­κά υπο­βαθ­μί­ζε­ται. Λίγο παλιό­τε­ρα χρό­νια, μερι­κές δεκα­ε­τί­ες πίσω, μόνον η γυναί­κα εκεί­νη που είχε ανάγ­κη, δηλα­δή ήτα­νε χήρα, ο πατέ­ρας της ήταν άρρω­στος ή υπε­ρή­λι­κας, τότε έβγαι­νε να δου­λέ­ψει η γυναί­κα. Ήταν ντρο­πή να βγει έξω η γυναί­κα να δου­λέ­ψει. Μερι­κές δεκα­ε­τί­ες πίσω. Κι αν η γυναί­κα φθα­ρεί, τότε βεβαί­ως θα φθα­ρεί και ο άνδρας. Αν η γυναί­κα υπο­βαθ­μι­στεί, θα υπο­βαθ­μι­στεί ασφα­λώς και ο άνδρας.

Και αν θέλε­τε, να τα δού­με τα πράγ­μα­τα ως εξής. Δια­βά­ζου­με ένα περί­ερ­γο χωρίο του Απο­στό­λου Παύ­λου· εκ πρώ­της όψε­ως περί­ερ­γο. Δεν θα κάνω πλή­ρη ανά­λυ­ση, παρά μόνον τού­του. Ο Από­στο­λος Παύ­λος εντέλ­λε­ται οι γυναί­κες, όταν προ­σεύ­χον­ται, να φορούν κάλυμ­μα. Κάλυμ­μα να φορούν. Μία μαν­τή­λα. Ξέρε­τε για­τί; Όπως ο άνδρας απα­γο­ρεύ­ε­ται να λει­τουρ­γεί ή να προ­σεύ­χε­ται, το λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, με καλυμ­μέ­νο το κεφά­λι. Για­τί είναι εις δόξαν του Υιού του Θεού. Η γυναί­κα είναι εις δόξαν του ανδρός της. Και δεί­χνει υπο­τα­γή. Σύμ­βο­λον είναι. Αλλά εάν καταρ­γή­σο­με τα σύμ­βο­λα, δηλα­δή τους τύπους, τότε θα καταρ­γή­σο­με και την ουσία. Και έτσι ακρι­βώς γίνε­ται. Είναι λοι­πόν σύμ­βο­λον. Όταν η γυναί­κα βάζει κάλυμ­μα, όταν πηγαί­νει στην Εκκλη­σία, δεί­χνει την υπο­τα­γή της εις τον άνδρα.

Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «Οτω γάρ ποτε κα α γιαι γυνακες(:κάπο­τε –λέει- έτσι και οι άγιες γυναί­κες) α λπί­ζου­σαι π τν Θεν, κόσμουν αυτάς(:έτσι στό­λι­ζαν τον εαυ­τό τους. Υπήρ­χε το κάλυμ­μα), ποτασ­σό­με­ναι τος δίοις νδρά­σιν(:υπο­τασ­σό­με­νες στους ίδιους τους τους άνδρες), ς Σάῤῥα πήκου­σε τ βρα­άμ, κύριον ατν καλοσα (:υπή­κου­σε και τον απο­κα­λού­σε κύριον τον Αβρα­άμ, τον άνδρα της)».

Έτσι, στον χώρο της Και­νής Δια­θή­κης, αλλά και στην Εκκλη­σια­στι­κή Ιστο­ρία, αγα­πη­τοί, βλέ­πο­με ποια είναι η κατα­ξιω­μέ­νη γυναί­κα. Πρώ­τα πρώ­τα οι Μυρο­φό­ρες γυναί­κες που έχουν ανδρεί­ον φρό­νη­μα, χωρίς να μετα­βάλ­λον­ται σε άνδρες. Χωρίς να μετα­βάλ­λον­ται σε άνδρες. Ανδρεί­ον φρό­νη­μα. «Τίς ερε νδρεία γυνακα –λέει το τελευ­ταίο κεφά­λαιο των Παροι­μιών στην Παλαιά Δια­θή­κη- ερε θησαυ­ρόν». Η ανδρεία γυναί­κα. Όχι η ανδρού­τσα! Η ανδρεία γυναί­κα. Ανδρεία στο φρό­νη­μα. Όχι στα «πον­τί­κια», να δίνει ξύλο στον άνδρα της. Στο φρό­νη­μα. Αρρω­σταί­νει ο σύζυ­γος, παθαί­νει ένα ατύ­χη­μα. «Τι στε­νο­χω­ριέ­σαι, άνδρα μου; Εγώ θα πάω να δου­λέ­ψω». «Τι θα κάνεις;». «Θα πλέ­νω σκά­λες πολυ­κα­τοι­κιών. Τι σε νοιά­ζει εσέ­να;». Αυτή είναι η ανδρεία γυναί­κα· που με ανδρείο φρό­νη­μα θα μεγα­λώ­σει και τα παι­διά της κ.ο.κ. Η Μάρ­θα και η Μαρία, που γνω­ρί­ζουν πώς να αγα­πούν και πώς να φιλο­ξε­νούν, να ασχο­λούν­ται τόσο με το νοι­κο­κυ­ριό τους, όσο και με την ακρό­α­ση του θεί­ου λόγου. Η μητέ­ρα, όπως σημειώ­νει ο Από­στο­λος Παύ­λος, του Ρού­φου, την οποία απο­κα­λεί και δική του μητέ­ρα, ο Παύ­λος, που τον δια­κο­νού­σε η μητέ­ρα του Ρού­φου: «σπά­σα­σθε ‑γρά­φει εις την προς Ρωμαί­ους- Ροφον τν κλεκτν ν Κυρί κα τν μητέ­ρα ατο κα μο». Και την μητέ­ρα του, που είναι δική του, αυτή τον γέν­νη­σε, «αλλά κι εμέ­να με έχει βοη­θή­σει, με έχει περι­θάλ­ψει, και την δική μου μητέ­ρα». Είδα­τε;

Η Λυδία, με τον δυνα­μι­κό της χαρα­κτή­ρα, που μετα­βάλ­λει το σπί­τι της σε Εκκλη­σία. Και φιλο­ξε­νεί εκεί τον Παύ­λο. Η Χλόη, σαν διά­κο­νος που υπη­ρε­τεί την Εκκλη­σία της Κορίν­θου. Κι αν το θέλε­τε, σ’ αυτήν εμπι­στεύ­τη­κε την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λήν του ο Από­στο­λος Παύ­λος. Ξέρε­τε τι σήμαι­νε εμπι­στο­σύ­νη για μια επι­στο­λή; Δεν είναι της ώρας να σας το ανα­λύ­σω περισ­σό­τε­ρο. Η Πρί­σκιλ­λα, αυτή η θαυ­μα­σία από­στο­λος και θεο­λό­γος, που διορ­θώ­νει έναν τρα­νόν Απολ­λώ. Και στέ­κε­ται δεξί χέρι του Παύ­λου. Η Ολυμ­πιάς, στα μετέ­πει­τα χρό­νια, η ξακου­στή εκεί­νη διά­κο­νος της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως και δεξί χέρι του Ιερού Χρυ­σο­στό­μου στα έργα της φιλαν­θρω­πί­ας.

Και να έρθου­με εις τους νεο­τέ­ρους χρό­νους. Η Φιλο­θέη η Αθη­ναία. Η κυρία και αρχόν­τισ­σα των Αθη­νών· που μέσα στα μαύ­ρα χρό­νια της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, προ­στα­τεύ­ει τις Αθη­ναί­ες κοπέ­λες από την αμαρ­τω­λή βου­λι­μία του κατα­κτη­τού. Είναι και όλες εκεί­νες οι γυναί­κες που σκια­γρα­φούν­ται στις επι­στο­λές του Παύ­λου και του Πέτρου.

Πρό­τυ­πον όμως πάν­των είναι η Κυρία Θεο­τό­κος. Όλη της την ζωή, που ήταν αλη­θι­νά μια ζωή προ­σφο­ράς. Από την σύλ­λη­ψη του Υιού της στα σπλά­χνα της, του Υιού του Θεού, μέχρι τον Σταυ­ρό και μέχρι την παρου­σία της ανά­με­σα στους δώδε­κα Απο­στό­λους και τους 120 Χρι­στια­νούς την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής.

Αγα­πη­τοί, με αυτά τα κρι­τή­ρια θα εξε­τά­σο­με και θα ελέγ­ξο­με τον σύγ­χρο­νον Φεμι­νι­σμόν· που είναι προ­ϊ­όν του απο­στρα­τη­μέ­νου και παρα­παί­ον­τος ανθρώ­που. Ενός Φεμι­νι­σμού που κινεί­ται με κρι­τή­ρια καθα­ρά υλι­στι­κά, που αρνεί­ται τον Θεό και φθά­νει τέλος στην άρνη­ση και αυτού του ανθρώ­που. Ένας φεμι­νι­σμός που αρνεί­ται την χρι­στια­νι­κή ηθι­κή και ζητά να κηρύ­ξει την χει­ρα­φέ­τη­ση από τον Θεό και την ηθι­κή, για να ζήσει αυτόν τον ελευ­θε­ρια­σμόν, είναι κάτι πολύ κακό. Αυτός ο ελευ­θε­ρια­σμός, εξάλ­λου, όχι ελευ­θε­ρία, ελευ­θε­ρια­σμός, όπως λέμε, μια πρό­στυ­χη γυναί­κα, λέμε «λευ­θε­ρί­ων θν», αυτός ο ελευ­θε­ρια­σμός εξάλ­λου θα γεν­νή­σει τον Αντί­χρι­στον. Για­τί λένε οι Πατέ­ρες ότι θα γεν­νη­θεί από πόρ­νη γυναί­κα ο Αντί­χρι­στος. Έτσι, οι αντί­πο­δες, θα λέγα­με, αυτού του φεμι­νι­σμού, και που είναι η αγνό­της, και που είναι η παρ­θε­νία της Θεο­τό­κου, φέρει τον Χρι­στόν εις τον κόσμον.

Γι’αυ­τό είναι ανάγ­κη η χρι­στια­νή γυναί­κα να επα­νεύ­ρει τον αλη­θι­νό της δρό­μο και να μην δέχε­ται θέσεις και επι­δρά­σεις από τον αρνη­τι­κόν φεμι­νι­σμόν. Σ’ αυτό έχει ευθύ­νη και ο άνδρας. Όχι να προ­σφέ­ρει στην γυναί­κα του τσι­γά­ρο, για να μάθει κι αυτή να καπνί­ζει… Τι να λέω, πού να λέω, τα ξέρε­τε. Πρέ­πει να μην δέχε­ται το φεμι­νι­στι­κό κίνη­μα. Αλλά πρέ­πει να παύ­σει ο άνδρας και να κατα­δυ­να­στεύ­ει την γυναί­κα. Αυτός είναι η κεφα­λή. Και η κεφα­λή δεν κατα­δυ­να­στεύ­ει το σώμα. Αλλά το κατευ­θύ­νει, το προ­φυ­λάτ­τει, το αγα­πά και συναλ­γεί μαζί του.

Αγα­πη­τοί, το αιώ­νιο παρά­δειγ­μα είναι μπρο­στά μας: ο Χρι­στός και η Εκκλη­σία· την οποία ως νύμ­φη ο Χρι­στός την αγα­πά και παρέ­δω­κε Εαυ­τόν υπέρ αυτής. Έτσι σήμε­ρα, η τρί­τη Κυρια­κή μετά το Πάσχα, η Εκκλη­σία μας αφιε­ρώ­νει την ημέ­ρα αυτή στις θαυ­μά­σιες εκεί­νες και ανδρεί­ες γυναί­κες, τις Μυρο­φό­ρες. Για να δεί­χνει στις χρι­στια­νές γυναί­κες όλων των αιώ­νων και όλων των επο­χών, την σωστή πορεία της χρι­στια­νής γυναί­κας.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_754.mp3

 

 

Αθαν. Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΟΛΜΗ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ[:Μάρκ.15,43–16,8]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΟΛΜΗ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 14–5‑1989]

(Β215)

Η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου, είναι μία τιμη­τι­κή ανα­φο­ρά στα πρό­σω­πα εκεί­να που διη­κό­νη­σαν εις την ταφήν του Κυρί­ου μας. Γι’αυ­τό και η Κυρια­κή αυτή, δηλα­δή η μετά του Θωμά ή η τρί­τη Κυρια­κή από του Πάσχα, λογα­ρια­σμέ­νου του Πάσχα ως πρώ­τη Κυρια­κή, ονο­μά­ζε­ται «Κυρια­κή των Μυρο­φό­ρων». Είναι αφιε­ρω­μέ­νη εις τα πρό­σω­πα, σας είπα, τιμη­τι­κώς, εκεί­να, που διη­κό­νη­σαν εις την ταφήν του Κυρί­ου. Και αυτά είναι ο ευσχή­μων Ιωσήφ ‑βου­λευ­τής ήτο από Αρι­μα­θαί­ας, «εσχμων» θα πει «άνθρω­πος αξιο­σέ­βα­στος»- ακό­μη ο πλού­σιος Νικό­δη­μος, που στά­θη­κε βοη­θός του Ιωσήφ εις την ταφήν του Κυρί­ου και πολ­λές γυναί­κες, οι οποί­ες είχαν φέρει μύρα, γι’αυ­τό ακρι­βώς και λέγον­ται Μυρο­φό­ρες. Ήταν η Μαρία η Μαγδα­λη­νή, ήταν η Μαρία, η μητέ­ρα του Ιακώ­βου, η Σαλώ­μη, η Ιωάν­να και πολ­λές ακό­μη.

Αλλά ας δού­με πώς μας το διη­γεί­ται το γεγο­νός αυτό ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος, από την σημε­ρι­νήν ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Θα σας πω το ιερόν κεί­με­νο σε μετά­φρα­ση: «Ήταν ημέ­ρα Παρα­σκευή, παρα­μο­νή του Σαβ­βά­του. Όταν σου­ρού­πω­σε, ήλθε ο Ιωσήφ, σεβα­στό μέλος του Συνε­δρί­ου και που κατή­γε­το από την Αρι­μα­θαία, που κι αυτός ανέ­με­νε την Βασι­λεί­αν του Θεού. Αυτός ετόλ­μη­σε και πήγε στον Πιλά­το και του ζήτη­σε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλά­τος από­ρη­σε για τον τόσο σύν­το­μο θάνα­το του Ιησού. Και αφού κάλε­σε τον εκα­τόν­ταρ­χο, ερώ­τη­σε αν ο Ιησούς από ώρα είχε πεθά­νει. Και όταν βεβαιώ­θη­κε από τον εκα­τόν­ταρ­χον, εδώ­ρι­σε στον Ιωσήφ το νεκρό σώμα του Ιησού. Κι εκεί­νος, αφού αγό­ρα­σε ένα σεν­τό­νι και κατέ­βα­σε τον Ιησούν από τον Σταυ­ρό, τον ετύ­λι­ξε με το σεν­τό­νι και τον τοπο­θέ­τη­σε σε μνη­μείο που είχε λαξευ­θεί στον βρά­χο. Κατό­πιν κύλι­σε μία ταφό­πε­τρα και έκλει­σε το άνοιγ­μα του μνη­μεί­ου. Η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η Μαρία, η μητέ­ρα του Ιωσήφ, παρα­κο­λου­θού­σαν πού Τον ετο­πο­θέ­τη­σαν. Και όταν πέρα­σε το Σάβ­βα­το, η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η Μαρία, η μητέ­ρα του Ιακώ­βου και η Σαλώ­μη αγό­ρα­σαν αρώ­μα­τα για να πάνε να αλεί­ψουν το σώμα του Ιησού. Και πολύ πρωί την Κυρια­κήν, μόλις ανέ­τει­λε ο ήλιος, ήλθαν στο μνη­μείο» κ.λπ. κ.λπ.

Σας είπα ένα κύριο τμή­μα της όλη ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής. Θα θέλα­με να μεί­νο­με, απ’ αυτό που σας διά­βα­σα, σε ένα σημεί­ον, το οποί­ον εντυ­πω­σιά­ζει· και το οποί­ον είναι πάρα πολύ χρή­σι­μο για μας. Σας δια­βά­ζω το κεί­με­νο: «λθν ᾿Ιωσφ π ᾿Αρι­μα­θαας, εσχμων βου­λευτς, τολμσας εσλθε πρς Πιλτον κα τσατο τ σμα το ᾿Ιησο». «Ήλθε ο Ιωσήφ, που κατή­γε­το από την Αρι­μα­θαία, ευσχή­μων, αξιο­σέ­βα­στος βου­λευ­τής, και αφού ετόλ­μη­σε, πήγε στον Πιλά­το και εζή­τη­σε το σώμα του Ιησού».

Για­τί άρα­γε ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος, αγα­πη­τοί μου, έγρα­ψε εκεί­νο το «τολ­μή­σας», «αφού ετόλ­μη­σε»; Για να κατα­νο­ή­σο­με αυτό το ρήμα, ότι τόλ­μη­σε ο Ιωσήφ να πάει εις τον Πιλά­τον να ζητή­σει το νεκρό σώμα του Ιησού, αρκεί να δού­με το κλί­μα, θα λέγα­με, των ημε­ρών εκεί­νων, πόσο φορ­τι­σμέ­νο ήτο. Μπο­ρεί ο λαός να αγα­πού­σε τον Ιησούν, αλλά οι άρχον­τες τον φθο­νού­σαν και τον μισού­σαν θανα­σί­μως. Αν κάποιος έδει­χνε μιαν εύνοιαν εις τον Ιησούν, ο οποί­ος ήδη είχε κατα­δι­κα­στεί με την κατη­γο­ρί­αν ότι ήτο πλά­νος και βλά­σφη­μος ‑δεν έλε­γε, κατά τους ισχυ­ρι­σμούς των αρχόν­των, ότι είναι ο κατε­ξο­χήν Υιός του Θεού; Συνε­πώς προ­σέ­βα­λε την πατρώ­αν θρη­σκεί­αν και εξο­μοί­ω­νε τον εαυ­τόν του με τον Θεόν. Πού να εγνώ­ρι­ζαν οι ταλαί­πω­ροι ότι ακρι­βώς Αυτός ο Θεός που τους μιλού­σε στην Παλαιά Δια­θή­κη, Αυτός ήτο!

Αλλά και ακό­μη διό­τι ο Ιησούς εστρέ­φε­το κατά των πολι­τι­κών και στρα­τιω­τι­κών αρχών, όπως τον είχαν κατη­γο­ρή­σει οι άρχον­τες, με το να λέγει ότι είναι βασι­λιάς. Και λέγαν οι κατή­γο­ροί του: «Εκεί­νος που λέγει ότι είναι βασι­λιάς, αντι­λέ­γει εις τον Καί­σα­ρα». Δηλα­δή έρχε­ται με επα­να­στα­τι­κή διά­θε­ση εναν­τί­ον του αυτο­κρά­το­ρος της Ρώμης, αφού βέβαια η Παλαι­στί­νη ήτο κάτω από την ρωμαϊ­κή κατο­χή. Αυτά όλα, τα δύο εγκλή­μα­τα, κατά της πατρώ­ας θρη­σκεί­ας και κατά του αυτο­κρά­το­ρος, εθε­ω­ρούν­το πολύ σημαν­τι­κά και συνε­πώς εκεί­νος ο οποί­ος θα ζητού­σε, έστω και το νεκρό ακό­μη σώμα του Ιησού, έρι­πτε τον εαυ­τό του σε έναν κίν­δυ­νο άνευ προ­η­γου­μέ­νου. Μάλι­στα να πάει εις τον Πιλά­τον και να ζητή­σει ο Ιωσήφ και μάλι­στα ο άνθρω­πος που ήτο σημαν­τι­κής θέσε­ως, ήτο μέλος του Συνε­δρί­ου, δηλα­δή του ανω­τά­του δικα­στη­ρί­ου των Εβραί­ων. Δεν ήτο μικρής σημα­σί­ας αυτό. Για να κατα­λά­βο­με τι θα πει ότι ετόλ­μη­σε ο άνθρω­πος αυτός, ο Ιωσήφ, να πάει να ζητή­σει από τον Πιλά­το το νεκρό σώμα του Κυρί­ου.

Αλλά και οι γυναί­κες δεν βρέ­θη­καν σε λιγό­τε­ρο κίν­δυ­νο, δεί­χνον­τας την συμ­πά­θειά τους προς τον Κύριο. Αρκεί να σας θυμί­σω μια φρά­ση του Ματ­θαί­ου, που λέει ότι όταν εσταυ­ρώ­θη ο Ιησούς, «σαν δ κε κα γυνακες πολ­λα π μακρό­θεν θεω­ροσαι». Έβλε­παν από μακριά. Κον­τά εις τον Σταυ­ρόν μόνο δύο πρό­σω­πα πήγαν. Η Θεο­τό­κος και ο Ιωάν­νης ο Ευαγ­γε­λι­στής. Οι άλλοι μαθη­ταί είχαν εξα­φα­νι­στεί. Ούτε καν από μακριά δεν ήσαν. Οι δε γυναί­κες αυτές ήσαν μακριά. Για­τί; Σας είπα. Ήταν τόλ­μη να πλη­σιά­σεις κάποιον που ήδη ήταν στη δυσμέ­νεια των αρχόν­των και ας πού­με, για μια στιγ­μή, και του λαού.

Αυτές οι γυναί­κες όταν απε­φά­σι­σαν να επι­σκε­φθούν το μνη­μεί­ον, βεβαί­ως αγνο­ού­σαν ότι το μνη­μεί­ον εφρου­ρεί­το από Ρωμαί­ους στρα­τιώ­τες και είχαν πάει πολύ πρωί, ακρι­βώς για να απο­φύ­γουν τα μάτια των πολ­λών. Να μην τις δουν. Ήθε­λαν, αλλά εφο­βούν­το για μια στιγ­μή, να μην τις δουν.

Κάτω, λοι­πόν, από αυτές τις συν­θή­κες, επα­να­λαμ­βά­νω, έγρα­ψε ο Ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος το ρήμα «τολ­μώ». Ότι ετόλ­μη­σαν. Αυτή, όμως, η τόλ­μη είναι σπου­δαία. Και συνε­πώς είναι ζητη­τέα. Δηλα­δή πρέ­πει να την ανα­ζη­τή­σο­με και για τον εαυ­τόν μας.

Τι είναι η τόλ­μη; Τόλ­μη είναι το θάρ­ρος, είναι η αφο­βία, είναι το ρίψι­μο εις τον κίν­δυ­νον. Και αν μεν η τόλ­μη είναι επί αγα­θών πραγ­μά­των, τότε είναι αξιο­θαύ­μα­στη και αξιέ­παι­νη. Αν, όμως, η τόλ­μη αυτή είναι επί κακών πραγ­μά­των, τότε είναι άμυα­λη και συνε­πώς κατα­κρι­τέα. Πολύ θα επι­θυ­μού­σα να προ­σέ­ξο­με και τις δύο αυτές θέσεις της τόλ­μης. Την κακήν τόλ­μην και την καλήν τόλ­μην. Για να έχο­με, όμως, μία καλή εικό­να και από τις δυο, ας δού­με πρώ­τα την ασύ­νε­τη εκεί­νη τόλ­μη, να την δού­με λίγο κον­τά, όπως του­λά­χι­στον η Αγία Γρα­φή μάς την παρου­σιά­ζει.

Άμυα­λα τολ­μη­ρός, άμυα­λα τολ­μη­ρός στά­θη­κε ο Αδάμ και η Εύα. Ήτο πραγ­μα­τι­κά μία ανόη­τη τόλ­μη, να φύγουν από την υπα­κοή του Θεού και να βρε­θούν εις την παρά­τα­ξη του σατα­νά και να τηρή­σουν την εντο­λή του σατα­νά και όχι την εντο­λή του Θεού. Αυτό βέβαια, επει­δή ήταν μία τόλ­μη άμυα­λη, ανόη­τη, εγκλη­μα­τι­κή, γι’αυ­τό και εκό­στι­σε πάρα πολύ εις τον Αδάμ και την Εύα, τους πρω­το­πλά­στους, με τις γνω­στές συνέ­πειες, προ­παν­τός με την συνέ­πεια του θανά­του· και του πνευ­μα­τι­κού και του λεγο­μέ­νου «βιο­λο­γι­κού θανά­του». Αυτή η τόλ­μη τους στά­θη­κε, θα λέγα­με, ταυ­τό­ση­μη με την θρα­σύ­τη­τα, την αναί­δεια και την προ­πέ­τεια. Και μια απε­ρί­σκε­πτη και αλό­γι­στη τόλ­μη, λογα­ριά­ζε­ται σαν μία αυτο­κτο­νία. Πράγ­μα­τι οι πρω­τό­πλα­στοι σαν να ηυτο­κτό­νη­σαν. Η «Σοφία Σει­ράχ» μας ειδο­ποιεί και μας λέγει: «Μετ τολ­μη­ρο μ πορεύ­ου ν δ, να μ βαρή­νη­ται κατά σου. Ατς γρ κατ τ θέλη­μα ατο ποι­ή­σει, κα τ φρο­σύν ατο συνα­πολ». Δηλα­δή: «Με απε­ρί­σκε­πτα ριψο­κίν­δυ­νον άνθρω­πον, μην περ­πα­τάς στον δρό­μο σου, μην πολι­τεύ­ε­σαι μαζί του· για να μην πέσει πάνω σου το βάρος της αλο­γί­στου τόλ­μης του. Για­τί θα κάνει ό,τι θέλει και τότε θα χαθείς μαζί με την αμυα­λο­σύ­νη του και την κακο­κε­φα­λιά του».

Και δυστυ­χώς, αγα­πη­τοί μου, οι τέτοιοι τολ­μη­ροί ανή­κουν σε κάθε επο­χή, βέβαια και στην επο­χή μας. Τέτοιον τολ­μη­ρό τον χαρα­κτη­ρί­ζει ο τυχο­διω­κτι­σμός. Αυτόν που κυνη­γά την τύχη του. Ζει τυχο­διω­κτι­κά. Βλέ­πε­τε, οι τύποι αυτοί προ­τεί­νουν μεγα­λε­πή­βο­λα σχέ­δια, επι­κίν­δυ­να σχέ­δια, πολ­λές φορές, ιδί­ως εις τον χώρον της οικο­νο­μί­ας. Σου ζητούν από σένα τα χρή­μα­τα, τα οποία κιν­δυ­νεύ­εις να χάσεις, για­τί έχουν σκο­πούς να φτιά­ξουν…, να κάνουν…, αλλά είναι απε­ρί­σκε­πτοι άνθρω­ποι, είναι άμυα­λοι άνθρω­ποι. Δεν έχουν τόλ­μη που ξεκι­νά από την σύνε­ση. Έτσι, κυνη­γά­νε τα μεγά­λα κέρ­δη. Όταν κυνη­γάς τα μεγά­λα κέρ­δη, δεν είσαι τυχο-διώ­κτης; Δεν κυνη­γάς την τύχη; Όταν μάλι­στα ξοδεύ­εις τα λεφτά σου απα­νω­τά, για να παίρ­νεις λαχεία, δεν είσαι… ‑τι είναι το λαχείο, τύχη δεν είναι;- δεν είσαι τυχο-διώ­κτης; Ακό­μη, για να βγά­λουν χρή­μα­τα οι άνθρω­ποι αυτοί, δεν δια­κι­νούν παρά­τολ­μα, εννο­εί­ται πάν­το­τε, ναρ­κω­τι­κά; Ζητά­νε εύκο­λα να πλου­τί­σουν ακό­μη με κρυμ­μέ­νους τυχόν θησαυ­ρούς. Έμα­θαν ότι εκεί είναι θαμ­μέ­νοι θησαυ­ροί… ‚εκεί δε αλλη­λο­σκο­τώ­νον­ται πολ­λές φορές…

Ακό­μη, ο άνθρω­πος ο οποί­ος είναι τολ­μη­ρός, αλό­γι­στα όμως, δεν διστά­ζει να κάνει και μία κλο­πή και μία ληστεία. Ένας άνθρω­πος ο οποί­ος έχει μυα­λό, θα έκα­νε ποτέ μια κλο­πή ή μία ληστεία; Ακό­μη, θα τον δεί­τε να είναι έτοι­μος, σε μία πρό­τα­ση απα­γω­γής, σε μία πορ­νεία και σε μια μοι­χεία. Άνθρω­πε, πώς μπαί­νεις στο ξένο σπί­τι; Πώς μπαί­νεις μέσα στην τιμή την οικο­γε­νεια­κή του πλη­σί­ον σου; Τολ­μάς; Τολ­μάς; Δεν κατα­λα­βαί­νεις τι συνέ­πειες μπο­ρεί να έχει αυτό; Αλλά είσαι τολ­μη­ρός και καυ­χιέ­σαι γι’αυ­τό, αλλά είσαι ασύ­νε­τα τολ­μη­ρός, άμυα­λος και κακο­κέ­φα­λος. Γι΄αυτό τα κίνη­τρα κυρί­ως του τολ­μη­ρού, που έχει αυτήν την κακήν τόλ­μην, δεν είναι παρά η εγω­πά­θεια και η κενο­δο­ξία. Έστω κι αν καμιά φορά προ­βάλ­λει και κάποιους τυχόν τυχόν αγα­θούς σκο­πούς.

Αυτός ο τολ­μη­ρός λέγε­ται «τολ­μη­τί­ας» και δεν έχει καμία σχέ­ση με εκεί­νον που έχει μία συνε­τή, τολ­μη­ρή, συνε­τή πρω­το­βου­λία. Μας θυμί­ζει εκεί­νο το της παρα­βο­λής του μεγά­λου Δεί­πνου, που κάποιος ‑πάνω στον εκκλη­σια­στι­κό χώρο αυτό- που μπή­κε μέσα στους βασι­λι­κούς γάμους του υιού του βασι­λέ­ως, που δεν είναι παρά ο Μυστι­κός Δεί­πνος, το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού που παρα­τί­θε­ται, μπή­κε μέσα «μ χων νδυ­μα γάμου», μας λέει η παρα­βο­λή. Δεν είχε ένδυ­μα γάμου. Και πάει ο βασι­λιάς, ο πατέ­ρας του υιού του βασι­λέ­ως, του λέει: «ταρε(:Φίλε), πς εσλθες δε μ χων νδυ­μα γάμου;». «Πώς ετόλ­μη­σες και μπή­κες εδώ μέσα, μη έχων ένδυ­μα γάμου;». Και ξέρε­τε ποιο είναι το ένδυ­μα του γάμου. Η προ­ε­τοι­μα­σία για την Θεία Κοι­νω­νία. Δηλα­δή «πώς τόλ­μη­σες», να το πού­με με λόγια από την πρά­ξη, «πώς τόλ­μη­σες να κοι­νω­νή­σεις; Αφού δεν είσαι έτοι­μος. Πώς τόλ­μη­σες; Είσαι τολ­μη­τί­ας». Είναι η κακή αυτή, θα λέγα­με, τόλ­μη. Μάλι­στα, λέγει εκεί στην παρα­βο­λή: « δ φιμώ­θη». «Το βού­λω­σε». «φιμώ­θη». Για­τί; Δεν είχε τίπο­τα να πει. Κι αυτό δεί­χνει ακρι­βώς την επι­κίν­δυ­νη περι­πέ­τειά του. Να μπει μέσα στο δεί­πνο, στο βασι­λι­κό τρα­πέ­ζι, χωρίς να έχει το ένδυ­μα του γάμου. Αλλά, όπως λέγει πάλι η Σοφία Σει­ράχ: «Καί ψυχή τολ­μη­ρά ξαρ­θή­σε­ται». Δηλα­δή: «Θα χαθεί μία τέτοια ψυχή η οποία κάνει παρά­τολ­μες πρά­ξεις, άμυα­λες και ασύ­νε­τες».

Θα ήθε­λα να σας θύμι­ζα ακό­μη από τις παρα­βο­λές, δύο παρα­βο­λές είναι του Κυρί­ου, του οικο­δό­μου του πύρ­γου. «Κάποιος», λέει, «άρχι­σε, έβα­λε θεμέ­λια, να κτί­σει πύρ­γον ολό­κλη­ρον». «Μ χον­τος δ ατο», «δεν είχε χρή­μα­τα να ολο­κλη­ρώ­σει το έργον, το άφη­σε μισο­τε­λειω­μέ­νο». Τόλ­μη­σες; Δεν κάθι­σες να λογα­ριά­σεις; «Δεν κάθι­σε», λέει, να ψηφί­σει την δαπά­νην». Να λογα­ριά­σει την δαπά­νη. Πού πας, άνθρω­πε; Τι τολ­μάς; Εκεί­να που είναι πάνω από τις δυνά­μεις σου;

Ή του εκστρα­τεύ­ον­τος βασι­λέ­ως την παρα­βο­λή· ο οποί­ος εκστρα­τεύ­ει εναν­τί­ον του άλλου βασι­λέ­ως, ενώ δεν έχει δυνά­μεις. Πού πας, άνθρω­πε; Τι πας να κάνεις;

Τι είναι, λοι­πόν, τόλ­μη; Αυτή είναι η κακή, που είπα­με. Είναι όμως και η αγα­θή. Λέγει ο Πίν­δα­ρος (η τόλ­μη λέγε­ται και «τόλ­μα»): «Τόλ­μα καλόν». Είναι το θάρ­ρος για καλές και γεν­ναί­ες πρά­ξεις. Είναι το θάρ­ρος που παίρ­νει ο τολ­μη­ρός να επι­χει­ρή­σει να υπο­μεί­νει κάτι το φοβε­ρό ή το δύσκο­λο. Αυτό έκα­νε ο Ιωσήφ. Αυτό έκα­νε και ο Νικό­δη­μος. Αυτό έκα­ναν και οι γυναί­κες αυτές οι Μυρο­φό­ρες. Τόλ­μη έδει­ξαν, αλλά επί αγα­θού πράγ­μα­τος. Δεν ήσαν άμυα­λοι όλοι αυτοί που ξεκί­νη­σαν γι’ αυτήν την … προ­σέξ­τε- κηδεία του Ιησού. «Κηδεία» θα πει φρον­τί­δα για την ταφή Του. Κι αυτή η τόλ­μη, στά­θη­κε γι’ αυτούς, αυτά τα πρό­σω­πα που σήμε­ρα τιμού­με στην Εκκλη­σία, αιώ­νιον μνη­μό­συ­νον. Και εδώ εις την γην αλλά και εις τον ουρα­νόν.

Και ότι η τόλ­μη αυτή, θα λέγα­με, η υπέρ­βα­ση του φόβου, ξεπερ­νάς τον φόβο σου, δεν είναι μόνον σε κάποια έκτα­κτα περι­στα­τι­κά της ζωής, αλλά είναι – προ­σέξ­τε αυτό το σημείο- η ανά­λη­ψις τρό­που ζωής. Δηλα­δή να ανα­λά­βεις έναν τρό­πον ζωής, που αυτός ο τρό­πος της ζωής, συγ­κε­κρι­μέ­να ο χρι­στια­νι­κός τρό­πος της ζωής είναι μία ειρω­νεία αβά­στα­κτη, όταν οι άλλοι σε ειρω­νεύ­ον­ται. Είναι, ακό­μη, ένας κίν­δυ­νος να γίνεις απο­συ­νά­γω­γος, εν ευρεία εννοία. Ίσως να μην προ­α­χθείς στη θέση σου, ίσως να μην μπεις στους κοι­νω­νι­κούς κύκλους, ακό­μη να διω­χθείς, ακό­μη και να μαρ­τυ­ρή­σεις. Δεν είναι ακίν­δυ­νο. Στην δύσκο­λη, ιδί­ως, επο­χή μας, το να είσαι Χρι­στια­νός ‑να είσαι όμως Χρι­στια­νός- αυτό είναι μία τόλ­μη. Σήμε­ρα, ένας νέος και μια νέα, για να επι­χει­ρή­σουν να μεί­νουν μέσα στην εγκρά­τεια και την παρ­θε­νί­αν, το ακού­σα­τε; Παρ­θε­νί­αν, όχι για το κορί­τσι μόνο, και για το αγό­ρι, ακού­σα­τε; Είναι μία τόλ­μη! Είναι μία μεγά­λη τόλ­μη, όχι για­τί θα μπο­ρού­σαν οι άλλοι να κοροϊ­δεύ­ουν αλλά για­τί θα έπρε­πε να αντέ­ξουν εις τον ισχυ­ρόν πει­ρα­σμόν της επο­χής. Διό­τι ανα­λαμ­βά­νει το βάρος, με τόλ­μη πάν­το­τε, αυτής ακρι­βώς της εν παρ­θε­νία, της εγκρα­τούς ζωής.

Γενι­κό­τε­ρα θα λέγα­με, για να φέρεις το όνο­μα «Χρι­στια­νός» με συνέ­πεια, χρειά­ζε­ται τόλ­μη. Και για να γίνε­σαι ομο­λο­γη­τής Χρι­στού απαι­τεί­ται τόλ­μη. Σας θυμί­ζω από την Ιερά Ιστο­ρία, από την Παλαιά Δια­θή­κη κυρί­ως, τους τρεις Παί­δας, που τόλ­μη­σαν να μην κάμ­ψουν γόνυ στη χρυ­σή εικό­να του Μαρ­δούχ, του πολιού­χου της Βαβυ­λώ­νος. Και τότε εθύ­μω­σε ο Ναβου­χο­δο­νό­σορ, διό­τι αυτό ήταν μία τόλ­μη και τους πέτα­ξε μέσα στα επτα­πλά­σια πυρω­μέ­νο καμί­νι. Δηλα­δή φοβε­ρά πυρω­μέ­νο καμί­νι. Και ήλθε ο Κύριος και τους έσω­σε. Δεν κάη­καν παρά μόνον τα σχοι­νιά που ήσαν δεμέ­να τα χέρια τους και τα πόδια τους. Ούτε η στο­λή τους δεν εκά­η­κε μέσα σε εκεί­νο το πυρω­μέ­νο καμί­νι.

Μόνο, πρέ­πει να σας πω, ότι πριν από αυτό είχαν δεί­ξει μίαν άλλην τόλ­μην. Ήσαν αιχ­μά­λω­τοι, ήσαν πανέ­ξυ­πνοι. Είχαν κατα­λά­βει σπου­δαί­ες θέσεις. Είχαν εκπαι­δευ­τεί μέσα στα ανά­κτο­ρα του Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρος. Και κατ’ εντο­λή του έπρε­πε να τρώ­γουν από το βασι­λι­κό τρα­πέ­ζι. Ό,τι έτρω­γε ο βασι­λιάς, έπρε­πε να τρώ­γουν κι αυτοί. Ναι, αλλά τα παρα­τι­θέ­με­να κρέ­α­τα, πρώ­τον ήσαν ειδω­λό­θυ­τα, θυσια­σμέ­να στα είδω­λα και δεύ­τε­ρον, ήσαν και κρέ­α­τα που απη­γο­ρεύ­ε­το να φαγω­θούν από τον νόμο. Όπως φερει­πείν το χοι­ρι­νό κρέ­ας. Και πηγαί­νουν και λέγουν στον μάγει­ρα… ο οποί­ος μάγει­ρας ήτα­νε σύμ­βου­λος του βασι­λιά: «Σε παρα­κα­λού­με δώσε μας όσπρια». Επί μονί­μου βάσε­ως νηστεία. Το ακού­σα­τε; «Α, δεν μπο­ρώ», λέει, «διό­τι αν αδυ­να­τί­σε­τε, τι λόγο θα δώσω στον βασι­λιά;». «Δοκί­μα­σε δέκα μέρες και αν αδυ­να­τί­σου­με, τότε να μας δώσεις να φάμε». Και, αγα­πη­τοί μου, όχι μόνον δεν αδυ­νά­τι­σαν, αλλά ήσαν ακμαιό­τα­τοι. Και κάτι ακό­μη. Όταν ήρθε ο και­ρός των εξε­τά­σε­ων, τους έδιω­ξε όλους τους άλλους ο Ναβου­χο­δο­νό­σορ, διό­τι όταν έχεις ευη­με­ρία, τρως και πίνεις καλά, το μυα­λό δεν είναι λεπτό. Γι’αυ­τό λέγαν οι αρχαί­οι ότι «Γαστέ­ρα παχιά ‑δηλα­δή τρως, τρως, τρως…- δεν απερ­γά­ζε­ται νουν λεπτόν». Τους έδιω­ξε όλους και κρά­τη­σε αυτούς τους τρεις μόνον. Πριν, λοι­πόν, κατέ­βη ο άγγε­λος και τους σώσει μέσα στο καμί­νι, κι αυτός ο άγγε­λος ήταν ο μετέ­πει­τα Εναν­θρω­πή­σας Ιησούς Χρι­στός, ο Θεός Λόγος, και τους έσω­σε, προ­η­γου­μέ­νως είχαν τηρή­σει τις εντο­λές του Θεού, που ομι­λού­σαν για το θέμα των φαγη­τών, τι έπρε­πε να τρώ­νε.

Ακό­μα, ο Δανι­ήλ απε­τόλ­μη­σε να κάνει προ­σευ­χή από το ανοι­χτό παρά­θυ­ρο του δωμα­τί­ου του, κι αυτό του κόστι­σε να τον ρίξουν στον λάκ­κο των λεόν­των. Και τον έσω­σε και εκεί ο Θεός, αδρα­νο­ποιών­τας τους λέον­τας.

Ακό­μη, σας θυμί­ζω την Εσθήρ. Προ­κει­μέ­νου να απο­τρέ­ψει εκεί­νο το βασι­λι­κό διά­ταγ­μα του Αρτα­ξέρ­ξου, είπε, ως βασί­λισ­σα που ήτο, αλλά ήταν πολύ περιο­ρι­σμέ­νες οι δικαιο­δο­σί­ες της βασι­λίσ­σης, επρό­τει­νε την τιμω­ρία του Αμάν, είναι ολό­κλη­ρη ιστο­ρία, δεν σας την λέγω παρά μόνον έναν υπαι­νιγ­μό κάνω.

Αλλά σε τόλ­μη υπε­ρέ­βα­λε τους πάν­τας η Ιου­δήθ. Κυκλώ­θη­κε η πόλη της από τους Βαβυ­λω­νί­ους, με στρα­τη­γόν τον Ολο­φέρ­νην. Κατά­φε­ρε και μπή­κε μέσα εις το στρα­τό­πε­δο των εχθρών της πατρί­δος της και του πήρε το κεφά­λι! Τ’ ακού­τε; Η ίδια λέγει, στο βιβλίο της εκεί, έφυ­γαν δε πανι­κό­βλη­τοι οι Βαβυ­λώ­νιοι και γλύ­τω­σαν οι Εβραί­οι. Και λέγει η ίδια: «φρι­ξαν Πέρ­σαι τήν τόλ­μαν ατς, κα Μδοι τ θρά­σος ατς ρρά­χθη­σαν». Δηλα­δή «Έφρι­ξαν», λέγει, «οι Πέρ­σες για την τόλ­μη της, οι δε Μήδοι, αυτοί», λέγει, συνε­τρί­βη­σαν όταν έμα­θαν το γεγο­νός». Ολό­κλη­ρος στρα­τη­γός, που απει­λού­σε τους πάν­τας και τα πάν­τα, του πήρε το κεφά­λι στα γρή­γο­ρα μια γυναί­κα! Τόλ­μη φοβε­ρή. Με την ευκαι­ρία, δια­βά­στε, σας παρα­κα­λώ, το βιβλίο «ουδήθ» στην Παλαιά Δια­θή­κη. Είναι ωραιό­τα­τη ιστο­ρία.

Θέλε­τε να συνε­χί­σο­με; Και ο Τωβίτ πέρα­σε τα πάν­δει­να για­τί έθα­ψε τους νεκρούς, που τους τιμω­ρού­σαν οι Ασσύ­ριοι και τους πετού­σαν έξω από το τεί­χος για να τους φάνε οι λύκοι και τα κορά­κια. Αυτό του κόστι­σε. Αλλά πήρε την ευλο­γία του Θεού.

Τόλ­μη έδει­ξαν και τα επτά παι­διά της Σολο­μο­νής, οι επτά Μακ­κα­βαί­οι, προ­παν­τός, όμως, η μητέ­ρα τους. Μέχρι τους μάρ­τυ­ρες όλων των αιώ­νων και όλων των επο­χών, εκεί συναν­τού­με την τόλ­μη. Ιδιαί­τε­ρα δε σε εκεί­νους, οι οποί­οι δέχτη­καν την μου­σουλ­μα­νι­κή περι­το­μή, όπως είναι ο άγιος Γεδε­ών ο καθ’ ημάς, όπως είναι ο άγιος Κων­σταν­τί­νος ο Υδραί­ος και πήγαν και είπαν: «Αρνού­μαι αυτό το οποίο σεις μου κάνα­τε, την περι­το­μή, δηλα­δή, την μου­σουλ­μα­νι­κή. Εγώ πιστεύω εις τον Χρι­στό μου». Με απο­τέ­λε­σμα το μαρ­τύ­ριο.

Αγα­πη­τοί μου, η εχέ­φρων τόλ­μη, η μυα­λω­μέ­νη τόλ­μη, είναι ένα χάρι­σμα. Είναι μια αρε­τή. Εκεί­νο που την ατσα­λώ­νει είναι η πίστις. Όπως λέγει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Πίστει φρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, σβε­σαν δύνα­μιν πυρός». Και υπαι­νίσ­σε­ται εδώ τους τρεις Παί­δας και τον Δανι­ήλ. Αλλά και η αγά­πη στέ­κε­ται κίνη­τρον της τόλ­μης. Να πω… τι να πω; Ο Ιωσήφ, ο Νικό­δη­μος, οι Μυρο­φό­ρες, αυτές, γυναί­κες, από αγά­πη επή­γαν να κηδεύ­σουν το σώμα του Ιησού Χρι­στού, για να μην το φάνε τα κορά­κια επά­νω εις τον Σταυ­ρόν. Πετού­σαν τα σώμα­τα να τα φάνε τα κορά­κια και τα αγρί­μια… Για­τί αγα­πού­σαν τον Κύριον. Και επε­χεί­ρη­σαν αυτό το τόλ­μη­μα. Όπως γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος: « γάπη ο ζητε τά αυτς ‑Δεν με νοιά­ζει τι θα γίνω εγώ. Αρκεί να κάνω αυτό που αγαπώ‑, πάν­τα πομέ­νει». Είναι κατα­πλη­κτι­κό! Και η τόλ­μη δεν είναι μία αρε­τή περι­στα­τι­κή. Αλλά χρειά­ζε­ται μια τόλ­μη στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Για να απο­δώ­σεις το δίκαιον θέλει τόλ­μη. Όταν μάλι­στα το περι­βάλ­λον σου δια­στρε­βλώ­νει το δίκαιον. Για να απο­δώ­σεις την αλή­θειαν, θέλει τόλ­μη. Για­τί το περι­βάλ­λον δια­στρέ­φει την αλή­θειαν. Στην επο­χή μας, μάλι­στα, χρειά­ζε­ται κάθε στιγ­μή αυτή η τόλ­μη, για να ζήσεις όντως χρι­στια­νι­κά, αντί­θε­τα εις το κοι­νόν ρεύ­μα.

Τόλ­μη χρειάζεται,ακόμη να απο­κα­λύ­πτεις και το αλη­θι­νόν πρό­σω­πον της επο­χής σου. Αυτό που είναι η επο­χή σου. Και η τόλ­μη, είπα­με, είναι δώρον του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ο γρ δωκεν μν Θες πνεμα δει­λί­ας, λλ δυνά­με­ως κα γάπης κα σωφρο­νι­σμο». Μόνον η τόλ­μη πρέ­πει να ξεκι­νά, μην το ξεχνού­με, από την φρό­νη­σιν, από την πίστη, από την αγά­πη και από την αλή­θεια. Όχι από τίπο­τε άλλο. Τότε είναι η τόλ­μη αρε­τή και επαι­νε­τή.

Αγα­πη­τοί μου, ο Ιωσήφ ο ευσχή­μων, ο Νικό­δη­μος, οι Μυρο­φό­ρες γυναί­κες, είναι τα σύμ­βο­λα αυτής της αγί­ας τόλ­μης.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_436.mp3





Αθαν. Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΑΦΗ Η΄ ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ;)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ[:Μάρκ.15,43–16,8]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΑΦΗ Η΄ ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 28–4‑1996]

(Β334)

Προς τιμήν όλων εκεί­νων των προ­σώ­πων, ανδρών και γυναι­κών, που συνε­τέ­λε­σαν στην φρον­τί­δα του νεκρού σώμα­τος του Χρι­στού, είναι αφιε­ρω­μέ­νη τού­τη η Κυρια­κή, αγα­πη­τοί μου. Και ονο­μά­ζε­ται Κυρια­κή των Μυρο­φό­ρων. Όπως της Μαρί­ας της Μαγδα­λη­νής, της Μαρί­ας του Ιωσή, της Μαρί­ας του Ιακώ­βου και άλλων γυναι­κών, αλλά και ανδρών, όπως ο Ιωσήφ ο από Αρι­μα­θαί­ας, και μάλι­στα ευσχή­μων βου­λευ­τής και ο Νικό­δη­μος, ένας πλού­σιος άνθρω­πος, που είχε εν και­ρώ νυκτός επι­σκε­φθεί τον Κύριον και τον ερώ­τη­σε πώς μπο­ρεί να ανα­γεν­νη­θεί ο άνθρω­πος. Αυτοί που απε­κα­θή­λω­σαν το σώμα του Ιησού και το ενε­τα­φί­α­σαν.

Μάλι­στα δια τον Ιωσήφ, μας πλη­ρο­φο­ρεί ο Μάρ­κος ο Ευαγ­γε­λι­στής ότι: «Τολ­μή­σας εσλθε πρς Πιλτον κα τήσα­το τ σμα το ησοῦ». Προ­σέξ­τε. Ήτο βου­λευ­τής. Και ήτο εσχή­μων. Ήταν σπου­δαί­ος, σοβα­ρός άνθρω­πος. Το να ζητή­σεις δε εσύ, ο βου­λευ­τής, το σώμα ενός κατα­δί­κου από τον Ρωμαί­ον διοι­κη­τή ήταν πράγ­μα­τι θέμα τόλ­μης. Γι’αυ­τό λέγει εδώ ο Μάρ­κος: «Τολ­μή­σας εσλθε πρς Πιλτον κα τήσα­το», «και εζή­τη­σε το σώμα του Ιησού». Και αφού εκεί­νος του το παρε­χώ­ρη­σε, λέγει στη συνέ­χεια: «Κα γορά­σας σιν­δό­να κα καθελν ατν (:αγό­ρα­σε και­νού­ριο σεν­τό­νι, Τον απο­κα­θή­λω­σε, τον ξεκάρ­φω­σε από τον Σταυ­ρόν) νεί­λη­σε τ σιν­δό­νι (:τον τύλι­ξε με το σεν­τό­νι) κα κατέ­θη­κεν ατν ν τ μνη­μεί (:τον έβα­λε… προ­σέξ­τε ενάρ­θρως: ν τ μνη­μεί· ήταν δικό του), ν λελα­το­μη­μέ­νον κ πέτρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λίθον π τν θύραν το μνη­μεί­ου». Ήταν οικο­γε­νεια­κός τάφος, στον οποί­ον όμως, όπως μας λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, κανείς ποτέ δεν είχε εκεί εντα­φια­στεί. Ήταν και­νού­ριος τάφος.

Η πρά­ξις αυτή των δύο αντρών, όπως και των Μυρο­φό­ρων γυναι­κών, θεω­ρεί­ται πρά­ξις τιμής και σεβα­σμού προς το νεκρό σώμα του Ιησού, αλλά και προς πάν­τα άλλον νεκρόν άνθρω­πον.

Στις μέρες μας όμως ανα­κι­νεί­ται το θέμα και θα το έχε­τε ασφα­λώς ακού­σει, το θέμα αν πρέ­πει να υπάρ­χει η ταφή ή η καύ­σις των νεκρών. Θα το έχε­τε σίγου­ρα ακού­σει. Δεν είναι δε η πρώ­τη φορά που το θέμα αυτό ανα­κι­νεί­ται. Αλλά και αυτές τις μέρες πάλι ανα­κι­νεί­ται. Ωστό­σο η Ιστο­ρία και το παρελ­θόν θα μας βοη­θή­σουν, με την ευκαι­ρία της ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής, να απαν­τή­σο­με.

Η ταφή των νεκρών, δηλα­δή στη γη, σκά­βο­με έναν λάκ­κο και θάπτο­με το νεκρό σώμα, αυτό λέγε­ται ταφή, η ταφή των νεκρών είναι η πρώ­τη και αρχαιο­τά­τη πρά­ξις της ανθρω­πό­τη­τος. Σε όλα τα γεω­γρα­φι­κά μήκη και πλά­τη. Όλων των επο­χών ευρέ­θη­σαν τάφοι με σκε­λε­τούς ανθρώ­πους. Δηλα­δή εγί­νε­το ταφή. Και πολι­τι­σμέ­νοι και απο­λί­τι­στοι λαοί εχρη­σι­μο­ποί­ουν την ταφήν. Όπως οι Σκύ­θοι — ήτα­νε άγριοι άνθρω­ποι, βορεί­ως της Ελλά­δος- οι Σκύ­θοι, οι αρχαί­οι Σλά­βοι, οι Ινδοί, οι Πέρ­σαι, οι Έλλη­νες, οι Ασσύ­ριοι, οι Αιγύ­πτιοι και βέβαια οι Ιου­δαί­οι. Όλοι αυτοί χρη­σι­μο­ποιού­σαν την ταφήν. Εξάλ­λου έχο­με την μαρ­τυ­ρία των ταφι­κών μνη­μεί­ων. Εκ των οποί­ων τα σπου­δαιό­τε­ρα είναι τα ταφι­κά μνη­μεία της Αιγύ­πτου, οι γνω­στές μας πυρα­μί­δες. Κάτω από την κάθε πυρα­μί­δα υπήρ­χε ένας τάφος. Εννο­εί­ται βασι­λι­κός.

Και θεω­ρεί­το πολύ μεγά­λη προ­σβο­λή του νεκρού αν έμε­νε άτα­φος. Ας θυμη­θού­με εδώ στην πατρί­δα μας την Ελλά­δα, ας θυμη­θού­με την πρά­ξη της Αντι­γό­νης, όπως ο Σοφο­κλής μας δια­σώ­ζει την υπό­θε­ση σε ένα θεα­τρι­κό του έργο, παρά την απα­γό­ρευ­ση να μην ταφεί ένας αδελ­φός της που θεω­ρή­θη­κε ότι ήτο ο επα­να­στά­της κατά του θεί­ου, του Κρέ­ον­τος δηλα­δή, εκεί­νη πήγε να θάψει τον αδελ­φό της. Και όταν συνε­λή­φθη είπε ότι πρέ­πει κανείς μάλ­λον να προ­σέ­χει στους θεί­ους νόμους παρά εις τους ανθρω­πί­νους. Και είχε δια­τα­χθεί από τον Κρέ­ον­τα να μην ταφεί ο αδελ­φός της Αντι­γό­νης μόνο και μόνο για να προ­σβλη­θεί. Σας είπα, εθε­ω­ρεί­το μεγά­λη προ­σβο­λή το να μεί­νει ένα σώμα άτα­φο.

Ακό­μη θυμη­θεί­τε μια ναυ­μα­χία που είχαν κάνει οι Αθη­ναί­οι και δεν περι­συ­νέ­λε­ξαν οι αξιω­μα­τι­κοί τους ανθρώ­πους που επνί­γη­καν στην θάλασ­σα, δέκα στρα­τη­γοί, και κατε­δι­κά­σθη­σαν εις θάνα­τον δια την ασέ­βειαν που έδει­ξαν, το να μην περι­συλ­λε­γούν οι ναυα­γοί. Πάν­τως το θέμα είναι ότι άτα­φος έμε­νε μόνον εκεί­νος που είχε πρά­ξει αντι­κοι­νω­νι­κές πρά­ξεις. Ακρι­βώς δια να δια­πομ­πευ­θεί, για τιμω­ρία του. Μάλι­στα βρί­σκο­με την περί­πτω­ση στο Λευι­τι­κό, στο 20ό κεφά­λαιο, 14ος στί­χος, εάν κάποιος άνθρω­πος έκα­νε μία πολύ σοβα­ρή σαρ­κι­κή αμαρ­τία, δηλα­δή συγ­κε­κρι­μέ­να εάν είχε, συνήρ­χε­το και με την γυναί­κα του και με την μητέ­ρα της γυναί­κας του, την πεθε­ρά του, η ποι­νή ήταν να καεί. Καύ­σις. Μάλι­στα με μία διά­κρι­ση. Όχι να φονευ­θεί και να καεί. Να καεί ζων­τα­νός. Πάν­τως καύ­σις.

Στην Ελλά­δα ήταν γνω­στή μόνον η ταφή. Δηλα­δή έθα­πτον τους νεκρούς. Αργό­τε­ρα όμως, μετά από την κάθο­δο των Δωριέ­ων εδώ στον ελλα­δι­κό μας χώρο, κάπου στα 1100 π.Χ. όταν τελεί­ω­νε πια η Μυκη­ναϊ­κή επο­χή, τότε αυτοί, οι Δωριείς, χρη­σι­μο­ποιούν και την ταφήν και την καύ­σιν. Έκτο­τε εδώ στην Ελλά­δα έχο­με και τους δύο αυτούς τρό­πους· και της ταφής και της καύ­σε­ως. Η καύ­σις δε είναι γνω­στή εις τον Όμη­ρο που έζη­σε τον 8ον αιώ­να προ Χρι­στού.

Στον χρι­στια­νι­κόν όμως κόσμον ουδέ­πο­τε έγι­νε δια­νο­η­τή η καύ­σις των νεκρών. Ουδέ­πο­τε.Όπως και εις τους Εβραί­ους, απ΄ όπου και παρε­λά­βα­μεν την συνή­θειαν αυτήν. Γι’αυ­τό ο Ιησούς δεν καί­γε­ται, αλλά θάπτε­ται. Μάλι­στα όταν η Μαρία η αδελ­φή του Λαζά­ρου, ευγνω­μο­νού­σα δια την ανά­στα­σιν του αδελ­φού της του Λαζά­ρου, αγό­ρα­σε μεγά­λη ποσό­τη­τα μύρου και ήλθε και άλει­ψε τα πόδια του Ιησού Χρι­στού. Κάπου εκεί ο Ιού­δας διε­μαρ­τυ­ρή­θη, την ιστο­ρία την ξέρε­τε, για­τί τόση δηλα­δή σπα­τά­λη. Και ο Ιησούς είπε εις τον Ιού­δα, τον Ισκα­ριώ­την: «φες ατήν(:Άφη­σέ την, άστην να κάνει αυτό που κάνει), ες τν μέραν το ντα­φια­σμο μου τετή­ρη­κεν ατό». Το εφύ­λα­ξε για την ημέ­ρα του εντα­φια­σμού μου. Όταν δηλα­δή θα με θάψουν. Και τότε που εσυ­νη­θί­ζε­το να χρη­σι­μο­ποιούν αυτά τα μύρα, όπως χρη­σι­μο­ποί­η­σε και ο Ιωσήφ και ο Νικό­δη­μος, αλλά δεν θα προ­λά­βαι­νε όμως η Μαρία ή οι άλλες γυναί­κες, δεν θα προ­λά­βαι­ναν να αλεί­ψουν το σώμα του Ιησού, διό­τι όταν πήγαν, επει­δή το Σάβ­βα­το, λέγει, ησύ­χα­σαν, δηλα­δή ήταν αργία και δεν μπο­ρού­σαν να πάνε, πήγαν πολύ πρωί την τρί­τη ημέ­ρα. Ο Χρι­στός είχε ανα­στη­θεί. Έτσι η πρά­ξη της Μαρί­ας, της αδελ­φής του Λαζά­ρου, έγι­νε εκ των προ­τέ­ρων, α priori. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε ότι: «Άφη­σέ την, το φυλάτ­τει το μύρον αυτό για την ημέ­ρα του εντα­φια­σμού μου. Αλλά το χρη­σι­μο­ποιεί τώρα, πριν ακό­μη εγώ πεθά­νω επί του Σταυ­ρού». Είδα­τε; «Την ημέ­ρα του εντα­φια­σμού μου». Δηλα­δή ταφή.

Βέβαια, αν υπο­τε­θεί, εδώ θέλω να το προ­σέ­ξε­τε και να το θυμό­σα­στε, σας είπα είναι ένα θέμα που ανα­κι­νεί­ται πάλι, αν υπο­τε­θεί ότι έχο­με καύ­ση νεκρών, ας πού­με ότι θα καθιε­ρω­θεί, δεν σημαί­νει αυτό ότι γίνε­ται κώλυ­μα, δηλα­δή εμπό­διο στην ανά­στα­ση των σωμά­των. Όχι. Όποιος κι αν είναι ο τρό­πος τύχης ενός νεκρού σώμα­τος, είτε καεί είτε θαφτεί, αυτό θα ανα­στη­θεί. Δεν είναι εμπο­δι­στι­κό λοι­πόν της μελ­λού­σης κοι­νής ανα­στά­σε­ως των πάν­των. Αυτήν την αλή­θειαν την βρί­σκο­με στην Απο­κά­λυ­ψη, είναι στο 20ό κεφά­λαιο, 13ος στί­χος, που λέγει εκεί ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «Κα δωκεν θάλασ­σα τος νεκρος τος ν ατ(:έδω­σε η θάλασ­σα τους νεκρούς της. Δηλα­δή όσοι πνί­γη­καν εις την θάλασ­σαν, τους έφα­γαν βεβαί­ως τα ψάρια. Αυτοί δεν ετά­φη­σαν), κα θάνα­τος κα δης δωκαν τος νεκρος τος ν ατος». Έχο­με λοι­πόν μία δια­φο­ρο­ποί­η­ση. Αυτοί που θάφτη­καν κι αυτοί που δεν θάφτη­καν. Είδα­τε; Και βάζει την θάλασ­σα. Μπο­ρού­σε να βάλει το πυρ, ότι μπο­ρού­σαν να καούν οι άνθρω­ποι. «Όλοι», λέει, «αυτοί», «κρί­θη­σαν καστος κατ τ ργα ατν». Δηλα­δή ανα­στή­θη­καν και κρί­θη­καν σύμ­φω­να με τα έργα τους. Δεν έχει λοι­πόν σημα­σία ποιος θα είναι ο τρό­πος ταφής, διό­τι η ανά­στα­σις δεν εμπο­δί­ζε­ται από τίπο­τε. Η μη καύ­σις, δηλα­δή η ταφή απλώς εκφρά­ζει σαν σύμ­βο­λο την ανά­στα­ση των νεκρών, σαν σύμ­βο­λο. Χωρίς να καθο­ρί­ζει βεβαί­ως και την ανά­στα­ση. Δεν την καθο­ρί­ζει. Είναι ένα σύμ­βο­λον και μόνο ένα σύμ­βο­λον η ταφή. Ότι θα ανα­στη­θεί ο άνθρω­πος.

Ωστό­σο είναι κάτι ακό­μη. Αν είχα­με την καύ­ση, δεν θα είχα­με τα λεί­ψα­να των αγί­ων· που μας είναι τόσο πολύ­τι­μα. Δεν προ­χω­ρώ πιο πολύ. Πάνω σ’ αυτό θα είχα πάρα πολ­λά να πω. Αλλά και λόγοι ψυχο­λο­γι­κοί, αλλά και συναι­σθη­μα­τι­κοί το επι­βάλ­λουν να μην υπάρ­χει η καύ­σις. Αισθά­νε­σαι άσχη­μα να δεις να βάζουν το αγα­πη­μέ­νο σου πρό­σω­πο μέσα εις τον φούρ­νον, στα γνω­στά μας κρε­μα­τό­ρια, ειδι­κοί φούρ­νοι και να σου δίνουν μετά μια φού­χτα στά­χτη, που την βάζουν μέσα σε μια λήκυ­θο, όπως έκα­ναν και οι αρχαί­οι, σε ένα στα­μνί κ.λπ. ή να σκορ­πι­στεί στο Αιγαί­ον ‑κάποιοι, δυο δικοί μας το ζήτη­σαν αυτό, η Κάλ­λας η τρα­γου­δί­στρια και ο Μητρό­που­λος, διευ­θυν­τής ορχή­στρας· ζήτη­σαν να σκορ­πι­στεί η τέφρα των εις το Αιγαί­ον. Ε, ρομαν­τι­σμοί και τίπο­τε περισ­σό­τε­ρον. Πάν­τως δεν αισθά­νε­σαι καλά, είναι κάτι…δεν αισθά­νε­σαι καλά, πώς να σας το πω;

Νομί­ζω ότι εις τον θόρυ­βον που γίνε­ται για την καύ­ση, με διά­φο­ρα επι­χει­ρή­μα­τα, δεν πρέ­πει να καθιε­ρω­θεί. Πρέ­πει να αντι­δρά­σο­με. Εγώ πιστεύω εις την ταφήν των νεκρών. Θα επα­να­λά­βω για δεύ­τε­ρη και τρί­τη φορά. Δεν εμπο­δί­ζε­ται όμως η ανά­στα­σις των νεκρών. Η καύ­ση απλώς είναι κι αυτή ένα σύμ­βο­λον. Σύμ­βο­λον εκμη­δε­νι­σμού του ανθρώ­που. Κάη­κε. Έγι­νε στά­χτη. Οπτι­κώς του­λά­χι­στον. Ενώ λοι­πόν η ταφή, παρα­μέ­νει το σώμα, σύμ­βο­λον της ανα­στά­σε­ως, η καύ­σις σύμ­βο­λον της εξα­φα­νί­σε­ως του ανθρώ­που. Σύμ­βο­λα και τα δύο, ε; Και πόσο θα το επι­θυ­μού­σαν αυτό ομο­λο­γου­μέ­νως πολ­λοί αμαρ­τω­λοί, να μην ανα­στη­θούν για να μην κρι­θούν…

Ακό­μη και για­τί είναι συνή­θεια, δεν θα έπρε­πε να γίνε­ται η καύ­σις, για­τί είναι συνή­θεια και ειδω­λο­λα­τρι­κή. Αν και όχι βεβαί­ως ολο­κλή­ρου του εθνι­κού κόσμου, όπως σας είπα και προ­η­γου­μέ­νως. Παρό­τι δεν απο­δει­κνύ­ει την ταφή εκεί­νο το αγιο­γρα­φι­κόν που είπε ο Θεός και που το λέμε σε κάθε κηδεία: «Γ ε κα ες γν πελεύ­σει (:Είσαι χωμα­τέ­νιος και στο χώμα ξανα­γυρ­νάς)». Παρό­τι αυτό, σας ξανα­λέ­γω, δεν απο­δει­κνύ­ει ότι πρέ­πει να θάπτο­με τον νεκρόν, όμως μας δίνει μια πολύ ωραία παρα­στα­τι­κή εικό­να, ότι ο άνθρω­πος επλά­σθη από το χώμα, από την γη. Δηλα­δή από τα συστα­τι­κά του υλι­κού κόσμου. Ασβέ­στιο, σίδη­ρος, τού­το, εκεί­νο. Και ένε­κα της πτώ­σε­ώς του βεβαί­ως, τώρα τι; Επι­στρέ­φει στην γη. Θυμί­ζει ότι από κει πλα­στή­κα­με, εκεί γυρ­νά­με, για να έρθει η ανά­στα­σις των νεκρών εν Χρι­στώ Ιησού. Όλα αυτά πάν­το­τε σαν μία εικό­να.

Αλλά, ας ξανα­γυ­ρί­σο­με στην ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Τα πρό­σω­πα που σήμε­ρα τιμού­με, είχαν φρον­τί­σει το νεκρό σώμα του Ιησού και την ταφή Του. Έτσι δημιουρ­γεί­ται σαν έσχα­το καθή­κον η φρον­τί­δα μας για έναν νεκρόν άνθρω­πον. Είναι η τελευ­ταία φρον­τί­δα. Ήταν αυτό και στους αρχαί­ους Έλλη­νες και στον αρχαίο εθνι­κό κόσμο γενι­κό­τε­ρα, αλλά προ­παν­τός εις τους Ιου­δαί­ους. Και συνε­πώς και εις τους Χρι­στια­νούς, όπως ήδη σας ανέ­φε­ρα. Εξάλ­λου το ρήμα «κηδεύω» αυτό σημαί­νει. Από το κήδο­μαι, που θα πει φρον­τί­ζω. Λέμε «κήδο­μαι», «κηδε­μών», «Φέρε τον κηδε­μό­να σου», λέμε στο σχο­λείο, λέει ο καθη­γη­τής. Είναι από το φρον­τί­ζω. Ακη­δία με το στε­ρη­τι­κόν α, που θα πει δεν φρον­τί­ζω. Ακη­δία. Κήδο­μαι λοι­πόν θα πει φρον­τί­ζω, επι­με­λού­μαι. Όπως και η λέξη κηδεία, είναι από την λέξιν «κδος». «Κήδο­μαι», «κδος». «Κδος» σημαί­νει φρον­τί­δα.

Ο Τωβίτ — για να πάρο­με κάποια παρα­δείγ­μα­τα από την Αγί­αν Γρα­φήν- εζή­τη­σε από τον Τωβία, τον γιο του, να τον θάψει, αυτόν και την μητέ­ρα του. Και μετά να φύγει από την Νινευί· διό­τι εδέ­χε­το την προ­φη­τεία του Ιωνά, παρό­τι θα περ­νού­σαν, πέρα­σαν εκα­τόν είκο­σι χρό­νια ότι η Νινευί οπωσ­δή­πο­τε θα κατε­στρέ­φε­το. Γι’ αυτόν λοι­πόν τον λόγον, λέει στο παι­δί του τον Τωβία: «Παι­δί­ον, ἐὰν ποθά­νω, θάψον με ‑κοι­τάξ­τε: Θάψον με. Δεν λέει: «Κάψε με»-, κα μ περίδς τν μητέ­ρα σου (:μην περι­φρο­νή­σεις την μητέ­ρα σου). ταν ποθάν, θάψον ατν παρ᾿ μο ν ν τάφ(:όταν κι αυτή πεθά­νει, βάλε την στον ίδιο τάφο)». Ξέρε­τε εδώ… πόσην ώρα θα μπο­ρού­σα­με να μιλά­με γι’αυ­τό… Ένας συναι­σθη­μα­τι­σμός. Παρό­τι, ξέρε­τε, ο Τωβίτ, πέρα­σε άσχη­μα με την γυναί­κα του. Ήτα­νε σκλη­ρή γυναί­κα. Ήταν αγα­θός ο Τωβίτ. Και τώρα τι ζητά­ει; Ζητά­ει εκεί­νο που κάποιος άλλος αν θα υπέ­φε­ρε από την γυναί­κα του, θα έλε­γε: «Να μην με θάψε­τε με την μάνα σας, με την γυναί­κα μου. Να την βάλε­τε χωρι­στά». «Θα με βάλε­τε στον ίδιο τάφο!».

Εξάλ­λου, η περι­πέ­τεια του Τωβίτ, η περι­πέ­τεια της τυφλώ­σε­ώς του, οφεί­λε­ται σ’ αυτή του την προ­σπά­θεια να θάπτει τους νεκρούς. Ήταν κάτοι­κος της Νινευί. Ήτα­νε το βόρειο βασί­λειο, ήταν αιχ­μά­λω­το εις τους Ασσυ­ρί­ους. Κι επει­δή, κάπου επα­να­στα­τού­σαν οι Εβραί­οι, είχε θυμώ­σει ο Σεν­να­χη­ρίμ, ο βασι­λιάς της Ασσυ­ρί­ας, και τότε σε μία τέτοια περί­πτω­ση είχε δώσει εντο­λή να αρπά­ζουν Εβραί­ους μέσα από την πόλη και να τους πετούν από το τεί­χος. Πέφτον­τας βέβαια, εσκο­τώ­νον­το. Αλλά είχε δώσει εντο­λή και να μένουν άτα­φοι. Ήταν ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, έρχε­ται ο γιος του, έπρε­πε να φάνε το τρα­πέ­ζι της Πεν­τη­κο­στής και λέει: «Πατέ­ρα, ξέρεις, το και το». Σηκώ­νε­ται αμέ­σως, άφη­σε το τρα­πέ­ζι του και πήγε κρυ­φά να πάρει τα πτώ­μα­τα των πεθα­μέ­νων Εβραί­ων να τα θάψει. Για­τί, σας είπα, ήτα­νε μεγά­λη προ­σβο­λή να μεί­νουν άτα­φα τα σώμα­τα. Γι’ αυτό εξάλ­λου το έκα­νε και ο Σεν­να­χη­ρίμ. Να προ­σβλη­θούν, σαν επα­να­στά­ται.

Βεβαί­ως γύρι­σε πίσω σπί­τι, εθε­ω­ρεί­το ακά­θαρ­τος, δεν έφα­γε το τρα­πέ­ζι της Πεν­τη­κο­στής, κοι­μή­θη­κε απέ­ξω, έπε­σε μια κου­τσου­λιά ενός που­λιού στα μάτια, έτρι­ψε τα μάτια του, τυφλώ­θη­κε. Αλλά πριν απ’ αυτό όμως λέγει: «Πορευ­θες δ ες–σημειώ­νει στο α΄κεφάλαιο- τν ν Νινευ(:ένας άνθρω­πος πήγε εκεί, κάτοι­κος της Νινευί), πδει­ξε τ βασι­λε περ μο τι θπτω ατος -και είπε ότι ο Τωβίτ θάπτει τους νεκρούς-, κα κρβην(:κρύ­φτη­κα) · πιγνος δ τι ζητομαι ποθα­νεν(:έμα­θα ότι με ζητούν να με φονεύ­σουν), φοβη­θες νεχρησα(:αφού φοβή­θη­κα, έφυ­γα από την Νινευί). Κα διηρπγη πντα τ πρχοντ μου –συνή­θεια της επο­χής: Μου άρπα­ξαν όλα τα υπάρ­χον­τα-, κα ο κατε­λεφθη μοι οδν πλν Αννας τς γυναικς μου κα Τωβου το υο μου (:και δεν σώθη­κε παρά η γυναί­κα μου και το παι­δί μου. Όλα τα υπάρ­χον­τά μου τα αρπά­ξα­νε. Για­τί με γύρευαν να με φονεύ­σουν)». Υπέ­στη όλη αυτή την ταλαι­πω­ρία ακρι­βώς για να μην παρα­βεί την εντο­λήν της ταφής.

Ακό­μη, η Σοφία Σει­ράχ μας λέγει πολ­λά, αλλά παίρ­νω μόνον έναν στί­χο. «Τέκνον, π νεκρ, κατ τν κρσιν ατο περστει­λον(:ανά­λο­γα με την αξία του να τον σαβα­νώ­σεις) τ σμα ατο κα μ περδς τν ταφν ατο». «Μην περι­φρο­νή­σεις την ταφήν του. Είτε σπου­δαί­ος είναι, είτε άση­μος είναι. Φρόν­τι­σε, παι­δί μου», λέγει, «να θάψεις το νεκρό σώμα. Να το περι­ποι­η­θείς και να το θάψεις».

Βέβαια μέσα στα καθή­κον­τα για έναν νεκρόν, έχουν παρει­σφρή­σει πολ­λά απα­ρά­δε­κτα στην φρον­τί­δα την νεκρι­κή. Και κάθε τόπος έχει τα δικά του. Είναι τόσο πολ­λά εκεί­να που παρεί­σφρη­σαν, που δεν μετριούν­ται. Και που βέβαια όλα αυτά δεν είναι παρά έξω από τον Χρι­στια­νι­σμόν. Είναι κατά­λοι­πα ειδω­λο­λα­τρι­κά. Ωστό­σο, μπο­ρού­με να ανα­φέ­ρο­με μερι­κά, μόνο κα μόνο, του­λά­χι­στον αν ξέρο­με πέν­τε δέκα, για να τα απο­φεύ­γο­με σαν ειδω­λο­λα­τρι­κά και μη έχον­τα σχέ­σιν με τον Χρι­στια­νι­σμόν.

Πρώ­τον. Θέτουν χρή­μα­τα μέσα εις το φέρε­τρο, σε άλλους τόπους… εδώ στο στό­μα ένα νόμι­σμα, για να μπο­ρεί ο νεκρός να πλη­ρώ­σει τον Χάρο! Για να περά­σει απέ­ναν­τι. Δεν σας θυμί­ζει τον αρχαί­ον Κέρ­βε­ρον; Ήταν ένα σκυ­λί, λέει, το πλή­ρω­νε η κάθε εισερ­χο­μέ­νη ψυχή στον Άδη, για να μπο­ρεί να μπει μέσα. Άλλοι βάζουν φρού­τα εις το φέρε­τρο και ξηρούς καρ­πούς. Όταν τον αλλά­ζουν τον νεκρόν, όπως είναι γνω­στό, τον σαβα­νώ­νουν, δεν κουμ­πώ­νουν όπου υπάρ­χει κουμ­πί και κουμ­πό­τρυ­πα, για να μπο­ρεί, λέει, να πετά στον ουρα­νό! Του φορούν και­νού­ρια παπού­τσια, χωρίς καρ­φιά. Θα ήμουν περί­ερ­γος να πάω να ρωτή­σω εις τα γρα­φεία τελε­τών, έτσι τώρα λέγον­ται, τα παπού­τσια που βάζουν στους νεκρούς έχουν καρ­φιά άρα­γε; Θα ‘θελα να ρωτή­σω. Για να μην έχει βάρος, λέει, το σώμα, να μπο­ρεί να φύγει…

Σε κηδεία ιερέ­ως, είναι πασί­γνω­στο, θέτουν στο φέρε­τρο ένα μπου­κά­λι κρα­σί ή μπου­κά­λι νερό. Μένει τρία χρό­νια, το βγά­ζουν από κει, το μπου­κά­λι και τα μάτια τους μάλι­στα, είναι το γνω­στό μας φρυ­ξο­νέ­ρι. Όταν λέει, πάθεις φρύ­ξη, σου δίνουν απ’ αυτό το νερό ή ακό­μη από το κρα­σί, δίκην, σαν δηλα­δή Θεία Ευχα­ρι­στία, σαν θεία κοι­νω­νία. Φρι­κτά πράγ­μα­τα. Ακό­μη θέτουν στο τρα­πέ­ζι του σπι­τιού, αυτό είναι κοι­νό­τα­το που σας λέγω, για 40 ημέ­ρες, ένα πιά­το φαΐ, κάθε μέρα βάζουν ένα πιά­το φαΐ κι ένα ποτή­ρι νερό, για να έχει να πίνει και να τρώ­γει ο αγα­πη­μέ­νος που πέθα­νε στο σπί­τι μας. Ακό­μη ανά­βουν και ξεχω­ρι­στό καν­τή­λι, έξω από εκεί­νο που έχο­με στις εικό­νες μας, για­τί λέτε; Για να έχει φως εις τον Άδη! Ακού­στε· να ΄χει φως εις τον Άδη. Σάμ­πως το φως να φθά­νει εκεί. Το φως που βάζο­με εις τον τάφον είναι προς τιμήν, όπως και τα κεριά που βάζο­με στον νεκρό ή τον θυμιά­ζου­με, είναι προς τιμήν της εικό­νος του Χρι­στού. Δεν παύ­ει να είναι εικό­να του Χρι­στού ο νεκρός. Όχι όμως για να μπο­ρεί να περ­πα­τά­ει, να κινεί­ται εις τον Άδην.

Ακό­μη με τους καρ­πούς που σας είπα, που βάζουν στο φέρε­τρο, στέλ­νουν και χαι­ρε­τί­σμα­τα σε προ­γε­νε­στέ­ρους νεκρούς, συγ­γε­νείς ή φίλους: «Πες στον τάδε που έχει πεθά­νει προ πολ­λού, πες του χαι­ρε­τί­σμα­τα». Για να μη βρυ­κο­λα­κιά­σει ο νεκρός, του θέτουν βαμ­βά­κι στο στό­μα. Όταν βγά­λουν το φέρε­τρο από το σπί­τι, σπά­ζουν κάποιο πιά­το ή ποτή­ρι, κυρί­ως πιά­το. Αλλού αφή­νουν, στην Νάξο αυτό, αφή­νουν το σπί­τι τρεις μέρες ασκού­πι­στο, ακού­στε, ακού­στε, για­τί, λέει η ψυχή του πεθα­μέ­νου τρι­γυρ­νά­ει εκεί και μπο­ρεί η ψυχή με το σκού­πι­σμα να πετα­χτεί στα σκου­πί­δια… Σκε­φτεί­τε τι αντί­λη­ψη περί ψυχής έχουν οι άνθρω­ποι! Και ακό­μη το χει­ρό­τε­ρο, για να τιμή­σουν τον νεκρό, προ­παν­τός η σύζυ­γος παρα­κα­λώ, τρία ή επτά χρό­νια δεν πηγαί­νει στην Εκκλη­σία. Να την σκο­τώ­νεις, δεν πάει στην Εκκλη­σία… Θεω­ρούν ότι οι ψυχές με την ανά­στα­ση του Χρι­στού, κάθε χρό­νο που γιορ­τά­ζο­με το Πάσχα, ανε­βαί­νουν στη Γη και επι­στρέ­φουν το Σάβ­βα­το της Πεν­τη­κο­στής. Όλα αυτά είναι λαϊ­κές αντι­λή­ψεις.

Αγα­πη­τοί, αριθ­μός δεν υπάρ­χει… Σας είπα μόνον μερι­κά περι­στα­τι­κά από όσα κάνουν, σε όσα κάνουν οι άνθρω­ποι για να τιμή­σουν τον αγα­πη­μέ­νο τους νεκρό. Σχε­δόν όλα είναι κατά­λοι­πα ειδω­λο­λα­τρι­κά. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος ότι η ψυχή του ανθρώ­που πηγαί­νει εις τον οικεί­ον τόπον. Ούτε περι­φέ­ρε­ται στο σπί­τι, ούτε εις το μνή­μα, ούτε που­θε­νά. Πηγαί­νει εις τον οικεί­ον τόπον. Εκεί που πρέ­πει να πάει. Και δεν τρι­γυρ­νά λοι­πόν δώθε κεί­θε. Θα τιμή­σο­με τον νεκρόν, όπως ετί­μη­σαν ο Ιωσήφ και ο Νικό­δη­μος και οι Μυρο­φό­ρες γυναί­κες, που τίμη­σαν το σώμα του Χρι­στού. Θα το τιμή­σο­με όπως πρέ­πει. Θα κάνο­με τα μνη­μό­συ­νά του, θα κάνο­με ελεη­μο­σύ­νες για να την ψυχή του και θα τον μνη­μο­νεύ­ο­με στις κατ΄ιδίαν προ­σευ­χές μας. Ακό­μη, και προ­παν­τός, το πρό­σφο­ρό μας με το όνο­μά του στην Εκκλη­σία να μνη­μο­νευ­τεί. Αν προ­σέ­ξο­με αυτά τα πραγ­μα­τά­κια, είναι πολύ σπου­δαία. Αλλιώ­τι­κα βαραί­νο­με την ψυχή του. Προ­σέξ­τε, βαραί­νο­με την ψυχή του.

Τα νεκρι­κά δεί­πνα που καλού­με ή στην κηδεία ή στα σαράν­τα δεν είναι απα­ραί­τη­το να γίνουν. Προ­σέξ­τε. Έκα­ναν και οι Εβραί­οι. Αλλά δεν είναι απα­ραί­τη­το να γίνουν, το ξανα­το­νί­ζω. Να φρον­τί­σο­με, πριν πεθά­νει ο άνθρω­πός μας να εξο­μο­λο­γη­θεί, να συμ­φι­λιω­θεί με τον Χρι­στόν και να κοι­νω­νή­σει. Αυτό είναι το μέγι­στο που έχο­με να προ­σφέ­ρο­με στο πρό­σω­πο που αγα­πά­με. Θα τιμη­θεί ο άνθρω­πός μας ως νεκρός, σαν εικό­να του Χρι­στού, όπως σας είπα. Κι εδώ όλα συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται πραγ­μα­τι­κά. Για να λεγό­μα­στε Χρι­στια­νοί κι όχι ειδω­λο­λά­τραι παρα­κα­λώ. Και να μην λησμο­νού­με ότι οι νεκροί θα ανα­στη­θούν. Μην το ξεχνού­με. Το λέμε κάθε μέρα στην προ­σευ­χή μας, στο Πιστεύω: «Προσ­δοκ νάστα­σιν νεκρν καί ζωήν το μέλ­λον­τος αἰῶνος. μήν».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_674.mp3



Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

Ἡ ἀγά­πη ποὺ νιώ­θουν οἱ ζων­τα­νοὶ γιὰ τοὺς ζων­τα­νοὺς εἶναι ὑπέ­ρο­χο πρᾶγ­μα. Εἶναι πιὸ ὑπέ­ρο­χο ἀκό­μα κι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.

Ἡ ἀγά­πη ποὺ νιώ­θουν οἱ ζων­τα­νοὶ γιὰ τοὺς νεκροὺς εἶναι ἐπί­σης κάτι ὑπέ­ρο­χο. Εἶναι πιὸ ὑπέ­ρο­χο ἀκό­μα κι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ ποὺ ἀντι­κα­το­πτρί­ζε­ται σὲ μιὰ λίμνη.

Ὁ ἄνθρω­πος εἶναι ὑπέ­ρο­χος ὅταν φρον­τί­ζει γιὰ τοὺς ζων­τα­νούς. Εἶναι πολὺ πιὸ ὑπέ­ρο­χος ὅμως ὅταν μερι­μνᾷ γιὰ τοὺς νεκρούς.

Γιὰ τοὺς ζων­τα­νοὺς συχνὰ ὁ ἄνθρω­πος φρον­τί­ζει ἀπὸ ἰδιο­τέ­λεια. Ἡ φρον­τί­δα του γιὰ τοὺς νεκροὺς ὅμως, τί ἰδιο­τέ­λεια μπο­ρεῖ νὰ ἔχει; Μήπως μπο­ροῦν νὰ τὸν πλη­ρώ­σουν οἱ νεκροὶ ἢ νὰ ἐκφρά­σουν τὴν εὐγνω­μο­σύ­νη τους;

Μερι­κὰ ζῶα θάβουν τοὺς νεκρούς τους. Τοὺς σκε­πά­ζουν στὸν τάφο καὶ τοὺς ἐγκα­τα­λεί­πουν στὴ λήθη. Ὅταν ὅμως ὁ ζων­τα­νὸς ἄνθρω­πος ἐντα­φιά­ζει ἕνα νεκρό, μαζί του θάβει κι ἕνα μέρος τοῦ ἑαυ­τοῦ του. Γυρί­ζει στὸ σπί­τι κου­βα­λῶν­τας μαζί του, στὴν ψυχή του, κι ἕνα κομ­μά­τι ἀπὸ τὸ νεκρὸ ἄνθρω­πο. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ πιὸ ζων­τα­νὸ καὶ πιὸ ἐναρ­γές, ὅταν ὁ συγ­γε­νὴς κηδεύ­ει το συγ­γε­νῆ του, ὁ φίλος τὸ φίλο.

Καη­μέ­νοι νεκρο­θά­φτες! Σὲ πόσους τάφους ἔχε­τε θάψει μέρος τοῦ ἑαυ­τοῦ σας! Πόσοι νεκροῖ ζοῦν μέσα σας!

Ὁ θάνα­τος ἔχει ἕνα κοι­νὸ χαρα­κτη­ρι­στι­κὸ μὲ τὴν ἀγά­πη. Μετα­βάλ­λει πολὺ βαθιὰ πολ­λοὺς ποὺ ἔρχον­ται σ’ ἐπα­φὴ μαζί του καὶ ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ ζοῦν. Ἡ μητέ­ρα ποῦ ἔθα­ψε τὰ παι­διά της, ἐπι­σκέ­πτε­ται συχνὰ τὸν τάφο τους. Για­τί πηγαί­νει ἐκεῖ; Για­τί μαζὶ μ’ ἐκεί­νην, στὴν ψυχή της, ζοῦν καὶ τὰ παι­διά της. Στὴν ψυχὴ τῆς μητέ­ρας ἡ ἴδια ζεῖ σὲ μιὰ μικρὴ γωνιὰ μόνο. Ὅλη ἡ ὑπό­λοι­πη εἶναι ἕνα παλά­τι ὅπου ζοῦν τὰ παι­διὰ ποὺ γέν­νη­σε.

Τὸ ἴδιο γίνε­ται καὶ μὲ τὸ Χρι­στό. Μόνο ποὺ τὰ μεγέ­θη ἐδῶ εἶναι ἀσυγ­κρί­τως μεγα­λύ­τε­ρα, ἀνυ­πέρ­βλη­τα. Ὁ Χρι­στὸς περιο­ρί­στη­κε στὰ στε­νὰ ὅρια ἑνὸς τάφου ὥστε οἱ ἄνθρω­ποι, τὰ παι­διά Του, νὰ γνω­ρί­σουν τὴν εὐρυ­χω­ρία τοῦ ἀπε­ριό­ρι­στου παλα­τιοῦ στὸν παρά­δει­σο.

Ἡ μητέ­ρα ἐπι­σκέ­πτε­ται τοὺς τάφους τῶν παι­διῶν της ἐπει­δὴ θέλει νὰ τὰ ζων­τα­νέ­ψει στὴν ψυχή της, νὰ τὰ λυτρώ­σει μὲ τὰ δάκρυά της, νὰ νιώ­σει τὴν ἀγά­πη τους μέ το νοῦ της. Ἡ ἀγά­πη τῆς μάνας σώζει τὰ παι­διὰ ἀπό τὴ λησμο­νιά, ἀπὸ τὴν ἐξα­φά­νι­σή τους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἔστω καὶ γιὰ περιο­ρι­σμέ­νο διά­στη­μα.

Ὁ Κύριος, ταπει­νω­μέ­νος καὶ περι­φρο­νη­μέ­νος, μὲ τὴν ὑπο­τα­γή Του στὸ σταυ­ρὸ καί το θάνα­το, κατόρ­θω­σε μὲ τὴν ἀγά­πη Τοῦ ν’ ἀνα­στή­σει ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Ἡ πρά­ξη αὐτὴ τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι ἄπει­ρα μεγα­λύ­τε­ρη ἀπὸ τὴν πρά­ξη ὁποιασ­δή­πο­τε μητέ­ρας στὸν κόσμο. Ἡ ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος εἶναι ἄπει­ρα μεγα­λύ­τε­ρη ἀπὸ τὴν ἀγά­πη ὁποιασ­δή­πο­τε μητέ­ρας στὸν κόσμο γιὰ τὰ παι­διά της.

Ἄν καὶ μιὰ μάνα ἔχει πάν­τα δάκρυα νὰ χύσει γιὰ τὰ παι­διά της, ἀπὸ ἀγά­πη καὶ θλί­ψη γι’ αὐτά, ὅμως θὰ τῆς μεί­νουν κάποια δάκρυα ποὺ θὰ τὰ πάρει μαζί της ὅταν κι ἡ ἴδια θὰ μπεῖ μέσα στὸν τάφο. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως ἔχυ­σε ὅλα τὰ δάκρυα γιὰ τὰ παι­διά Του, ὡς τὴν τελευ­ταία στα­γό­να, τὰ μάτια Του ἄδεια­σαν. Ἀλλὰ ἔδω­σε κι ὅλο τὸ αἷμα του γιὰ τὰ παι­διά Του, ὡς τὴν τελευ­ταία στα­γό­να.

Ἁμαρ­τω­λὲ ἄνθρω­πε! Ποτὲ δὲ θὰ χυθοῦν περισ­σό­τε­ρα δάκρυα γιὰ σένα, εἴτε ζων­τα­νὸς εἶσαι εἴτε νεκρός. Ποτὲ μάνα, σύζυ­γος, παι­διὰ ἢ πατρί­δα δὲ θὰ πλη­ρώ­σει περισ­σό­τε­ρα γιὰ σένα ἀπ’ ὅσα πλή­ρω­σε ὁ Χρι­στός.

Φτω­χὲ ἄνθρω­πε, μονα­χι­κέ. Μὴν πεῖς ποτέ: «Ποιός θὰ κλά­ψει γιὰ μένα ὅταν πεθά­νω; Ποιός θὰ θρη­νή­σει στὸ νεκρό μου σῶμα;» Ἄκου­σε λοι­πόν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στὸς ἔχει κλά­ψει κι ἔχει θρη­νή­σει γιὰ σένα τόσο στὴ ζωὴ ὅσο καὶ στὸ θάνα­το, καὶ μάλι­στα πολὺ περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅσο θὰ σὲ θρη­νοῦ­σε ἡ μητέ­ρα σου.

Δὲν πρέ­πει νὰ ὀνο­μά­ζου­με νεκροὺς ἐκεί­νους γιὰ τοὺς ὁποί­ους ὑπό­φε­ρε καὶ πέθα­νε ὁ Χρι­στὸς ἀπὸ τὴν ἀγά­πη Του. Εἶναι ζων­τα­νοὶ ἐν Κυρίῳ. Θὰ τὸ μάθου­με ὅλοι αὐτὸ ὅταν ὁ Κύριος ἐπι­σκε­φτεῖ τὸ νεκρο­τα­φεῖο τοῦ κόσμου γιὰ τελευ­ταία φορά, τότε ποὺ θὰ ἠχή­σουν οἱ σάλ­πιγ­γες.

Ἡ ἀγά­πη τῆς μάνας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξεχω­ρί­σει τὰ νεκρὰ παι­διά της ἀπὸ τὰ ζων­τα­νά. Καὶ σὲ καμιὰ περί­πτω­ση βέβαια, δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἡ ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι πιὸ διο­ρα­τι­κὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο. Βλέ­πει τὸν ἐπι­κεί­με­νο θάνα­το ἐκεί­νων ποὺ εἶναι ἀκό­μα ζων­τα­νοὶ στὴ γῆ, βλέ­πει τὴν ἔναρ­ξη τῆς ζωῆς ἐκεί­νων ποὺ ἤδη ἀνα­παύ­ον­ται. Γιὰ Ἐκεῖ­νον ποὺ δημιούρ­γη­σε τὴ γῆ «ἐκ τοῦ μηδε­νός», ποὺ ἔφτια­ξε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ πηλό, δὲν ὑπάρ­χει δια­φο­ρὰ στὴν ὕπαρ­ξη τοῦ ἀνθρώ­που, εἴτε αὐτὸς ζεῖ στὴ γῆ εἴτε βρί­σκε­ται μέσα στὸν τάφο. Ὁ καρ­πὸς τοῦ σιτα­ριοῦ, εἴτε βρί­σκε­ται στὸ χωρά­φι εἴτε στὸν σιτο­βο­λῶ­να, δὲν κάνει καμιὰ δια­φο­ρὰ στὸν νοι­κο­κύ­ρη. Ἐκεῖ­νος καὶ στὶς δυὸ περι­πτώ­σεις σκέ­φτε­ται τὸ σιτά­ρι, ὄχι τὰ ἄχυ­ρα ἢ τὴ σιτα­πο­θή­κη. Εἴτε ζεῖ ὁ ἄνθρω­πος εἴτε βρί­σκε­ται στὸν τάφο, δὲν κάνει καμιὰ δια­φο­ρὰ στὸν Κύριο τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώ­πων.

Ὅταν ἦρθε στὴ γῆ ὁ Κύριος ἔκα­νε δυὸ ἐπι­σκέ­ψεις στοὺς ἀνθρώ­πους: πρῶ­τα ἐπι­σκέ­φτη­κε ἐκεί­νους ποὺ ζοῦ­σαν στοὺς σωμα­τι­κοὺς τάφους κι ἔπει­τα τοὺς ἄλλους, ποὺ ζοῦ­σαν στοὺς τάφους τῶν νεκρο­τα­φεί­ων. Πέθα­νε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ἐπι­σκε­φτεῖ τὰ νεκρὰ παι­διά Του. Ἀλή­θεια, πόσο πραγ­μα­τι­κὰ πεθαί­νει μιὰ μάνα ὅταν ἐπι­σκέ­πτε­ται τοὺς τάφους τῶν παι­διῶν της!

Οἱ νεκροὶ εἶναι ἡ μόνη φρον­τί­δα τοῦ Θεοῦ. “Ὅλα τ’ ἄλλα τοῦ δίνουν χαρά. Ὁ Θεὸς δὲ φρον­τί­ζει γιὰ τοὺς ἀθά­να­τους ἀγγέ­λους. Εὐφραί­νε­ται μὲ τοὺς ἀγγέ­λους, ὅπως κι ἐκεῖ­νοι εὐφραί­νον­ται κον­τά Του. Φρον­τί­ζει διαρ­κῶς ὅμως νὰ βρεῖ τρό­πο ν’ ἀνα­στή­σει τοὺς ἀνθρώ­πους. Γι’ αὐτὸ κι ἐπι­σκέ­πτε­ται πάν­τα μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέ­λους Τοῦ τοὺς τάφους τῶν ἀνθρώ­πων, τόσο τοὺς κινη­τοὺς (τοὺς σωμα­τι­κοὺς) ὅσο καὶ τοὺς ἀκί­νη­τους (στὰ νεκρο­τα­φεῖα). Ἡ μέρι­μνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς νεκροὺς εἶναι πολὺ μεγά­λη. Ὄχι για­τί δὲν μπο­ρεῖ νὰ τοὺς ἀνα­στή­σει καὶ νὰ τοὺς δώσει ζωή, ἀλλ’ ἐπει­δὴ δὲν ἐπι­θυ­μοῦν ὅλοι οἱ νεκροὶ ν’ ἀνα­στη­θοῦν «εἰς ἀνά­στα­σιν ζωῆς». Οἱ ἄνθρω­ποι ἀρνοῦν­ται τὸ δικό τους καλό. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς μερι­μνᾷ πάν­τα γι’ αὐτούς.

Ἀλή­θεια, πόσο μεγά­λη εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ γίνε­ται στὸν οὐρα­νὸ γιὰ ἕνα νεκρὸ ἄνθρω­πο ποὺ ἀνα­σταί­νε­ται κι ἐπι­στρέ­φει στὴ ζωή, γιὰ τὸν ἁμαρ­τω­λὸ ποὺ μετα­νο­εῖ! Ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ποὺ μετα­νο­εῖ εἶναι τὸ ἴδιο μ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει πεθά­νει κι ἐπα­νέρ­χε­ται στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸν ὁ Θεὸς χαί­ρε­ται περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅσο χαί­ρε­ται μὲ ἐνε­νῆν­τα ἐννιὰ ἀγγέ­λους ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγ­κη ἀπὸ μετά­νοια. «Λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτῳ χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρα­νῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρ­τω­λῷ μετα­νο­οῦν­τι ἢ ἐπὶ ἐνε­νή­κον­τα ἐννέα δικαί­οις, οἵτι­νες οὐ χρεί­αν ἔχου­σι μετα­νοί­ας» (Λουκ. ἰε’ 7).

Πόσο εὐγε­νής, πόσο γεν­ναιό­δω­ρη εἶναι ἡ φρον­τί­δα γιὰ τοὺς νεκρούς! Ὅταν φρον­τί­ζει γιά μας, στὴν κοι­λά­δα αὐτὴ τοῦ κλαυθ­μῶ­νος, οἱ ἄγγε­λοι συμ­με­τέ­χουν στὴ μέρι­μνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φρον­τί­ζου­με τοὺς νεκρούς, συμ­με­τέ­χου­με κι ἐμεῖς στὴ μέρι­μνα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι γινό­μα­στε φίλοι Του, συνερ­γά­τες Του.

Ὅταν ὅμως ὁ Μέγας Κύριος καὶ Θεὸς πεθαί­νει ὡς ἄνθρω­πος, κυρ­τω­μέ­νος ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες τοῦ κόσμου, ποιός ἀπ’ ὅλους ἐκεί­νους γιὰ τοὺς ὁποί­ους φρον­τί­ζει προ­αιώ­νια φρον­τί­ζει γι’ Αὐτόν; Ποιός ἐπι­σκέ­πτε­ται τὸν τάφο Του; Γυναῖ­κες. Ὄχι ὅλες οἱ γυναῖ­κες, ἀλλὰ οἱ Μυρο­φό­ρες, ποὺ ἡ ψυχή τους εἶχε χρι­στεὶ μὲ ἀθά­να­τη ἀγά­πη γιὰ τὸ Χρι­στό, τὸν Κύριο. Οἱ ψυχές τους ἦταν γεμᾶ­τες, ξεχεί­λι­ζαν ἀπὸ τὸ ἄρω­μα τῆς ἀγά­πης καὶ τῆς πίστης, γι’ αὐτὸ καὶ γέμι­σαν τὰ χέρια τους μὲ εὐω­δια­στὰ μύρα καὶ ξεκί­νη­σαν γιὰ τὸν τάφο, νὰ χρί­σουν τὸ σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ.

* * *

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο ἀνα­φέ­ρε­ται στὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτό. Στὴ φρον­τί­δα ποὺ ἔδει­ξαν γιά το θάνα­το τοῦ Ἀθά­να­του οἱ γυναῖ­κες ἐκεῖ­νες ποὺ ἡ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς ἔδω­σε ζωή.

Τότε «ἔλθῶν Ἰωσὴφ ὁ ἀπό Ἀρι­μα­θαί­ας, εὐσχή­μων βου­λευ­τής, ὅς καὶ αὐτὸς ἦν προσ­δε­χό­με­νος τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ, τολ­μή­σας εἰσῆλ­θεν πρὸς Πιλά­τον καὶ ᾐτή­σα­το τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μάρκ. ἰε’ 43). Ὑπῆρ­χε κι ἄλλος ἕνας μεγά­λος ἄντρας ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀρι­μα­θαία στὸ ὄρος Ἐφραίμ. Αὐτὸς ἦταν ὁ προ­φή­της Σαμου­ήλ. Ὁ Ἰωσὴφ ἀνα­φέ­ρε­ται κι ἀπὸ τοὺς τέσ­σε­ρις εὐαγ­γε­λι­στές, κυρί­ως σὲ ὅσα σχε­τί­ζον­ται μὲ τὴν ταφή του Κυρί­ου Ἰησοῦ. Ὁ Ἰωάν­νης τὸν ἀπο­κα­λεῖ κρυ­φὸ μαθη­τη του Ἰησοῦ (ἴθ’ 38). Ὁ Λου­κᾶς τὸν ὀνο­μά­ζει ἄντρα «ἀγα­θὸ καὶ δίκαιο» (κγ’ 50), ὁ Ματ­θαῖ­ος πλού­σιο (κζ’ 57). Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς δὲν ὀνο­μά­ζει πλού­σιο τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ ματαιό­τη­τα, γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ὁ Κύριος ἀνά­με­σα στοὺς μαθη­τές Του εἶχε καὶ πλού­σιους, ἀλλὰ γιὰ νὰ κατα­λά­βου­με πῶς μπο­ροῦ­σε ἐκεῖ­νος νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Πιλά­το. Ἕνας φτω­χὸς καὶ ἄση­μος ἄνθρω­πος δὲ θὰ ἦταν δυνα­τὸ νὰ πλη­σιά­σει τὸν Πιλά­το, ἐκπρό­σω­πο τῆς ρωμαϊ­κῆς αὐτο­κρα­το­ρί­ας.

Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν πλού­σιος ψυχι­κά. Εἶχε φόβο Θεοῦ κι ἀνέ­με­νε κι αὐτὸς τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ ἰδιαί­τε­ρα πνευ­μα­τι­κά του χαρί­σμα­τα, ὁ Ἰωσὴφ ἦταν καὶ πλού­σιος, ἄνθρω­πος ἐπιρ­ρο­ῆς. Ὁ Μάρ­κος κι ὁ Λου­κᾶς τὸν ὀνο­μά­ζουν βου­λευ­τῆ. Ἦταν κι αὐτός, ὅπως κι ὁ Νικό­δη­μος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρε­σβύ­τε­ρους τοῦ λαοῦ. Ὅπως κι ὁ Νικό­δη­μος ἐπί­σης, ἦταν κι αὐτὸς θαυ­μα­στὴς καὶ κρυ­φὸς μαθη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Μπο­ρεῖ οἱ δυὸ αὐτοὶ ἄντρες νὰ ἦταν κρυ­φοὶ ὀπα­δοὶ τῆς διδα­σκα­λί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ἦταν ἕτοι­μοι ὅμως νὰ ἐκτε­θοῦν στὸν κίν­δυ­νο καὶ νὰ στα­θοῦν κον­τά Του. Ὁ Νικό­δη­μος κάπο­τε ρώτη­σε κατὰ πρό­σω­πο τοὺς πικρό­χο­λους Ἰου­δαί­ους ἄρχον­τες, ὅταν ἀνα­ζη­τοῦ­σαν νὰ σκο­τώ­σουν τὸν Χρι­στό: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρί­νει τὸν ἄνθρω­πον, ἐὰν μὴ ἀκού­σῃ παρ’ αὐτοῦ πρό­τε­ρον καὶ γνὼ τί ποιεῖ;» (Ἰωάν. ζ’ 51).

Ὁ ἀπὸ Ἀρι­μα­θαί­ας Ἰωσὴφ μπῆ­κε σὲ μεγα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο ὅταν ἀπο­φά­σι­σε νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Κυρί­ου, τὴν ὥρα ποὺ οἱ στε­νοὶ μαθη­τές Του εἶχαν δια­σκορ­πι­στεί, για­τί οἱ Ἰου­δαῖ­οι λύκοι ποὺ δολο­φό­νη­σαν τὸν Ποι­μέ­να, ἦταν ἕτοι­μοι ἀνὰ πᾶσα στιγ­μὴ νὰ ἐπι­πέ­σουν καὶ στὸ ποί­μνιο. Τὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκα­νε ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἐπι­κίν­δυ­νο, τὸ ἐπι­ση­μαί­νει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς μὲ τὴ λέξη «τολ­μή­σας». Ἤθε­λε τότε κάτι παρα­πά­νω ἀπὸ θάρ­ρος. Ἤθε­λε τόλ­μη το νὰ παρου­σια­στεῖ στὸν ἀντι­πρό­σω­πο τοῦ Καί­σα­ρα καὶ νὰ ζητή­σει τὸ σῶμα τοῦ σταυ­ρω­μέ­νου «κακούρ­γου». Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, μὲ τὴ μεγα­λο­σύ­νη τῆς ψυχῆς του, ἀπέ­βα­λε το φόβο του κι ἀπό­δει­ξε πῶς ἦταν πραγ­μα­τι­κὸς μαθη­τὴς τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ.

«Ὁ δὲ Πιλά­τος ἐθαύ­μα­σεν εἰ ἤδη τέθνη­κε, καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος τὸν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐπη­ρώ­τη­σεν αὐτὸν εἰ,εἶ πάλαι ἀπέ­θα­νε καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐδω­ρή­σα­το τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ» (Μάρκ. ἰε’ 44–45). Ὁ Πιλά­τος ἦταν καχύ­πο­πτος καὶ ἐπι­φυ­λα­κτι­κός. Ἦταν ἀπὸ τοὺς κυβερ­νῆ­τες ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἐξου­σία τους μὲ βία, ὅπως μὲ βία τὴν εἶχε ἀπο­σπά­σει ἀπὸ ἄλλους. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πιστέ­ψει οὔτε λέξη ἀκό­μα κι ἀπὸ εὐγε­νεῖς ἀνθρώ­πους, ὅπως ὁ Ἰωσήφ. Ἴσως δυσκο­λευό­ταν πραγ­μα­τι­κὰ νὰ πιστέ­ψει πῶς ‘Ἐκεῖ­νος, ποὺ μόλις τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ εἶχε κατα­δι­κά­σει σὲ σταυ­ρι­κὸ θάνα­το, εἶχε ἤδη παρα­δώ­σει τὴν τελευ­ταία του πνοὴ στὸ σταυ­ρό. Ὁ Πιλά­τος ἀπο­δεί­χτη­κε πῶς ἦταν ἕνας γνή­σιος ἀντι­πρό­σω­πος τῆς ρωμαϊ­κῆς τυπο­λα­τρεί­ας. Ἦταν πολὺ πιὸ πρό­θυ­μος νὰ πιστέ­ψει τὸν κεν­τυ­ρί­ω­να, ποὺ τὸν εἶχε ἐπι­φορ­τί­σει μὲ τὸ καθῆ­κον νὰ φρου­ρή­σει το Γολ­γο­θᾶ, παρὰ ἕναν ἐξέ­χον­τα πρε­σβύ­τε­ρο τοῦ λαοῦ. Μόνο ὅταν ὁ κεν­τυ­ρί­ων ἐπι­βε­βαί­ω­σε «ἐπί­ση­μα» τὴν ἀνα­φο­ρά του Ἰωσήφ, θέλη­σε ὁ Πιλά­τος νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τὸ αἴτη­μά του.

«Καὶ ἀγο­ρά­σας σιν­δό­να καὶ καθε­λὼν αὐτὸν ἐνεί­λη­σε τὴ σιν­δό­νι καὶ κατέ­θη­κεν αὐτὸν ἐν μνη­μείῳ, ὸ ἢν λελα­το­μη­μέ­νον ἐκ πέτρας, καὶ προ­σε­κύ­λι­σε λίθον ἐπί την θύραν τοῦ μνη­μεί­ου» (Μάρκ. ἰε’ 46–47).“Ἀλλος εὐαγ­γε­λι­στὴς λέει πῶς αὐτὸς ὁ τάφος ἦταν τοῦ Ἰωσήφ — «καὶ ἔθη­κεν αὐτὸν ἐν τῷ και­νῷ αὐτοῦ μνη­μείῳ» (Ματθ. κζ’ 60) — «ἕν ὦ οὐδεὶς ἀνθρώ­πων ἐτέ­θῃ» (Ἰωάν. ἴθ’ 41). Ὅταν σταυ­ρώ­νου­με το νοῦ μας γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἐντα­φιά­ζου­με σὲ μιὰ ἀνα­γεν­νη­μέ­νη καρ­διά, σὰν σὲ τάφο, τότε ὁ νοῦς μας θὰ ἀνα­ζω­ο­γο­νη­θεῖ καὶ θ’ ἀνα­γεν­νη­θεῖ ὁλό­κλη­ρος ὁ ἐσω­τε­ρι­κός μας ἄνθρω­πος.

Ἕνας νέος τάφος, σφρα­γι­σμέ­νος. Μιὰ μεγά­λη πέτρα στὴν εἴσο­δο τοῦ τάφου κι ἕνας φύλα­κας νὰ φρου­ρεῖ μπρο­στὰ στὸν τάφο. Τί σημαί­νουν όλ’ αὐτά; Ὅλα τους ἦταν προ­λη­πτι­κὰ μέτρα, παρ­μέ­να μὲ τὴ σοφία τῆς πρό­νοιας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο, θὰ σφρα­γί­ζον­ταν κι ὅλα τὰ στό­μα­τα ἐκεί­νων ποὺ θὰ τολ­μοῦ­σαν νὰ ἰσχυ­ρι­στοῦν πῶς ὁ Χρι­στὸς εἴτε δὲν πέθα­νε εἴτε δὲν ἀνα­στή­θη­κε εἴτε ὅτι ἔκλε­ψαν τὸ σῶμα Του. Ἄν ὁ Ἰωσὴφ δὲν εἶχε ζητή­σει τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν Πιλά­το ἂν ὁ κεν­τυ­ρί­ων δὲν εἶχε δώσει ἐπί­ση­μη δια­βε­βαί­ω­ση γιά το θάνα­το τοῦ Χρι­στοῦ· ἂν τὸ σῶμα δὲν εἶχε ἐντα­φια­στεῖ καὶ σφρα­γι­στεῖ μὲ τὴν παρου­σία φίλων καὶ ἐχθρῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ἴσως νὰ ἰσχυ­ρί­ζον­ταν πολ­λοὶ πῶς ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶχε πεθά­νει πραγ­μα­τι­κά, ἀλλὰ εἶχε πέσει σὲ κῶμα καὶ μετὰ ἀνέ­κτη­σε τίς αἰσθή­σεις Του. Κάτι τέτοιο ὑπο­στή­ρι­ξαν τελευ­ταῖα ὁ Σλαϊ­ερ­μά­χερ καὶ κάποιοι προ­τε­στάν­τες. Ἄν ὁ τάφος δὲν εἶχε σφρα­γι­στεῖ μ’ ἕναν ὀγκό­λι­θο κι ἂν δὲν τὸν φύλα­γαν φρου­ροί, ἴσως παρα­δέ­χον­ταν πῶς ὁ Χρι­στὸς πέθα­νε κι ἐντα­φιά­στη­κε, ἀλλὰ οἱ μαθη­τές Του ἔκλε­ψαν τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν τάφο. Ἄν δὲν ἦταν και­νούρ­γιος ὁ τάφος, ἴσως νὰ ὑπο­στή­ρι­ζαν πὼς δὲν ἦταν ὁ Χρι­στὸς αὐτὸς ποὺ ἀνα­στή­θη­κε ἀλλὰ κάποιος ἄλλος νεκρός, ποὺ εἶχε ταφεῖ ἐκεῖ παλιό­τε­ρα. Ἔτσι ὅλα τὰ προ­λη­πτι­κὰ μέτρα ποὺ πῆραν οἱ Ἰου­δαῖ­οι γιὰ νὰ πνί­ξουν τὴν ἀλή­θεια, μὲ τὴν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ βοή­θη­σαν γιὰ νὰ τὴν κατα­δεί­ξουν.

Ὁ Ἰωσὴφ πῆρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, «ἐνε­τύ­λι­ξεν αὐτὸ σιν­δό­νι καθα­ρά» (Ματθ. κζ’ 59) καὶ τὸ ἀπό­θε­σε στὸν τάφο. Ἄν θέλου­με ν’ ἀνα­στη­θεῖ μέσα μας ὁ Κύριος, πρέ­πει νὰ τὸν δια­τη­ροῦ­με μέσα στὸ καθα­ρὸ καὶ ἁγνὸ σῶμα μας. Τὸ καθα­ρὸ σεν­τό­νι ὑπο­δη­λώ­νει τὸ καθα­ρὸ σῶμα. Τὸ σῶμα ποὺ ἔχουν μολύ­νει οἱ κακί­ες καὶ τὰ πάθῃ δὲν εἶναι κατάλ­λη­λος τόπος γιὰ ν’ ἀνα­στη­θεῖ ἐκ νεκρῶν καὶ νὰ ζήσει ὁ Κύριος.

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης συμ­πλη­ρώ­νει τὴν εἰκό­να ποὺ δίνουν οἱ ἄλλοι εὐαγ­γε­λι­στές, λέγον­τας πῶς στὴν ταφὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἦρθε καὶ ὁ Νικό­δη­μος «φέρων μῖγ­μα Σμύρ­νης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκα­τόν. ἔλα­βον οὔν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδη­σαν αὐτὸ ἕν όθο­νί­οις μετὰ τῶν ἄρω­μά­των, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοὶς Ἰου­δαί­οις ἐντα­φιά­ζειν» (Ἰωάν. ἴθ’ 39–40).

Εὐλο­γη­μέ­νοι ἄνθρω­ποι! Πῆραν τὸ πανά­γιο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μὲ τόλ­μη, στορ­γὴ καὶ ἀγά­πη καὶ τὸ ἀπέ­θε­σαν στὸ μνη­μεῖο. Τί ὑπέ­ρο­χο παρά­δει­γα εἶναι αὐτὸ σὲ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ ἀγα­ποῦν τὸν Κύριο! Καὶ τί φοβε­ρὸ κατη­γο­ρη­τή­ριο γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λαϊ­κοὺς ποὺ ντρέ­πον­ται τὸν κόσμο καὶ πλη­σιά­ζουν τὸ ἅγιο ποτή­ριο ἀπρό­σε­χτα, ἀδιά­φο­ρα καὶ χωρὶς ἀγά­πη, γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σουν τὰ ζωο­ποιὰ τίμια δῶρα, τὸ πάν­τι­μο σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀνα­στη­μέ­νου Κυρί­ου!

ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικό­δη­μος δὲν ἦταν μόνο φίλοι τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ δια­πί­στω­σαν μὲ τὰ μάτια τοὺς πῶς ὁ Ἰησους πέθα­νε κι ἐντα­φιά­στη­κε. ἡ μέρι­μνα γιὰ τὸ νεκρὸ Κύριο ἦταν πρά­ξη ἀγά­πης γιὰ τὸν ἀγα­πη­μέ­νο τους Φίλο καὶ Διδά­σκα­λο, ἀλλὰ καὶ ἀνθρω­πι­στι­κὸ καθῆ­κον πρός ‘Ἐκεῖ­νον ποὺ εἶχε ὑπο­φέ­ρει γιὰ χάρη τῆς δικαιο­σύ­νης.

Μὲ θέα τὸν τάφο ὅμως βρί­σκον­ταν καὶ δυὸ ἀκό­μα ψυχὲς ποὺ ἀγα­ποῦ­σαν τὸν Κύριο καὶ παρα­κο­λου­θοῦ­σαν μὲ μεγά­λη προ­σο­χὴ τίς ἐνέρ­γειες τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικό­δη­μου. Προ­ε­τοι­μά­ζον­ταν κι αὐτὲς ἀπὸ τὴν πλευ­ρὰ τοὺς γιὰ μιὰ πρά­ξη ἀγά­πης πρὸς τὸν Κύριο. Ἠταν οἱ δυὸ μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες: ἡ Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νὴ κι ἡ Μαρία, ἡ μητέ­ρα τοῦ Ἰωση.

«ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νὴ καὶ Μαρία Ἰωση ἐθε­ώ­ρουν ποὺ τίθε­ται. Καὶ δια­γε­νο­μέ­νου τοῦ Σαβ­βά­του Μαρία ἡ Μαγδα­λη­νὴ καὶ Μαρία καὶ τοῦ Ἰακώ­βου καὶ Σαλώ­μη ἠγό­ρα­σαν ἀρώ­μα­τα ἶνα ἐλθοῦ­σαι ἀλεί­ψω­σιν αὐτόν» (Μάρκ. ἰε’ 47, ἴστ’ 1).

Πρῶ­τα ἀνα­φέ­ρον­ται δύο γυναῖ­κες κι ἔπει­τα τρείς. Δύο ἦταν οἱ μάρ­τυ­ρες γιὰ ὅλα ὅσα ἔγι­ναν στὸ Γολ­γο­θᾶ, ποὺ εἶδαν τοὺς κρυ­φοὺς μαθη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ νὰ κατε­βά­ζουν τὸ νεκρὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ σταυ­ρό. Μετὰ εἶδαν ὅλα ὅσα ἔκα­ναν στὸ νεκρὸ σῶμα καί, αὐτὸ ποὺ τίς ἐνδιέ­φε­ρε περισ­σό­τε­ρο, εἶδαν τὸν τάφο ὅπου τὸν τοπο­θέ­τη­σαν. ‘Ἀλή­θεια, πόση χαρὰ θὰ ἔνιω­θαν ἂν μπο­ροῦ­σαν νὰ τρέ­ξουν καὶ νὰ βοη­θή­σουν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικό­δη­μο γιὰ νὰ ξεπλύ­νουν τὸ ἅγιο σῶμα του ἀπὸ τὰ αἵμα­τα, νὰ καθα­ρί­σουν τίς πλη­γές Του, νὰ ἰσιώ­σουν τὰ μαλ­λιά Του, νὰ σταυ­ρώ­σουν τὰ χέρια Του, νὰ δέσουν τὸ μαν­τή­λι γύρω ἀπὸ τὸ κεφά­λι Του καὶ νὰ τυλί­ξουν ὅλο τὸ σῶμα Του μὲ τὸ σεν­τό­νι! Ὅμως οὔτε τὸ ἔθι­μο οὔτε κι ὁ νόμος ἐπέ­τρε­πε νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ μαζὶ μὲ ἄντρες. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πήγαι­ναν ἀργό­τε­ρα νὰ τὰ κάνουν ὅλα μόνες τους, καὶ κυρί­ως γιὰ ν’ ἀλεί­ψουν τὸν Κύριο μὲ ἀρώ­μα­τα. Μαζί τους ἀργό­τε­ρα θὰ πήγαι­νε κι ἡ τρί­τη μυρο­φό­ρα, ἡ φίλη τους. Τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τίς ἔδε­σε ὅλες μὲ φιλία.

Ποιὲς ἦταν οἱ γυναῖ­κες αὐτές; Τὴ Μαρία τὴ Μαγδα­λη­νὴ τὴν ξέρου­με. Ἠταν ἡ Μαρία ἐκεί­νη ποὺ ὁ Κύριος τὴ θερά­πευ­σε, τῆς ἔβγα­λε ἑπτὰ δαι­μό­νια ἀπὸ μέσα της.

Ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσὴ κι ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώ­βου, ὅπως λένε οἱ πατέ­ρες, ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρό­σω­πο. Ἡ Σαλώ­μη ἦταν σύζυ­γος τοῦ Ζεβε­δαί­ου, ἡ μητέ­ρα τῶν ἀπο­στό­λων Ἰακώ­βου καὶ Ἰωάν­νη.

Τί μεγά­λη δια­φο­ρὰ ὑπάρ­χει ἀνά­με­σα στὶς γυναῖ­κες αὐτὲς καὶ στὴν Εὔα! Αὐτὲς ἔτρε­ξαν ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ νὰ ὑπα­κού­σουν τὸ νεκρὸ Κύριο, ἐνῶ ἡ Εὔα δὲν ἔκα­νε ὑπα­κοὴ στὸν Ζῶν­τα Κύριο! Ἐκεῖ­νες φάνη­καν ὑπά­κουες στὸ Γολ­γο­θᾶ, στὸν τόπο τοῦ ἐγκλή­μα­τος, τῆς κακί­ας καὶ τῆς αἱμα­το­χυ­σί­ας, ἐνῶ ἡ Εὔα ἔκα­νε παρα­κοὴ μέσα στὸν παρά­δει­σο!

«Καὶ λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαβ­βά­των ἔρχον­ται ἐπὶ τὸ μνη­μεῖ­ον, ἀνα­τεί­λαν­τος τοῦ ἡλί­ου» (Μάρκ. ἴστ’2). Σ’ αὐτό, ὅτι δηλα­δὴ ἦταν ἡ πρώ­τη μέρα τῆς ἑβδο­μά­δας ὅταν ἀνα­στή­θη­κε ὁ Κύριος, ἡ ἑπό­με­νη μέρα τοῦ Σαβ­βά­του, συμ­φω­νοῦν ὅλοι οἱ εὐαγ­γε­λι­στές. Ὁ Μάρ­κος τὸ ξεκα­θα­ρί­ζει καλύ­τε­ρα: «καὶ δια­γε­νο­μέ­νου τοῦ Σαβ­βά­του…» (Μάρκ. ἴστ’ 1), ἀφοῦ εἶχε περά­σει τὸ Σάβ­βα­το. Ὅλοι οἱ εὐαγ­γε­λι­στὲς συμ­φω­νοῦν πῶς ὁ Κύριος ἀνα­στή­θη­κε πολὺ πρωὶ τὴν Κυρια­κή. Συμ­φω­νοῦν ἐπί­σης πῶς οἱ γυναῖ­κες πῆγαν στὸν τάφο τοῦ Κυρί­ου πολὺ νωρὶς τὸ πρωί. Ὁ Μάρ­κος στὸ εὐαγ­γέ­λιό του φαί­νε­ται πῶς τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ τὸ μετα­φέ­ρει λίγο ἀργό­τε­ρα, για­τί λέει ἀνα­τεί­λαν­τος τοῦ ἡλί­ου.

Εἶναι πολὺ πιθα­νὸ οἱ γυναῖ­κες νὰ πηγαν στὸν τάφο ἀρκε­τὲς φορές, τόσο ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ τὸ νεκρὸ Κύριο, ὅσο κι ἀπὸ φόβο, μήπως οἱ ἐχθροί Του ἔρθουν καὶ βεβη­λώ­σουν τὸν τάφο καὶ τὸ ἴδιο Του τὸ σῶμα. “Ὅπως λέει ὁ Ἱερώ­νυ­μος στὸ σχό­λιό του στὸ κατὰ Ματ­θαῖ­ον, «πηγαι­νο­έρ­χον­ταν μὲ ἀνυ­πο­μο­νη­σία, δὲν ἤθε­λαν νὰ ἀπο­μα­κρυν­θοῦν γιὰ πολὺ ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Κυρί­ου». Ἴσως ἐδῶ ὁ Μάρ­κος νὰ μὴ μιλά­ει γιὰ τὸν αἰσθη­τὸ ἥλιο ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια τοῦ προ­φή­τη, «καὶ ἀνα­τε­λεῖ ὑμῖν… ἥλιος δικαιο­σύ­νης» (Μαλαχ. Δ’ 2), ἀνα­φε­ρό­με­νος στὸ Μεσ­σία. Ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιο­σύ­νης εἶχε ἤδη ἀνα­στη­θεῖ ἐκ νεκρῶν τὴν πρωι­νὴ ὥρα ποὺ οἱ μυρο­φό­ρες πῆγαν στὸν τάφο. Ὅπως ὁ Ἥλιος αὐτὸς ἔλαμ­ψε πολὺ προ­τοῦ δημιουρ­γη­θεῖ καὶ αἰσθη­τὸς ἥλιος, ἔτσι καὶ τώρα, στὴ δεύ­τε­ρη δημιουρ­γία, στὴν ἀνα­γέν­νη­ση τοῦ κόσμου, ἔλαμ­ψε στὴν ἀνθρώ­πι­νη ἱστο­ρία προ­τοῦ ἀνα­τεί­λει στὴ γῆ καὶ αἰσθη­τὸς ἥλιος.

«Καὶ ἔλε­γον πρὸς ἑαυ­τές τις ἀπο­κυ­λί­σει ἡμῖν τον λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνη­μεί­ου;» (Μάρκ. ἴστ’ 3). Καθὼς οἱ μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες ἀνέ­βαι­ναν πρὸς τὸ Γολ­γο­θᾶ, συζη­τοῦ­σαν μετα­ξύ τους τὸ πρό­βλη­μα αὐτό. Ποιός θὰ κυλί­σει τὴ βαριὰ πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνη­μεί­ου; Ὅλα ἔδει­χναν πὼς δὲν περί­με­ναν κάτι ἀνα­πάν­τε­χο. Τὰ γυναι­κεῖα χέρια δὲν ἦταν δυνα­τὰ γιὰ νὰ σπρώ­ξουν τὴ βαριὰ πέτρα καὶ νὰ ἐλευ­θε­ρώ­σουν τὴν εἴσο­δο τοῦ μνη­μεί­ου. Κι ὁ λίθος ἦταν μέγας σφό­δρα.

Καη­μέ­νες γυναῖ­κες! Δὲ θυμή­θη­καν πῶς τὸ ἔργο ποὺ πήγαι­ναν μὲ τόσο ζῆλο καὶ σπου­δὴ νὰ κάνουν στὸν τάφο, εἶχε ἤδη συν­τε­λε­στεῖ ὅσο ζοῦ­σε ὁ Κύριος. Στὸ δεῖ­πνο ποὺ παρέ­θε­σε στὸν Κύριο στὴ Βηθα­νία ὁ Σίμων ὁ Λεπρός, κάποια γυναῖ­κα ἔχυ­σε στὸ κεφά­λι τοῦ Χρι­στοῦ ἕνα πολύ­τι­μο μύρο. Ὁ παν­το­γνώ­στης Κύριος εἶπε τοτε γιὰ τὴ γυναῖ­κα αὐτή: «Βαλοῦ­σα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦ­το ἐπὶ τοῦ σώμα­τός μου, πρὸς τὸ ἐντα­φιά­σαι μὲ ἐποί­η­σεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προ­γνώ­ρι­ζε μὲ ἀκρί­βεια ὅτι τὸ σῶμα Του δὲ θὰ δεχό­ταν κανέ­να ἄλλο ἄρω­μα στὸ θάνα­τό Του. Ἴσως διε­ρω­τη­θείς: Για­τί τότε ἡ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ ἄφη­σε τίς ἀφο­σιω­μέ­νες αὐτὲς γυναῖ­κες ν’ ἀπο­γο­η­τευ­τοῦν τόσο πολύ; Πῆγαν ν’ ἀγο­ρά­σουν τὸ πολύ­τι­μο μύρο, ἦρθαν φοβι­σμέ­νες μέσα στὴ νύχτα στὸ μνη­μεῖο καὶ στὸ τέλος νὰ μὴν ἐκτε­λέ­σουν τὸ καθῆ­κον αὐτό, ποὺ μὲ τόση ἀγά­πη καὶ θυσία εἶχαν προ­ε­τοι­μά­σει; Μήπως ὅμως ἡ θεία αὐτὴ πρό­νοια δὲν ἀπο­ζη­μί­ω­σε τίς προ­σπά­θειές τους μ’ ἕναν ἀσύγ­κρι­τα πλου­σιό­τε­ρο τρό­πο κι ἀντὶ νὰ δοὺν νεκρὸ τὸν Κύριο τὸν εἶδαν ζων­τα­νό;

«Καὶ ἀνα­βλέ­ψα­σαι θεω­ροῦ­σαν ὅτι ἀπο­κε­κύ­λι­σται ὁ λίθος· ἢν γὰρ μέγας σφό­δρα. καὶ εἰσελ­θοῦ­σαι εἰς τὸ μνη­μεῖ­ον εἶδον νεα­νί­σκoν καθή­με­νον ἐν τοῖς δεξιούς, περι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, καὶ ἐξε­θαμ­βή­θη­σαν» (Μάρκ. ἴστ’ 4–5). Ὅταν ὁ Μωυ­σῆς ἔφτα­σε μέ το λαό του στὴν Ἐρυ­θρὰ Θάλασ­σα, ἀντι­με­τώ­πι­σε μιᾷ δυσκο­λίᾳ, ἕνα μεγά­λο πρό­βλη­μα. Πῶς θὰ ἄνοι­γε δρό­μο στὴ θάλασ­σα, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρ­χε; Μόλις ὅμως κραύ­γα­σε γιὰ βοή­θεια στὸ Θεὸ καὶ θάλασ­σα χώρι­σε στὰ δύο κι ὁ δρό­μος ἄνοι­ξε. Τὸ ἴδιο ἔγι­νε τώρα μὲ τίς Μυρο­φό­ρες. Προ­βλη­μα­τι­σμέ­νες πολὺ ἔντο­να γιά το ποιός θὰ κυλί­σει τὴ μεγά­λη πέτρα, κοί­τα­ξαν καὶ εἶδαν ὅτι ἀπο­κε­κύ­λι­σται ὁ λίθος. Ἡ πέτρα εἶχε μετα­κι­νη­θεῖ κι ἐκεῖ­νες μπῆ­καν ἀμέ­σως μέσα στὸ μνη­μεῖο. Μὰ ποὺ πῆγαν οἱ στρα­τιῶ­τες ποὺ φρου­ροῦ­σαν τὸν τάφο; Αὐτοὶ δὲν ἀπο­τε­λοῦ­σαν μεγα­λύ­τε­ρο ἐμπό­διο γιὰ νὰ μποῦν στὸ μνη­μεῖο, ἀπὸ τὴ βαριὰ πέτρα; Ἐκεί­νη τὴν ὥρα οἱ φρου­ροὶ εἴτε κεί­τον­ταν στὴ γῆ μισο­πε­θα­μέ­νοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἴτε εἶχαν δρα­πε­τεύ­σει πρὸς τὴν πόλη γιὰ νὰ διη­γη­θοῦν μὲ τρε­μά­με­νη φωνὴ στοὺς ἀνθρώ­πους αὐτὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἐπο­χὴ τοῦ Ἀδὰμ ὼς τότε δὲν εἶχαν ἀκού­σει ἀνθρώ­πι­να αὐτιά. Δὲν ὑπῆρ­χε κανέ­νας στὸ μνη­μεῖο γιὰ νὰ τίς ἐμπο­δί­σει, κανέ­νας καὶ τίπο­τα στὴν εἴσο­δο. Ὑπῆρ­χε κάποιος ὅμως μέσα στὸ μνη­μεῖο. Κάποιος ποὺ τὸ πρό­σω­πό του ἦταν «ὼς ἀστρα­πὴ καὶ τὸ ἔνδυ­μα αὐτοῦ λευ­κὸν ὡσεὶ χιῶν» (Ματθ. κή’ 3). Ἠταν ἕνας νέος ἄντρας. Ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ ἄγγε­λος τοῦ Θεου. Οἱ γυναῖ­κες φοβή­θη­καν κι ἔπε­σαν μὲ τὸ πρό­σω­πο στὴ γῆ (βλ. Λουκ. κδ’ 5). Εἶναι φοβε­ρὸ νὰ βλέ­πει κανεὶς τὴ μορ­φὴ ἑνὸς οὐρά­νιου ἀγγε­λια­φό­ρου τοῦ Θεοῦ, ἐκεί­νου ποὺ ἔφε­ρε τίς πιὸ ὑπερ­φυ­σι­κὲς καὶ χαρ­μό­συ­νες εἰδή­σεις στὴ γῆ, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἐκπε­σμέ­νος ἄνθρω­πος ἄρχι­σε νὰ περι­πλα­νιέ­ται μακριὰ ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο. Ὁ Ματ­θαῖ­ος λέει πῶς ὁ ἄγγε­λος καθό­ταν πάνω στὴν πέτρα ποὺ εἶχε κυλί­σει ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνη­μεί­ου, ἐνῶ ὁ Μάρ­κος πῶς ὁ ἄγγε­λος ἦταν μέσα στὸ μνη­μεῖο. Τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει καμιὰ ἀντί­θε­ση. Ἴσως οἱ γυναῖ­κες εἶδαν πρῶ­τα τὸν ἄγγε­λο πάνω στὴν πέτρα κι ἔπει­τα ἄκου­σαν τὴ φωνή του μέσα στὸ μνη­μεῖο. Ὁ ἄγγε­λος δὲν εἶναι κάτι ὑλι­κὸ καὶ ἀκί­νη­το. Μπο­ρεῖ νὰ ἐμφα­νι­στεῖ ὁποια­δή­πο­τε στιγ­μὴ καὶ ὁπου­δή­πο­τε. Τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Λου­κᾶς ἀνα­φέ­ρει δύο ἀγγέ­λους, ἐνῶ ὁ Ματ­θαῖ­ος κι ὁ Μάρ­κος ἕναν, δὲν πρέ­πει νὰ φέρει σὲ σύγ­χυ­ση τοὺς πιστούς. Ὅταν γεν­νή­θη­κε ὁ Κύριος στὴ Βηθλε­έμ, ἕνας ἄγγε­λος ἐμφα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κὰ στοὺς ποι­μέ­νες κι ἐκεῖ­νοι «ἔφο­βή­θη­σαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9). Πολὺ σύν­το­μα μετά, «ἐξαίφ­νης ἐγέ­νε­το σὺν τῷ ἀγγέ­λῳ πλῆ­θος στρα­τιᾶς οὐρα­νί­ου αἰνούν­των τὸν Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Κυρί­ου στὸ Γολ­γο­θᾶ ἴσως παρευ­ρί­σκον­ταν λεγε­ῶ­νες ἀγγέ­λων τοῦ Θεοῦ. Για­τί πρέ­πει νὰ ἐκπλα­γοῦ­με ἂν οἱ Μυρο­φό­ρες εἶδαν τὴ μιὰ φορὰ ἕναν ἄγγε­λο καὶ τὴν ἄλλη δύο;

«Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς: μὴ ἔκθαμ­βεῖ­σθε· ‘Ἰησοῦν ζητεῖ­τε τὸν Ναζα­ρη­νὸν τὸν ἐσταυ­ρω­μέ­νον ἠγέρ­θῃ, οὐκ ἔστιν ὧδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθη­καν αὐτόν. ἀλλ’ ὑπά­γε­τε, εἴπα­τε τους μαθη­ταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προ­ά­γει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλι­λαί­αν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψε­σθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν» (Μάρκ. Ἴστ’ 6–8).

Ὁ ἀστρα­πό­μορ­φος ἄγγε­λος τοῦ Θεοῦ φρον­τί­ζει πρῶ­τα νὰ ἠρε­μή­σει τίς γυναῖ­κες ἀπό το φόβο καὶ τὸν τρό­μο τους. Ἤθε­λε νὰ τίς προ­ε­τοι­μά­σει γιὰ τὰ κατα­πλη­κτι­κὰ νέα τῆς Ἀνά­στα­σης τοῦ Κυρί­ου. Ἡ πρώ­τη ἔκπλη­ξη γιὰ τίς γυναῖ­κες ἦταν ὅταν εἶδαν τὸ μνη­μεῖο ἀνοι­χτό. Μετὰ ἡ ἔκπλη­ξή τους μετα­βλή­θη­κε σὲ τρό­μο ὅταν, ἀντὶ γιὰ Ἐκεῖ­νον ποὺ γύρευαν, εἶδαν αὐτὸν ποὺ δὲν περί­με­ναν.

Ὁ ἄγγε­λος εἶπε στὶς γυναῖ­κες μὲ σιγου­ριά: Ἰησοῦν ζητεῖ­τε τὸν Ναζα­ρη­νὸν τὸν ἐσταυ­ρω­μέ­νον. Για­τί μίλη­σε ἔτσι; Γιὰ νὰ τίς στε­ρή­σει ἀπὸ κάθε ἀμφι­βο­λία καὶ σύγ­χυ­ση γιὰ Ἐκεῖ­νον ποὺ εἶχε ἀνα­στη­θεῖ. Ὁ ἄγγε­λος μιλά­ει πολὺ συγ­κε­κρι­μέ­να τόσο γιὰ τὶς ἴδιες τὶς γυναῖ­κες ὅσο καὶ γιὰ τίς μελ­λού­με­νες γενιές. Μὲ τὴν ἴδια πρό­θε­ση ὁ ἄγγε­λος τοὺς δεί­χνει τὸ και­νὸ μνη­μεῖο. Ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθη­καν αὐτόν. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἄγγε­λος ἦταν πλε­ο­να­σμός. Οἱ γυναῖ­κες εἶχαν δεῖ οἱ ἴδιες μὲ τὰ μάτια τους αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε ὁ ἄγγε­λος. Δὲ γινό­ταν τὸ ἴδιο ὅμως μὲ τοὺς λοι­ποὺς ἀνθρώ­πους, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπί­σης ὁ Κύριος πέθα­νε κι ἀνα­στή­θη­κε. Ἠγέρ­θη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Ὁ οὐρά­νιος ἀγγε­λια­φό­ρος πρό­φε­ρε μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ τρό­πο τὴν συγ­κλο­νι­στι­κό­τε­ρη εἴδη­ση ποὺ ἀκού­στη­κε ποτὲ στὴν ἀνθρώ­πι­νη ἱστο­ρία. Ἠγέρ­θη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Γιὰ τίς ἀθά­να­τες χορεῖ­ες τῶν ἀγγέ­λων ἡ συγ­κλο­νι­στι­κό­τε­ρη εἴδη­ση ἦταν ὁ θάνα­τος τοῦ Κυρί­ου, ὄχι ἡ ἀνά­στα­σή Του. Γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους τὰ πράγ­μα­τα ἦταν ἀντί­θε­τα.

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ ἄγγε­λος εἶπε στὶς γυναῖ­κες νά μετα­φέ­ρουν τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴδη­ση στοὺς ἀπο­στό­λους καί το Πέτρῳ. Για­τί καί το Πέτρῳ; Σίγου­ρα ἐπει­δὴ ὁ Πέτρος ἔνιω­θε περισ­σό­τε­ρο ταραγ­μέ­νος ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθη­τές. Ἡ συνεί­δη­σή του πρέ­πει νὰ τὸν ἐνο­χλοῦ­σε ἐπει­δὴ πρό­δω­σε τρεῖς φορὲς τὸν Κύριο καὶ στὸ τέλος ἔφυ­γε μακριά Του. Ἡ ἀφο­σί­ω­ση τοῦ εὐαγ­γε­λι­στῆ Ἰωάν­νη, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο ἦταν οἱ πιὸ στε­νοὶ μαθη­τὲς τοῦ Κυρί­ου, θὰ πρέ­πει νὰ ἔκα­νε πιὸ εὐαί­σθη­τη τὴ συνεί­δη­ση τοῦ Πέτρου. Ὁ Ἰωάν­νης δὲν εἶχε φύγει. Παρέ­μει­νε κάτω ἀπό το σταυ­ρὸ τοῦ σταυ­ρω­μέ­νου Κυρί­ου του. Κον­το­λο­γίς, ὁ Πέτρος πρέ­πει νὰ ἔνιω­θε προ­δό­της τοῦ Κυρί­ου καὶ θὰ αἰσθα­νό­ταν ἄβο­λα στὴ συν­τρο­φιὰ τῶν ἀπο­στό­λων, κυρί­ως μπρο­στὰ στὴν Πανα­γία Μητέ­ρα Του.

Ἡ πίστη τοῦ Πέτρου δὲ φάνη­κε στα­θε­ρὴ σὰν πέτρα. Ἡ διστα­κτι­κό­τη­τα καὶ ἡ δει­λία του τὸν ἔκα­ναν νὰ νιώ­θει περι­φρο­νη­μέ­νος στὰ ἴδια του τὰ μάτια. Εἶχε ἀνάγ­κη νὰ στα­θεῖ ξανὰ στὰ πόδια του, ν’ ἀνα­κτή­σει τὴν ὑπό­λη­ψή του ὡς ἄνθρω­πος καὶ ὡς ἀπό­στο­λος. Ὁ Κύριος, ποῦ ἀγα­πᾷ ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, ἀκρι­βῶς αὐτὸ ἔκα­νε τώρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἄγγε­λος ἔκα­νε εἰδι­κὴ ἀνα­φο­ρὰ στὸν Πέτρο.

Για­τί ὁ ἄγγε­λος μίλη­σε γιὰ τὴν ἐμφά­νι­ση τοῦ Κυρί­ου στὴ Γαλι­λαία κι ὄχι γιὰ τίς ἄλλες ἐμφα­νί­σεις Του στὴν Ἱερου­σα­λὴμ καὶ στὰ περί­χω­ρα, ποὺ θὰ γίνον­ταν νωρί­τε­ρα; Ἐκεῖ αὐτὸν ὄψε­σθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Για­τί ἡ Γαλι­λαία ἦταν περισ­σό­τε­ρο εἰδω­λο­λα­τρι­κὴ κι ὄχι ἰσραη­λι­τι­κὴ περιο­χή. Ἡ θέλη­ση τοῦ Κυρί­ου λοι­πὸν ἦταν νὰ ἐμφα­νι­στεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ δεί­ξει στοὺς μαθη­τὲς τὸ δρό­μο τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου Του, τὸ βασι­κὸ χῶρο ὅπου ἔπρε­πε νὰ δρα­στη­ριο­ποι­η­θοῦν γιὰ νὰ ἱδρύ­σουν τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ. Κι ἄλλος ἕνας λόγος ἦταν ἐπει­δὴ στὴ Γαλι­λαία θὰ ἔνιω­θαν ἐλεύ­θε­ροι, ὄχι ὅπως στὴν Ἱερου­σα­λὴμ ποὺ ζοῦ­σαν μὲ φόβο. Ὄχι στὸ σκο­τά­δι ἢ στὸ μεσό­φω­το, ἀλλὰ στὸ φῶς τῆς ἡμέ­ρας, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς πῶς ὁ φόβος ἔχει μεγά­λα μάτια, πῶς οἱ μαθη­τὲς εἶδαν ζων­τα­νὸ τὸν Κύριό τους στὴν Ἱερου­σα­λὴμ πάνω στὸν πανι­κό τους καὶ μὲ τὴν πίε­ση τοῦ φόβου τους. Καὶ τελι­κὰ ὁ ἄγγε­λος τοῦ Θεοῦ μίλη­σε γιὰ τὴν ἐμφά­νι­ση τοῦ Κυρί­ου στὴ Γαλι­λαία χωρὶς ν’ ἀνα­φέ­ρει τίπο­τα γιὰ τίς ἐμφα­νί­σεις Του στὴν Ἱερου­σα­λήμ, γιὰ ν’ ἀφαι­ρέ­σει τὰ ὅπλα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀπί­στων, ποὺ δια­φο­ρε­τι­κὰ θὰ ἰσχυ­ρί­ζον­ταν πῶς οἱ ἀπό­στο­λοι εἶχαν δεῖ κάποιο φάν­τα­σμα, ἐπει­δὴ περί­με­ναν μὲ μεγά­λη ψυχι­κὴ ἀγω­νία νὰ τὸν δούν. Λέει ὁ Νικη­φό­ρος: «Για­τί ὁ ἄγγε­λος μιλά­ει εἰδι­κὰ γιὰ τὴν ἐμφά­νι­σή του στὴ Γαλι­λαία; Ἐπει­δὴ ἡ ἐμφά­νι­ση αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ σπου­δαία. Ἐκεῖ ὁ Κύριος δὲν ἐμφα­νί­στη­κε σὲ κάποιο σπί­τι μὲ κλει­δω­μέ­νες τίς πόρ­τες, ἀλλὰ σ’ ἕνα βου­νό, ὁρα­τὸς ἀπὸ ὅλους. Οἱ μαθη­τὲς μέ το ποὺ τὸν εἶδαν ἐκεῖ τὸν προ­σκύ­νη­σαν. Ἐκεῖ παρου­σιά­στη­κε δυνα­μι­κὰ μπρο­στά τους καὶ τοὺς ἀπο­κά­λυ­ψε γιὰ τὴν ἐξου­σία ποὺ τοῦ ἔδω­σε ὁ Πατέ­ρας Του. «Ἐδό­θη μοι πᾶσα ἐξου­σία ἐν οὐρα­νὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή’ 18). «Μετὰ τὸ ἐγερ­θῆ­ναι μὲ προ­ά­ξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλι­λαί­αν» (Μάρκ. ἴδ’ 28), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Ὡς Νικη­τής, δηλα­δή, θὰ προ­πο­ρευ­τῶ στὸν εἰδω­λο­λα­τρι­κὸ κόσμο καὶ σεῖς θὰ μὲ ἀκο­λου­θή­σε­τε. Ὁπου­δή­πο­τε κι ἄν σᾶς ὁδη­γή­σει τὸ Πνεῦ­μα γιὰ νὰ κηρύ­ξε­τε, κοι­τᾶξ­τε Με, θὰ βρί­σκο­μαι μπρο­στά σας. Θὰ προ­πο­ρεύ­ο­μαι γιὰ νὰ σᾶς ἀνοί­γω το δρό­μο.

«Καὶ ἐξελ­θοῦ­σαι ἔφυ­γαν ἀπὸ τοῦ μνη­μεί­ου εἶχε δὲ αὐτὰς τρό­μος καὶ ἔκστα­σις, καὶ οὐδε­νὶ οὐδὲν εἶπον ἐφο­βοῦν­το γάρ» (Μάρκ. ἴστ’ 8). Οἱ Μυρο­φό­ρες τὰ εἶχαν χάσει. Ποὺ βρί­σκον­ταν, στὸν οὐρα­νὸ ἢ στὴ γῆ; Μὲ ποιόν μιλοῦ­σαν; Τί ἄκου­σαν; Τέτοια πράγ­μα­τα οὔτε στὸν ὕπνο τους δὲν τὰ βλέ­πουν οἱ ἄνθρω­ποι. Μὰ αὐτὸ ποὺ βλέ­πουν καὶ ἀκοῦν τώρα δὲν εἶναι ὄνει­ρο, εἶναι ἀλη­θι­νό. Ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔγι­ναν, προ­κύ­πτει πῶς ζοῦ­σαν μιὰ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Τί εὐλο­γη­μέ­νος εἶναι ὁ φόβος κι ὁ τρό­μος ποὺ νιώ­θει ὁ ἄνθρω­πος ὅταν βλέ­πει ἀνοιγ­μέ­νους τοὺς οὐρα­νούς, ὅταν ἀκού­ει μιὰ χαρού­με­νη φωνὴ ἀπὸ τὴν ἀλη­θι­νή, ἀθά­να­τη καὶ ποθει­νὴ πατρί­δα του! Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγ­μα νὰ δεὶς ἕναν ἀθά­να­το ἄγγε­λο τοῦ Θεοῦ, οὔτε ν’ ἀκού­σεις μιᾷ φωνῇ ποὺ βγαί­νει ἀπὸ ἀθά­να­τα χεί­λη. Πιὸ εὔκο­λα ἀντέ­χεις νὰ δεῖς τὸ πρό­σω­πο καὶ ν’ ἀκού­σεις τὸν ὀρυ­μα­γδὸ ὁλό­κλη­ρου τοῦ φθαρ­του σύμ­παν­τος, παρὰ νὰ δεῖς τὸ πρό­σω­πο καὶ ν’ ἀκού­σεις τὴ φωνὴ κάποιου ἀθά­να­του ὄντος ποὺ δημιουρ­γή­θη­κε πρὶν ἀπὸ τὸ σύμ­παν, ποὺ τὸ κάλ­λος του εἶναι ἀσύγ­κρι­τα ἀνώ­τε­ρο ἀπὸ τὴν ἀνοι­ξιά­τι­κη αὐγή. Ὅταν ὁ προ­φή­της Δανι­ήλ, ὁ ἄνθρω­πος τοῦ Θεοῦ, ἄκου­σε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέ­λου, μονο­λό­γη­σε: «Οὐχ ὑπε­λεί­φθη ἕν ἐμοί ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετε­στρά­φῃ εἰς δια­φθο­ράν, καὶ οὐκ ἐκρά­τη­σα ἰσχύ­ος… ἤμην κατα­νε­νυγ­μέ­νος, καὶ τὸ πρό­σω­πόν μου ἐπὶ τὴν γῆν» (Δανι­ήλ, ἰ’ 8,9).

Πῶς λοι­πὸν νὰ μὴν τίς πιά­σει φόβος καὶ τρό­μος τίς ἀδύ­να­μες γυναῖ­κες; Πῶς νὰ μὴ φύγουν γρή­γο­ρα ἀπὸ τὸ μνη­μεῖο; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν ν’ ἀνοί­ξουν τὸ στό­μα τους καὶ νὰ μιλή­σουν; Μὲ τὰ λόγια νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ εἶδαν; Κύριε, ἡ δόξα Σου εἶναι ἀνέκ­φρα­στη! Ἐμεῖς οἱ θνη­τοὶ ἄνθρω­ποι εὐκο­λό­τε­ρα μπο­ροῦ­με νὰ τὴν ἐκφρά­σου­με μὲ τὴ σιω­πὴ καὶ τὰ δάκρυά μας παρὰ μὲ λόγια.

Καὶ οὐδε­νὶ οὐδὲν εἶπον ἐφο­βοῦν­το γάρ. Δὲν εἶπαν τίπο­τα στὸ δρό­μο, σὲ κανέ­ναν. Δὲ μίλη­σαν σὲ κανέ­ναν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χρι­στοῦ, σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἔχυ­σαν τὸ αἷμα Του, οὔτε σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴν Ἱερου­σα­λὴμ ποῦ συμ­φώ­νη­σε μαζί τους. Μίλη­σαν ὅμως στοὺς ἀπο­στό­λους. Οὔτε τόλ­μη­σαν μὰ οὔτε καὶ μπο­ροῦ­σαν νὰ μήν τοὺς ποῦν τὰ νέα, ἀφοῦ ἔτσι τίς πρό­στα­ξε ὁ ἀθά­να­τος ἄγγε­λος. Πῶς μπο­ροῦ­σαν νὰ μὴν ἐκτε­λέ­σουν τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σαφὲς λοι­πόν, πῶς οἱ γυναῖ­κες μίλη­σαν σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἔπρε­πε (βλ. Λουκ. κδ’ 10) καὶ πῶς δὲν εἶπαν τίπο­τα σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔπρε­πε, τοὺς ὁποί­ους φοβοῦν­ταν.

Ἔτσι τέλειω­σε ἡ ἐπί­σκε­ψη ποὺ ἔκα­ναν οἱ Μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες στὸ μνη­μεῖο τοῦ Χρι­στοῦ τὸ πρωὶ τῆς ‘Ἀνά­στα­σης. Τὰ φτω­χά τους μύρα, ποῦ σκό­πευαν νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν γιὰ νὰ συν­τη­ρή­σουν ἀπὸ τὴ φθο­ρὰ Ἐκεῖ­νον ποὺ τηρεῖ τοὺς οὐρα­νοὺς ἀπὸ τὸν ἀφα­νι­σμό, νὰ μυρώ­σουν Αὐτὸν ποὺ χαρί­ζει στοὺς οὐρα­νοὺς τὸ ἄρω­μὰ Τοῦ, ἔμει­ναν στὰ χέρια τους.

Κύριε, εἶσαι τὸ μόνο ἄρω­μα τῆς ἀνθρώ­πι­νης ὕπαρ­ξης στὴν ἱστο­ρία του. Πόσο πλού­σια καὶ θαυ­μα­στὰ ἀπο­ζη­μιώ­νεις τίς ἀφο­σιω­μέ­νες ψυχὲς ποὺ δὲ σὲ ξέχα­σαν νεκρὸ μέσα στὸ μνῆ­μα Σου!

Ἔκα­νες τίς Μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες φορεῖς τοῦ ἀγγέλ­μα­τος τῆς Ἀνά­στα­σης καὶ τῆς δόξας Σου. Δὲν ἔχρι­σαν τὸ νεκρό Σου σῶμα: ‘Ἐσὺ ἔχρι­σες τίς ζων­τα­νὲς ψυχές τους μὲ τὸ μύρο τῆς χαρᾶς. Ἐκεῖ­νες ποὺ θρη­νοῦ­σαν τὸ νεκρὸ Κύριο, ἔγι­ναν χελι­δό­νια τῆς και­νούρ­γιας ἄνοι­ξης, ἅγιοι στὴν οὐρά­νια βασι­λεία Σου.

Ἀνα­στη­μέ­νε Κύριε, μὲ τίς προ­σευ­χές τους ἐλέη­σέ μας, σῶσε μας, ὥστε νὰ σὲ δοξά­ζου­με μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα τώρα καὶ πάν­τα καὶ τοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Χρειά­ζε­ται τόλ­μη

«Τολ­μή­σας εἰσῆλ­θε πρὸς Πιλά­τον καὶ ᾐτή­σα­το τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μάρκ. 15, 43)

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ! Πρὶν ἀκό­μη δύση ὁ ἥλιος τῆς θλι­βε­ρῆς ἐκεί­νης μέρας, ἕνας ἄλλος ἥλιος εἶχε δύσει. Ὁ ἥλιος αὐτὸς ἦταν ὁ Χρι­στός. Ἥλιος πνευ­μα­τι­κός, ποὺ φώτι­ζε καὶ θέρ­μαι­νε τὸν κόσμο. Ὁ ἥλιος, ποὺ βλέ­που­με, γέρ­νει τὸ ἀπό­γευ­μα καὶ πρὸς τὴ δύσι καὶ βασι­λεύ­ει. Φαί­νε­ται πὼς χάνε­ται. Μὰ δὲν χάνε­ται. Βασι­λεύ­ει, γιὰ ν’ ἀνα­τεί­λῃ ἀλλοῦ καὶ νὰ φωτί­σῃ ἄλλους κόσμους. Καὶ ὁ Χρι­στὸς πάνω στὸ σταυ­ρὸ γέρ­νει σὰν τὸν ἥλιο τὴν ἁγία του κεφα­λή, λέει τὸ «Τετέ­λε­σται» (Ἰωάν. 19, 30) καὶ παρα­δί­δει το πνεῦ­μα του στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Πάει νὰ φωτί­σῃ ἄλλους κόσμους, ποὺ ζοῦ­νε αἰω­νί­ως στὸ σκο­τά­δι. Πηγαί­νει στὸν ἅδη…

Ὁ Χρι­στὸς νεκρὸς πάνω στὸ σταυ­ρό! Τί θὰ γίνῃ τώρα τὸ σῶμα του; Αὐτοὶ ποὺ κατα­δι­κά­ζον­ταν σὲ σταυ­ρι­κὸ θάνα­το καὶ πέθαι­ναν πάνω στὸ σταυ­ρό, ἂν δὲν βρι­σκό­ταν κανέ­νας συγ­γε­νὴς καὶ φίλος, γιὰ νὰ τοὺς κατε­βά­σῃ ἀπό το σταυ­ρὸ καὶ νὰ τοὺς θάψῃ, ἔμε­ναν ἔτσι πάνω στὸ ξύλο. Σκυ­λιὰ πει­να­σμέ­να ἔρχον­ταν, πηδοῦ­σαν γιὰ νὰ φθά­σουν τὰ κορ­μιὰ τῶν νεκρῶν σταυ­ρω­μέ­νων, ξεκολ­λοῦ­σαν καὶ κατα­βρό­χθι­ζαν τίς σάρ­κες τους. Κορά­κια ἐπί­σης ἔρχον­ταν, ὡρμοῦ­σαν πάνω στὰ κορ­μιὰ καὶ ἀπο­τε­λεί­ω­ναν τὸ ἔργο. Σὲ λίγο μόνο σκε­λε­τοὶ ἔμε­ναν. Κι αὐτοὶ ἔπε­φταν… Τί φρι­κια­στι­κὸ θέα­μα! Οἱ σταυ­ρω­μέ­νοι θεω­ροῦν­ταν τὰ πιὸ ἐγκλη­μα­τι­κὰ στοι­χεῖα, τὰ καθάρ­μα­τα τῆς κοι­νω­νί­ας, ποὺ κανεὶς δὲν ἔπρε­πε νὰ δεί­χνῃ πόνο καὶ ἐνδια­φέ­ρον γι’ αὐτά. Καὶ ὁ Χρι­στός, ὁ Δίκαιος, ὁ Ἀνα­μάρ­τη­τος, ὁ Ἅγιος, ποὺ δὲν ἔκα­νε ποτὲ κακό, ποὺ δὲν εἶχε καμ­μιὰ ἁμαρ­τία, κατα­δι­κά­στη­κε σὲ σταυ­ρι­κὸ θάνα­το. Καὶ ὁ Δίκαιος «μετὰ ἀνό­μων ἐλο­γί­σθῃ» (Ἠσ. 53, 12: Λουκ. 22, 37).

Ὁ Χρι­στὸς νεκρὸς πάνω στὸ σταυ­ρό. Οἱ ὧρες περ­νοῦν. Ὁ ἥλιος πάει νὰ βασι­λέ­ψῃ, καὶ ὁ Χρι­στὸς ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶνε πάνω στὸ σταυ­ρό. Τί θὰ γίνῃ; Κανέ­νας ἄλλος δὲν εὐερ­γέ­τη­σε τὸν κόσμο ὅπως ὁ Χρι­στός. Θὰ ἔπρε­πε λοι­πὸν τώρα πολ­λοὶ νὰ βρε­θοῦν κον­τά του. Ἀλλὰ δὲν βλέ­πω κανέ­να. Ποῦ εἶνε οἱ μαθη­ταί; Ποῦ ὁ Πέτρος; Ποῦ οἱ χιλιά­δες ἐκεῖ­νοι, ποὺ ὁ Χρι­στὸς θερά­πευ­σε ἀπὸ διά­φο­ρες ἀσθέ­νειες; Ποῦ οἱ πει­να­σμέ­νοι, ποὺ χόρ­τα­σε στὴν ἔρη­μο; Ποῦ οἱ ἐνθου­σιώ­δεις ἐκεῖ­νοι ὀπα­δοί, ποὺ τὴν Κυρια­κὴ τῶν Βαΐ­ων κρα­τοῦ­σαν βάϊα καὶ φώνα­ζαν «ὡσαν­νά» (Ἰωάν. 12, 13);

Ἀλλοί­μο­νο! Κανέ­νας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν παρου­σιά­ζε­ται. Για­τί; Δὲν τὸν ἀγα­ποῦν; Τὸν ἀγα­ποῦν, ἀλλ’ ὄχι μὲ τελεία ἀγά­πη. Τὸν ἀγα­ποῦν λίγο. Φοβοῦν­ται καὶ τρέ­μουν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀπὸ μακριά, ἀπὸ πολὺ μακριά, προ­σπα­θοῦν ν’ ἀγναν­τέ­ψουν το Γολ­γο­θᾶ. Ἀλλὰ ποῦ νὰ ζυγώ­σουν. Δὲν τολ­μοῦν. Ἔτσι ἡ ἀγά­πη τους ἀπο­δει­κνύ­ε­ται μικρή. Ἡ μεγά­λη ἀγά­πη εἶνε φλο­γε­ρή. Τολ­μᾷ τὰ πάν­τα. Δὲν γνω­ρί­ζει δει­λία.

Ἀλλὰ νά, στὸ λόφο τοῦ Γολ­γο­θᾶ ἔρχον­ται οἱ ἥρω­ες. Ἔρχον­ται γιὰ νὰ ἐκπλη­ρώ­σουν τὸ καθῆ­κον τους ἀπέ­ναν­τι στὸ Νεκρό. Εἶνε δυὸ ἄντρες καὶ λίγες γυναῖ­κες. Θαυ­μά­ζει κανεὶς τὴν τόλ­μη τους. Δὲν φοβοῦν­ται. Ἄντρες εἶνε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀρι­μα­θαί­ας, βου­λευ­τής, ἄνθρω­πος ποὺ δια­κρι­νό­ταν μέσα στὴν κοι­νω­νία ὄχι μόνο γιὰ τὴ θέση ποὺ εἶχε ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐγέ­νεια τοῦ χαρα­κτῆ­ρος του. Ἦταν γνω­στὸς στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς ἐξου­σί­ες. Ἦταν γνω­στὸς καὶ στὸν Πιλά­το. Σ’ αὐτόν τόλ­μη­σε νὰ πάη ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀρι­μα­θαί­ας. Τοῦ ζητεῖ νὰ ἐπι­τρέ­ψῃ νὰ πάρῃ τὸ σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ νὰ τὸ ἐντα­φιά­σῃ. Ὁ Πιλά­τος, ἀφοῦ δια­πί­στω­σε ἀπὸ τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο ὅτι πράγ­μα­τι ὁ Χρι­στὸς ἀπέ­θα­νε, τοῦ ἔδω­σε τὴν ἄδεια. Ὁ Ἰωσήφ, γεμᾶ­τος χαρὰ καὶ συγ­κί­νη­ση, για­τί σ’ αὐτὸν ἔπε­σε ὁ κλῆ­ρος νὰ θάψῃ τὸ σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ, φεύ­γει ἀπὸ τὸν Πιλά­το καὶ ἀγο­ρά­ζει ὅ,τι χρειά­ζε­ται γιὰ μιὰ τιμη­τι­κὴ κηδεία. Μαζί του ἔρχε­ται καὶ ἕνας ἄλλος, ποὺ μέχρι τότε δὲν εἶχε δεί­ξει φανε­ρὰ ὅτι πιστεύ­ει στὸ Χρι­στό. Εἰνε ὁ Νικό­δη­μος. Εἶνε ἐκεῖ­νος, ποὺ μιὰ νύχτα, γιὰ νὰ μὴν τὸν δὴ κανεὶς καὶ τὸν σχο­λιά­σῃ, πῆγε στὸ Χρι­στὸ γιὰ νὰ συνο­μι­λή­σῃ μαζί του. Αὐτὸς ὁ κρυ­φὸς μαθη­τὴς τώρα παίρ­νει θάρ­ρος καὶ παρου­σιά­ζε­ται. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἄντρες ἔρχον­ται καὶ λίγες γυναῖ­κες, ποὺ εἶνε γνω­στὲς στὸν χρι­στια­νι­κὸ κόσμο ὡς μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες. Καμ­μιὰ ἀμφι­βο­λία δὲν πρέ­πει νὰ ἔχου­με, ὅτι ἀνά­με­σα στὶς μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες θὰ ἦταν καὶ ἡ μητέ­ρα τοῦ Κυρί­ου.

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἁγία συν­τρο­φιὰ ποῦ, ἐνῶ βασί­λευε ὁ ἥλιος, ἀνέ­βη­καν στὸ φρι­κτὸ Γολ­γο­θᾶ, καὶ μὲ χέρια ποὺ ἔτρε­μαν ἀπὸ ἱερὴ συγ­κί­νη­σι ξεκρέ­μα­σαν τὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὸ σταυ­ρό, ἔπλυ­ναν τίς ἅγιες πλη­γές του, τύλι­ξαν σὲ καθα­ρὸ σεν­τό­νι τὸ ἄχραν­το σῶμα του καὶ μὲ εὐλά­βεια τὸ τοπο­θέ­τη­σαν μέσα σ’ ἕνα και­νούρ­γιο τάφο, ποὺ κατὰ τὴ συνή­θεια τῆς ἐπο­χῆς ἦταν σκα­λι­σμέ­νος σὲ βρά­χο καὶ ἔμοια­ζε μὲ μικρὴ σπη­λιά. Μιὰ πέτρα πολύ βαρειά, σὰν εἶδος πόρ­τας, σκέ­πα­σε τὴν εἴσο­δο τοῦ τάφου. «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ»!

Θάρ­ρος καὶ τόλ­μη χρειά­στη­καν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικό­δη­μος μαζὶ μὲ τίς μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες γιὰ νὰ ἐκπλη­ρώ­σουν τὸ ἱερὸ καθῆ­κον τοὺς πρὸς τὸ Χρι­στό. Ὅ,τι δὲν τόλ­μη­σαν νὰ κάνουν οἱ πολ­λοί, τὸ ἔκα­ναν οἱ λίγοι αὐτοὶ ἄνθρω­ποι. Καὶ παρα­μέ­νουν αἰώ­νια παρα­δείγ­μα­τα θάρ­ρους γιὰ τίς χρι­στια­νι­κὲς ψυχὲς ὅλων τῶν αἰώ­νων.

Κ’ ἐμεῖς, ἀγα­πη­τοί, ποὺ ζοῦ­με σήμε­ρα στὸν 20ου αἰῶ­να, αἰῶ­να μεγά­λης ἀπο­στα­σί­ας καὶ δια­φθο­ρᾶς, ἔχου­με ἀνάγ­κη ἀπὸ θάρ­ρος καὶ τόλ­μη, γιὰ νὰ ἐκπλη­ρώ­σου­με τὰ χρι­στια­νι­κά μας καθή­κον­τα. Ἄς ἀνα­φέ­ρου­με μερι­κὲς περι­πτώ­σεις. Ἄς ἀρχί­σου­με ἀπὸ τὰ μικρό­τε­ρα. Σὲ καλοῦν, χρι­στια­νέ μου, σ’ ἕνα τρα­πέ­ζι. Αὐτοὶ ποὺ καλοῦν καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ θὰ καθή­σουν στὸ τρα­πέ­ζι εἶνε ἄνθρω­ποι κοσμι­κοί. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ποτέ τους δὲν κάνουν σταυ­ρὸ στὸ τρα­πέ­ζι. Κάθον­ται καὶ σηκώ­νον­ται ἀπὸ τὸ φαγη­τὸ χωρὶς προ­σευ­χή. Σύ, ποὺ εἶσαι καλε­σμέ­νος σ’ ἕνα τέτοιο τρα­πέ­ζι, τί θὰ κάνῃς; Ἄν φοβη­θῇς τὰ εἰρω­νι­κὰ χαμό­γε­λα τῶν ἄλλων, δὲν θὰ κάνῃς το σταυ­ρό σου. Θὰ εἶσαι τότε ἀνά­ξιος μαθη­τὴς καὶ ἀκό­λου­θος ἐκεί­νου, ποὺ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἐκεῖ­νος καρ­φώ­θη­κε στὸ ξύλο της ἀτι­μί­ας, κ’ ἐσὺ δὲν κάνεις ἕνα σταυ­ρό; Ἄνθρω­πέ μου, νίκη­σε τὴ δει­λία καί το φόβο σήκω ὄρθιος, κάνε το σταυ­ρό σου, κι ἂς γελά­σῃ ὅλος ὁ κόσμος! Θάρ­ρος καὶ τόλ­μη χρειά­ζε­ται… Βρί­σκε­ται σ’ ἕνα κύκλο ἀνθρώ­πων ποὺ δὲν πιστεύ­ουν τίπο­τε, καὶ συζη­τῶν­τας οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἀρχί­ζουν νὰ βρί­ζουν καὶ νὰ βλα­στη­μοῦν τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς θρη­σκεί­ας μας. Τί θὰ κάνῃς; Ἄν εἶσαι δει­λὸς καὶ ἄναν­δρος, θὰ σιω­πή­σῃς. Θ’ ἀφή­σῃς τὸ Χρι­στὸ ἐκτε­θει­μέ­νο στὶς ὕβρεις. Αὐτοὶ οἱ ἄπι­στοι φτύ­νουν τὸ Χρι­στὸ χει­ρό­τε­ρα ἀπὸ τοὺς σταυ­ρω­τάς του, κ’ ἐσὺ δὲν θὰ δια­μαρ­τυ­ρη­θῇς γιὰ τίς βλα­σφη­μί­ες τους; Χρι­στια­νέ μου, νίκη­σε τὴ δει­λία ἄνοι­ξε τὸ στό­μα σου καὶ μίλη­σε γιὰ τὸ Χρι­στό. Λίγο θάρ­ρος καὶ τόλ­μη χρειά­ζε­ται… Ἀδι­κεῖ­ται ὁ γεί­το­νάς σου. Ἀδι­κεῖ­ται ἀπὸ ἀνθρώ­πους, ποὺ εἶνε πολὺ ἰσχυ­ροὶ καὶ ἔχουν ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ φᾶνε τὸ δίκιο τοῦ ἀδυ­νά­του. Ὁ γεί­το­νας ζητά­ει τὴ βοή­θειά σου. Τί θὰ κάνῃς; Ἡ συνεί­δη­σί σου φωνά­ζει: «Βοή­θα τον». Ἀλλ’ ἡ δει­λία λέει: «Ὄχι. Ἐὰν τὸν βοη­θή­σῃς, ὁ ἐχθρός του, ποὺ εἶνε ἰσχυ­ρός, θὰ σὲ κατα­διώ­ξῃ, καὶ κιν­δυ­νεύ­εις νὰ χάσῃς τὴ θέση σου καὶ τὴ ζωή σου ἀκό­μη». Λοι­πὸν τί θὰ κάνῃς; Ἀδελ­φέ μου, θάρ­ρος καὶ τόλ­μη χρειά­ζε­ται καὶ στὴν περί­πτω­ση αὐτή, γιὰ νὰ ἐκτε­λέ­σῃς τὸ καθῆ­κον σου ἀπέ­ναν­τι τοῦ πλη­σί­ον.

Ἅγιοι Ἰωσὴφ καὶ Νικό­δη­με, ἅγιες μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες, ποὺ τόσο θάρ­ρος καὶ τόλ­μη δεί­ξα­τε τό ἡλιο­βα­σί­λε­μα ἐκεῖ­νο τῆς Μεγά­λης Παρα­σκευ­ῆς, σᾶς παρα­κα­λοῦ­με, παρα­κα­λέ­στε τὸν Κύριο νὰ δίνῃ καὶ σ’ ἐμᾶς θάρ­ρος καὶ τόλ­μη, στὶς διά­φο­ρες δύσκο­λες περι­στά­σεις τῆς ζωῆς μας, γιὰ νὰ ἐκτε­λοῦ­με τὰ χρι­στια­νι­κά μας καθή­κον­τα πρός το Θεὸ καὶ τὸν πλη­σί­ον.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek