ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (A΄ 1 – 17)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. 3πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν. 4ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. 5καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. 6Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· 7οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι’ αὐτοῦ. 8οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. 9Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. 14Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. 15Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν λέγων· Οὗτος ἦν ὃν εἶπον, Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
1 Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λογος του Θεού. Και ο Λογος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν και πλησιέστατα προς αυτόν, και ο Λογος ήτο Θεός απειροτέλειος, όπως ο Πατήρ και το Αγιον Πνεύμα. 2 Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν. 3 Ολα τα δημιουργήματα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα, από όσα έχουν γίνει. 4 Εις αυτόν υπήρχε ζωή και ως άπειρος πηγή ζωής εδημιούργησε και διατηρεί κάθε ζωήν. Δια δε τους ανθρώπους δεν είναι μόνον η φυσική ζωη, αλλά και το πνευματικόν φως, που φωτίζει τον νουν των εις κατανόησιν και αποδοχήν της αληθείας. 5 Και το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν ημπόρεσε ποτέ να το επισκιάση και το εξουδετερώση. 6 Προάγγελος αυτού του φωτός κατά τας ημέρας εκείνας έγινεν ένας άνθρωπος, σταλμένος από τον Θεόν, του οποίου το όνομα ήτο Ιωάννης. 7 Αυτός ήλθε με κύριον σκοπόν να μαρτυρήση περί του φωτός, δηλαδή περί του Ιησού Χριστού, και με το κήρυγμά του να προπαρασκευάση τους ανθρώπους, ώστε να πιστεύσουν όλοι στο φως. 8 Δεν ήτο εκείνος το φως, αλλ’ ήλθε να μαρτυρήση δια το φως. 9 Ο Υιός και Λογος του Θεού ήτο πάντοτε το αληθινόν φως, το οποίον φωτίζει κάθε άνθρωπον, που έρχεται στον κόσμον. 10 Ητο εξ αρχής στον κόσμον, ως δημιουργός και κυβερνήτης, και ο κόσμος όλος, ορατός και αόρατος, έλαβεν ύπαρξιν δι’ αυτού. Και όμως όταν το φως, ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, ο κόσμος δεν τον ανεγνώρισε και δεν τον εδέχθη. 11 Ηλθε μεταξύ των ιδικών του, δηλαδή των Ιουδαίων, τους οποίους με ιδιαιτέραν στοργήν δια μέσου των αιώνων είχε προστατεύσει, και αυτοί οι ιδικοί του δεν τον εδέχθησαν ως Σωτήρα και Θεόν των. 12 Αλλοι όμως τον εδέχθησαν. Εις όσους δε τον εδέχθησαν με πίστιν ως Σωτήρα και Θεόν των έδωκε το δικαίωμα να γίνουν τέκνα Θεού, εις αυτούς δηλαδή που πιστεύουν στο όνομά του. 13 Αυτοί δεν εγεννήθησαν από ανθρώπινα αίματα ούτε από θέλημα σαρκός ούτε από θέλημα ανδρός, αλλά εγεννήθησαν από τον Θεόν. 14 Και ο Υιός και Λογος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάριν και αλήθειαν. 15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί δι’ αυτόν και κράζει με μεγάλην φωνήν, λέγων· “αυτός ήτο εκείνος, δια τον οποίον σας είπα, ότι ο ερχόμενος ύστερα από εμέ είναι ασυγκρίτως ανώτερος από εμέ, διότι ως Υιός μονογενής του Πατρός υπήρχε ήδη, πριν εγώ γεννηθώ”. 16 Και από τον άπειρον πνευματικόν πλούτον αυτού όλοι ημείς ελάβαμεν και χάριν επάνω εις την χάριν. 17 Διότι ενώ ο νόμος εδόθη δια του Μωϋσέως, δούλου του Θεού, η χάρις και η αλήθεια ήλθαν δια του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού.
1 Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο Λόγος, ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και πάντοτε ενωμένος μαζί του. Και ήταν Θεός τέλειος ο Λόγος. 2 Στην αρχή της δημιουργίας αυτός υπήρχε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα. 3 Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα? και χωρίς αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει. 4 Είχε μέσα του τη ζωή, και αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει το νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια. 5 Το φως βέβαια σκορπίζει τη λάμψη του και ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι σκοτισμένοι από την αμαρτία και την πλάνη, για να τους φωτίσει κι αυτούς. Αλλά οι σκοτισμένοι αυτοί άνθρωποι δεν το αντιλήφθηκαν και δεν το εγκολπώθηκαν, αλλά και δεν μπόρεσαν να το εξουδετερώσουν και να το κατανικήσουν. 6 Για να γνωρίσουν λοιπόν οι άνθρωποι το φως, εμφανίστηκε κάποιος άνθρωπος απεσταλμένος από τον Θεό, που λεγόταν Ιωάννης. 7 Αυτός ήλθε, έχοντας ως κύρια αποστολή του να δώσει τη μαρτυρία του για τον Ιησού Χριστό. Ήλθε δηλαδή να δώσει τη μαρτυρία ότι αυτός είναι το φως, για να πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι με το κήρυγμά του στον Ιησού Χριστό. 8 Δεν ήταν ο ίδιος ο Ιωάννης το φως, αλλά ήλθε απεσταλμένος από τον Θεό για να μαρτυρήσει για τον Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι το φως. 9 Ως Λόγος και ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν πάντοτε ο Χριστός το απολύτως τέλειο φως, η μοναδική πηγή του φωτός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. 10 Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προνοούσε και κυβερνούσε τον κόσμο. Και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα απ’ τα οποία αποτελείται ο επίγειος κι ο ουράνιος κόσμος, διαμέσου αυτού έγιναν. Κι όμως, όταν αυτός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος, ο διεφθαρμένος κόσμος των ανθρώπων που ήταν προσκολλημένος στα γήινα δεν τον αναγνώρισε ως δημιουργό του. 11 Και όχι μόνο ο κόσμος, αλλά και οι δικοί του, οι Ιουδαίοι, τον απέρριψαν. Ήλθε απ’ τον ουρανό κι έζησε ως άνθρωπος στη γη της επαγγελίας, που ήταν ξεχωρισμένη πριν από πολλούς αιώνες από τον Θεό ως ιδιαιτέρως δική του. Μα οι δικοί του άνθρωποι, οι Ιουδαίοι, δεν τον παραδέχθηκαν, αλλά τον αρνήθηκαν σαν ξένο και εχθρό. 12 Όσοι όμως τον δέχθηκαν και τον εγκολπώθηκαν ως σωτήρα τους, και πίστεψαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους, τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού. 13 Αυτοί δεν γεννήθηκαν από γυναικεία αίματα, ούτε από σαρκική επιθυμία, ούτε από την επιθυμία κάποιου άνδρα, αλλά γεννήθηκαν από τον ίδιο τον Θεό. 14 Για να εντυπωθεί περισσότερο στον καθένα ποιος επιτέλεσε την υπερφυσική αυτή γέννηση και υιοθεσία, επαναλαμβάνω ότι ο Λόγος έγινε μέσα στο χρόνο άνθρωπος. Και έχοντας ως σκηνή και ως ναό άγιο την ανθρώπινη φύση, παρέμεινε με πολλή οικειότητα μεταξύ μας σαν ένας από μας. κι εμείς χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη και θεοπρεπή δόξα του, η οποία φανερωνόταν με τα θαύματά του και τη διδασκαλία του και τη λαμπρότητα της αναμάρτητης και ολοκληρωτικά αγίας ζωής του. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρισμα και δωρεά, όπως την παίρνουν τα λογικά δημιουργήματα, αλλά την είχε φυσική από τον Πατέρα του, ως Υιός μονάκριβος που ήταν? Υιός γεμάτος χάρη, με την οποία τότε θαυματουργούσε και τώρα μας αναγεννά, και γεμάτος αλήθεια, με την οποία μας φωτίζει και μας διδάσκει. 15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί γι’ αυτόν και φωνάζει δημόσια και χωρίς κανένα δισταγμό, με παρρησία, λέγοντας: Αυτός ήταν εκείνος για τον οποίο είπα ότι: αυτός που έρχεται στη δημόσια δράση ύστερα από μένα υπήρξε ασυγκρίτως λαμπρότερος και ενδοξότερος πολύ πριν από μένα. Αυτόν έβλεπαν και κήρυτταν όλοι οι πατριάρχες και οι προφήτες? διότι ως πρωτότοκος και μονογενής Υιός του Θεού υπήρχε πριν από μένα. 16 Από τον ανεξάντλητο πλούτο της τελειότητος και των δωρεών του πήραμε όλοι εμείς. Πήραμε τη μία χάρη πάνω στην άλλη. Μετά τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών μας λάβαμε και τη χάρη της υιοθεσίας και της μακαρίας ζωής. Και ολοένα δεχόμαστε νέα υπεράφθονη χάρη πάνω σ’ εκείνη που προηγουμένως λάβαμε. 17 Διότι ο νόμος, που τον παρέβαιναν οι άνθρωποι και για το λόγο αυτό γίνονταν ένοχοι και ανάξιοι να λάβουν τη χάρη της υιοθεσίας, δόθηκε διαμέσου ανθρώπου και δούλου, του Μωυσή. Ενώ η χάρη και τη τέλεια αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία αντικατέστησε τις σκιές και τα σύμβολα του νόμου, ήλθαν διαμέσου του Ιησού Χριστού. και αυτή η χάρη και η αλήθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας και τον αναγεννούν.
1 Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ τὸ Θεό (Πατέρα), καὶ Θεὸς ἦταν ὁ Λόγος. 2 A ὐ τ ὸ ς ἦταν στὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸ Θεό (Πατέρα). 3 Ὅλα ἔγιναν δι’ α ὐ τ ο ῦ , καὶ χωρὶς α ὐ τ ὸ ν δὲν ἔγινε τ ί π ο τ ε , τὸ ὁποῖον ἔγινε. 4 Δ ι ‘ α ὐ τ ο ῦ ὑπῆρχε ζωή, καὶ ἡ ζωὴ ἦταν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. 5 Kαὶ τὸ φῶς μέσα στὸ σκοτάδι φ ω τ ί ζ ε ι , ἀλλ’ οἱ σκοτεινοὶ ἄνθρωποι δ ὲ ν τὸ κατάλαβαν. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» 6 Ἦλθε ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ ὄνομά του Ἰωάννης. 7 Aὐτὸς ἦλθε γιὰ μαρτυρία, νὰ δώσῃ μαρτυρία γιὰ τὸ φῶς, γιὰ νὰ πιστεύσουν ὅλοι δι’ αὐτοῦ. 8 Δὲν ἦταν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἦλθε γιὰ νὰ δώσῃ μαρτυρία γιὰ τὸ φῶς. 9 Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. 10 Στὸν κόσμο ἦταν, καὶ ὁ κόσμος ἀπ’ αὐτὸν ἔγινε, ἀλλ’ ὁ κόσμος δὲν τὸν γνώρισε. 11 Στὸ σπίτι του ἦλθε, ἀλλ’ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχθηκαν. 12 Σ’ ὅσους δὲ τὸν δέχθηκαν, σ’ αὐτοὺς ἔδωσε δικαίωμα νὰ γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ, σ’ ἐκείνους δηλαδή, ποὺ πιστεύουν στὸ ὄνομά του. 13 Aὐτοὶ δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ αἵματα (γυναικῶν), οὔτε ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία, οὔτε ἀπὸ τὴ θέλησι ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ Θεό. 14 Ὁ δὲ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ κατῴκησε ἀνάμεσά μας, καὶ ἀπολαύσαμε ὡς ἔκπαγλο θέαμα τὴ δόξα του, δόξα ποὺ ἔχει ὡς μονογενὴς Yἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα. Γεμᾶτος χάρι καὶ ὀμορφιά! 15 Ὁ Ἰωάννης δίνει μαρτυρία γι’ αὐτὸν καὶ φωνάζει δυνατὰ λέγοντας: «Aὐτὸς εἶναι, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶπα: Aὐτός, ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ μένα, προηγεῖται ἀπὸ μένα, διότι ὑπῆρχε πρωτύτερα ἀπὸ μένα». 16 Kαὶ ἀπὸ τὸν πλοῦτο του ἐμεῖς ὅλοι λάβαμε, ἀκόμη καὶ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν ἀπὸ εὐσπλαγχνία. 17 Διότι διὰ τοῦ Mωυσέως δόθηκε ὁ ν ό μ ο ς , ἐνῷ ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ ἀλήθεια ἦλθαν διὰ τ ο ῦ ‘ I η σ ο ῦ X ρ ι σ τ ο ῦ.
ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΙΔ΄:
ΟΙ ΕΚΠΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Α´. Είναι καιρός να ευφρανθείς,Ιερουσαλήμ, και να πανηγυρίσετε όλοι όσοι αγαπάτε τον Ιησού [πρβ.Ησ.66,10: «Eὐφράνθητι, Ἱερουσαλήμ, καὶ πανηγυρίσατε ἐν αὐτῇ, πάντες οἱ ἀγαπῶντες αὐτήν, χάρητε ἅμα αὐτῇ χαρᾷ, πάντες ὅσοι πενθεῖτε ἐπ᾿ αὐτῇ»], διότι ο Κύριος αναστήθηκε. Χαρείτε όλοι, όσοι προηγουμένως είχατε πένθος, όταν ακούσατε όσα παράνομα και εγκληματικά τόλμησαν να πράξουν οι Ιουδαίοι· διότι Αυτός που εκείνοι ατίμασαν αλαζονικά, ιδού, αναστήθηκε! Και όπως το να ακούει κανείς για τη Σταύρωση είναι κάπως λυπηρό, έτσι η καλή αγγελία της Αναστάσεως ας ευφραίνει τους παρόντες. Το πένθος ας γίνει ευφροσύνη και ο θρήνος ας μεταστραφεί σε χαρά. Και ας γεμίσει το στόμα μας χαρά και αγαλλίαση, γιατί Εκείνος, μετά την Ανάστασή Του, μας είπε: «Χαίρετε(:Νά χαίρεστε)» [Ματθ. 28, 9].
Διότι διεπίστωσα τη λύπη που είχαν τις προηγούμενες ημέρες όσοι αγαπούν τον Ιησού. Επειδή όσα λέγονταν είχαν ως τέλος τον θάνατο και την Ταφή και δεν ακούστηκε η καλή αγγελία της Αναστάσεως, η καρδιά τους περίμενε με ιερή αγωνία να ακούσει εκείνο που ποθούσαν. Αναστήθηκε λοιπόν ο νεκρός, ο «ελεύθερος ανάμεσα στούς νεκρούς»[πρβ. Ψαλμ.87,5: «Προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος(:Θεωρήθηκα όμοιος με εκείνους, οι οποίοι κατέρχονται στο βαθύ λάκκο του τάφου. Έγινα σαν άνθρωπος που στερείται οποιασδήποτε βοήθειας, εγκαταλελειμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, μακριά από κάθε επικοινωνία με τους ζωντανούς)»] και ελευθερωτής των νεκρών. Εκείνος που με υπομονή δέχτηκε να φορέσει το ατιμωτικό ακάνθινο στεφάνι, Αυτός, αφού αναστήθηκε, φόρεσε το διάδημα της νίκης κατά του θανάτου.
Β´ . Αλλά όπως ακριβώς παραθέσαμε τις μαρτυρίες περί του Σταυρού, έτσι και τώρα, έλα να επιβεβαιώσουμε και να παρουσιάσουμε τις αποδείξεις περί της Αναστάσεως. Διότι ο Απόστολος που διαβάσαμε λέει: «καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς(:και ότι ενταφιάστηκε και αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, σύμφωνα με όσα προφητεύτηκαν στις Γραφές)» [Α´ Κορ. 15, 4]. Και εφόσον ο Απόστολος μάς παραπέμπει στις μαρτυρίες των Γραφών, είναι καλό για μας να γνωρίσουμε την ελπίδα της σωτηρίας μας και να μάθουμε πρώτα, αν οι θείες Γραφές μάς λένε ποιος είναι ο καιρός που έγινε η Ανάστασή Του. Άραγε έγινε το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο ή μετά το χειμώνα και σε ποιο τόπο έγινε η Ανάστασή Του και ποιο είναι το όνομα του τόπου που διακηρύχτηκε από τους λαμπρούς Προφήτες ως τόπος της Αναστάσεώς Του; Και αν οι γυναίκες που Τον ζητούσαν και δεν Τον εύρισκαν, όταν Τον βρήκαν πάλι, χάρηκαν. Ώστε όταν διαβάζεται το άγιο Ευαγγέλιο, να μη θεωρούνται ότι είναι μύθοι ή επικά πολύλογα και φανταστικά αφηγήματα αυτά που μας εξιστορεί.
Γ΄ Ότι λοιπόν ενταφιάστηκε ο Σωτήρας το ακούσατε σαφώς στην προηγούμενη ομιλία που ο προφήτης Ησαΐας έλεγε:«Ἔσται ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφὴ αὐτοῦ(:Θα επικρατήσει ειρήνη στην ταφή Του)» [Ησ. 57, 2]· διότι με την ταφή Του έφερε ειρήνη ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, οδηγώντας τους αμαρτωλούς στον Θεό· και ότι «ἀπὸ γὰρ προσώπου ἀδικίας ἦρται ὁ δίκαιος(:ο δίκαιος πάρθηκε από τα χέρια των αδίκων)» [Ησ. 57, 1] και «ἔσται ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφὴ αὐτοῦ(:θα επικρατήσει ειρήνη στην ταφή Του)» [Ησ. 57, 2] καὶ «δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ(:και θα παραδοθούν οι πονηροί ως αντάλλαγμα για τον θάνατό Του)» [Ησ. 53, 9].
Επίσης η προφητεία του Ιακώβ που μας λέει: «Ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ αὐτόν;(:έπεσε και κοιμήθηκε όπως κοιμάται το λιοντάρι και το λιονταρόπουλό του· ποιος θα Τον ξυπνήσει;)» [Γέν. 49,9]. Είναι και το παραπλήσιο χωρίο που υπάρχει στο βιβλίο των «Αριθμών»: «Κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἀναστήσει αὐτόν;(:κατακλίθηκε καί αναπαύθηκε, όπως το λιοντάρι και το λιονταρόπουλό του· ποιος θα αναστήσει Αυτόν;)» [Αριθ. 24, 9]. Αλλά και ο Ψαλμός το λέει και το έχετε ακούσει πολλές φορές:«Καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με(:Και επέτρεψες να καταπέσω στο χώμα του τάφου και του θανάτου)» [Ψαλμ. 21, 16]. Για τον τόπο ήδη το επισημάναμε με αυτό που λέει:«Ἀκούσατέ μου, οἱ διώκοντες τὸ δίκαιον καὶ ζητοῦντες τὸν Κύριον, ἐμβλέψατε εἰς τὴν στερεὰν πέτραν, ἣν ἐλατομήσατε(:ακούστε με εσείς που επιδιώκετε το δίκαιο και ζητείτε πάντοτε τον Κύριο και την βοήθειά Του. Παρατηρήστε τον στερεό βράχο, τον οποίο λατομήσατε)» [Ησ. 51, 1]. Τώρα στη συνέχεια, ας παρουσιάσουμε τις μαρτυρίες γι᾿ αυτή την Ανάστασή Του.
Δ´ . Λέει λοιπόν πρώτα-πρώτα στον ενδέκατο Ψαλμό:« Ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος(:Εξαιτίας της κακοπάθειας των φτωχών και των στεναγμών των στερημένων και καταπιεζομένων, θα αναστηθώ τώρα, λέει ο Κύριος)»[Ψαλμ. 11,6]. Αλλά αυτό το χωρίο για μερικούς είναι αμφίβολο, επειδή πολλές φορές ο Κύριος ξεσηκώνεται, για να λάβει εκδίκηση από τους εχθρούς.
Έλα όμως στο δέκατο πέμπτο Ψαλμό που λέει σαφώς: «Φύλαξόν με, Κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα(:Φύλαξέ με, Κύριε, διότι σε Σένα στήριξα τις ελπίδες μου)» [Ψαλμ. 15, 1]. Και μετά από αυτά: «Οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου(:Δεν θα συναθροίσω ποτέ λατρευτικές συνάξεις από ανθρώπους μολυσμένους με αίμα αδικοχυμένο, ούτε θα θυμηθώ και ούτε θα αναφέρω με τα χείλη μου τα ονόματά τους)» [Ψαλμ. 15, 4], διότι Εμένα με αρνήθηκαν και θεώρησαν βασιλιά τους τον Καίσαρα. Και συνεχίζει: «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ(:Έβλεπα τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου, πραγματικά ήταν στα δεξιά μου, για να με προστατεύει για να μην κλονιστώ)» [Ψαλμ. 15, 8]. Και λίγο παρακάτω: «Ἔτι δὲ καὶ ἕως νυκτὸς ἐπαίδευσάν με οἱ νεφροί μου (:Ακόμη και τη νύχτα με παιδαγωγούσαν οι νυγμοί της συνειδήσεώς μου)» [Ψαλμ. 15, 7].
Μετά επίσης από αυτά σαφέστατα λέει: «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν (:δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θα επιτρέψεις σε αυτόν που σου είναι αφοσιωμένος να δοκιμάσει τη φθορά και την αποσύνθεση)»[Ψαλμ. 15,10]. Δεν είπε: «ούτε θα επιτρέψεις σε Αυτόν που σου είναι αφοσιωμένος να δοκιμάσει θάνατο», γιατί τότε δεν θα πέθαινε, αλλά τι είπε; «Τη φθορά και την αποσύνθεση δεν θα επιτρέψεις να τη γνωρίσω. Όσο για τον θάνατο, δεν θα παραμείνω κάτω από την εξουσία του για πολύ». «Ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς(:Με έκανες να γνωρίσω δρόμους ζωής μέσα στον τάφο)» [Ψαλμ. 15, 11]. Και να, που σαφώς κηρύττεται ότι μετά το θάνατο έρχεται η ζωή.
Έλα και στον εικοστό ένατο Ψαλμό:«Ὑψώσω σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ(:Θα σε δοξάσω, Κύριε, διότι με προστάτευσες και δεν έπεσα, ώστε να ευφρανθούν οι εχθροί μου, βλέποντας την καταστροφή μου)»[ Ψαλμ. 29, 2]. Τι είναι αυτό που σου έκανε ο Κύριος; Από τους εχθρούς γλύτωσες ή απαλλάχτηκες από τις μέλλουσες τιμωρίες; Αυτός ο ίδιος ο Ψαλμός σαφέστατα αναφέρει πιο κάτω:«Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου(:Κύριε, έβγαλες από τον άδη την ψυχή μου)» [Ψαλμ. 29,4]. Προηγουμένως είπε «δεν θα εγκαταλείψεις στον άδη την ψυχή μου», με προφητική ενόραση, και εδώ αναφέρει αυτό που πρόκειται να γίνει, σαν να έχει ήδη γίνει: «Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον(:Κύριε, έβγαλες την ψυχή μου από τον άδη και με έσωσες, για να μην είμαι ανάμεσα στους νεκρούς που κατεβαίνουν στο λάκκο του τάφου)» [Ψαλμ. 29,4].
Πότε θα γίνει αυτό το γεγονός; «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις(:Το εσπέρας θα διανυκτερεύσει μαζί μας ο κλαυθμός και το πρωί η χαρά και η αγαλλίαση)» [Ψαλμ. 29, 6]. Και πραγματικά. Αργά το βράδυ οι μαθητές είχαν θλίψη και πένθος και το πρωί ήρθε η χαρά και η ευφροσύνη της Αναστάσεως.
Ε´ . Θέλεις να μάθεις και τον τόπο; Λέει λοιπόν στο Άσμα Ασμάτων: «Εἰς κῆπον καρύας κατέβην ἰδεῖν (:Κατέβηκα στον κήπο που είναι οι καρυδιές)»[Άσμα 6, 11]. Ήταν κήπος και εκεί όπου σταυρώθηκε. Τώρα βέβαια μπορεί να καλλωπίστηκε πάρα πολύ με τις βασιλικές επιχορηγήσεις και δωρεές, αλλά ήταν κήπος πριν και ακόμη και τώρα παραμένουν τόσα στοιχεία χαρακτηριστικά που το φανερώνουν. «Κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη(:Κήπος περιφραγμένος, πηγή σφραγισμένη)» [ Άσμα 4, 12] από τους Ιουδαίους, οι οποίοι έλεγαν: «Ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης(:Θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ζούσε ακόμη, ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ· δώσε λοιπόν διαταγή να ασφαλίσουν τον τάφο μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές του μέσα στη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη του λαού χειρότερη από την πρώτη, που τον πίστεψαν ως Μεσσία)» [Ματθ. 27, 63-64] και τα περαιτέρω· «οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας(:και οι Ιουδαίοι πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο. Έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθο που σκέπαζε το μνημείο. Και τοποθέτησαν εκεί τη φρουρά)» [Ματθ. 27, 66].
Καλά είπε γι᾿ αυτούς κάποιος, απευθυνόμενος προς τον Ιησού: «Εἰς ἀνάπαυσιν αὐτὸν κρινεῖς; (:Κι Εσύ Κύριε, θα τους αφήσεις να αναπαύονται στη σιγουριά τους;)» [Ιώβ 7, 18]. Ποια είναι τώρα η πηγή η σφραγισμένη; Ή ποιος είναι εκείνος που ερμηνεύεται ως «πηγή φρέατος με ζωντανό νερό;» [πρβλ. Άσμα 4, 15: «Πηγὴ κήπου καὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου]. Αυτός είναι ο Σωτήρας, για τον Οποίο έχει γραφεί:«ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς(:διότι σε Σένα υπάρχει ανεξάντλητη πηγή ζωής, στο δικό σου το φως θα δούμε το αληθινό φως)» [Ψαλμ. 35, 10].
Αλλά τι λέει ο προφήτης Σοφονίας, σαν να μιλάει ο Ίδιος ο Κύριος σε καθέναν από τους Μαθητές Του; «Ἑτοιμάζου, ὄρθρισον, ἔφθαρται πᾶσα ἡ ἐπιφυλλὶς αὐτῶν(:Ετοιμάσου, λοιπόν, ξύπνα πρωί-πρωί, διότι έχουν πλέον καταστραφεί οι πονηροί άρχοντες και όλες οι παραφυάδες τους, ακόμα και τα τελευταία υπολείμματά τους)»[Σοφ.3,7]. Και είναι φανερό ότι εννοεί τους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν έχουν να επιδείξουν κανένα καρπό —κανένα έργο— που να φανερώνει ότι επιθυμούν τη σωτηρία τους. Δεν έχουν να επιδείξουν ούτε καν κάποιους μικρούς και ασήμαντους καρπούς που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απομεινάρια —καμπανάρια— από τον τρύγο του αμπελιού, εφόσον ξεριζώνεται ολοκληρωτικά το αμπέλι τους (η φυλή τους βγαίνει οριστικά έξω από το χώρο της σωτηρίας).
Και συνεχίζει στο ίδιο κείμενο του Προφήτη και λέει:«Διὰ τοῦτο ὑπόμεινόν με, λέγει Κύριος, εἰς ἡμέραν ἀναστάσεώς μου εἰς μαρτύριον(:Γι᾿ αυτό υπόμεινέ με, λέει ο Κύριος, μέχρι την ημέρα που θα αναστηθώ στο Μαρτύριο)» [Σοφον. 3, 8]. Βλέπεις ότι ο Προφήτης προγνώριζε ότι και ο τόπος της Αναστάσεως θα επονομαστεί Μαρτύριο;
Για ποιο λόγο λοιπόν, κατά τις υπόλοιπες Εκκλησίες, να μην καλείται και ο τόπος αυτός του Γολγοθά και της Αναστάσεως «Εκκλησία», αλλά Μαρτύριο; Ίσως όμως να ονομάζεται έτσι γιατί και ο Προφήτης έτσι το ονόμασε όταν είπε: «Εἰς ἡμέραν ἀναστάσεώς μου εἰς μαρτύριον(:Μέχρι την ημέρα που θα αναστηθώ στο Μαρτύριο)» [Σοφον. 3, 8].
Ζ´ . Και Ποιος είναι άραγε Αυτός που θα αναστηθεί και ποιο ξεχωριστό και θαυμαστό γνώρισμα θα μαρτυρεί την Ανάστασή Του; Σαφώς στη συνέχεια, λίγο παρακάτω, ο Προφήτης λέει:« Τότε μεταστρέψω ἐπὶ λαοὺς γλῶσσαν εἰς γενεὰν αὐτῆς τοῦ ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα Κυρίου(:Τότε θα μεταβάλω τις γλώσσες των λαών και θα τις ενοποιήσω)» [Σοφον. 3, 9]. Και το λέει αυτό, επειδή μετά την Ανάσταση, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, δόθηκε στους Μαθητές το χάρισμα των γλωσσών[πρβ. Πράξ. 2,4: «Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι (:Όλοι τους τότε πλημμύρισαν εσωτερικά με Πνεύμα Άγιο, και άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες, όπως το Πνεύμα τους ενέπνεε και τους έδινε την ικανότητα να μιλούν και να λένε θεϊκά και ουράνια λόγια και διδασκαλίες υψηλές και θεόπνευστες)»], «τοῦ ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ δουλεύειν αὐτῷ ὑπὸ ζυγὸν ἕνα (:ώστε να υπηρετούν όλοι το Όνομα του Κυρίου κάτω από ένα ζυγό ενωμένοι με την ίδια πίστη και την ίδια λατρεία)» [Σοφον. 3, 9].
Και ποιο άλλο ιστορικό γεγονός, κατά τον ίδιο Προφήτη, θα φανερώνει ότι όλοι οι λαοί θα υπηρετούν το Όνομα του Κυρίου κάτω από ένα ζυγό; «Ἐκ περάτων ποταμῶν Αἰθιοπίας οἴσουσι θυσίας μοι(:Από τους πιο απόμακρους ποταμούς της Αιθιοπίας οι λαοί θα μου προσφέρουν θυσίες)» [Σοφον. 3, 10]. Γνωρίζεις αυτό που αναφέρεται στις Πράξεις, τότε που ήλθε ο ευνούχος ο Αιθίοπας από τα πιο απόμακρα ποτάμια της Αιθιοπίας [πρβ. Πραξ. 8, 27: «Καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ(:Ο Φίλιππος σηκώθηκε και πήγε στον ερημικό εκείνο δρόμο υπακούοντας στη διαταγή του αγγέλου. Και να, ένας άνθρωπος Αιθίοπας, ευνούχος, ανώτερος αξιωματικός και αυλικός της Κανδάκης, της βασίλισσας των Αιθιόπων. Αυτός ήταν διευθυντής και διαχειριστής σε όλο το θησαυρό και τα οικονομικά της, και είχε έλθει για να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, διότι φαίνεται ότι ήταν προσήλυτος)»]. Τη στιγμή λοιπόν που και την ώρα της Ανάστασης και του τόπου το ιδίωμα και τα σημεία μετά την Ανάσταση, μάς τα αναφέρουν οι Γραφές, βεβαιώσου για την Ανάσταση και κανένας να μη σε κλονίσει από το να ομολογείς ότι ο Χριστός ήταν νεκρός και αναστήθηκε.
Η´ . Έχεις όμως και άλλη μαρτυρία στον ογδοηκοστό έβδομο Ψαλμό, όπου ο Χριστός λέει με τα λόγια των Προφητών. Διότι αυτός ο Ίδιος που τότε μιλούσε, μετά, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ήρθε στη γη.«Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου(:Κύριε, Εσύ που είσαι ο Θεός και Σωτήρας μου, φώναξα προς Εσένα ικετευτικά ολόκληρη την ημέρα και κατά τη διάρκεια της νύχτας)»[Ψαλμ. 87, 2]. Και μετά από λίγο λέει: « Προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος (:Κατάντησα σαν ένας άνθρωπος αβοήθητος, ελεύθερος ανάμεσα στους νεκρούς)» [Ψαλμ. 87,5]. Δεν είπε «κατάντησα άνθρωπος αβοήθητος», αλλά «ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος(:σαν άνθρωπος αβοήθητος)». Διότι σταυρώθηκε όχι από αδυναμία, αλλά με τη θέλησή Του. Και ο θάνατος δεν προήλθε από ακούσια ασθένειά Του: «Προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος (:Συγκαταριθμήθηκα με τους νεκρούς που κατεβαίνουν στο λάκκο του τάφου)» [Ψαλμ. 87, 5].
Και ποιο είναι εκείνο το σημείο, που θα μπορούσε αυθεντικά να μας βεβαιώσει ότι όλα αυτά αναφέρονται στον Κύριο; Είναι το «ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ (:απομάκρυνες τους γνωστούς μου από κοντά μου)» [Ψαλμ. 87, 9], διότι φύγανε μακριά οι Μαθητές την ώρα του Πάθους. «Μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια;(:Μήπως θα επιτελέσεις τα θαύματά σου στους νεκρούς;)» [Ψαλμ. 87, 11]. Έπειτα λίγο παρακάτω: «Κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε (:Γι᾿ αυτό και εγώ, Κύριε, φώναξα ικετευτικά προς Εσένα και το πρωί η προσευχή μου θα Σε προφθάσει)» [Ψαλμ. 87, 14]. Βλέπεις πως μας φανερώνουν οι Προφήτες τον αρμόδιο καιρό, που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και για το Πάθος και για την Ανάσταση του Κυρίου;
Θ´ . Και από πού αναστήθηκε ο Σωτήρας; Λέει στο Άσμα Ασμάτων «Ἀνάστα, ἐλθὲ ἡ πλησίον μου, καλή μου(:Σήκω, η αγαπητή μου, και έλα)» [Άσμα 2, 10]. Και στα επόμενα «ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας(:στη στέγη της πέτρας)» [Άσμα 2, 14]. «Στέγη της πέτρας» εννοεί αυτό το βαθούλωμα, που έμοιαζε σαν προστέγασμα και υπήρχε τότε μπροστά στη θύρα του σωτηρίου μνήματος, λαξευμένο πάνω στην ίδια την πέτρα, καθώς συνηθίζουν εδώ να κάνουν μπροστά στα μνήματα. Τώρα δεν φαίνεται, επειδή αφαιρέθηκε αυτό το προστέγασμα, για να έχουμε την παρούσα καλαισθησία. Διότι, πριν να το εξωραΐσει η καλή διάθεση του αυτοκράτορα αυτό το μνήμα, υπήρχε προστέγασμα μπροστά στην πέτρα.
Αλλά πού είναι η πέτρα που έχει το προστέγασμα; Άραγε στα μέσα της πόλεως βρίσκεται ή στα τείχη και στα εξωτερικά περιτειχίσματα της πόλεως; Και σε ποιο μέρος από τα δύο, στα αρχαία τείχη ή στο προτείχισμα που έγινε αργότερα; Λέει λοιπόν στο Άσμα Ασμάτων: «Ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας, ἐχόμενα τοῦ προτειχίσματος(:Στο προστέγασμα της πέτρας που εφάπτεται στο προτείχισμα)» [Άσμα 2, 14].
Ι´ . Ποια εποχή αναστήθηκε ο Σωτήρας; Άραγε ήταν καλοκαίρι ή άλλη εποχή; Στο ίδιο πάλι το βιβλίο, στο Άσμα Ασμάτων, λίγο πιο πριν απ᾿ αυτά που προηγουμένως αναφέραμε, λέει: «Ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ, τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε(:Ο χειμώνας πέρασε. Πέρασε πια η εποχή των βροχών. Το νερό ξαναμαζεύεται στα σύννεφα. Τα λουλούδια έκαναν την εμφάνισή τους στη γη, ο καιρός του κορφολογήματος ήρθε)» [πρβ. Άσμα 2, 11-12]. Αυτή λοιπόν δεν είναι η εποχή, που η γη είναι γεμάτη λουλούδια και οι αμπελουργοί κορφολογούν τα αμπέλια; Βλέπεις ότι μας λέει πως είχε περάσει ο χειμώνας; Ο μήνας λοιπόν, που αναφέρει ότι ήταν τότε, είναι ο Απρίλιος, επομένως ήταν άνοιξη. Η εποχή ήταν αυτή και ήταν ο πρώτος μήνας για τους Εβραίους, όπου γιορτάζεται η εορτή του Πάσχα, που την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, συμβολικά, προτύπωνε το Πάσχα της Καινής Διαθήκης, το οποίο είναι το πραγματικό πέρασμα, από τη φθορά στην αφθαρσία, η πραγματική νίκη κατά της αμαρτίας και του θανάτου.
Μια τέτοια εποχή δημιουργήθηκε ο κόσμος. Τότε ήταν που είπε ο Θεός:«Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως(:Από την ξερή γη να βγουν όλα τα είδη της χλόης και της θαμνώδους βλάστησης και το κάθε είδος απ᾿ αυτά ας έχει τον δικό του σπόρο, ώστε το ίδιο να διαιωνίζεται, χωρίς να χάνει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του)» [Γέν. 1, 11]. Και τώρα, όπως βλέπεις, κάθε φυτρωμένο φυτό σχηματίζει τους σπόρους του. Και όπως τότε ο Θεός δημιούργησε τον ήλιο και τη σελήνη και όρισε κατά τέτοιο τρόπο την τροχιά τους, ώστε σε μια ορισμένη χρονική περίοδο να έχουν ίση διάρκεια τη νύχτα και την ημέρα, έτσι και πριν λίγες ημέρες είχαμε ισημερία. Τότε είπε ο Θεός:«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, (:Ας δημιουργήσουμε άνθρωπο κατ᾿ εικόνα και ομοίωσή μας)» [Γέν. 1, 26].
Και έλαβε ο άνθρωπος το «κατ᾿ εικόνα», αλλά το «καθ᾿ ομοίωσιν» το αμαύρωσε με την παρακοή. Την εποχή λοιπόν που το έχασε τούτο, την ίδια εποχή έγινε και η διόρθωση. Την ίδια εποχή δηλαδή που ο άνθρωπος με την παρακοή διώχτηκε από τον Παράδεισο, την ίδια εποχή και αυτός που πίστεψε, με την υπακοή, εισήλθε πάλι στον Παράδεισο. Την ίδια λοιπόν εποχή που έπεσε ο άνθρωπος, την ίδια και σώθηκε, την άνοιξη, τότε που ανθίζουν τα φυτά και τότε που γινόταν το κορφολόγημα [πρβλ. Άσμα 2, 12: «Τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε, φωνὴ τῆς τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν(:Τα άνθη έκαναν την εμφάνισή τους στη γη. Ο καιρός του κλαδέματος έχει φθάσει. Η φωνή της τρυγόνας ξανακούστηκε πάλι στη χώρα μας)»].
ΙΑ´ . Ο τόπος της ταφής ήταν κήπος, και Άμπελος ήταν Αυτός που φυτεύθηκε. Μας το έχει πει:«Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι (: Εγώ είμαι η Άμπελος, η κληματαριά η πραγματική και άφθαρτη και πνευματική. Εγώ θα αντικαταστήσω και θα ανακαινίσω την παλαιά άμπελο της συναγωγής ιδρύοντας την Εκκλησία μου, της οποίας θα είμαι η κεφαλή. Και ο Πατέρας μου είναι ο αμπελουργός)» [Ιω. 15, 1]. Φυτεύτηκε φυσικά στη γη, για να εκριζωθεί η κατάρα που δόθηκε εξαιτίας του Αδάμ, ότι η γη θα φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια [πρβ. Γέν. 3, 18: «Ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ(:Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνει η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού)»]. Βλάστησε από τη γη η αληθινή Άμπελος, για να βρει τόπο αυτό που έχει γραφεί: «Ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε, καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψε (:Αλήθεια από τη γη ανέτειλε και από τον ουρανό κατέβηκε δικαιοσύνη)» [Ψαλμ. 84, 12].
Και τι πρόκειται να πει Εκείνος που ενταφιάστηκε στον κήπο; «Ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου(:Τρύγησα την ευωδιαστή σμύρνα μου με τα αρώματά μου)»[Άσμα 5, 1]. Και σε άλλο σημείο: «Σμύρνα ἀλὼθ μετὰ πάντων πρώτων μύρων(:Σμύρνα και αλόη με όλα τα άλλα εξαίρετα αρώματα)» [πρβ. Άσμα 4, 14]. Αυτά είναι βέβαια τα σύμβολα του ενταφιασμού. Και στο Ευαγγέλιο έχει γραφεί: «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς(:Την πρώτη όμως ημέρα της εβδομάδας από τα βαθιά χαράματα ήλθαν οι γυναίκες στο μνήμα φέρνοντας τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει. Μαζί τους ήλθαν και μερικές άλλες)» [πρβ. Λουκ. 24, 1]. Και ο Νικόδημος ήλθε κρατώντας μίγμα σμύρνας και αλόης [πρβλ. Ιωάν. 19, 39: «Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν(:Μαζί με τον Ιωσήφ ήλθε και ο Νικόδημος. Αυτός ήταν που είχε έλθει κάποτε μέσα στη νύχτα να συναντήσει τον Ιησού, όταν για πρώτη φορά συνομίλησε μαζί Του. Αυτός λοιπόν τώρα έφερε ένα μίγμα από το ρητινώδες και πολύτιμο άρωμα που λεγόταν σμύρνα, και από το αρωματικό και απαλό ξύλο της αλόης, εκατό λίτρα περίπου, δηλαδή παραπάνω από τριάντα δύο κιλά)»].
Και στη συνέχεια στο ίδιο βιβλίο έχει γραφεί: «Ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου (:Έφαγα τον άρτο μου μαζί με το μέλι μου)» [Άσμα 5, 1]. Το πικρό το έφαγε πριν το πάθος και το γλυκύ μετά την Ανάσταση. Έπειτα, Αναστημένος πια, εισήλθε ανάμεσα από τις κλειστές πόρτες» [πρβ. Ιω. 20, 19: «Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων»], αλλά αμφέβαλλαν γι᾿ Αυτόν. «Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν (:Η αιφνιδιαστική όμως εμφάνιση του Κυρίου τους κατατρόμαξε. Κι επειδή κυριεύθηκαν από φόβο, νόμιζαν ότι έβλεπαν φάντασμα, δηλαδή ψυχή πεθαμένου που ήλθε από τον Άδη χωρίς να έχει σώμα)» [Λουκ. 24, 37]. Εκείνος όμως τους είπε: «Ἲδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(:Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι άσαρκο πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)» [Λουκ. 24, 39].
«Βάλτε τα δάχτυλά σας στο σημάδι που έχουν αφήσει τα καρφιά», πράγμα που επιζητούσε αργότερα ο Θωμάς να κάνει[πρβ. Ιωάν. 20, 25: «Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω(:Όταν λοιπόν είδαν τον Θωμά, του έλεγαν οι άλλοι μαθητές: ‘’Είδαμε τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάντησε: ‘’Εάν δεν δω με τα μάτια μου στα χέρια Του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά Του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυλά μου να βεβαιωθώ, δεν θα πιστέψω’’)».
Και ενώ ακόμα αυτοί απιστούσαν από τη χαρά τους και θαύμαζαν, ο Αναστημένος Κύριος τούς είπε: «Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου(:Έχετε εδώ, τίποτε φαγώσιμο; Και αυτοί τότε Του έδωσαν ένα μέρος από ψητό ψάρι και κηρήθρα από μελίσσι)» [Λουκ. 24, 41-42]. Βλέπεις πως εκπληρώθηκε αυτό που είπε: «Ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου(:Έφαγα τον άρτο μου μαζί με το μέλι μου)»; [Άσμα 5, 1].
ΙΒ´ . Αλλά πριν να εισέλθει ο Κύριος «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων (: ανάμεσα από τις κλειστές πόρτες)» [Ιω. 20, 19.26], οι θαυμάσιες εκείνες και ανδρείες γυναίκες Τον ζητούσαν. Ζητούσαν το Νυμφίο και θεραπευτή των ψυχών τους. Ήλθαν οι ευλογημένες εκείνες στον τάφο [πρβ. Ματθ. 28, 1: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον(:Αργά λοιπόν τη νύχτα του Σαββάτου, την ώρα που ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο)»] και ζητούσαν με μύρα να αλείψουν το σώμα του Κυρίου τους που όμως είχε ήδη αναστηθεί. Και τα δάκρυα από τα μάτια τους ακόμα έσταζαν, χωρίς να γνωρίζουν ότι θα έπρεπε μάλλον ήδη να ευφραίνονται και να χορεύουν για τον Αναστημένο Κύριο Ιησού Χριστό.
Ήρθε η Μαρία [πρβ. παραπάνω, Ιω. 20, 1: «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου(:Αφού πέρασε το Σάββατο, την επόμενη ημέρα, που ήταν η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται στο μνημείο πρωί, όταν ήταν ακόμη σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος που έφραζε την είσοδο του τάφου ήταν σηκωμένος από το μνήμα)»] και Τον ζητούσε, κατά το Ευαγγέλιο, και δεν Τον εύρισκε, αλλά στη συνέχεια άκουσε από τους Αγγέλους ότι αναστήθηκε και κατόπιν είδε τον Χριστό.
Μήπως όμως και αυτά τα βρίσκουμε κάπου γραμμένα; Λέει λοιπόν στο Άσμα των Ασμάτων: «Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκάλεσα αὐτόν, καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου(:Στην κλίνη μου, τη νύχτα, ζήτησα Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου)» [Άσμα 3, 1]. Ποια ώρα; «Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκάλεσα αὐτόν, καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου(:Στην κλίνη μου, τη νύχτα, ζήτησα Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα· τον κάλεσα και δεν με άκουσε)» [Άσμα 3, 1]. Η Μαρία λέει: «Ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης(:Ήρθε ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι)» [πρβλ. Ιω. 20, 1]. «Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν(:Στην κλίνη μου ενώ ήμουν, τη νύχτα τον ζήτησα, αλλά δεν τον βρήκα πουθενά)» [Άσμα 3, 1]. Και στο Ευαγγέλιο λέει η Μαρία όταν τη ρωτούν οι άγγελοι γιατί κλαίει: «Ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν (:Πήραν τον Κύριό μου από τον τάφο και δεν ξέρω πού τον έβαλαν)» [Ιω. 20, 13].
Οι άγγελοι όμως που τότε βρίσκονταν στο κενό μνημείο, τις βοήθησαν να γνωρίσουν όσα αγνοούσαν. Τους έλεγαν λοιπόν:«Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;(:Γιατί ζητάτε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που τώρα πλέον είναι ζωντανός;)»[Λουκ.24,5]. Όχι μόνο αναστήθηκε,αλλά ανέστησε με τη δύναμή Του και άλλους νεκρούς. Η Μαρία όμως η Μαγδαληνή τα αγνοούσε αυτά και για το λόγο αυτό το Άσμα των Ασμάτων, θέλοντας να την αντιπροσωπεύσει, παρουσιάζεται να λέει στους Αγγέλους: «Μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου ἴδετε; ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν(:Μήπως είδατε Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου; Αλλά λίγο είχα, όταν απομακρύνθηκα απ᾿ αυτούς)» [Άσμα 3, 3-4], δηλαδή τους δύο Αγγέλους, «ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν, ἕως οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν(:και βρήκα Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον κράτησα και δεν Τον άφησα)» [Άσμα 3, 4].
ΙΓ´ . Μετά όμως από την οπτασία των Αγγέλων ο Ιησούς ήρθε και παρουσιάστηκε μόνος Του και είπε στις μυροφόρες γυναίκες, όπως λέει το Ευαγγέλιο: «Χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ(:’’Χαίρετε’’. Αυτές τότε, αφού πλησίασαν, δεν τόλμησαν να Τον αγγίξουν στο σώμα, αλλά με ευλάβεια πολλή έπιασαν μόνο τα πόδια Του και Τον προσκύνησαν)» [Ματθ. 28, 9]. Κράτησαν Αυτόν για να εκπληρωθεί αυτό που είπε στο Άσμα : «Ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν (: Τον κράτησα και δεν Τον άφησα πια)» [Άσμα 3, 4]. Ασθενικό ήταν της γυναίκας το σώμα, ανδρείο όμως το φρόνημά της: «Ὓδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν (:Το νερό πολύ, αλλά δεν έσβησε την αγάπη, ούτε οι ποταμοί την έπνιξαν)» [πρβλ. Άσμα 8, 7]. Νεκρός ήταν ο Ποθούμενος, αλλά δεν σβήστηκε η ελπίδα της Αναστάσεως.
Και ο Άγγελος λέει προς αυτές πάλι: «Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε (: ‘’Μη φοβάστε εσείς˙ διότι γνωρίζω ότι ζητάτε με πόθο και ευλάβεια τον Ιησού τον Εσταυρωμένο’’)» [Ματθ. 28, 5]. «Δεν λέω στους στρατιώτες ‘’μη φοβάστε’’, αλλά σε σας. Εκείνοι ας φοβηθούν, ώστε με την εμπειρία αυτή να μάθουν και να δώσουν μαρτυρία και να πουν, όπως ο εκατόνταρχος και εκείνοι που μαζί του φύλαγαν τον Εσταυρωμένο Ιησού, όταν είδαν τον σεισμό και όσα έγιναν όσο ο Κύριος βρισκόταν επάνω στον Σταυρό: «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος. (:Πράγματι αυτός ήταν υιός Θεού)» [Ματθ. 27, 54]. Εσείς δεν χρειάζεται να φοβάσθε, διότι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον(:η αγάπη, όταν είναι τέλεια, απομακρύνει και βγάζει έξω από την ψυχή τον φόβο)» [Α´ Ιω. 4, 18].
«Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν. (:Πηγαίνετε όμως γρήγορα και πείτε στους μαθητές Του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και ιδού, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία˙ εκεί θα Τον δείτε. Να λοιπόν, σας είπα αυτά που είχα εντολή να σας πω)»[Ματθ. 28, 7] κ.τ.λ. Και αναχωρούν αυτές, γεμάτες χαρά και φόβο[:ως έκσταση και έκπληξη στην αίσθηση του υπερβατικού [πρβλ. Ματθ. 28, 8: «Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ»(: Και οι γυναίκες, αφού βγήκαν γρήγορα από το μνημείο με φόβο εξαιτίας της αγγελικής οπτασίας, αλλά και με χαρά μεγάλη εξαιτίας του χαρμόσυνου αγγέλματος, έτρεξαν να τα πουν όλα αυτά στους μαθητές)»] και Μαρκ. 16, 8: «καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ(:εκείνες τότε βγήκαν κι έφυγαν από το μνημείο. Ήταν μάλιστα γεμάτες τρόμο και έκσταση. Δεν είπαν όμως τίποτε σε κανένα, διότι ήταν φοβισμένες)»].
Μήπως και αυτό είναι κάπου γραμμένο; Λέει λοιπόν ο δεύτερος Ψαλμός που εξαγγέλλει το Πάθος του Χριστού: «Δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ (:Δουλέψατε στον Κύριο με φόβο και ας αγαλλιάσει η ψυχή σας με τρόμο)» [Ψαλμ. 2, 11]. «Να αγαλλιάσει», δηλαδή, «η ψυχή σας, για τον Αναστημένο Κύριο, αλλά με τρόμο». Και το λέει αυτό για τον σεισμό που έγινε και τον Άγγελο που φανερώθηκε σαν αστραπή.
ΙΔ´ . Σφράγισαν βέβαια οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τον Τάφο με την άδεια και τη βοήθεια του Πιλάτου, οι γυναίκες όμως είδαν τον Αναστημένο Χριστό. Και γνωρίζοντας ο Ησαΐας την αβάσιμη και άκαρπη πίστη των Αρχιερέων από τη μια και τη σταθερότητα της πίστεως των γυναικών από την άλλη, λέει: «Γυναῖκες ἐρχόμεναι ἀπὸ θέας, δεῦτε· οὐ γὰρ λαός ἐστιν ἔχων σύνεσιν(:Ελάτε εδώ εσείς, γυναίκες που είχατε την εμπειρία της θέας του Ιησού, διότι ο λαός αυτός είναι λαός χωρίς σύνεση)» [Ησ. 27, 11]. Οι Αρχιερείς δεν συνετίζονται και οι γυναίκες βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια τον Κύριο.
Και όταν γύρισαν στην πόλη οι στρατιώτες και ανέφεραν στους Αρχιερείς όσα είχαν γίνει [πρβ. Ματθ. 28, 11: «Πορευομένων δὲ αὐτῶν ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα(:καθώς λοιπόν αυτές πήγαιναν να αναγγείλουν αυτά στους αποστόλους, ιδού, μερικοί στρατιώτες από τη φρουρά που είχε τοποθετηθεί στον τάφο πήγαν στην πόλη κι ανήγγειλαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει)»], αυτοί τους απάντησαν: «Εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων(: Πείτε ότι ‘’οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν’’)»[Ματθ. 28, 13].
Επομένως πολύ καλά ο προφήτης Ησαΐας προφήτεψε και αυτή την ενέργεια των Αρχιερέων και έβαλε στο στόμα των στρατιωτών να τους λένε αυτά τα λόγια: «Ἡμῖν λαλεῖτε καὶ ἀναγγέλλετε ἡμῖν ἑτέραν πλάνησιν(:Εσείς μας ζητάτε να πλανήσουμε τον λαό του Θεού μια ακόμα φορά)» [Ησ. 30, 10]. Αναστήθηκε ο Κύριος και με ένα ποσό χρημάτων εξαγόρασαν τους στρατιώτες. Δεν μπορούν όμως να πάρουν με το μέρος τους και τους τωρινούς αυτοκράτορες[:ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έζησε κατά την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και πιο συγκεκριμένα κατά τα έτη 313-317 μ.Χ.]. Και τότε βέβαια οι στρατιώτες, χάρη των χρημάτων, πρόδωσαν την αλήθεια. Οι τωρινοί όμως βασιλείς, χάρη της ευσέβειας, κόσμησαν με αργυρές και χρυσές εγκόλλητες παραστάσεις την αγία αυτή Εκκλησία της Αναστάσεως του Θεού, όπου βρισκόμαστε και τη λάμπρυναν με κειμήλια από χρυσό και ασήμι και άλλους πολύτιμους λίθους.
«Καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν(:Και αν αυτό καταγγελθεί στον ηγεμόνα, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε από κάθε ανησυχία και ευθύνη)» [Ματθ. 28, 14]. Μπορεί εκείνους να τους πείθετε, την οικουμένη όμως ολόκληρη δεν μπορείτε να την πείσετε! Γιατί, τότε που ο Πέτρος βγήκε από τη φυλακή, καταδικάστηκαν οι φύλακες, και τώρα δεν καταδικάστηκαν παρόμοια αυτοί που φύλαγαν τον Χριστό; Διότι τότε σε εκείνους έπεσε πάνω τους η καταδίκη του Ηρώδη, επειδή δεν έβρισκαν τρόπο να απολογηθούν λόγω της άγνοιάς τους. Αυτοί όμως τώρα, αν και ήξεραν την αλήθεια —και την έκρυψαν, χάρη των χρημάτων— διασώθηκαν από τους Αρχιερείς. Αλλά λίγοι μόνο από τους Ιουδαίους τότε πίστεψαν σε αυτούς, ο κόσμος όμως, από τότε μέχρι σήμερα, έχει δεχτεί και δέχεται το γεγονός της Αναστάσεως.
Αυτοί που έκρυψαν την αλήθεια, χάθηκαν και όποιοι τη δέχτηκαν έζησαν με τη δύναμη του Σωτήρα, που δεν αναστήθηκε μόνο ο Ίδιος από τους νεκρούς, αλλά συνανέστησε και άλλους νεκρούς. Γι᾿ αυτούς σαφώς ο προφήτης Ωσηέ λέει: «Ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἐξαναστησόμεθα καὶ ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ (:Θα μας θεραπεύσει σε δύο ημέρες και την τρίτη ημέρα θα εγερθούμε και θα ζήσουμε μέσα στην παρουσία και τη Χάρη Του)» [Ωσ. 6, 2].
ΙΘ´ . Τρομοκρατήθηκε ο θάνατος, βλέποντας ένα νεκρό, που δεν έμοιαζε καθόλου στους άλλους νεκρούς, να έχει κατεβεί στον άδη και να μην είναι δεμένος με τα δεσμά με τα οποία ήταν δεμένοι όσοι βρίσκονταν εκεί. Για ποιον λόγο, θυρωροί του άδη, μόλις τον είδατε ζαρώσατε από το φόβο σας; [πρβλ. Ιώβ 38, 17: «Ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν;(:Ανοίγονται ενώπιόν σου, Ιώβ, όπως συμβαίνει με Εμένα, με φόβο οι κατάκλειστες πύλες της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, ενώ οι θυρωροί του άδη, όταν σε είδαν, όπως είδαν Εμένα, τρόμαξαν και ζάρωσαν από τον φόβο τους;)»].
Τι φόβος ασυνήθιστος είναι αυτός που σας κυρίεψε; Έφυγε ο θάνατος και με τη φυγή του καταντροπιάστηκε για τη δειλία του. Έτρεχαν κοντά στον Κύριο οι άγιοι Προφήτες και ο Μωυσής ο νομοθέτης, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Δαβίδ, ο Σαμουήλ και ο Ησαΐας, καθώς και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο οποίος έδωσε κατά την επίγεια ζωή του μαρτυρία σε όλους γι᾿ Αυτόν και είπε:« Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;(:’’Εσύ είσαι ο Μεσσίας, που ασφαλώς από ώρα σε ώρα πρόκειται να έλθει στον κόσμο, ή πρέπει να περιμένουμε άλλον;’’. Και έκανε την ερώτηση αυτή ο Ιωάννης για να στηριχθούν με την απάντησή του οι κλονισμένοι μαθητές του στην πίστη προς τον Χριστό)» [Ματθ. 11, 3].
Λυτρώθηκαν όλοι οι δίκαιοι που τους είχε καταπιεί ο θάνατος· διότι έπρεπε Αυτός που προφητεύθηκε και κηρύχτηκε Βασιλιάς του ουρανού και της γης από τους δικαίους αυτούς και τους Προφήτες, Αυτός να γίνει και ο Λυτρωτής όλων αυτών των καλών και πιστών κηρύκων Του. Έπειτα καθένας από τους δικαίους εκείνους έλεγε: «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;(:Πού είναι, θάνατε, η νίκη σου; Πού είναι, άδη, το κεντρί σου;)» [Α´ Κορ. 15, 55]. Μας λύτρωσε λοιπόν Αυτός, που νικώντας εσένα χάρισε τη νίκη και σε όλους εμάς.
Κ´ . Ο προφήτης Ιωνάς όταν προσευχόταν και έλεγε μέσα από την κοιλιά του κήτους: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέ μου· ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου (:Ικέτεψα τον Κύριο τον Θεό μου στη θλίψη μου και με εισάκουσε· και μέσα από την κοιλιά του άδη άκουσες τη φωνή μου)» [Ιων. 2, 3], λειτουργούσε σαν προτύπωση προφητική του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού. Και είναι βέβαιο ότι αυτά τα έλεγε βρισκόμενος μέσα στην κοιλιά του κήτους. Αλλά, ενώ βρισκόταν μέσα εκεί, λέει ότι βρίσκεται μέσα στον άδη. Ακριβώς γιατί προτύπωνε τον Χριστό που επρόκειτο να κατεβεί στον άδη.
Ύστερα, μετά από κάποια άλλα λόγια λέει, εκπροσωπώντας τον Χριστό και προφητεύοντας καθαρότατα:« Ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων(:βυθίστηκε η κεφαλή μου στο χάσμα δύο βουνών)» [Ιων. 2, 6]. Και όμως ήταν στην κοιλιά του κήτους! Σε ποια βουνά λοιπόν είσαι χωμένος, Ιωνά; «Αλλά γνωρίζω», λέει, «ότι αυτό, που τώρα ζω, το ζω σαν προφητική προτύπωση εκείνου που θα ζήσει Αυτός, ο Οποίος πρόκειται να ταφεί στο μνήμα το λαξευτό, στην πέτρα». Και όντας στη θάλασσα ο Ιωνάς λέει:« κατέβην εἰς γῆν(:κατέβηκα στη γη)» [᾿Ιων. 2, 7]. Το λέει επειδή με το πάθημά του προτύπωνε προφητικά τον Χριστό που κατέβηκε στην καρδιά της γης [πρβλ. Ματθ. 12, 40: «ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας(:όπως δηλαδή τότε ο Ιωνάς ήταν τρεις ημέρες και τρεις νύχτες μέσα στη κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο υιός του ανθρώπου μέσα στον τάφο και τα βάθη της γης επί τρία μερόνυχτα)»].
Και επειδή προείδε τα σχετικά με τους Ιουδαίους, που προσπάθησαν να μεταπείσουν τους στρατιώτες να πουν ψέματα, ότι δήθεν έκλεψαν το σώμα Του οι μαθητές [πρβλ. Ματθ. 28, 13: «Εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων(:Πείτε ότι ‘’οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν’’)»] λέει:« φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον(:Αυτοί που προσκυνούν τα μάταια και τα ψευδή εμπράκτως παραιτήθηκαν από το να ζητούν το έλεος του Θεού)» [Ιων. 2, 9.] Διότι ήλθε Εκείνος που τους ελεούσε και σταυρώθηκε, δίνοντας το Αίμα Του το τίμιο για τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς. Και μετά αναστήθηκε και εκείνοι είπαν: «Οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων(:Πείτε ότι οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν)»[Ματθ.28,13], φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι πραγματικά λατρεύουν την ψευτιά και την ατιμία [ήταν δηλαδή «φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ» [βλ. παραπάνω, Ιων. 2, 9].
Για την Ανάστασή Του όμως αναφέρει και ο Ησαΐας, λέγοντας «ὁ ἀναβιβάσας ἐκ τῆς γῆς τὸν ποιμένα τῶν προβάτων (:Εκείνος που ανεβάζει από τη γη και ανασταίνει τον Ποιμένα των προβάτων)»[Ησ. 63, 11]· παράβαλε και Εβρ. 13, 20-21: «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ (: και ο Θεός, που είναι ο χορηγός και νομοθέτης της ειρήνης, ο οποίος ανέστησε εκ νεκρών τον μεγάλο ποιμένα των πνευματικών προβάτων προκειμένου να εισέλθει στον ουρανό και να προσφέρει εκεί ως εξιλαστήριο θυσία το αίμα Του, με το οποίο επικυρώθηκε διαθήκη αιώνια, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δηλαδή, εύχομαι να σας τελειοποιήσει σε κάθε αγαθό έργο)»]. Πρόσθεσε ο Παύλος τη φράση «τὸν μέγαν» για να μη θεωρηθεί ο Κύριος, ισότιμος με τους προηγούμενους ποιμένες.
ΚΑ´ . Έχοντας λοιπόν εμείς τις προφητείες, ας είμαστε καλά στηριγμένοι στην πίστη. Ας πέφτουν όσοι πέφτουν εξαιτίας της απιστίας τους, αφού έτσι το θέλουν. Εσύ όμως στηρίχτηκες πάνω στην πέτρα της πίστεως σχετικά με την Ανάσταση. Πρόσεξε να μη σε πείσει ποτέ αιρετικός να δεχτείς βλάσφημους λογισμούς για την Ανάσταση. Διότι μέχρι και σήμερα οι Μανιχαίοι λένε ότι είναι φανταστική και ψεύτικη η Ανάσταση του Σωτήρα και δεν ακούνε τον Παύλο που γράφει: «Περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατὰ σάρκα (: και έδωσε ο Θεός από τότε την υπόσχεση για τον Υιό Του, ο οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος σε ορισμένο χρόνο από απόγονο του Δαβίδ)» [Ρωμ. 1, 3]. Και παρακάτω:« Τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν (: και αποδείχτηκε ότι είναι Υιός του Θεού με δύναμη υπερφυσική που προερχόταν από το Πνεύμα που μεταδίδει αγιασμό· και προπάντων αποδείχθηκε με την ανάστασή Του από τους νεκρούς. Μιλώ για τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας)» [Ρωμ. 1, 4].
Και πάλι αλλού αποτείνεται προς τους ίδιους και τους λέει: «ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν(:σχετικά με τη δικαίωση από την πίστη, λέει ο Μωυσής στο Δευτερονόμιο:’’ μην εισχωρήσει στην καρδιά σου ο λογισμός:’’ Ποιος θα ανεβεί στον ουρανό;’’ για να κατεβάσει δηλαδή από εκεί τον Χριστό, που θα με οδηγήσει στη σωτηρία)» [Ρωμ. 10, 6]· και [πρβλ. Παρμ. 30, 4: «τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη;(:ποιος ανέβηκε στον ουρανό; Και ποιος κατέβηκε από εκεί στη γη; Μόνο ο Θεός ο πανταχού παρών)»] «ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν(: ή ‘’Ποιος θα κατεβεί στα σκοτεινά και βαθιά μέρη του Άδη;’’. Για να αναστήσει δηλαδή τον Χριστό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτηρία και τη ζωή)» [Ρωμ. 10, 7].
Αλλά και αλλού έχει γράψει παρόμοια, για να μας ασφαλίσει από την απιστία: «Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου(:να θυμάσαι τον Ιησού Χριστό που έχει αναστηθεί από τους νεκρούς και κατάγεται από τον Δαβίδ, σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω)» [Β´ Τιμ. 2, 8.] Και πάλι:« εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν. εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται (: αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε είναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο και χωρίς νόημα το κήρυγμά μας και η πίστη σας είναι κούφια και έχει χάσει το ουσιαστικότερο περιεχόμενό της· αφού και το κήρυγμά μας και η πίστη σας, έχει θεμέλιο και βάση την Ανάσταση του Χριστού. Επιπλέον, εμείς οι Απόστολοι αποδεικνυόμαστε και ψευδομάρτυρες που δίνουμε ψεύτικη μαρτυρία για τον Θεό ότι ανέστησε τον Χριστό, ενώ δεν Τον ανέστησε. Και ασφαλώς δεν Τον ανέστησε, εάν υποτεθεί ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται)» [Α´ Κορ. 15, 14-15]. Και παρακάτω λέει: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ(: Αλλά όχι. Δεν είμαστε οι ελεεινότεροι από όλους τους ανθρώπους. Διότι πραγματικά ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς. Όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πρωτύτερα από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός αναστήθηκε πρώτος από τους άλλους και βεβαιώνει με την Ανάστασή Του ότι θα ακολουθήσει έπειτα η ανάσταση και των άλλων νεκρών)» [Α´ Κορ. 15, 20].
Και φανερώθηκε στον Κηφά και έπειτα στους δώδεκα Μαθητές [Α´ Κορ. 15, 5: «καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα(: και ότι εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή Του στον Κηφά-δηλαδή στον Πέτρο- και έπειτα στους δώδεκα Αποστόλους)»]. Αν λοιπόν δεν πιστεύεις τον ένα μάρτυρα, έχεις δώδεκα μάρτυρες! Αλλά εμφανίστηκε μια άλλη φορά και «ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς(: έπειτα εμφανίστηκε για μια φορά συγχρόνως σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς)» [Α´ Κορ. 15, 6]. Αν δεν μπορούν να πιστέψουν τους δώδεκα, τότε ας παραδεχτούν τη μαρτυρία των πεντακοσίων. «Ἒπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ(: έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο)» [Α´ Κορ. 15, 7], που ήταν αδελφός Του και πρώτος επίσκοπος της παροικίας αυτής.
Σε έναν τέτοιο επίσκοπο, που είδε άμεσα, προσωπικά και πραγματικά τον Ιησού Χριστό αναστημένο, εσύ ο μαθητής του, μην απιστήσεις. Μήπως όμως υποστηρίζεις ότι ο αδελφός Του ο Ιάκωβος Του χαρίστηκε και μας έδωσε αβάσιμη μαρτυρία για την Ανάστασή Του; Άκου λοιπόν: «ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί (: και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα, σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)» [Α´ Κορ. 15, 8], στον Παύλο, τον εχθρό Του. Ποια τώρα μαρτυρία, όταν δίνεται από εχθρό για τέτοιο θέμα, θεωρείται αμφίβολη; «Εγώ που ήμουν πριν διώκτης Του, τώρα σας φέρνω την καλή αγγελία της Αναστάσεως».
ΚΒ´ . Πολλοί είναι οι μάρτυρες της Αναστάσεως του Σωτήρα. Η νύχτα και το φως το πανσέληνο, διότι ήταν η δεκάτη έκτη νύχτα και το φεγγάρι ήταν ολόγιομο. Η ταφόπετρα που δέχτηκε τον Κύριο κάτω από τη σκέπη της και ο λαξευτός βράχος που θα εναντιωθεί και θα ξεμπροστιάσει τους Ιουδαίους, διότι αυτός είδε τον Κύριο. Ο λίθος που κύλισαν τότε μπροστά στο μνήμα, ο οποίος βρίσκεται εκεί και μέχρι σήμερα[:αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.] μαρτυρεί την Ανάσταση. Οι Άγγελοι του Θεού που ήταν παρόντες, έδωσαν και αυτοί μαρτυρία για την Ανάσταση του Μονογενούς. Ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Θωμάς και όλοι οι άλλοι Απόστολοι, από τους οποίους μερικοί έτρεξαν στο μνήμα και είδαν τα σάβανα της ταφής, με τα οποία τον είχαν τυλίξει προηγουμένως, να βρίσκονται μέσα στον τάφο μετά την Ανάσταση, ενώ άλλοι ψηλάφησαν τα χέρια Του και τα πόδια Του [πρβλ. Λουκ. 24, 39: «ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(:δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι άσαρκο πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)»] και είδαν τα σημάδια από τα καρφιά [πρβλ. Ιωάν. 20, 25: «ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω (:όταν λοιπόν είδαν τον Θωμά, του έλεγαν οι άλλοι μαθητές: ‘’Είδαμε τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάντησε: ‘’Εάν δε δω με τα μάτια μου στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυλά μου να βεβαιωθώ, δεν θα πιστέψω’’)»].
Όλοι όμως απόλαυσαν το σωτήριο φύσημα και καταξιώθηκαν να συγχωρούν αμαρτίες με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Και οι γυναίκες που κράτησαν τα πόδια Του, όταν τους εμφανίστηκε, που έζησαν το μέγεθος του σεισμού και είδαν τη λάμψη του Αγγέλου, ο οποίος παρευρισκόταν εκεί, είναι και αυτές μάρτυρες της Αναστάσεως. Αλλά και τα σάβανα που φορούσε[πρβλ. Λουκ. 24, 12: «ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός(:όμως ο Πέτρος σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνημείο. Κι αφού έσκυψε από τη θύρα, βλέπει μόνο τους νεκρούς επιδέσμους να είναι κάτω στο μνημείο, χωρίς το σώμα. Τότε επέστρεψε στο σπίτι που έμενε γεμάτος απορία κι έκπληξη γι’ αυτό που είχε γίνει)»], τα οποία τα άφησε εκεί ο Κύριος καθώς αναστήθηκε, είναι μάρτυρες της Αναστάσεως. Οι στρατιώτες και τα αργύρια που δόθηκαν. Ο τόπος αυτός, που ακόμα και τώρα μπορεί κανείς να τον δει, και ο άγιος αυτός Ναός που οικοδομήθηκε από τη φιλόχριστη προαίρεση εκείνου του αξιομακάριστου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου[:του Μεγάλου] και που, όπως και τώρα τον βλέπεις, έχει τόσο θαυμάσια διακοσμηθεί.
ΚΓ´ . Μαρτυρεί την Ανάσταση του Ιησού και η Ταβιθά, που αναστήθηκε από τους νεκρούς στο Όνομά Του [πρβλ. Πράξ. 9, 40: «ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε(:αφού λοιπόν ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω από το ανώγειο που ήταν η νεκρή, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν στράφηκε στο νεκρό σώμα και είπε: ‘’Ταβιθά, σήκω επάνω’’. Κι αυτή άνοιξε τα μάτια της, κι όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλωμένη, ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι της)»]. Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, αφού ακόμα και το Όνομά Του ανέστησε νεκρούς;
Μαρτυρεί την Ανάσταση του Ιησού και η θάλασσα, όπως και προηγουμένως άκουσες. Το μαρτυρεί και η άγρα των ψαριών και η ανθρακιά, που ήταν αναμμένη στην ακρογιαλιά και το ψάρι που έβαλαν πάνω της να ψηθεί. Το μαρτυρεί και ο Πέτρος, αυτός που την ώρα του πάθους Τον είχε αρνηθεί, μετά όμως, τρεις φορές ομολόγησε την αφοσίωσή του και διατάχτηκε να ποιμαίνει τα νοητά πρόβατα [πρβλ. Ιωάν. 21, 16: «Λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε τὰ πρόβατά μου (:Του λέει ο Ιησούς πάλι, για δεύτερη φορά: ‘’Σίμων, γιε του Ιωνά, με αγαπάς;’’ Κι εκείνος Του απαντά: ‘’Ναι, Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ’’. Του λέει τότε ο Ιησούς: ‘’Ποίμανε τα λογικά πρόβατά μου, επιστατώντας και αγρυπνώντας για την ασφάλεια και τη σωτηρία τους’’)»].
Υπάρχει μέχρι σήμερα ο Ελαιώνας που μέχρι τώρα δείχνει στους πιστούς, όχι μόνο Αυτόν που ανέβηκε πάνω στις νεφέλες, αλλά και την πύλη της ανόδου, την ουράνια. Διότι είναι γνωστό πως από τον ουρανό κατέβηκε στη Βηθλεέμ και από το όρος των Ελαιών ανέβηκε στους ουρανούς. Από τη Βηθλεέμ άρχισε τους αγώνες, για χάρη των ανθρώπων και εδώ στεφανώθηκε για τους αγώνες αυτούς. Έχεις λοιπόν πολλούς μάρτυρες. Έχεις τον τόπο αυτό της Αναστάσεως, έχεις και τον τόπο της Αναλήψεως, που βρίσκεται ανατολικά μας. Έχεις μάρτυρες τους Αγγέλους, που έδωσαν τη μαρτυρία τους εκεί και τη νεφέλη πάνω στην οποία αναλήφθηκε. Έχεις ακόμα και τους Μαθητές που γύρισαν από εκεί, μετά την Ανάληψη του Κυρίου Ιησού Χριστού στους ουρανούς.
Σ᾿ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
«Κατηχήσεις Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων», εκδ. ‘’Ετοιμασία’’, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα 1999, κατήχηση φωτιζομένων ΙΔ΄,σελίδες 400-407.
http://www.imaik.gr/?p=221
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)
Ὄσοὶ παγώνουν ἀπὸ τ’ ἀγιάζι μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά, γιὰ νὰ νιώσουν τὴ θαλπωρή της. Ὅσοι λιμοκτονοῦν πλησιάζουν στὸ τραπέζι, γιά νὰ κορέσουν τὴν πεῖνα τους. Ἐκεῖνοι ποὺ τράβηξαν πολλὰ ὅσο κρατοῦσε ἡ μακρὰ νύχτα, χαίρονται μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, μὲ τὸ φώς. Αὐτοὶ ποὺ ἐξαντλήθηκαν σὲ μάχες σκληρὲς καὶ φονικές, χαίρονται πολὺ ὅταν ἀπολαμβάνουν μιὰν ἀνέλπιστη νίκη.
Ἐσύ, Κύριε, μὲ τὴν Ἀνάστασή Σοῦ, ἔγινες τὰ πάντα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους! Ἔνδοξε Κύριε! Μ’ ἕνα Σου δῶρο, γέμισες τ’ ἄδεια χέρια ποὺ ἁπλώνονταν πρὸς τὸν οὐρανό! Χαίρετε οὐρανοί, χαῖρε ἡ γῆ! Χαίρετε οὐρανοί, ὅπως χαίρεται ἡ μάνα ποὺ ταΐζει τὰ πεινασμένα παιδιά της. Χαῖρε γῆ, ὅπως χαίρονται τὰ παιδιὰ ὅταν δέχονται τὸ τάϊσμα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς μάνας τους!
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ νίκη ποὺ κάνει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα νὰ χαίρεται, ἀπὸ τὸν πρωτόπλαστο ὼς τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ στὴ γῆ. Κάθε ἄλλη νίκη στὴ γῆ ἔχει χωρίσει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ὅταν ἕνας ἐπίγειος βασιλιᾶς βγαίνει νικητὴς ἀπὸ ἕναν πόλεμο ἐνάντια σὲ ἄλλο βασιλιᾶ, ὁ ἕνας χαίρεται κι ὁ ἄλλος θρηνεῖ. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος νικάει το γείτονά του, στὸ ἕνα σπίτι ἀκούγονται τραγούδια καὶ στὸ ἄλλο θρῆνοι. Δὲν ὑπάρχει στὴ γῆ χαρούμενη νίκη ποῦ νὰ μὴ τὴν δηλητηριάζει ἡ κακία. Ἐκεῖνος ποὺ νικάει στὴ γῆ χαίρεται καὶ μὲ τὴ δική του χαρὰ καὶ μὲ τὰ δάκρυα τοῦ νικημένου ἐχθροῦ του. Οὔτε ποῦ μπορεῖ νὰ καταλάβει πῶς τὸ κακὸ καταστρέφει τὴ χαρά.
Ὅταν ὁ Ταμερλάνος νίκησε τὸ σουλτᾶνο Μπαγιατζίτ, τὸν ἔβαλε σ’ ἕνα σιδερένιο κλουβὶ κι ἔστησε γύρῳ του χορό, τὰ νικητήρια. Ἡ χαρά του ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν κακία του. Ἡ κακεντρέχεια τοῦ ἔτρεφε καὶ δυνάμωνε τὴν πανδαισία του.
Ἄχ, ἀδελφοί μου! Πόσο σύντομη εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κακίας! Πόσο φαρμακερὴ τροφὴ εἶναι γιὰ τὴν εὐωχία ἡ κακία! Ὅταν ὁ βασιλιᾶς Στέφανος τοῦ Ντέκανι νίκησε το Βούλγαρο βασιλιᾶ, δὲν προχώρησε στὸ βουλγαρικὸ ἔδαφος, δὲν πῆρε αἰχμαλώτους ἀπὸ τὸ βουλγαρικὸ λαό, ἀλλὰ ἀποσύρθηκε λυπημένος σ’ ἕνα ἡσυχαστήριο γιὰ νὰ νηστέψει καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Ὁ νικητὴς αὐτὸς ἦταν πιὸ εὐγενὴς ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Ἀκόμα κι αὐτὴ ἡ νίκη ὅμως, ὅπως κάθε νίκη, δὲν μποροῦσε παρὰ ν’ ἀφήσει τὰ θλιβερὰ σημάδια της στὸ νικημένο. Ἀκόμα κι ἡ πιὸ ἔνδοξη καὶ πιὸ πολιτισμένη ἱστορία εἶναι σὰν τὸν ἥλιο ἐκεῖνο, ποὺ οἱ μισὲς ἀκτῖνες του εἶναι φωτεινὲς κι οἱ ἄλλες μισὲς σκοτεινές.
Μόνο ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ εἶναι σὰν τὸν ἥλιο ποὺ στέλνει φωτεινὲς καὶ λαμπερὲς ἀκτῖνες σ’ ὅλους ὅσοι βρίσκονται κάτω στὴ γῆ. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ γεμίζει ὅλες τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων μὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη κι ἀτέρμονη. Μόνο ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ εἶναι καθαρὴ ἀπὸ μῖσος καὶ κακία.
Θὰ πεῖς πῶς εἶναι μιὰ νίκη μυστήρια; Ναί, εἶναι. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ νίκη αὐτὴ ἀποκαλύφτηκε σ’ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, σὲ ζωντανοὺς καὶ νεκρούς.
Θὰ πεὶς πῶς εἶναι μιὰ μεγαλειώδης νίκη; Ναί, εἶναι. Καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπὸ μεγαλειώδης. Δὲν εἶναι περισσότερο ἀπὸ γενναία μιὰ μητέρα ὅταν δὲν ἀρκεῖται νὰ γλιτώσει τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ φίδι, μὰ τρέχει μὲ γενναιότητα στὴ φωλιὰ τῶν φιδιῶν καὶ τὰ καίει ὅλα;
Θὰ πεὶς πῶς εἶναι μιὰ θεραπευτικὴ νίκη; Ναί, εἶναι, γιατί θεραπεύει καὶ σώζει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἡ σπουδαία αὐτὴ νίκη σώζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κάθε κακό, τοὺς κάνει ἀναμάρτητους καὶ ἀθάνατους. Ἡ ἀθανασία χωρὶς τὴν ἀναμαρτησία θὰ σήμαινε μόνο τὴν ἐπέκταση τῆς βασιλείας τοῦ πονηροῦ καὶ τῆς κακίας. Ἡ ἀθανασία σὲ συνδυασμὸ μὲ ἀναμαρτησία ὅμως προξενεῖ χαρὰ ἀνεκλάλητη, ἀπεριόριστη μετατρέπει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀδελφὸ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ.
Ποιός δὲ θὰ χαιρόταν καὶ δὲ θὰ εὐφραινόταν μὲ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δὲν ἔγινε νικητὴς γιὰ τὸν ἑαυτό Του, γιὰ δική Του χάρη, ἀλλὰ γιά μας. Ἡ νίκη Του δὲν ἔκανε τὸν ἴδιο μεγαλύτερο, ἀνώτερο, πιὸ ζωντανὸ ἢ πιὸ πλούσιο, ἀλλὰ ἐμᾶς. Τὴ νίκη Του δὲν τὴν χαρακτηρίζει ἰδιοτέλεια ἀλλὰ ἀγάπη, δὲν ἤθελε νὰ πάρει, ἀλλὰ νὰ δώσει. Οἱ ἐγκόσμιοι κατακτητὲς νέμονται τὴ νίκη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος κατακτητὴς ποὺ τὴν παραδίδει. Ἕνας ἐγκόσμιος κατακτητής, εἴτε αὐτὸς εἶναι βασιλιᾶς εἴτε στρατηγός, δὲ δέχεται ποτὲ νὰ τοῦ πάρουν τὴ νίκη καὶ νὰ τὴ δώσουν σὲ κάποιον ἄλλον. Μόνο ὁ ἀναστημένος Χριστὸς προσφέρει μὲ τὰ δυό Του χέρια τὴ νίκη Του σε μας, στὸν καθένα μας. Ὄχι μόνο δὲν ὀργίζεται, ἀλλ’ ἀντίθετα χαίρεται ὅταν ἐμεῖς γινόμαστε νικητὲς μὲ τὴ δική Του νίκη, ὅταν δηλαδὴ γινόμαστε ἀνώτεροι, ζωτικότεροι καὶ πλουσιότεροι ἀπὸ πρίν.
Οἱ ἐγκόσμιες νῖκες φαίνονται καλύτερα ὅταν τίς κοιτάζει κανεὶς ἀπὸ ἀπόσταση. Ὅταν τίς κοιτάζεις ἀπὸ κοντὰ δείχνουν ἄσχημες, ἀποκρουστικές. Γιὰ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ἂν φαίνονται καλύτερα ἀπὸ μακριὰ ἢ ἀπὸ κοντά. Βλέποντας ἀπὸ μακριὰ τὴ νίκη Του τὴ θαυμάζουμε, γιατί εἶναι μοναδικὴ στὴ λαμπρότητά της, στὴν ἁγνὴ καὶ σωστικὴ χάρη της. Ὀταν τὴ βλέπουμε ἀπὸ κοντά, θαυμάζουμε γιὰ τοὺς φοβεροὺς ἐχθροὺς ποὺ κατατροπώνει, γιὰ τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν σκλάβων ποὺ ἐλευθερώνει.
Σήμερα εἶναι ἡ μεγάλη μέρα, ἡ μοναδική, ποὺ γιορτάζουμε τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ἁρμόζει νὰ κοιτάξουμε τὴ νίκη Του ἀπὸ πολὺ κοντά, τόσο γιὰ νὰ βελτιώσουμε τίς γνώσεις μας ὅσο καὶ γιὰ νὰ εὐφρανθοῦμε περισσότερο.
Ἄς προσεγγίσουμε λοιπὸν τὸν ἀναστημένο Χριστὸ κι ἂς ἀναρωτηθοῦμε:
Πρῶτο: Ποιόν νίκησε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του;
Δεύτερο: Ποιούς ἐλευθέρωσε μὲ τὴ νίκη Του;
Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Κύριος κατατρόπωσε τοὺς δυὸ πιὸ μανιασμένους ἐχθροὺς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ἀξίας: το θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπινου γένους γεννήθηκαν ὅταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος χωρίστηκε ἀπὸ τὸ Θεό, μὲ τὸ νὰ ποδοπατήσει τὴν ἐντολὴ τῆς ὑπακοῆς στὸ Δημιουργό του. Στὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος δὲ γνώριζε οὔτε ἁμαρτία οὔτε θάνατο, οὔτε φόβο οὔτε ντροπή. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν προσκολλημένος στὸ Θεὸ καὶ δὲν ἤξερε τί σημαίνει θάνατος, ζοῦσε μὲ ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸ Θεὸ καὶ δὲν ἤξερε τί σημαίνει ἁμαρτία. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει θάνατος, δὲν ὑπάρχει καὶ φόβος. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἄγνωστη ἡ ἁμαρτία, δὲν ὑπάρχει καὶ ντροπή, ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, ἐπειδὴ παραβίασε τὴ σωστικὴ ἐντολὴ τῆς ὑπακοῆς, μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία ἦρθε κι ὁ φόβος, ἦρθε κι ἡ ντροπή. Ὁ ἄνθρωπος ἔνιωσε πῶς βρίσκεται μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου τοῦ ‘δωσε τὸ πρῶτο προμήνυμα. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν ὁ Θεὸς κάλεσε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν ρώτησε, «’Ἀδάμ, ποῦ εἴ;», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθῃν, ὅτι γυμνὸς εἶμι, καὶ ἐκρύβῃν» (Γέν. γ’ 9-10). Ἄκουσα τὴ φωνή σου τὴν ὥρα ποὺ περπατοῦσες στὸν παράδεισο καὶ φοβήθηκα, γιατί ἤμουν γυμνός. Ἔτσι κρύφτηκα.
Ὡς τότε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυε τὸν Ἀδάμ, τὸν χαροποιοῦσε, τὸν ζωογονοῦσε. Μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὅμως ἡ ἴδια αὐτὴ φωνὴ τὸν φόβιζε, τὸν νέκρωνε. Ὡς τότε ὁ Ἀδὰμ γνώριζε πῶς ἦταν ντυμένος μὲ τὴν ἀθάνατη ἀμφίεση τῶν ἀγγέλων. Μετὰ ὅμως κατάλαβε πῶς ἡ ἁμαρτία τὸν γύμνωσε, τὸν λεηλάτησε, τὸν ὑποβίβασε στὸ ἐπίπεδο τῶν ζώων, τὸν κόντυνε στὶς διαστάσεις τῶν πυγμαίων.
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, πόσο φοβερὴ εἶναι ἀκόμα κι ἡ παραμικρότερη ἁμαρτία τῆς παρακοῆς στὸ Θεό! Μετὰ τὴν ἁμαρτία του ὁ Ἀδὰμ φοβήθηκε το Θεὸ καὶ κρύφτηκε ἀνάμεσα στὰ δέντρα τοῦ παραδείσου, «ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου». Λειτούργησε ὅπως ἡ σπιτίσια γάτα ποὺ ὅταν γίνεται ἄγρια φεύγει στὰ βουνά, ἀρχίζει νὰ κρύβεται ἀπὸ τὸ νοικοκύρη της καὶ ν’ ἀποφεύγει τὸ χέρι ποῦ ὡς τότε τὴν τάϊζε. Ὁ Ἀδάμ, ποῦ ὡς τότε εἶχε ἀπόλυτη ἐξουσία, ἄρχισε ν’ ἀναζητᾷ προστασία ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, μακριὰ ἀπό το Δημιουργό του. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἁμαρτία ἄρχισε μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς νὰ προκύπτει ἡ δεύτερη, ἡ τρίτη, ἢ ἑκατοστή, ἡ χιλιοστή… Τελικὰ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κτηνώδης, σὰν τὰ ζῶα, γήινος, τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ ψυχικά. Τὸ ἁμαρτωλὸ μονοπάτι ποὺ βάδισε ὁ Ἀδὰμ τὸν ὁδήγησε στὴ γῆ, μέσα στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Θεός του εἶπε: «γῆ εἰ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. γ19). Αὐτὸ δὲν ἐξέφραζε μόνο τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν μετέπειτα γήινη πορεία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μόλις ξεκίνησε, μὰ ἡ ἐξέλιξή της ἦταν πολὺ γρήγορη.
Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, ἡ μιὰ γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη, γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ὑλικοί, πιὸ προσκολλημένοι στὰ γήινα. Ντρέπονταν ποὺ ἁμάρταναν καὶ πέθαιναν μὲ φόβο καὶ τρόμο. Οἱ ἄνθρωποι κρύβονταν ἀπό το Θεὸ στὰ δέντρα καὶ στοὺς βράχους, στὸ χρυσὸ καὶ τὴ σκόνη. Ὅσο περισσότερο ἐκεῖνοι κρύβονταν ὅμως, τόσο ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τόσο περισσότερο τὸν ξεχνοῦσαν. Ἡ φύση ποὺ κάποτε ἔστεκε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ἀνθρώπου, τώρα σιγὰ σιγὰ ὑψωνόταν, ἔφτασε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του, καὶ στὸ τέλος ἔκρυψε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, πῆρε αὐτὴ τὴ θέση Του. Ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ φτιάχνει θεὸ ἀπὸ τὴ φύση. Ἄκουγε τὴ φύση, συμπεριφερόταν ὅπως ἐκείνη ὅριζε, προσευχόταν σ’ αὐτὴν καὶ τῆς πρόσφερε θυσίες.
Ἡ θεοποίηση τῆς φύσης ὅμως δὲν ἦταν ἱκανὴ οὔτε τὴν ἴδια νὰ σώσει, μὰ οὔτε καὶ τὸν ἄνθρωπο νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορά. Τὸ δύσβατο μονοπάτι ποὺ βάδιζε ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ τὸ καταστροφικὸ αὐτὸ μονοπάτι ὁδηγοῦσε σίγουρα σὲ μιὰ σκοτεινὴ πολιτεία, μόνο σ’ αὐτήν: στὴν πολιτεία τῶν νεκρῶν. Οἱ βασιλιᾶδες τῆς γῆς ἐξουσίαζαν τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἁμαρτία κι ὁ θάνατος τοὺς ἐξουσίαζαν ὅλους, βασιλιᾶδες κι ἁπλοῦς ἀνθρώπους. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς τόσο πλεόναζε ἡ ἁμαρτία, ὅπως ἡ χιονόμπαλα μεγαλώνει καθὼς κατηφορίζει ἀπό το λόφο.
Ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε φτάσει σὲ ἔσχατη ἀπελπισία ὅταν ἐμφανίστηκε ὁ οὐράνιος Ἥρωας γιὰ νὰ τὴ σώσει.
Ὁ Ἥρωας αὐτὸς ἦταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Αἰώνια ἀναμάρτητος καὶ αἰώνια ἀθάνατος, πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο τῆς ἀνθρωπότητας καὶ σκόρπισε παντοῦ τὰ ἄνθη τῆς ἀθανασίας. Ἡ ἀνάσα Του σκόρπιζε ζωὴ κι ἔδιωχνε μακριὰ τὴ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας, ὁ λόγος Του ἀνάσταινε τοὺς νεκρούς. Μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος φορτώθηκε τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του. Μὲ τὴν ἴδια αὐτὴ ἀγάπη Του φόρεσε τὴ θνητὴ ἀνθρώπινη σάρκα. Ἦταν τόσο βαριὰ ὅμως ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία, τόσο φοβερή, ποὺ ἀπὸ τὸ βάρος της ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατέβηκε στὸν τάφο.
Εὐλογημένος καὶ τρισευλογημένος ὁ τάφος ἀπ’ ὅπου ξεπήδησε ὁ ποταμὸς τῆς ἀθανασίας γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους! Ὁ Ἥρωας κατέβηκε στὸν “Ἀδη, ὅπου γκρέμισε τὸ θρόνο τοῦ σατανᾶ καὶ κατέστρεψε ὅλες τίς σκευωρίες καὶ τίς συνωμοσίες τοῦ ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπινου γένους. ‘Ἀπὸ τὸν τάφο Του ὁ Ἥρωας ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς κι ἄνοιξε ἕναν καινούργιο δρόμο στὴν πολιτεία τῶν ζωντανῶν. Ἀφάνισε μὲ τὴ δύναμή Του την κόλαση καὶ δόξασε τὸ σῶμα του, ἀνασταίνοντάς το «ἐκ νεκρῶν». Κι ολ’ αὐτὰ μὲ τὴν ἀνυπέρβλητη δύναμή Του, ποὺ εἶναι ἀδιαίρετη ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς σὰν ἀρνὶ ὁ Κύριος βάδισε πρὸς τὸ πάθος καί το θάνατο. Δυνατὸς ὡς Θεὸς ὑπόμεινε τὸ πάθος καὶ νίκησε τὸ θάνατο. Ἡ Ἀνάστασή Τοῦ εἶναι πραγματικὸ γεγονός. Καὶ ταυτόχρονα εἶναι ἡ προφητεία καὶ ἡ προτύπωση τῆς δικῆς μας ἀνάστασης. «Σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα» (Α΄ Κορ. ιε’ 52).
Ἴσως ρωτήσουν μερικοί: Πῶς μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς νίκησε τὸ θάνατο, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐξακολουθοῦν νὰ πεθαίνουν;
Ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τους, θ’ ἀναχωρήσουν ἀπ’ αὐτὸν μὲ τὸ θάνατο, θὰ μποῦν στὸν τάφο. Ὁ κανόνας αὐτὸς εἶναι. Γιά μας ὅμως ποὺ πεθαίνουμε ἐν Χριστῷ ὁ θάνατος δὲν εἶναι σκοτεινὴ ἄβυσσος, ἀλλὰ γέννηση σὲ μιὰ καινούργια ζωή, εἶναι ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα μας. Ὁ τάφος γιὰ μᾶς δὲν εἶναι πιὰ σκοτάδι αἰώνιο ἀλλὰ πύλη, ὅπου μᾶς ἀναμένουν οἱ πανένδοξοι ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἡ ψυχή τους εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ὡραῖο καὶ στοργικὸ Κύριο, ὁ τάφος δὲν εἶναι παρὰ τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο πρὸς τὴν παρουσία Του. Καὶ τὸ ἐμπόδιο αὐτὸ εἶναι τόσο ἀδύναμο, ὅσο ὁ ἱστὸς μιᾶς ἀράχνης. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Ἔμοὶ τὸ ζῇν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. Ἅ’21).
Πῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε πῶς ὁ Χριστὸς δὲ νίκησε το θάνατο, ὅταν ὁ θάνατος δὲν ἀντέχει τὴν παρουσία Του; Ὁ τάφος δὲν εἶναι πιὰ βαθιὰ ἄβυσσος, γιατί γέμισε μὲ τὴν παρουσία Του. Δὲν εἶναι πιὰ σκοτεινὸς ὁ τάφος, γιατί ὁ Χριστὸς τὸν φώτισε. Δὲν φοβίζει πιὰ ὁ τάφος, δὲν τρομάζει, γιατί δὲ σηματοδοτεῖ τὸ τέρμα, μὰ τὴν ἀρχή. Δὲ συνιστᾷ τὴν αἰώνια πατρίδα μας, ἀλλὰ μόνο τὴν πύλη πρὸς τὴν πατρίδα αὐτή. Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ θάνατο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτήν, εἶναι ὅπως ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ μιὰ καταστροφικὴ πυρκαγιὰ καὶ στὴ φλόγα τοῦ καντηλιοῦ. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμελιώδης. Μὲ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, «κατεπόθῃ ὁ θάνατος εἰς Νίκος» (Α ́κόρ. ιε’ 54).
Ὑπάρχουν κι ἄλλοι ποὺ θὰ ρωτήσουν: Πῶς μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε πῶς ὁ ἀναστημένος Χριστὸς νίκησε τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐξακολουθοῦν ν’ ἁμαρτάνουν;
Ὁ Κύριος νίκησε πραγματικὰ τὴν ἁμαρτία. Τὴ νίκησε μὲ τὴν ἄσπορο σύλληψη καὶ γέννησή Του. Στὴ συνέχεια μὲ τὴν ἁγνὴ καὶ ἀναμάρτητη ζωή του στὴ γῆ. Μετὰ μὲ τὸ πάθος του στὸ σταυρό, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν δίκαιος. Καὶ στὸ τέλος τὴ νίκη Του τὴ σφράγισε μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Ὁ Κύριος ἔγινε τὸ φάρμακο, τὸ πιὸ κατάλληλο κι ἀλάθευτο φάρμακο ἐνάντια στὴν ἁμαρτία. Ἐκεῖνος ποὺ δηλητηριάστηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μόνο ἀπὸ τὸ Χριστὸ μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲ θέλει ν’ ἁμαρτάνει, μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι βρῆκαν τὸ φάρμακο γιὰ τὴν εὐλογιὰ εἶπαν: Τὴ νικήσαμε τὴν ἀρρώστια αὐτή. Τὸ ἴδιο εἶπαν ὅταν βρῆκαν τὸ φάρμακο γιὰ τὴν ἀμυγδαλίτιδα, γιὰ τὸν πονόδοντο, γιὰ τὴν οὐρικὴ ἀρθρίτιδα καὶ γι’ ἄλλες παρόμοιες ἀρρώστιες. Τίς νικήσαμε, θριαμβολογοῦσαν. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ἡ εὕρεση φαρμάκου γιὰ κάποια ἀρρώστια, εἶναι νίκη κατά τῆς ἀρρώστιας.
Ὁ Χριστὸς εἶναι μακρὰν ὁ μέγιστος Ἰατρὸς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, γιατί μᾶς ἔδωσε τὸ φάρμακο γιὰ τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Κι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιοῦνται ὅλα τ’ ἄλλα πάθη τοῦ ἀνθρώπου, τόσο τὰ σωματικὰ ὅσο καὶ τὰ ψυχικά. Τὸ φάρμακο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ἀναστημένος καὶ ζωντανὸς Κύριος. Εἶναι τὸ μοναδικὸ καὶ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν κι ἡ ἁμαρτία τους ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή, αὐτὸ δὲ σημαίνει πῶς ὁ Χριστὸς δὲ νίκησε τὴν ἁμαρτία, ἀλλ’ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν πῆραν τὸ μοναδικὸ φάρμακο κατὰ τῆς ἀρρώστιας αὐτῆς. Σημαίνει πῶς αὐτοὶ δὲ γνωρίζουν ἀρκετὰ τὸ Χριστὸ ὡς φάρμακο ἢ κι ἂν ἀκόμα τὸν γνωρίζουν, δὲν τὸν χρησιμοποιοῦν γιά τον ἄλφα ἤ τον βῆτα λόγο.
Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ μὲ χιλιάδες καὶ μυριάδες φωνές, πῶς ἐκεῖνοι ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ φάρμακο αὐτὸ γιὰ τὴν ψυχή τους θεραπεύονται, γίνονται ὑγιεῖς. Γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία τῆς ὕπαρξής μας ὁ Κύριος πρότεινε τὸ φάρμακο αὐτὸ στοὺς πιστούς. Πρόσφερε τὸν ἑαυτό Του σ’ αὐτούς, γιὰ νὰ τὸν λάβουν μὲ τὴν ὑλικὴ μορφὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Καὶ τό ‘κανε αὐτὸ Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ κάθε ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀμέτρητη ἀγάπη Του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν προσέγγισή του στὸ ζωοποιὸ φάρμακο κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ κάθε φθορᾶς ποὺ προέρχεται ἀπ’ αὐτήν. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει καγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ’56).
Ἐκεῖνοι ποὺ τρέφουν τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἁμαρτία, χάνουν σταδιακὰ τὴ ζωή τους. Τὴν φθείρει ἡ ἁμαρτία. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ τρέφονται ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ζῶντος Κυρίου, δρέπουν ζωή. Κι ἡ ζωὴ μέσα τους αὐξάνει συνέχεια, ἐνῶ ὁ θάνατος ἀπομακρύνεται. Κι ὅσο αὐξάνει ἡ ζωή, τόσο μαραίνεται ἡ ἁμαρτία. Τὴν ἀνούσια καὶ σκοτεινὴ γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας σ’ αὐτοὺς ἀντικαθιστὰ ἡ χαροποιὸς καὶ ζωοποιὸς γλυκύτητα τοῦ Νικητῆ Χριστοῦ.
Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δοκίμασαν καὶ γεύτηκαν τὸ μυστήριο αὐτὸ στὴ ζωή τους. Αὐτοὶ θὰ κληθοῦν υἱοὶ φωτὸς καὶ τέκνα τῆς χάριτος. Ὅταν ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ θὰ εἶναι σὰ νὰ φεύγουν ἀπὸ νοσοκομεῖο, γιατί δὲ θὰ εἶναι πιὰ ἄρρωστοι.
Ἄς ἀναρωτηθοῦμε τώρα: Ποιόν ἐλευθέρωσε μὲ τὴ νίκη Του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καί το θάνατο καὶ ἀναστημένος Κύριος; Μήπως το λαὸ ἑνὸς ἔθνους ἢ μιᾶς φυλῆς; Μήπως τοὺς ἀνθρώπους κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικῆς τάξης; “Ὄχι, σὲ καμιὰ περίπτωση. Τέτοια ἐλευθερία θὰ ἦταν βασικὰ ἀποτέλεσμα τῆς φονικῆς νίκης ἔγκόσμιων κατακτητῶν. Ὁ Κύριος δὲν όνομάστηκε «Φιλοεβραῖος», «Φιλέλληνας», «Φιλόπτωχος» ἢ «Φιλοαριστοκράτης». Ἦταν ὁ φίλος τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Τὴ νίκη Του τὴν ἤθελε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς καμιὰ διάκριση στὶς διαφορὲς καὶ τίς ἰδιαιτερότητες, ὅπως κάνουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους. Τὴ νίκη Του τὴν κέρδισε γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴ βοήθεια ὅλων τῶν πλασμάτων τοῦ Θεοῦ, ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὴν πρόσφερε σ’ ὅλους αὐτούς.
Σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ δέχονται τὴ νίκη αὐτὴ καὶ τὴν κάνουν δική τους, ὑποσχέθηκε αἰώνια ζωή, τοὺς ἔκανε συγκληρονόμους τῆς οὐράνιας βασιλείας Του. Δὲν ἐπιβάλλει σὲ κανέναν τὴ νίκη Του, μ’ ὅλο ποὺ κόστισε τοσο πολύ. Ἀφήνει ἐλεύθερους τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὴν κάνουν δική τους ἢ νὰ τὴν ἀρνηθοῦν. Ὅπως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος στὸν παράδεισο διάλεξε τὴν πτώση, το θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία στὰ χέρια τοῦ σατανᾶ, ἔτσι καὶ τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ διαλέξει ζωὴ καὶ σωτηρία στὰ χέρια τοῦ Νικητῆ Θεοῦ. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ εἶναι βάλσαμο, ζωοποιὸ βάλσαμο γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Τὸ βάλσαμο αὐτὸ κάνει τοὺς ἄρρωστους ὑγιεῖς, τοὺς ὑγιεῖς ἀκόμα ὑγιέστερους.
Τὸ βάλσαμο αὐτὸ ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ δίνει πληρέστερη ζωὴ στοὺς ζωντανούς.
Τὸ βάλσαμο αὐτὸ κάνει τὸν ἄνθρωπο σοφό, τὸν ἐξευγενίζει, τὸν θεοποιεῖ. Αὐξάνει τὴ δύναμή του καὶ τὴν κάνει ἑκατονταπλάσια, ἀναβιβάζει τὴν ἀξία τοῦ πάνω ἀπ’ ὅλη τὴ φύση, τὸν φτάνει ἴσαμε τὴ λαμπρότητα καὶ τὸ κάλλος τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀρχαγγέλων τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπημένο καὶ ζωοποιὸ βάλσαμο! Ποιό χέρι δὲ θ’ ἁπλωνόταν νὰ σὲ πάρει; Ποιά καρδιὰ δὲ θὰ σὲ ἔβαζε στὶς πληγές της; Ποιός λάρυγγας δὲ θὰ ὑμνοῦσε τὰ μεγαλεῖα σου; Ποιά πένα δὲ θὰ κατέγραφε τὰ θαυμάσια κατορθώματά σου; Ποιό ἀβάκιο δὲ θ’ ἀπαριθμοῦσε ὅλες τίς θεραπεῖες ἄρρωστων ἀνθρώπων καὶ τίς νεκραναστάσεις ποὺ ἔχεις κάνει ὼς σήμερα; Πόσα δάκρυα εὐγνωμοσύνης δὲ θὰ χύνονταν γιὰ σένα;
Ἐλᾶτε λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ φοβᾶστε το θάνατο. Ἐλᾶτε πιὸ κοντά, προσεγγίστε τὸ Νικητὴ Χριστό, τὸν ἀναστημένο. Ἐκεῖνος θὰ σᾶς ἐλευθερώσει ἀπό το θάνατο κι ἀπό το φόβο τοῦ θανάτου.
Ἐλᾶτε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ζεῖτε μὲ τὴ ντροπὴ τῶν κρυφῶν καὶ φανερῶν ἁμαρτιῶν σας. Πλησιάστε στὴ ζωντανὴ πηγὴ ποὺ ξεπλένει καὶ καθαρίζει, ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει καὶ τὸ πιὸ μαῦρο δοχεῖο λευκότερο ἀπὸ τὸ χιόνι.
Ἐλᾶτε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἀναζητᾶτε ὑγεία, δύναμη, ὀμορφιὰ καὶ χαρά. Ὁ ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι ἡ πλούσια πηγὴ ὅλων αὐτῶν. Σᾶς ἀναμένει μὲ ἀγάπη καὶ προσμονή, δὲ θέλει νὰ χαθεῖ κανένας.
Προσκυνῆστε τὸν Κύριο σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἔνωθεῖτε μαζὶ Τοῦ «κατὰ νοὺν καὶ κατὰ διάνοιαν». Ἀγκαλιάστε τον μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά. Μὴ προσκυνᾶτε τὸν κατακτητή, ἀλλὰ τὸν Ἐλευθερωτή. Μὴ συνδέεστε μὲ τὸν καταστροφέα, ἀλλὰ μέ το Σωτῆρα. Μὴν ἀγκαλιάζετε τὸν ξένο, ἀλλὰ τὸ στενὸ συγγενῆ σας, τὸν ἀγαπημένο σας φίλο.
Ὁ ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων! Ὁ Κύριος ὅμως ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ σένα, τὴν ἴδια πρωταρχικὴ φύση ποὺ εἶχε κι ὁ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο.
Ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲ δημιουργήθηκε γιὰ νὰ δουλωθεῖ στὴν ἄλογη φύση ποὺ τὴν περιβάλλει, ἀλλὰ νὰ κυβερνήσει τὴ φύση μὲ τὴ δύναμή της. Ἡ ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀνάξια καὶ τιποτένια, ἄρρωστη, θνητή κι ἁμαρτωλή. Εἶναι ὑγιής, ἔνδοξη, ἀθάνατη κι ἀναμάρτητη.
Ὁ ἀναστημένος Κύριος διέρρηξε τὸ παραπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο. Μᾶς ἀποκάλυψε στὸν Ἑαυτό Του τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὸ κάλλος καὶ τοῦ Ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἀληθινὸ Θεό, παρὰ μόνο μέσῳ τοῦ ἀναστημένου Κυρίου Ἰησοῦ. Ἀλλὰ καὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, παρὰ μόνο μέσῳ τοῦ ἀναστημένου Ἰησου.
Ὁ Χριστὸς Ἀνέστῃ, ἀδελφοί μου!
Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστὸς κυριάρχησε στὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο, κατέστρεψε τὸ σκοτεινὸ βασίλειο τοῦ σατανᾶ, ἐλευθέρωσε τὴ δουλωμένη ἀνθρώπινη φύση καὶ φανέρωσε τὰ μεγαλύτερα μυστήρια σχετικὰ μέ το Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ὁ ὕμνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὁ Λόγος
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1, 1)
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ἀγαπητοί, τὸ Εὐαγγέλιον που διαβάζεται στὴ θεία λειτουργία τοῦ Πάσχα, στὴν ἑορτὴ τῆς ἐνδόξου ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶνε τὸ πιὸ δύσκολο, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ὑψηλὸ σὲ νοήματα Εὐαγγέλιο ὅλου τοῦ ἔτους. Εἶνε ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου του Ἰωάννου. Ἡ ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου αὐτοῦ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν ἄλλων τριῶν εὐαγγελίων, ποὺ ἔγραψαν οἱ εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος, Μάρκος καὶ Λουκᾶς. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του ἀπὸ τὸν Ἡρώδη το βασιλιᾶ. Ὁ Μάρκος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή. Ὁ Λουκᾶς ἀπὸ τὸν Τιβέριο Καίσαρα. Ἀλλ’ ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, προκειμένου νὰ διηγηθῇ τὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, ἀφήνει τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστάς, προχωρεῖ πρὸς τὰ ἄνω, διαβαίνει αἰῶνες καὶ χιλιετίες, πετάει συνεχῶς καὶ φθάνει στὸ «ἐν ἀρχῇ».
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Πιὸ βαθειὰ λόγια ἀπ’ αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν στὴν ἁγία Γραφή. Εἶνε ἕνας ὠκεανός. Κανένας θεολόγος δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ καταλάβῃ τελείως τὰ λόγια αὐτά. Τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν μεγίστη σημασία. Πάνω στὰ λόγια αὐτὰ στηρίζεται ἡ ἀλήθεια, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας. Ποιά ἀλήθεια; Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ ὡς Θεὸς ποὺ εἶνε, εἶνε ὑπεράνω χρόνου.
Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε ἁπλᾶ καὶ νὰ μᾶς καταλάβουν ὅλοι, λέμε τὰ ἑξῆς. Ἦταν κάποτε ἐποχή,ἐποχῆ, ποὺ δὲν ὑπῆρχε πάνω στὴ γῆ κανένα λουλούδι, κανένα δέντρο, κανένα πουλί, κανένα ζῶο, κανένας ἄνθρωπος. Ἦταν κάποτε ἐποχῆ, ποὺ οὔτε γῆ ὑπῆρχε οὔτε φεγγάρι οὔτε ἥλιος οὔτε ἄστρα. Ἦταν κάποτε ἐποχῆ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν σήμερα. Ἦταν κάποτε ἐποχῆ, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Ὅλα ἔγιναν σὲ ὡρισμένο χρόνο. Ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε χρόνος ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε αἰωνίως. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ χωρίσουμε τὴν ἀκτῖνα ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔτσι δέν μποροῦμε νὰ χωρίσουμε τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα. Οὔτε μιὰ στιγμὴ χρόνου δὲν χωρίζει τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα. «Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα ἅγιον». Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμο κ’ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς! Ἡ σκέψη μας σταματάει μπροστὰ στὸ μέγα μυστήριο, ποὺ καλύπτει τὰ τρία πρόσωπα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος.
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Στὸ Χριστὸ ὡς Θεό – ἁρμόζουν τὰ λόγια τοῦ προφήτου Δαυίδ: «Πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ» (Ψαλμ. 89[90], 2).
Ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς εἶνε ἄχρονος, ἀόρατος, ἀψηλάφητος, ἀπαθής. Ποιός μπορεῖ μὲ τὰ μάτια του νὰ δή το Θεό; Ποιός μπορεῖ μὲ τὰ δάχτυλά του ν’ ἀγγίξῃ το Θεό; Ποιός μπορεῖ νὰ κάνῃ κάποιο κακὸ στὸ Θεό; Ἄν δὲν μποροῦμε νὰ κοιτάξουμε κατάματα τὸν ἥλιο, γιατί μὲ τὸ δυνατό του φῶς θὰ μᾶς τυφλώσῃ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν ἥλιο, γιατί θὰ μᾶς κάνῃ κάρβουνο ἂν δὲν μποροῦμε μὲ τὸ σάλιο μᾶς νὰ τὸν σβήσουμε, ἀσυγκρίτως περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε το Θεό, ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο καὶ ὅλα τὰ φωτεινὰ ἄστρα.
Καὶ ὅμως ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ τιποτένιοι ἄνθρωποι εἴδαμε τὸ Θεό, ἀγγίξαμε τὸ Θεό, φτύσαμε στὸ πρόσωπό του, τὸν χτυπήσαμε, τὸν φραγγελώσαμε, τὸν σταυρώσαμε. Πῶς; Γιατί ὁ Θεός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, πῆρε σάρκα ἀπὸ τὸ πανάγιο σῶμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔγινε ἄνθρωπος σὰν κ’ ἐμᾶς -ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία-, καὶ «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», δηλαδὴ ἔμεινε μαζί μας. Ἔτσι ὁ ἄχρονος ἐμφανίστηκε ἐν χρόνο. Ὁ ἀόρατος ἔγινε ὁρατός. Ὁ ἀπαθὴς παθητός.
Ἀλλὰ γιατί ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται Λόγος; Ἄς φέρουμε πάλι ἕνα παράδειγμα, ποὺ ἀναφέρουν οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ ἐννοήσουμε κάπως τὴ λέξι.
Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶνε κυρίως νοῦς. Ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται. Μόνος του ἐὰν μείνῃ, μπορεῖ ὧρες ὁλόκληρες νὰ συνομιλῇ μὲ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐξετάζῃ, νὰ ἐρευνᾷ, νὰ λύνῃ προβλήματα. Πολλὲς φορὲς εἶνε τόσο ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴ σκέψι, ὥστε λησμονεῖ τὸ περιβάλλον του, ζῆ σ’ ἕνα κόσμο ἀνώτερο, γίνεται ὅλος νοῦς. Αὐτὸ ποὺ διαρκῶς σκέπτεται, λέγεται λόγος ἐνδιάθετος. Ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ σκέπτεται δὲν τὸ κρύβει πάντοτε μέσα του ὁ ἄνθρωπος. Φανερώνει τίς σκέψεις του καὶ στοὺς ἄλλους. Πῶς; Μὲ τὸ λόγο τὸν προφορικό. Ὁ νοῦς σκέπτεται καὶ ὁ νοῦς πάλι εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ὁμιλεῖ καὶ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐνδιάθετος λόγος καὶ προφορικὸς λόγος εἶνε ὁ ἴδιος.
Ποιός γνωρίζει τί σκέπτεται ὁ Θεός; Κανείς ἀπολύτως. Ἐὰν δὲν γνωρίζουμε τί σκέπτεται καὶ ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε δίπλα μας, πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε τίς σκέψεις, τίς βουλὲς τοῦ Θεοῦ; Τίς σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου φανερώνει ὁ λόγος, ὁ προφορικὸς λόγος. Τίς σκέψεις τοῦ Θεοῦ φανέρωσε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Αὐτὸς μίλησε καὶ μᾶς εἶπε πράγματα, ποὺ κανένας μὰ κανένας ἄνθρωπος, ὅσο σοφὸς κι ἂν ἦταν, δὲν μποροῦσε νὰ ξέρῃ. Μίλησε ὁ Χριστὸς καὶ ἀπεκάλυψε οὐράνιο κόσμο, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἄκουσαν ἔμειναν ἐκστατικοί, λέγοντας, ὅτι «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7, 46). Ὁ λόγος του ἦταν ἀποκάλυψις. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος: «Τὰ ρήματα καὶ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ,οὗ λαλῶ» (Ἰωάν. 14, 10).
Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶνε ὅπως καὶ λόγος τῶν ἀνθρώπων. Οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔχουν δύναμι νὰ γίνωνται ἀμέσως ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά. Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Χριστοῦ εἶνε παντοδύναμος. Μὲ τὸ λόγο του καὶ μόνο «οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν» (Ψαλμ. 32, 6). Μὲ τὸ λόγο του καὶ μόνο τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς, κουφοί ἄκουσαν, παράλυτοι περπάτησαν, λεπροὶ καθαρίσθηκαν, νεκροὶ ἀναστήθηκαν. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὀνομάζεται ΛΟΓΟΣ. «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὅ γέγονεν» (Ἰωάν. 1, 3).
Ἀγαπητοί μου!
Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Πάσχα δὲν εἶνε εὔκολο. Χίλιες ἑρμηνεῖες δὲν φθάνουν γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε. Χρειάζεται φωτισμὸς Θεοῦ. Ἄς παρακαλέσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ, καὶ τότε θὰ λάμψῃ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας μέσ’ στὴν καρδιά μας καὶ θὰ γίνουμε μακάριοι θεαταὶ τῆς δόξης τοῦ Λόγου, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε, συνανεστράφῃ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μίλησε στοὺς ἀνθρώπους, φανέρωσε σ’ αὐτοὺς τίς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, μὲ μύρια θαύματα ἀπέδειξε ὅτι ὁ λόγος τοῦ εἶνε παντοδύναμος, τέλος ἔπαθε τὰ φρικτὰ πάθη, ἐσταυρώθῃ, ἐτάφῃ, καὶ ἀνέστῃ ἐκ νεκρῶν γιὰ τὴν σωτηρία μας.
«Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων».