ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (A΄ 1 – 17)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. 3πάν­τα δι’ αὐτοῦ ἐγέ­νε­το, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγέ­νε­το οὐδὲ ἕν ὃ γέγο­νεν. 4ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώ­πων. 5καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκο­τίᾳ φαί­νει, καὶ ἡ σκο­τία αὐτὸ οὐ κατέ­λα­βεν. 6Ἐγέ­νε­το ἄνθρω­πος ἀπε­σταλ­μέ­νος παρὰ Θεοῦ, ὄνο­μα αὐτῷ Ἰωάν­νης· 7οὗτος ἦλθεν εἰς μαρ­τυ­ρί­αν, ἵνα μαρ­τυ­ρή­σῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάν­τες πιστεύ­σω­σιν δι’ αὐτοῦ. 8οὐκ ἦν ἐκεῖ­νος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρ­τυ­ρή­σῃ περὶ τοῦ φωτός. 9Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀλη­θι­νόν, ὃ φωτί­ζει πάν­τα ἄνθρω­πον, ἐρχό­με­νον εἰς τὸν κόσμον. 10ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγέ­νε­το, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέ­λα­βον. 12ὅσοι δὲ ἔλα­βον αὐτόν, ἔδω­κεν αὐτοῖς ἐξου­σί­αν τέκνα Θεοῦ γενέ­σθαι, τοῖς πιστεύ­ου­σιν εἰς τὸ ὄνο­μα αὐτοῦ, 13οἳ οὐκ ἐξ αἱμά­των, οὐδὲ ἐκ θελή­μα­τος σαρ­κὸς, οὐδὲ ἐκ θελή­μα­τος ἀνδρὸς, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεν­νή­θη­σαν. 14Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγέ­νε­το καὶ ἐσκή­νω­σεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθε­α­σά­με­θα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονο­γε­νοῦς παρὰ πατρός, πλή­ρης χάρι­τος καὶ ἀλη­θεί­ας. 15Ἰωάν­νης μαρ­τυ­ρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκρα­γεν λέγων· Οὗτος ἦν ὃν εἶπον, Ὁ ὀπί­σω μου ἐρχό­με­νος ἔμπρο­σθέν μου γέγο­νεν, ὅτι πρῶ­τός μου ἦν. 16Καὶ ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος αὐτοῦ ἡμεῖς πάν­τες ἐλά­βο­μεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάρι­τος· 17ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋ­σέ­ως ἐδό­θη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλή­θεια διὰ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ ἐγέ­νε­το.

Εις την αρχήν της πνευ­μα­τι­κής και υλι­κής δημιουρ­γί­ας, άναρ­χος και προ­αιώ­νιος, υπήρ­χεν ο Υιός και Λογος του Θεού. Και ο Λογος ήτο πάν­το­τε αχώ­ρι­στος από τον Θεόν και πλη­σιέ­στα­τα προς αυτόν, και ο Λογος ήτο Θεός απει­ρο­τέ­λειος, όπως ο Πατήρ και το Αγιον Πνεύ­μα. Αυτός υπήρ­χεν εις την αρχήν της δημιουρ­γί­ας ηνω­μέ­νος προς τον Θεόν. Ολα τα δημιουρ­γή­μα­τα έγι­ναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν δεν έλα­βε ύπαρ­ξιν κανέ­να, από όσα έχουν γίνει. Εις αυτόν υπήρ­χε ζωή και ως άπει­ρος πηγή ζωής εδη­μιούρ­γη­σε και δια­τη­ρεί κάθε ζωήν. Δια δε τους ανθρώ­πους δεν είναι μόνον η φυσι­κή ζωη, αλλά και το πνευ­μα­τι­κόν φως, που φωτί­ζει τον νουν των εις κατα­νόη­σιν και απο­δο­χήν της αλη­θεί­ας. Και το φως λάμ­πει μέσα στο σκο­τά­δι και το σκο­τά­δι δεν ημπό­ρε­σε ποτέ να το επι­σκιά­ση και το εξου­δε­τε­ρώ­ση. Προ­άγ­γε­λος αυτού του φωτός κατά τας ημέ­ρας εκεί­νας έγι­νεν ένας άνθρω­πος, σταλ­μέ­νος από τον Θεόν, του οποί­ου το όνο­μα ήτο Ιωάν­νης. Αυτός ήλθε με κύριον σκο­πόν να μαρ­τυ­ρή­ση περί του φωτός, δηλα­δή περί του Ιησού Χρι­στού, και με το κήρυγ­μά του να προ­πα­ρα­σκευά­ση τους ανθρώ­πους, ώστε να πιστεύ­σουν όλοι στο φως. Δεν ήτο εκεί­νος το φως, αλλ’ ήλθε να μαρ­τυ­ρή­ση δια το φως. Ο Υιός και Λογος του Θεού ήτο πάν­το­τε το αλη­θι­νόν φως, το οποί­ον φωτί­ζει κάθε άνθρω­πον, που έρχε­ται στον κόσμον. 10 Ητο εξ αρχής στον κόσμον, ως δημιουρ­γός και κυβερ­νή­της, και ο κόσμος όλος, ορα­τός και αόρα­τος, έλα­βεν ύπαρ­ξιν δι’ αυτού. Και όμως όταν το φως, ο Υιός του Θεού έγι­νε άνθρω­πος, ο κόσμος δεν τον ανε­γνώ­ρι­σε και δεν τον εδέ­χθη. 11 Ηλθε μετα­ξύ των ιδι­κών του, δηλα­δή των Ιου­δαί­ων, τους οποί­ους με ιδιαι­τέ­ραν στορ­γήν δια μέσου των αιώ­νων είχε προ­στα­τεύ­σει, και αυτοί οι ιδι­κοί του δεν τον εδέ­χθη­σαν ως Σωτή­ρα και Θεόν των. 12 Αλλοι όμως τον εδέ­χθη­σαν. Εις όσους δε τον εδέ­χθη­σαν με πίστιν ως Σωτή­ρα και Θεόν των έδω­κε το δικαί­ω­μα να γίνουν τέκνα Θεού, εις αυτούς δηλα­δή που πιστεύ­ουν στο όνο­μά του. 13 Αυτοί δεν εγεν­νή­θη­σαν από ανθρώ­πι­να αίμα­τα ούτε από θέλη­μα σαρ­κός ούτε από θέλη­μα ανδρός, αλλά εγεν­νή­θη­σαν από τον Θεόν. 14 Και ο Υιός και Λογος του Θεού έγι­νε άνθρω­πος κατά υπερ­φυ­σι­κόν τρό­πον και κατε­σκή­νω­σεν με οικειό­τη­τα εν τω μέσω ημών και ημείς είδα­μεν την μεγα­λειώ­δη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρω­πί­νην, αλλά θεί­αν και απέ­ραν­τον, την οποί­αν είχεν ως φυσι­κήν του κατά­στα­σιν από τον Πατέ­ρα, σαν Υιός του Θεού μονο­γε­νής, γεμά­τος χάριν και αλή­θειαν. 15 Ο Ιωάν­νης μαρ­τυ­ρεί δι’ αυτόν και κρά­ζει με μεγά­λην φωνήν, λέγων· “αυτός ήτο εκεί­νος, δια τον οποί­ον σας είπα, ότι ο ερχό­με­νος ύστε­ρα από εμέ είναι ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρος από εμέ, διό­τι ως Υιός μονο­γε­νής του Πατρός υπήρ­χε ήδη, πριν εγώ γεν­νη­θώ”. 16 Και από τον άπει­ρον πνευ­μα­τι­κόν πλού­τον αυτού όλοι ημείς ελά­βα­μεν και χάριν επά­νω εις την χάριν. 17 Διό­τι ενώ ο νόμος εδό­θη δια του Μωϋ­σέ­ως, δού­λου του Θεού, η χάρις και η αλή­θεια ήλθαν δια του Ιησού Χρι­στού, Υιού του Θεού.

Στην αρχή της δημιουρ­γί­ας υπήρ­χε ο Υιός του Θεού, που γεν­νή­θη­κε αχρό­νως από τον Πατέ­ρα ως άπει­ρος και ζων­τα­νός Λόγος από απει­ρο­τέ­λειο και πάν­σο­φο Νου. Και ο Λόγος, ως δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της Θεό­τη­τος, ήταν αχώ­ρι­στος από τον Θεό Πατέ­ρα και πάν­το­τε ενω­μέ­νος μαζί του. Και ήταν Θεός τέλειος ο Λόγος. Στην αρχή της δημιουρ­γί­ας αυτός υπήρ­χε ενω­μέ­νος με τον Θεό Πατέ­ρα. Όλα τα δημιουρ­γή­μα­τα δημιουρ­γή­θη­καν δι’ αυτού, σε συνερ­γα­σία με τον Πατέ­ρα και το Άγιον Πνεύ­μα? και χωρίς αυτόν δεν έγι­νε το παρα­μι­κρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει. Είχε μέσα του τη ζωή, και αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούρ­γη­σε και συν­τη­ρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώ­πους, που είναι λογι­κά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευ­μα­τι­κό φως, που φωτί­ζει το νου τους και τους οδη­γεί στην αλή­θεια. Το φως βέβαια σκορ­πί­ζει τη λάμ­ψη του και ανά­με­σα στους ανθρώ­πους που είναι σκο­τι­σμέ­νοι από την αμαρ­τία και την πλά­νη, για να τους φωτί­σει κι αυτούς. Αλλά οι σκο­τι­σμέ­νοι αυτοί άνθρω­ποι δεν το αντι­λή­φθη­καν και δεν το εγκολ­πώ­θη­καν, αλλά και δεν μπό­ρε­σαν να το εξου­δε­τε­ρώ­σουν και να το κατα­νι­κή­σουν. Για να γνω­ρί­σουν λοι­πόν οι άνθρω­ποι το φως, εμφα­νί­στη­κε κάποιος άνθρω­πος απε­σταλ­μέ­νος από τον Θεό, που λεγό­ταν Ιωάν­νης. Αυτός ήλθε, έχον­τας ως κύρια απο­στο­λή του να δώσει τη μαρ­τυ­ρία του για τον Ιησού Χρι­στό. Ήλθε δηλα­δή να δώσει τη μαρ­τυ­ρία ότι αυτός είναι το φως, για να πιστέ­ψουν όλοι οι άνθρω­ποι με το κήρυγ­μά του στον Ιησού Χρι­στό. Δεν ήταν ο ίδιος ο Ιωάν­νης το φως, αλλά ήλθε απε­σταλ­μέ­νος από τον Θεό για να μαρ­τυ­ρή­σει για τον Ιησού Χρι­στό, ο οποί­ος είναι το φως. Ως Λόγος και ως δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της Θεό­τη­τος ήταν πάν­το­τε ο Χρι­στός το απο­λύ­τως τέλειο φως, η μονα­δι­κή πηγή του φωτός, που φωτί­ζει κάθε άνθρω­πο που έρχε­ται στον κόσμο. 10 Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προ­νο­ού­σε και κυβερ­νού­σε τον κόσμο. Και όλα τα ορα­τά και αόρα­τα κτί­σμα­τα απ’ τα οποία απο­τε­λεί­ται ο επί­γειος κι ο ουρά­νιος κόσμος, δια­μέ­σου αυτού έγι­ναν. Κι όμως, όταν αυτός σαρ­κώ­θη­κε κι έγι­νε άνθρω­πος, ο διε­φθαρ­μέ­νος κόσμος των ανθρώ­πων που ήταν προ­σκολ­λη­μέ­νος στα γήι­να δεν τον ανα­γνώ­ρι­σε ως δημιουρ­γό του. 11 Και όχι μόνο ο κόσμος, αλλά και οι δικοί του, οι Ιου­δαί­οι, τον απέρ­ρι­ψαν. Ήλθε απ’ τον ουρα­νό κι έζη­σε ως άνθρω­πος στη γη της επαγ­γε­λί­ας, που ήταν ξεχω­ρι­σμέ­νη πριν από πολ­λούς αιώ­νες από τον Θεό ως ιδιαι­τέ­ρως δική του. Μα οι δικοί του άνθρω­ποι, οι Ιου­δαί­οι, δεν τον παρα­δέ­χθη­καν, αλλά τον αρνή­θη­καν σαν ξένο και εχθρό. 12 Όσοι όμως τον δέχθη­καν και τον εγκολ­πώ­θη­καν ως σωτή­ρα τους, και πίστε­ψαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγι­νε άνθρω­πος για να σώσει τους ανθρώ­πους, τους έδω­σε το δικαί­ω­μα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού. 13 Αυτοί δεν γεν­νή­θη­καν από γυναι­κεία αίμα­τα, ούτε από σαρ­κι­κή επι­θυ­μία, ούτε από την επι­θυ­μία κάποιου άνδρα, αλλά γεν­νή­θη­καν από τον ίδιο τον Θεό. 14 Για να εντυ­πω­θεί περισ­σό­τε­ρο στον καθέ­να ποιος επι­τέ­λε­σε την υπερ­φυ­σι­κή αυτή γέν­νη­ση και υιο­θε­σία, επα­να­λαμ­βά­νω ότι ο Λόγος έγι­νε μέσα στο χρό­νο άνθρω­πος. Και έχον­τας ως σκη­νή και ως ναό άγιο την ανθρώ­πι­νη φύση, παρέ­μει­νε με πολ­λή οικειό­τη­τα μετα­ξύ μας σαν ένας από μας. κι εμείς χορ­τά­σα­με να βλέ­που­με με τα μάτια μας την υπέρ­λαμ­πρη και θεο­πρε­πή δόξα του, η οποία φανε­ρω­νό­ταν με τα θαύ­μα­τά του και τη διδα­σκα­λία του και τη λαμ­πρό­τη­τα της ανα­μάρ­τη­της και ολο­κλη­ρω­τι­κά αγί­ας ζωής του. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρι­σμα και δωρεά, όπως την παίρ­νουν τα λογι­κά δημιουρ­γή­μα­τα, αλλά την είχε φυσι­κή από τον Πατέ­ρα του, ως Υιός μονά­κρι­βος που ήταν? Υιός γεμά­τος χάρη, με την οποία τότε θαυ­μα­τουρ­γού­σε και τώρα μας ανα­γεν­νά, και γεμά­τος αλή­θεια, με την οποία μας φωτί­ζει και μας διδά­σκει. 15 Ο Ιωάν­νης μαρ­τυ­ρεί γι’ αυτόν και φωνά­ζει δημό­σια και χωρίς κανέ­να δισταγ­μό, με παρ­ρη­σία, λέγον­τας: Αυτός ήταν εκεί­νος για τον οποίο είπα ότι: αυτός που έρχε­ται στη δημό­σια δρά­ση ύστε­ρα από μένα υπήρ­ξε ασυγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρος και ενδο­ξό­τε­ρος πολύ πριν από μένα. Αυτόν έβλε­παν και κήρυτ­ταν όλοι οι πατριάρ­χες και οι προ­φή­τες? διό­τι ως πρω­τό­το­κος και μονο­γε­νής Υιός του Θεού υπήρ­χε πριν από μένα. 16 Από τον ανε­ξάν­τλη­το πλού­το της τελειό­τη­τος και των δωρε­ών του πήρα­με όλοι εμείς. Πήρα­με τη μία χάρη πάνω στην άλλη. Μετά τη χάρη της αφέ­σε­ως των αμαρ­τιών μας λάβα­με και τη χάρη της υιο­θε­σί­ας και της μακα­ρί­ας ζωής. Και ολο­έ­να δεχό­μα­στε νέα υπε­ρά­φθο­νη χάρη πάνω σ’ εκεί­νη που προ­η­γου­μέ­νως λάβα­με. 17 Διό­τι ο νόμος, που τον παρέ­βαι­ναν οι άνθρω­ποι και για το λόγο αυτό γίνον­ταν ένο­χοι και ανά­ξιοι να λάβουν τη χάρη της υιο­θε­σί­ας, δόθη­κε δια­μέ­σου ανθρώ­που και δού­λου, του Μωυ­σή. Ενώ η χάρη και τη τέλεια απο­κά­λυ­ψη της αλή­θειας, η οποία αντι­κα­τέ­στη­σε τις σκιές και τα σύμ­βο­λα του νόμου, ήλθαν δια­μέ­σου του Ιησού Χρι­στού. και αυτή η χάρη και η αλή­θεια ελευ­θε­ρώ­νουν τον άνθρω­πο από τη δου­λεία της αμαρ­τί­ας και τον ανα­γεν­νούν.

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ τὸ Θεό (Πατέ­ρα), καὶ Θεὸς ἦταν ὁ Λόγος. A ὐ τ ὸ ς ἦταν στὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸ Θεό (Πατέ­ρα). Ὅλα ἔγι­ναν δι’ α ὐ τ ο ῦ , καὶ χωρὶς α ὐ τ ὸ ν δὲν ἔγι­νε τ ί π ο τ ε , τὸ ὁποῖ­ον ἔγι­νε. Δ ι ’ α ὐ τ ο ῦ ὑπῆρ­χε ζωή, καὶ ἡ ζωὴ ἦταν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώ­πων. Kαὶ τὸ φῶς μέσα στὸ σκο­τά­δι φ ω τ ί ζ ε ι , ἀλλ’ οἱ σκο­τει­νοὶ ἄνθρω­ποι δ ὲ ν τὸ κατά­λα­βαν. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγέ­νε­το» Ἦλθε ἄνθρω­πος ἀπε­σταλ­μέ­νος ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ ὄνο­μά του Ἰωάν­νης. Aὐτὸς ἦλθε γιὰ μαρ­τυ­ρία, νὰ δώσῃ μαρ­τυ­ρία γιὰ τὸ φῶς, γιὰ νὰ πιστεύ­σουν ὅλοι δι’ αὐτοῦ. Δὲν ἦταν ἐκεῖ­νος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἦλθε γιὰ νὰ δώσῃ μαρ­τυ­ρία γιὰ τὸ φῶς. Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀλη­θι­νό, ποὺ φωτί­ζει κάθε ἄνθρω­πο, ποὺ ἔρχε­ται στὸν κόσμο. 10 Στὸν κόσμο ἦταν, καὶ ὁ κόσμος ἀπ’ αὐτὸν ἔγι­νε, ἀλλ’ ὁ κόσμος δὲν τὸν γνώ­ρι­σε. 11 Στὸ σπί­τι του ἦλθε, ἀλλ’ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχθη­καν. 12 Σ’ ὅσους δὲ τὸν δέχθη­καν, σ’ αὐτοὺς ἔδω­σε δικαί­ω­μα νὰ γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ, σ’ ἐκεί­νους δηλα­δή, ποὺ πιστεύ­ουν στὸ ὄνο­μά του. 13 Aὐτοὶ δὲν γεν­νή­θη­καν ἀπὸ αἵμα­τα (γυναι­κῶν), οὔτε ἀπὸ σαρ­κι­κὴ ἐπι­θυ­μία, οὔτε ἀπὸ τὴ θέλη­σι ἀνθρώ­που, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ Θεό. 14 Ὁ δὲ Λόγος ἔγι­νε ἄνθρω­πος, καὶ κατῴ­κη­σε ἀνά­με­σά μας, καὶ ἀπο­λαύ­σα­με ὡς ἔκπα­γλο θέα­μα τὴ δόξα του, δόξα ποὺ ἔχει ὡς μονο­γε­νὴς Yἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα. Γεμᾶ­τος χάρι καὶ ὀμορ­φιά! 15 Ὁ Ἰωάν­νης δίνει μαρ­τυ­ρία γι’ αὐτὸν καὶ φωνά­ζει δυνα­τὰ λέγον­τας: «Aὐτὸς εἶναι, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶπα: Aὐτός, ποὺ ἔρχε­ται μετὰ ἀπὸ μένα, προ­η­γεῖ­ται ἀπὸ μένα, διό­τι ὑπῆρ­χε πρω­τύ­τε­ρα ἀπὸ μένα». 16 Kαὶ ἀπὸ τὸν πλοῦ­το του ἐμεῖς ὅλοι λάβα­με, ἀκό­μη καὶ ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν ἀπὸ εὐσπλαγ­χνία. 17 Διό­τι διὰ τοῦ Mωυ­σέ­ως δόθη­κε ὁ ν ό μ ο ς , ἐνῷ ἡ ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν καὶ ἡ ἀλή­θεια ἦλθαν διὰ τ ο ῦ ’ I η σ ο ῦ X ρ ι σ τ ο ῦ.

Άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων (ΟΙ ΕΚΠΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ)

ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΙΔ΄:

ΟΙ ΕΚΠΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Α´. Είναι και­ρός να ευφρανθείς,Ιερουσαλήμ, και να πανη­γυ­ρί­σε­τε όλοι όσοι αγα­πά­τε τον Ιησού [πρβ.Ησ.66,10: «Eφράν­θη­τι, ερου­σα­λήμ, κα πανη­γυ­ρί­σα­τε ν ατ, πάν­τες ο γαπντες ατήν, χάρη­τε μα ατ χαρ, πάν­τες σοι πεν­θετε π᾿ ατ»], διό­τι ο Κύριος ανα­στή­θη­κε. Χαρεί­τε όλοι, όσοι προ­η­γου­μέ­νως είχα­τε πέν­θος, όταν ακού­σα­τε όσα παρά­νο­μα και εγκλη­μα­τι­κά τόλ­μη­σαν να πρά­ξουν οι Ιου­δαί­οι· διό­τι Αυτός που εκεί­νοι ατί­μα­σαν αλα­ζο­νι­κά, ιδού, ανα­στή­θη­κε! Και όπως το να ακού­ει κανείς για τη Σταύ­ρω­ση είναι κάπως λυπη­ρό, έτσι η καλή αγγε­λία της Ανα­στά­σε­ως ας ευφραί­νει τους παρόν­τες. Το πέν­θος ας γίνει ευφρο­σύ­νη και ο θρή­νος ας μετα­στρα­φεί σε χαρά. Και ας γεμί­σει το στό­μα μας χαρά και αγαλ­λί­α­ση, για­τί Εκεί­νος, μετά την Ανά­στα­σή Του, μας είπε: «Χαί­ρε­τε(:Ν χαρεστε)» [Ματθ. 28, 9].

Διό­τι διε­πί­στω­σα τη λύπη που είχαν τις προ­η­γού­με­νες ημέ­ρες όσοι αγα­πούν τον Ιησού. Επει­δή όσα λέγον­ταν είχαν ως τέλος τον θάνα­το και την Ταφή και δεν ακού­στη­κε η καλή αγγε­λία της Ανα­στά­σε­ως, η καρ­διά τους περί­με­νε με ιερή αγω­νία να ακού­σει εκεί­νο που ποθού­σαν. Ανα­στή­θη­κε λοι­πόν ο νεκρός, ο «ελεθερος ανμεσα στος νεκρος»[πρβ. Ψαλμ.87,5: «Προ­σε­λο­γί­σθην μετ τν κατα­βαι­νόν­των ες λάκ­κον, γενή­θην σε νθρω­πος βοή­θη­τος ν νεκρος λεύ­θε­ρος(:Θεω­ρή­θη­κα όμοιος με εκεί­νους, οι οποί­οι κατέρ­χον­ται στο βαθύ λάκ­κο του τάφου. Έγι­να σαν άνθρω­πος που στε­ρεί­ται οποιασ­δή­πο­τε βοή­θειας, εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νος ανά­με­σα στους νεκρούς, μακριά από κάθε επι­κοι­νω­νία με τους ζων­τα­νούς)»] και ελευ­θε­ρω­τής των νεκρών. Εκεί­νος που με υπο­μο­νή δέχτη­κε να φορέ­σει το ατι­μω­τι­κό ακάν­θι­νο στε­φά­νι, Αυτός, αφού ανα­στή­θη­κε, φόρε­σε το διά­δη­μα της νίκης κατά του θανά­του.

Β´ . Αλλά όπως ακρι­βώς παρα­θέ­σα­με τις μαρ­τυ­ρί­ες περί του Σταυ­ρού, έτσι και τώρα, έλα να επι­βε­βαιώ­σου­με και να παρου­σιά­σου­με τις απο­δεί­ξεις περί της Ανα­στά­σε­ως. Διό­τι ο Από­στο­λος που δια­βά­σα­με λέει: «κα τι τάφη, κα τι γήγερ­ται τ τρί­τη μέρ κατ τς γρα­φάς(:και ότι εντα­φιά­στη­κε και ανα­στή­θη­κε την τρί­τη ημέ­ρα, σύμ­φω­να με όσα προ­φη­τεύ­τη­καν στις Γρα­φές)» [Α´ Κορ. 15, 4]. Και εφό­σον ο Από­στο­λος μάς παρα­πέμ­πει στις μαρ­τυ­ρί­ες των Γρα­φών, είναι καλό για μας να γνω­ρί­σου­με την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας μας και να μάθου­με πρώ­τα, αν οι θεί­ες Γρα­φές μάς λένε ποιος είναι ο και­ρός που έγι­νε η Ανά­στα­σή Του. Άρα­γε έγι­νε το καλο­καί­ρι ή το φθι­νό­πω­ρο ή μετά το χει­μώ­να και σε ποιο τόπο έγι­νε η Ανά­στα­σή Του και ποιο είναι το όνο­μα του τόπου που δια­κη­ρύ­χτη­κε από τους λαμ­προύς Προ­φή­τες ως τόπος της Ανα­στά­σε­ώς Του; Και αν οι γυναί­κες που Τον ζητού­σαν και δεν Τον εύρι­σκαν, όταν Τον βρή­καν πάλι, χάρη­καν. Ώστε όταν δια­βά­ζε­ται το άγιο Ευαγ­γέ­λιο, να μη θεω­ρούν­ται ότι είναι μύθοι ή επι­κά πολύ­λο­γα και φαν­τα­στι­κά αφη­γή­μα­τα αυτά που μας εξι­στο­ρεί.

Γ΄ Ότι λοι­πόν εντα­φιά­στη­κε ο Σωτή­ρας το ακού­σα­τε σαφώς στην προ­η­γού­με­νη ομι­λία που ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας έλε­γε:«σται ν ερήν  ταφ ατο(:Θα επι­κρα­τή­σει ειρή­νη στην ταφή Του)» [Ησ. 57, 2]· διό­τι με την ταφή Του έφε­ρε ειρή­νη ανά­με­σα στον ουρα­νό και στη γη, οδη­γών­τας τους αμαρ­τω­λούς στον Θεό· και ότι «π γρ προ­σώ­που δικί­ας ρται  δίκαιος(:ο δίκαιος πάρ­θη­κε από τα χέρια των αδί­κων)» [Ησ. 57, 1] και «σται ν ερήν  ταφ ατο(:θα επι­κρα­τή­σει ειρή­νη στην ταφή Του)» [Ησ. 57, 2] καὶ «δώσω τος πονη­ρος ντ τς ταφς ατο(:και θα παρα­δο­θούν οι πονη­ροί ως αντάλ­λαγ­μα για τον θάνα­τό Του)» [Ησ. 53, 9].

Επί­σης η προ­φη­τεία του Ιακώβ που μας λέει: «ναπεσν κοι­μή­θη ς λέων κα ς σκύ­μνος· τίς γερε ατόν;(:έπε­σε και κοι­μή­θη­κε όπως κοι­μά­ται το λιον­τά­ρι και το λιον­τα­ρό­που­λό του· ποιος θα Τον ξυπνή­σει;)» [Γέν. 49,9]Είναι και το παρα­πλή­σιο χωρίο που υπάρ­χει στο βιβλίο των «Αριθ­μών»: «Κατα­κλι­θες νεπαύ­σα­το ς λέων κα ς σκύ­μνος· τίς ναστή­σει ατόν;(:κατακλθηκε κα ανα­παθηκε, όπως το λιοντρι και το λιον­ταρπουλ του· ποιος θα ανα­στή­σει Αυτόν;)» [Αριθ. 24, 9]. Αλλά και ο Ψαλ­μός το λέει και το έχε­τε ακού­σει πολ­λές φορές:«Κα ες χον θανά­του κατή­γα­γές με(:Και επέ­τρε­ψες να κατα­πέ­σω στο χώμα του τάφου και του θανά­του)» [Ψαλμ. 21, 16]. Για τον τόπο ήδη το επι­ση­μά­να­με με αυτό που λέει:«κού­σα­τέ μου, ο διώ­κον­τες τ δίκαιον κα ζητοντες τν Κύριον, μβλέ­ψα­τε ες τν στε­ρεν πέτραν, ν λατο­μή­σα­τε(:ακού­στε με εσείς που επι­διώ­κε­τε το δίκαιο και ζητεί­τε πάν­το­τε τον Κύριο και την βοή­θειά Του. Παρα­τη­ρή­στε τον στε­ρεό βρά­χοτον οποίο λατο­μή­σα­τε)» [Ησ. 51, 1]. Τώρα στη συνέ­χεια, ας παρου­σιά­σου­με τις μαρ­τυ­ρί­ες γι᾿ αυτή την Ανά­στα­σή Του.

Δ . Λέει λοι­πόν πρώ­τα-πρώ­τα στον ενδέ­κα­το Ψαλ­μό:« π τς ταλαι­πω­ρί­ας τν πτωχν κα π το στε­ναγ­μο τν πενή­των, νν ναστή­σο­μαι, λέγει Κύριος(:Εξαι­τί­ας της κακο­πά­θειας των φτω­χών και των στε­ναγ­μών των στε­ρη­μέ­νων και κατα­πιε­ζο­μέ­νων, θα ανα­στη­θώ τώρα, λέει ο Κύριος)»[Ψαλμ. 11,6]. Αλλά αυτό το χωρίο για μερι­κούς είναι αμφί­βο­λο, επει­δή πολ­λές φορές ο Κύριος ξεση­κώ­νε­ται, για να λάβει εκδί­κη­ση από τους εχθρούς.

Έλα όμως στο δέκα­το πέμ­πτο Ψαλ­μό που λέει σαφώς: «Φύλα­ξόν με, Κύριε, τι π σο λπι­σα(:Φύλα­ξέ με, Κύριε, διό­τι σε Σένα στή­ρι­ξα τις ελπί­δες μου)» [Ψαλμ. 15, 1]. Και μετά από αυτά: «Ο μ συνα­γά­γω τς συνα­γωγς ατν ξ αμάτων, οδ᾿ ο μ μνη­σθ τν νομά­των ατν δι χει­λέ­ων μου(:Δεν θα συνα­θροί­σω ποτέ λατρευ­τι­κές συνά­ξεις από ανθρώ­πους μολυ­σμέ­νους με αίμα αδι­κο­χυ­μέ­νο, ούτε θα θυμη­θώ και ούτε θα ανα­φέ­ρω με τα χεί­λη μου τα ονό­μα­τά τους)» [Ψαλμ. 15, 4]διό­τι Εμέ­να με αρνή­θη­καν και θεώ­ρη­σαν βασι­λιά τους τον Καί­σα­ρα. Και συνε­χί­ζει: «Προ­ω­ρώ­μην τν Κύριον νώπιόν μου δια­παν­τός, τι κ δεξιν μού στιν, να μ σαλευθ(:Έβλε­πα τον Κύριο πάν­το­τε μπρο­στά μου, πραγ­μα­τι­κά ήταν στα δεξιά μου, για να με προ­στα­τεύ­ει για να μην κλο­νι­στώ)» [Ψαλμ. 15, 8]. Και λίγο παρα­κά­τω: «τι δ κα ως νυκτς παί­δευ­σάν με ο νεφροί μου (:Ακό­μη και τη νύχτα με παι­δα­γω­γού­σαν οι νυγ­μοί της συνει­δή­σε­ώς μου)» [Ψαλμ. 15, 7].

Μετά επί­σης από αυτά σαφέ­στα­τα λέει: «τι οκ γκα­τα­λεί­ψεις τν ψυχήν μου ες δην, οδ δώσεις τν σιόν σου δεν δια­φθο­ράν (:δεν θα εγκα­τα­λεί­ψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θα επι­τρέ­ψεις σε αυτόν που σου είναι αφο­σιω­μέ­νος να δοκι­μά­σει τη φθο­ρά και την απο­σύν­θε­ση)»[Ψαλμ. 15,10]. Δεν είπε: «ούτε θα επι­τρέ­ψεις σε Αυτόν που σου είναι αφο­σιω­μέ­νος να δοκι­μά­σει θάνα­το», για­τί τότε δεν θα πέθαι­νε, αλλά τι είπε; «Τη φθο­ρά και την απο­σύν­θε­ση δεν θα επι­τρέ­ψεις να τη γνω­ρί­σω. Όσο για τον θάνα­το, δεν θα παρα­μεί­νω κάτω από την εξου­σία του για πολύ». «γνώ­ρι­σάς μοι δος ζως(:Με έκα­νες να γνω­ρί­σω δρό­μους ζωής μέσα στον τάφο)» [Ψαλμ. 15, 11]. Και να, που σαφώς κηρύτ­τε­ται ότι μετά το θάνα­το έρχε­ται η ζωή.

Έλα και στον εικο­στό ένα­το Ψαλ­μό:«ψώσω σε, Κύριε, τι πέλα­βές με κα οκ εφρα­νας τος χθρούς μου π᾿ μέ(:Θα σε δοξά­σω, Κύριε, διό­τι με προ­στά­τευ­σες και δεν έπε­σα, ώστε να ευφραν­θούν οι εχθροί μου, βλέ­πον­τας την κατα­στρο­φή μου)»[ Ψαλμ. 29, 2]. Τι είναι αυτό που σου έκα­νε ο Κύριος; Από τους εχθρούς γλύ­τω­σες ή απαλ­λά­χτη­κες από τις μέλ­λου­σες τιμω­ρί­ες; Αυτός ο ίδιος ο Ψαλ­μός σαφέ­στα­τα ανα­φέ­ρει πιο κάτω:«Κύριε, νήγα­γες ξ δου τν ψυχήν μου(:Κύριε, έβγα­λες από τον άδη την ψυχή μου)» [Ψαλμ. 29,4]. Προ­η­γου­μέ­νως είπε «δεν θα εγκα­τα­λεί­ψεις στον άδη την ψυχή μου», με προ­φη­τι­κή ενό­ρα­ση, και εδώ ανα­φέ­ρει αυτό που πρό­κει­ται να γίνει, σαν να έχει ήδη γίνει: «Κύριε, νήγα­γες ξ δου τν ψυχήν μου, σωσάς με π τν κατα­βαι­νόν­των ες λάκ­κον(:Κύριε, έβγα­λες την ψυχή μου από τον άδη και με έσω­σες, για να μην είμαι ανά­με­σα στους νεκρούς που κατε­βαί­νουν στο λάκ­κο του τάφου)» [Ψαλμ. 29,4].

Πότε θα γίνει αυτό το γεγο­νός; «Τ σπέ­ρας αλισθή­σε­ται κλαυθμς κα ες τ πρωΐ γαλ­λί­α­σις(:Το εσπέ­ρας θα δια­νυ­κτε­ρεύ­σει μαζί μας ο κλαυθ­μός και το πρωί η χαρά και η αγαλ­λί­α­ση)» [Ψαλμ. 29, 6]. Και πραγ­μα­τι­κά. Αργά το βρά­δυ οι μαθη­τές είχαν θλί­ψη και πέν­θος και το πρωί ήρθε η χαρά και η ευφρο­σύ­νη της Ανα­στά­σε­ως.

Ε . Θέλεις να μάθεις και τον τόπο; Λέει λοι­πόν στο Άσμα Ασμά­των: «Ες κπον καρύ­ας κατέ­βην δεν (:Κατέ­βη­κα στον κήπο που είναι οι καρυ­διές)»[Άσμα 6, 11]. Ήταν κήπος και εκεί όπου σταυ­ρώ­θη­κε. Τώρα βέβαια μπο­ρεί να καλ­λω­πί­στη­κε πάρα πολύ με τις βασι­λι­κές επι­χο­ρη­γή­σεις και δωρε­ές, αλλά ήταν κήπος πριν και ακό­μη και τώρα παρα­μέ­νουν τόσα στοι­χεία χαρα­κτη­ρι­στι­κά που το φανε­ρώ­νουν. «Κπος κεκλει­σμέ­νος, πηγ σφρα­γι­σμέ­νη(:Κήπος περι­φραγ­μέ­νος, πηγή σφρα­γι­σμέ­νη)» [ Άσμα 4, 12] από τους Ιου­δαί­ους, οι οποί­οι έλε­γαν: «μνή­σθη­μεν τι κενος  πλά­νος επεν τι ζν, μετ τρες μέρας γεί­ρο­μαι. Κέλευ­σον ον σφα­λι­σθναι τν τάφον ως τς τρί­της μέρας, μήπο­τε λθόν­τες ο μαθη­τα ατο νυκτς κλέ­ψω­σιν ατν κα επωσι τ λαγέρ­θη π τν νεκρν· κα σται  σχά­τη πλά­νη χεί­ρων τς πρώ­της(:Θυμη­θή­κα­με ότι εκεί­νος ο πλά­νος είπε, ενώ ζού­σε ακό­μη, ότι μετά από τρεις ημέ­ρες θα ανα­στη­θώ· δώσε λοι­πόν δια­τα­γή να ασφα­λί­σουν τον τάφο μέχρι την τρί­τη ημέ­ρα, μήπως έλθουν οι μαθη­τές του μέσα στη νύχτα και τον κλέ­ψουν, και πουν στο λαό ότι ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευ­ταία αυτή πλά­νη του λαού χει­ρό­τε­ρη από την πρώ­τη, που τον πίστε­ψαν ως Μεσ­σία)» [Ματθ. 27, 63–64] και τα περαι­τέ­ρω· «ο δ πορευ­θέν­τες σφα­λί­σαν­το τν τάφον σφρα­γί­σαν­τες τν λίθον μετ τς κου­στω­δί­ας(:και οι Ιου­δαί­οι πήγαν και ασφά­λι­σαν τον τάφο. Έβα­λαν δηλα­δή σφρα­γί­δες στον λίθο που σκέ­πα­ζε το μνη­μείο. Και τοπο­θέ­τη­σαν εκεί τη φρου­ρά)» [Ματθ. 27, 66].

Καλά είπε γι᾿ αυτούς κάποιος, απευ­θυ­νό­με­νος προς τον Ιησού: «Ες νάπαυ­σιν ατν κρι­νες; (:Κι Εσύ Κύριε, θα τους αφή­σεις να ανα­παύ­ον­ται στη σιγου­ριά τους;)» [Ιώβ 7, 18]. Ποια είναι τώρα η πηγή η σφρα­γι­σμέ­νη; Ή ποιος είναι εκεί­νος που ερμη­νεύ­ε­ται ως «πηγή φρέ­α­τος με ζων­τα­νό νερό;» [πρβλ. Άσμα 4, 15: «Πηγ κήπου κα φρέ­αρ δατος ζντος κα οιζοντος π το Λιβά­νου]. Αυτός είναι ο Σωτή­ρας, για τον Οποίο έχει γρα­φεί:«τι παρ σο πηγ ζως, ν τ φωτί σου ψόμε­θα φς(:διό­τι σε Σένα υπάρ­χει ανε­ξάν­τλη­τη πηγή ζωής, στο δικό σου το φως θα δού­με το αλη­θι­νό φως)» [Ψαλμ. 35, 10].

Αλλά τι λέει ο προ­φή­της Σοφο­νί­ας, σαν να μιλά­ει ο Ίδιος ο Κύριος σε καθέ­ναν από τους Μαθη­τές Του; «τοι­μά­ζου, ρθρι­σον, φθαρ­ται πσα  πιφυλλς ατν(:Ετοι­μά­σου, λοι­πόν, ξύπνα πρωί-πρωί, διό­τι έχουν πλέ­ον κατα­στρα­φεί οι πονη­ροί άρχον­τες και όλες οι παρα­φυά­δες τους, ακό­μα και τα τελευ­ταία υπο­λείμ­μα­τά τους)»[Σοφ.3,7]. Και είναι φανε­ρό ότι εννο­εί τους Ιου­δαί­ους, οι οποί­οι δεν έχουν να επι­δεί­ξουν κανέ­να καρ­πό —κανέ­να έργο— που να φανε­ρώ­νει ότι επι­θυ­μούν τη σωτη­ρία τους. Δεν έχουν να επι­δεί­ξουν ούτε καν κάποιους μικρούς και ασή­μαν­τους καρ­πούς που θα μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν απο­μει­νά­ρια —καμ­πα­νά­ρια— από τον τρύ­γο του αμπε­λιού, εφό­σον ξερι­ζώ­νε­ται ολο­κλη­ρω­τι­κά το αμπέ­λι τους (η φυλή τους βγαί­νει ορι­στι­κά έξω από το χώρο της σωτη­ρί­ας).

Και συνε­χί­ζει στο ίδιο κεί­με­νο του Προ­φή­τη και λέει:«Δι τοτο πόμει­νόν με, λέγει Κύριος, ες μέραν ναστά­σε­ώς μου ες μαρ­τύ­ριον(:Γι᾿ αυτό υπό­μει­νέ με, λέει ο Κύριος, μέχρι την ημέ­ρα που θα ανα­στη­θώ στο Μαρ­τύ­ριο)» [Σοφον. 3, 8]. Βλέ­πεις ότι ο Προ­φή­της προ­γνώ­ρι­ζε ότι και ο τόπος της Ανα­στά­σε­ως θα επο­νο­μα­στεί Μαρ­τύ­ριο;

Για ποιο λόγο λοι­πόν, κατά τις υπό­λοι­πες Εκκλη­σί­ες, να μην καλεί­ται και ο τόπος αυτός του Γολ­γο­θά και της Ανα­στά­σε­ως «Εκκλη­σία», αλλά Μαρ­τύ­ριο; Ίσως όμως να ονο­μά­ζε­ται έτσι για­τί και ο Προ­φή­της έτσι το ονό­μα­σε όταν είπε: «Ες μέραν ναστά­σε­ώς μου ες μαρ­τύ­ριον(:Μέχρι την ημέ­ρα που θα ανα­στη­θώ στο Μαρ­τύ­ριο)» [Σοφον. 3, 8].

Ζ´ . Και Ποιος είναι άρα­γε Αυτός που θα ανα­στη­θεί και ποιο ξεχω­ρι­στό και θαυ­μα­στό γνώ­ρι­σμα θα μαρ­τυ­ρεί την Ανά­στα­σή Του; Σαφώς στη συνέ­χεια, λίγο παρα­κά­τω, ο Προ­φή­της λέει Τότε μετα­στρέ­ψω π λαος γλσσαν ες γενεν ατς το πικα­λεσθαι πάν­τας τ νομα Κυρί­ου(:Τότε θα μετα­βά­λω τις γλώσ­σες των λαών και θα τις ενο­ποι­ή­σω)» [Σοφον. 3, 9]. Και το λέει αυτό, επει­δή μετά την Ανά­στα­ση, με την κάθο­δο του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, δόθη­κε στους Μαθη­τές το χάρι­σμα των γλωσ­σών[πρβ. Πράξ. 2,4: «Κα πλή­σθη­σαν παν­τες Πνεύ­μα­τος γίου, κα ρξαν­το λαλεν τέραις γλώσ­σαις καθς τ Πνεμα δίδου ατος ποφθέγ­γε­σθαι (:Όλοι τους τότε πλημ­μύ­ρι­σαν εσω­τε­ρι­κά με Πνεύ­μα Άγιο, και άρχι­σαν να μιλούν ξένες γλώσ­σες, όπως το Πνεύ­μα τους ενέ­πνεε και τους έδι­νε την ικα­νό­τη­τα να μιλούν και να λένε θεϊ­κά και ουρά­νια λόγια και διδα­σκα­λί­ες υψη­λές και θεό­πνευ­στες)»], «το πικα­λεσθαι πάν­τας τ νομα Κυρί­ου το δου­λεύ­ειν ατ π ζυγν να (:ώστε να υπη­ρε­τούν όλοι το Όνομα του Κυρί­ου κάτω από ένα ζυγό ενω­μέ­νοι με την ίδια πίστη και την ίδια λατρεία)» [Σοφον. 3, 9].

Και ποιο άλλο ιστο­ρι­κό γεγο­νός, κατά τον ίδιο Προ­φή­τη, θα φανε­ρώ­νει ότι όλοι οι λαοί θα υπη­ρε­τούν το Όνο­μα του Κυρί­ου κάτω από ένα ζυγό; «κ περά­των ποταμν Αθιο­πί­ας οσου­σι θυσί­ας μοι(:Από τους πιο από­μα­κρους ποτα­μούς της Αιθιο­πί­ας οι λαοί θα μου προ­σφέ­ρουν θυσί­ες)» [Σοφον. 3, 10]Γνω­ρί­ζεις αυτό που ανα­φέ­ρε­ται στις Πρά­ξεις, τότε που ήλθε ο ευνού­χος ο Αιθί­ο­πας από τα πιο από­μα­κρα ποτά­μια της Αιθιο­πί­ας [πρβ. Πραξ. 8, 27: «Κα ναστς πορεύ­θη. κα δο νρ Αθίοψ ενοχος δυνά­στης Καν­δά­κης τς βασι­λίσ­σης Αθιό­πων, ς ν π πάσης τς γάζης ατς, ς ληλύ­θει προ­σκυ­νή­σων ες ερου­σα­λήμ(:Ο Φίλιπ­πος σηκώ­θη­κε και πήγε στον ερη­μι­κό εκεί­νο δρό­μο υπα­κού­ον­τας στη δια­τα­γή του αγγέ­λου. Και να, ένας άνθρω­πος Αιθί­ο­πας, ευνού­χος, ανώ­τε­ρος αξιω­μα­τι­κός και αυλι­κός της Καν­δά­κης, της βασί­λισ­σας των Αιθιό­πων. Αυτός ήταν διευ­θυν­τής και δια­χει­ρι­στής σε όλο το θησαυ­ρό και τα οικο­νο­μι­κά της, και είχε έλθει για να προ­σκυ­νή­σει στην Ιερου­σα­λήμ, διό­τι φαί­νε­ται ότι ήταν προ­σή­λυ­τος)»]. Τη στιγ­μή λοι­πόν που και την ώρα της Ανά­στα­σης και του τόπου το ιδί­ω­μα και τα σημεία μετά την Ανά­στα­ση, μάς τα ανα­φέ­ρουν οι Γρα­φές, βεβαιώ­σου για την Ανά­στα­ση και κανέ­νας να μη σε κλο­νί­σει από το να ομο­λο­γείς ότι ο Χρι­στός ήταν νεκρός και ανα­στή­θη­κε.

Η . Έχεις όμως και άλλη μαρ­τυ­ρία στον ογδο­η­κο­στό έβδο­μο Ψαλ­μό, όπου ο Χρι­στός λέει με τα λόγια των Προ­φη­τών. Διό­τι αυτός ο Ίδιος που τότε μιλού­σε, μετά, όταν ήρθε το πλή­ρω­μα του χρό­νου, ήρθε στη γη.«Κύριε  Θες τς σωτη­ρί­ας μου, μέρας κέκρα­ξα κα ν νυκτ ναν­τί­ον σου(:Κύριε, Εσύ που είσαι ο Θεός και Σωτή­ρας μου, φώνα­ξα προς Εσέ­να ικε­τευ­τι­κά ολό­κλη­ρη την ημέ­ρα και κατά τη διάρ­κεια της νύχτας)»[Ψαλμ. 87, 2]. Και μετά από λίγο λέει: « Προ­σε­λο­γί­σθην μετ τν κατα­βαι­νόν­των ες λάκ­κον, γενή­θην σε νθρω­πος βοή­θη­τος ν νεκρος λεύ­θε­ρος (:Κατάν­τη­σα σαν ένας άνθρω­πος αβο­ή­θη­τος, ελεύ­θε­ρος ανά­με­σα στους νεκρούς)» [Ψαλμ. 87,5]. Δεν είπε «κατάν­τη­σα άνθρω­πος αβο­ή­θη­τος», αλλά «σε νθρω­πος βοή­θη­τος(:σαν άνθρω­πος αβο­ή­θη­τος)». Διό­τι σταυ­ρώ­θη­κε όχι από αδυ­να­μία, αλλά με τη θέλη­σή Του. Και ο θάνα­τος δεν προ­ήλ­θε από ακού­σια ασθέ­νειά Του: «Προ­σε­λο­γί­σθην μετ τν κατα­βαι­νόν­των ες λάκ­κον, γενή­θην σε νθρω­πος βοή­θη­τος ν νεκρος λεύ­θε­ρος (:Συγ­κα­τα­ριθ­μή­θη­κα με τους νεκρούς που κατε­βαί­νουν στο λάκ­κο του τάφου)» [Ψαλμ. 87, 5].

Και ποιο είναι εκεί­νο το σημείο, που θα μπο­ρού­σε αυθεν­τι­κά να μας βεβαιώ­σει ότι όλα αυτά ανα­φέ­ρον­ται στον Κύριο; Είναι το «μάκρυ­νας τος γνω­στούς μου π᾿ μο (:απο­μά­κρυ­νες τους γνω­στούς μου από κον­τά μου)» [Ψαλμ. 87, 9], διό­τι φύγα­νε μακριά οι Μαθη­τές την ώρα του Πάθους«Μ τος νεκρος ποι­ή­σεις θαυ­μά­σια;(:Μήπως θα επι­τε­λέ­σεις τα θαύ­μα­τά σου στους νεκρούς;)» [Ψαλμ. 87, 11]. Έπει­τα λίγο παρα­κά­τω«Κγ πρς σέ, Κύριε, κέκρα­ξα, κα τ πρωΐ  προ­σευ­χή μου προ­φθά­σει σε (:Γι᾿ αυτό και εγώ, Κύριε, φώνα­ξα ικε­τευ­τι­κά προς Εσέ­να και το πρωί η προ­σευ­χή μου θα Σε προ­φθά­σει)» [Ψαλμ. 87, 14]. Βλέ­πεις πως μας φανε­ρώ­νουν οι Προ­φή­τες τον αρμό­διο και­ρό, που ήρθε το πλή­ρω­μα του χρό­νου και για το Πάθος και για την Ανά­στα­ση του Κυρί­ου;

Θ . Και από πού ανα­στή­θη­κε ο Σωτή­ρας; Λέει στο Άσμα Ασμά­των «νάστα, λθ  πλη­σί­ον μου, καλή μου(:Σήκω, η αγα­πη­τή μου, και έλα)» [Άσμα 2, 10]. Και στα επό­με­να «ν σκέπ τς πέτρας(:στη στέ­γη της πέτρας)» [Άσμα 2, 14]. «Στέ­γη της πέτρας» εννο­εί αυτό το βαθού­λω­μα, που έμοια­ζε σαν προ­στέ­γα­σμα και υπήρ­χε τότε μπρο­στά στη θύρα του σωτη­ρί­ου μνή­μα­τος, λαξευ­μέ­νο πάνω στην ίδια την πέτρα, καθώς συνη­θί­ζουν εδώ να κάνουν μπρο­στά στα μνή­μα­τα. Τώρα δεν φαί­νε­ται, επει­δή αφαι­ρέ­θη­κε αυτό το προ­στέ­γα­σμα, για να έχου­με την παρού­σα καλαι­σθη­σία. Διό­τι, πριν να το εξω­ρα­ΐ­σει η καλή διά­θε­ση του αυτο­κρά­το­ρα αυτό το μνή­μα, υπήρ­χε προ­στέ­γα­σμα μπρο­στά στην πέτρα.

Αλλά πού είναι η πέτρα που έχει το προ­στέ­γα­σμα; Άρα­γε στα μέσα της πόλε­ως βρί­σκε­ται ή στα τεί­χη και στα εξω­τε­ρι­κά περι­τει­χί­σμα­τα της πόλε­ως; Και σε ποιο μέρος από τα δύο, στα αρχαία τεί­χη ή στο προ­τεί­χι­σμα που έγι­νε αργό­τε­ρα; Λέει λοι­πόν στο Άσμα Ασμά­των: «ν σκέπ τς πέτρας, χόμε­να το προ­τει­χί­σμα­τος(:Στο προ­στέ­γα­σμα της πέτρας που εφά­πτε­ται στο προ­τεί­χι­σμα)» [Άσμα 2, 14].

Ι´ . Ποια επο­χή ανα­στή­θη­κε ο Σωτή­ρας; Άρα­γε ήταν καλο­καί­ρι ή άλλη επο­χή; Στο ίδιο πάλι το βιβλίο, στο Άσμα Ασμά­των, λίγο πιο πριν απ᾿ αυτά που προ­η­γου­μέ­νως ανα­φέ­ρα­με, λέει: «δο  χειμν παρλθεν,  ετς πλθεν, πορεύ­θη αυτ, τ νθη φθη ν τ γ, καιρς τς τομς φθα­κε(:Ο χει­μώ­νας πέρα­σε. Πέρα­σε πια η επο­χή των βρο­χών. Το νερό ξανα­μα­ζεύ­ε­ται στα σύν­νε­φα. Τα λου­λού­δια έκα­ναν την εμφά­νι­σή τους στη γη, ο και­ρός του κορ­φο­λο­γή­μα­τος ήρθε)» [πρβ. Άσμα 2, 11–12]. Αυτή λοι­πόν δεν είναι η επο­χή, που η γη είναι γεμά­τη λου­λού­δια και οι αμπε­λουρ­γοί κορ­φο­λο­γούν τα αμπέ­λια; Βλέ­πεις ότι μας λέει πως είχε περά­σει ο χει­μώ­νας; Ο μήνας λοι­πόν, που ανα­φέ­ρει ότι ήταν τότε, είναι ο Απρί­λιος, επο­μέ­νως ήταν άνοι­ξη. Η επο­χή ήταν αυτή και ήταν ο πρώ­τος μήνας για τους Εβραί­ους, όπου γιορ­τά­ζε­ται η εορ­τή του Πάσχα, που την επο­χή της Παλαιάς Δια­θή­κης, συμ­βο­λι­κά, προ­τύ­πω­νε το Πάσχα της Και­νής Δια­θή­κης, το οποίο είναι το πραγ­μα­τι­κό πέρα­σμα, από τη φθο­ρά στην αφθαρ­σία, η πραγ­μα­τι­κή νίκη κατά της αμαρ­τί­ας και του θανά­του.

Μια τέτοια επο­χή δημιουρ­γή­θη­κε ο κόσμος. Τότε ήταν που είπε ο Θεός:«Βλα­στη­σά­τω  γ βοτά­νην χόρ­του σπερον σπέρ­μα κατ γένος κα καθ᾿ μοιό­τη­τα, κα ξύλον κάρ­πι­μον ποιον καρ­πόν, ο τ σπέρ­μα ατο ν ατ κατ γένος π τς γς. κα γένε­το οτως(:Από την ξερή γη να βγουν όλα τα είδη της χλόης και της θαμνώ­δους βλά­στη­σης και το κάθε είδος απ᾿ αυτά ας έχει τον δικό του σπό­ρο, ώστε το ίδιο να διαιω­νί­ζε­ται, χωρίς να χάνει τα ιδιαί­τε­ρα γνω­ρί­σμα­τά του)» [Γέν. 1, 11]. Και τώρα, όπως βλέ­πεις, κάθε φυτρω­μέ­νο φυτό σχη­μα­τί­ζει τους σπό­ρους του. Και όπως τότε ο Θεός δημιούρ­γη­σε τον ήλιο και τη σελή­νη και όρι­σε κατά τέτοιο τρό­πο την τρο­χιά τους, ώστε σε μια ορι­σμέ­νη χρο­νι­κή περί­ο­δο να έχουν ίση διάρ­κεια τη νύχτα και την ημέ­ρα, έτσι και πριν λίγες ημέ­ρες είχα­με ιση­με­ρία. Τότε είπε ο Θεός:«Κα επεν  Θεός· ποι­ή­σω­μεν νθρω­πον κατ᾿ εκόνα μετέ­ραν κα καθ᾿ μοί­ω­σιν, (:Ας δημιουρ­γή­σου­με άνθρω­πο κατ᾿ εικό­να και ομοί­ω­σή μας)» [Γέν. 1, 26].

Και έλα­βε ο άνθρω­πος το «κατ᾿ εικό­να», αλλά το «καθ᾿ ομοί­ω­σιν» το αμαύ­ρω­σε με την παρα­κοήΤην επο­χή λοι­πόν που το έχα­σε τού­το, την ίδια επο­χή έγι­νε και η διόρ­θω­ση. Την ίδια επο­χή δηλα­δή που ο άνθρω­πος με την παρα­κοή διώ­χτη­κε από τον Παρά­δει­σο, την ίδια επο­χή και αυτός που πίστε­ψε, με την υπα­κοή, εισήλ­θε πάλι στον Παρά­δει­σο. Την ίδια λοι­πόν επο­χή που έπε­σε ο άνθρω­πος, την ίδια και σώθη­κε, την άνοι­ξη, τότε που ανθί­ζουν τα φυτά και τότε που γινό­ταν το κορ­φο­λό­γη­μα [πρβλ. Άσμα 2, 12: «Τ νθη φθη ν τ γ, καιρς τς τομς φθα­κε, φων τς τρυ­γό­νος κού­σθη ν τ γ μν(:Τα άνθη έκα­ναν την εμφά­νι­σή τους στη γη. Ο και­ρός του κλα­δέ­μα­τος έχει φθά­σει. Η φωνή της τρυ­γό­νας ξανα­κού­στη­κε πάλι στη χώρα μας)»].

ΙΑ . Ο τόπος της ταφής ήταν κήπος, και Άμπε­λος ήταν Αυτός που φυτεύ­θη­κε. Μας το έχει πει:«γώ εμι  μπε­λος  ληθι­νή, κα  πατήρ μου  γεωρ­γός στι (: Εγώ είμαι η Άμπε­λος, η κλη­μα­τα­ριά η πραγ­μα­τι­κή και άφθαρ­τη και πνευ­μα­τι­κή. Εγώ θα αντι­κα­τα­στή­σω και θα ανα­και­νί­σω την παλαιά άμπε­λο της συνα­γω­γής ιδρύ­ον­τας την Εκκλη­σία μου, της οποί­ας θα είμαι η κεφα­λή. Και ο Πατέ­ρας μου είναι ο αμπε­λουρ­γός)» [Ιω. 15, 1]. Φυτεύ­τη­κε φυσι­κά στη γη, για να εκριζω­θεί η κατά­ρα που δόθη­κε εξαι­τί­ας του Αδάμ, ότι η γη θα φυτρώ­νει αγκά­θια και τρι­βό­λια [πρβ. Γέν. 3, 18: «κάν­θας κα τρι­βό­λους νατε­λε σοι, κα φαγ τν χόρ­τον το γρο(:Αγκά­θια και τρι­βό­λια θα σου φυτρώ­νει η γη και θα τρέ­φε­σαι με τα χόρ­τα του αγρού)»]. Βλά­στη­σε από τη γη η αλη­θι­νή Άμπε­λος, για να βρει τόπο αυτό που έχει γρα­φεί: «λήθεια κ τς γς νέτει­λε, κα δικαιο­σύ­νη κ το ορανο διέ­κυ­ψε (:Αλή­θεια από τη γη ανέ­τει­λε και από τον ουρα­νό κατέ­βη­κε δικαιο­σύ­νη)» [Ψαλμ. 84, 12].

Και τι πρό­κει­ται να πει Εκεί­νος που εντα­φιά­στη­κε στον κήπο; «τρύ­γη­σα σμύρ­ναν μου μετ ρωμά­των μου(:Τρύ­γη­σα την ευω­δια­στή σμύρ­να μου με τα αρώ­μα­τά μου)»[Άσμα 5, 1]. Και σε άλλο σημείο: «Σμύρ­να λθ μετ πάν­των πρώ­των μύρων(:Σμύρ­να και αλόη με όλα τα άλλα εξαί­ρε­τα αρώ­μα­τα)» [πρβ. Άσμα 4, 14]. Αυτά είναι βέβαια τα σύμ­βο­λα του εντα­φια­σμού. Και στο Ευαγ­γέ­λιο έχει γρα­φεί«Τ δ μι τν σαβ­βά­των ρθρου βαθέ­ος λθον π τ μνμα φέρου­σαι  τοί­μα­σαν ρώμα­τα, καί τινες σν ατας(:Την πρώ­τη όμως ημέ­ρα της εβδο­μά­δας από τα βαθιά χαρά­μα­τα ήλθαν οι γυναί­κες στο μνή­μα φέρ­νον­τας τα αρώ­μα­τα που είχαν ετοι­μά­σει. Μαζί τους ήλθαν και μερι­κές άλλες)» [πρβ. Λουκ. 24, 1]. Και ο Νικό­δη­μος ήλθε κρα­τών­τας μίγ­μα σμύρ­νας και αλόης [πρβλ. Ιωάν. 19, 39: «λθε δ κα Νικό­δη­μος  λθν πρς τν ησον νυκτς τ πρτον, φέρων μγμα σμύρ­νης κα λόης ς λίτρας κατόν(:Μαζί με τον Ιωσήφ ήλθε και ο Νικό­δη­μος. Αυτός ήταν που είχε έλθει κάπο­τε μέσα στη νύχτα να συναν­τή­σει τον Ιησού, όταν για πρώ­τη φορά συνο­μί­λη­σε μαζί Του. Αυτός λοι­πόν τώρα έφε­ρε ένα μίγ­μα από το ρητι­νώ­δες και πολύ­τι­μο άρω­μα που λεγό­ταν σμύρ­να, και από το αρω­μα­τι­κό και απα­λό ξύλο της αλόης, εκα­τό λίτρα περί­που, δηλα­δή παρα­πά­νω από τριάν­τα δύο κιλά)»].

Και στη συνέ­χεια στο ίδιο βιβλίο έχει γρα­φεί: «φαγον ρτον μου μετ μέλι­τός μου (:Έφαγα τον άρτο μου μαζί με το μέλι μου)» [Άσμα 5, 1]. Το πικρό το έφα­γε πριν το πάθος και το γλυ­κύ μετά την Ανάστα­ση. Έπει­τα, Ανα­στη­μέ­νος πια, εισήλ­θε ανά­με­σα από τις κλει­στές πόρ­τες» [πρβ. Ιω. 20, 19: «ρχε­ται  ησος τν θυρν κεκλει­σμέ­νων»], αλλά αμφέ­βαλ­λαν γι᾿ Αυτόν. «Πτο­η­θέν­τες δ κα μφο­βοι γενό­με­νοι δόκουν πνεμα θεω­ρεν (:Η αιφ­νι­δια­στι­κή όμως εμφά­νι­ση του Κυρί­ου τους κατα­τρό­μα­ξε. Κι επει­δή κυριεύ­θη­καν από φόβο, νόμι­ζαν ότι έβλε­παν φάν­τα­σμα, δηλα­δή ψυχή πεθα­μέ­νου που ήλθε από τον Άδη χωρίς να έχει σώμα)» [Λουκ. 24, 37]. Εκεί­νος όμως τους είπε: «δετε τς χεράς μου κα τος πόδας μου, τι ατς γώ εμι· ψηλα­φή­σα­τέ με κα δετε, τι πνεμα σάρ­κα κα στέα οκ χει καθς μ θεω­ρετε χον­τα(:Δεί­τε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημά­δια των καρ­φιών, και βεβαιω­θεί­τε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδά­σκα­λός σας που σταυ­ρώ­θη­κε. Ψηλα­φή­στε με με τα χέρια σας και βεβαιω­θεί­τε ότι δεν είμαι άσαρ­κο πνεύ­μα. Διό­τι η ψυχή και το φάν­τα­σμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέ­πε­τε και πεί­θε­σθε ότι έχω εγώ)» [Λουκ. 24, 39].

«Βάλ­τε τα δάχτυ­λά σας στο σημά­δι που έχουν αφή­σει τα καρ­φιά», πράγ­μα που επι­ζη­τού­σε αργό­τε­ρα ο Θωμάς να κάνει[πρβ. Ιωάν. 20, 25: «λεγον ον ατ ο λλοι μαθη­ταί· ωρά­κα­μεν τν Κύριον.  δ επεν ατος· ἐὰν μ δω ν τας χερσν ατο τν τύπον τν λων, κα βάλω τν δάκτυ­λόν μου ες τν τύπον τν λων, κα βάλω τν χερά μου ες τν πλευρν ατο, ο μ πιστεύ­σω(:Όταν λοι­πόν είδαν τον Θωμά, του έλε­γαν οι άλλοι μαθη­τές: ‘’Είδα­με τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάν­τη­σε: ‘’Εάν δεν δω με τα μάτια μου στα χέρια Του το σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το δάχτυ­λό μου στο σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευ­ρά Του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυ­λά μου να βεβαιω­θώ, δεν θα πιστέ­ψω’’)».

Και ενώ ακό­μα αυτοί απι­στού­σαν από τη χαρά τους και θαύ­μα­ζαν, ο Ανα­στη­μέ­νος Κύριος τούς είπε: «χετέ τι βρώ­σι­μον νθά­δε; ο δ πέδω­καν ατ χθύ­ος πτο μέρος κα π μελισ­σί­ου κηρί­ου(:Έχε­τε εδώ, τίπο­τε φαγώ­σι­μο; Και αυτοί τότε Του έδω­σαν ένα μέρος από ψητό ψάρι και κηρή­θρα από μελίσ­σι)» [Λουκ. 24, 41–42]. Βλέ­πεις πως εκπλη­ρώ­θη­κε αυτό που είπε: «φαγον ρτον μου μετ μέλι­τός μου(:Έφα­γα τον άρτο μου μαζί με το μέλι μου)»[Άσμα 5, 1].

ΙΒ . Αλλά πριν να εισέλ­θει ο Κύριος «τν θυρν κεκλει­σμέ­νων (: ανά­με­σα από τις κλει­στές πόρ­τες)» [Ιω. 20, 19.26], οι θαυ­μά­σιες εκεί­νες και ανδρεί­ες γυναί­κες Τον ζητού­σαν. Ζητού­σαν το Νυμ­φίο και θερα­πευ­τή των ψυχών τους. Ήλθαν οι ευλο­γη­μέ­νες εκεί­νες στον τάφο [πρβ. Ματθ. 28, 1: «ψ δ σαβ­βά­των, τ πιφω­σκούσ ες μίαν σαβ­βά­των, λθε Μαρία  Μαγδα­λην κα  λλη Μαρία θεωρσαι τν τάφον(:Αργά λοι­πόν τη νύχτα του Σαβ­βά­του, την ώρα που ξημέ­ρω­νε η πρώ­τη ημέ­ρα της εβδο­μά­δος, ήλθε η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο)»] και ζητού­σαν με μύρα να αλεί­ψουν το σώμα του Κυρί­ου τους που όμως είχε ήδη ανα­στη­θεί. Και τα δάκρυα από τα μάτια τους ακό­μα έστα­ζαν, χωρίς να γνω­ρί­ζουν ότι θα έπρε­πε μάλ­λον ήδη να ευφραί­νον­ται και να χορεύ­ουν για τον Ανα­στη­μέ­νο Κύριο Ιησού Χρι­στό.

Ήρθε η Μαρία [πρβ. παρα­πά­νω, Ιω. 20, 1: «Τ δ μι τν σαβ­βά­των Μαρία  Μαγδα­λην ρχε­ται πρωΐ σκο­τί­ας τι οσης ες τ μνη­μεον, κα βλέ­πει τν λίθον ρμέ­νον κ το μνη­μεί­ου(:Αφού πέρα­σε το Σάβ­βα­το, την επό­με­νη ημέ­ρα, που ήταν η πρώ­τη ημέ­ρα της εβδο­μά­δας, η Μαρία η Μαγδα­λη­νή έρχε­ται στο μνη­μείο πρωί, όταν ήταν ακό­μη σκο­τά­δι, και βλέ­πει ότι ο λίθος που έφρα­ζε την είσο­δο του τάφου ήταν σηκω­μέ­νος από το μνή­μα)»] και Τον ζητού­σε, κατά το Ευαγ­γέ­λιο, και δεν Τον εύρι­σκε, αλλά στη συνέ­χεια άκου­σε από τους Αγγέ­λους ότι ανα­στή­θη­κε και κατό­πιν είδε τον Χρι­στό.

Μήπως όμως και αυτά τα βρί­σκου­με κάπου γραμ­μέ­να; Λέει λοι­πόν στο Άσμα των Ασμά­των: «π κοί­την μου ν νυξν ζήτη­σα ν γάπη­σεν  ψυχή μου· ζήτη­σα ατν κα οχ ερον ατόν· κάλε­σα ατόν, κα οχ πήκου­σέ μου(:Στην κλί­νη μου, τη νύχτα, ζήτη­σα Αυτόν που αγά­πη­σε η ψυχή μου)» [Άσμα 3, 1]. Ποια ώρα; «π κοί­την μου ν νυξν ζήτη­σα ν γάπη­σεν  ψυχή μου· ζήτη­σα ατν κα οχ ερον ατόν· κάλε­σα ατόν, κα οχ πήκου­σέ μου(:Στην κλί­νη μου, τη νύχτα, ζήτη­σα Αυτόν που αγά­πη­σε η ψυχή μου· τον ανα­ζή­τη­σα και δεν τον βρή­κα· τον κάλε­σα και δεν με άκου­σε)» [Άσμα 3, 1]. Η Μαρία λέει: «ρχε­ται πρωΐ σκο­τί­ας τι οσης(:Ήρθε ενώ ήταν ακό­μη σκο­τά­δι)» [πρβλ. Ιω. 20, 1]. «π κοί­την μου ν νυξν ζήτη­σα ν γάπη­σεν  ψυχή μου· ζήτη­σα ατν κα οχ ερον ατόν(:Στην κλί­νη μου ενώ ήμουν, τη νύχτα τον ζήτη­σα, αλλά δεν τον βρή­κα που­θε­νά)» [Άσμα 3, 1]. Και στο Ευαγ­γέ­λιο λέει η Μαρία όταν τη ρωτούν οι άγγε­λοι για­τί κλαί­ει: «ραν τν Κύριόν μου, κα οκ οδα πο θηκαν ατόν (:Πήραν τον Κύριό μου από τον τάφο και δεν ξέρω πού τον έβα­λαν)» [Ιω. 20, 13].

Οι άγγε­λοι όμως που τότε βρί­σκον­ταν στο κενό μνη­μείο, τις βοή­θη­σαν να γνω­ρί­σουν όσα αγνο­ού­σαν. Τους έλε­γαν λοι­πόν:«Τί ζητετε τν ζντα μετ τν νεκρν;(:Για­τί ζητά­τε ανά­με­σα στους νεκρούς αυτόν που τώρα πλέ­ον είναι ζων­τα­νός;)»[Λουκ.24,5]. Όχι μόνο αναστήθηκε,αλλά ανέ­στη­σε με τη δύνα­μή Του και άλλους νεκρούς. Η Μαρία όμως η Μαγδα­λη­νή τα αγνο­ού­σε αυτά και για το λόγο αυτό το Άσμα των Ασμά­των, θέλον­τας να την αντι­προ­σω­πεύ­σει, παρου­σιά­ζε­ται να λέει στους Αγγέ­λους«Μ ν γάπη­σεν  ψυχή μου δετε; ς μικρν τε παρλθον π᾿ ατν(:Μήπως είδα­τε Αυτόν που αγά­πη­σε η ψυχή μου; Αλλά λίγο είχα, όταν απο­μα­κρύν­θη­κα απ᾿ αυτούς)» [Άσμα 3, 3–4]δηλα­δή τους δύο Αγγέ­λους, «ς μικρν τε παρλθον π᾿ ατν, ως ο ερον ν γάπη­σεν  ψυχή μου· κρά­τη­σα ατν κα οκ φκα ατόν(:και βρή­κα Αυτόν που αγά­πη­σε η ψυχή μου. Τον κρά­τη­σα και δεν Τον άφη­σα)» [Άσμα 3, 4].

ΙΓ . Μετά όμως από την οπτα­σία των Αγγέ­λων ο Ιησούς ήρθε και παρου­σιά­στη­κε μόνος Του και είπε στις μυρο­φό­ρες γυναί­κες, όπως λέει το Ευαγ­γέ­λιο: «Χαί­ρε­τε. α δ προ­σελ­θοσαι κρά­τη­σαν ατο τος πόδας κα προ­σε­κύ­νη­σαν ατ(:’’Χαί­ρε­τε’’. Αυτές τότε, αφού πλη­σί­α­σαν, δεν τόλ­μη­σαν να Τον αγγί­ξουν στο σώμα, αλλά με ευλά­βεια πολ­λή έπια­σαν μόνο τα πόδια Του και Τον προ­σκύ­νη­σαν)» [Ματθ. 28, 9]. Κρά­τη­σαν Αυτόν για να εκπλη­ρω­θεί αυτό που είπε στο Άσμα : «κρά­τη­σα ατν κα οκ φκα ατόν (: Τον κρά­τη­σα και δεν Τον άφη­σα πια)» [Άσμα 3, 4]. Ασθε­νι­κό ήταν της γυναί­κας το σώμα, ανδρείο όμως το φρό­νη­μά της: «δωρ πολ ο δυνή­σε­ται σβέ­σαι τν γάπην, κα ποτα­μο ο συγ­κλύ­σου­σιν ατήν (:Το νερό πολύ, αλλά δεν έσβη­σε την αγά­πη, ούτε οι ποτα­μοί την έπνι­ξαν)» [πρβλ. Άσμα 8, 7]. Νεκρός ήταν ο Ποθού­με­νος, αλλά δεν σβή­στη­κε η ελπί­δα της Ανα­στά­σε­ως.

Και ο Άγγε­λος λέει προς αυτές πάλι: «Μ φοβεσθε μες· οδα γρ τι ησον τν σταυ­ρω­μέ­νον ζητετε (: ‘’Μη φοβά­στε εσείς˙ διό­τι γνω­ρί­ζω ότι ζητά­τε με πόθο και ευλά­βεια τον Ιησού τον Εσταυ­ρω­μέ­νο’’)» [Ματθ. 28, 5]. «Δεν λέω στους στρα­τιώ­τες ‘’μη φοβά­στε’’, αλλά σε σας. Εκεί­νοι ας φοβη­θούν, ώστε με την εμπει­ρία αυτή να μάθουν και να δώσουν μαρ­τυ­ρία και να πουν, όπως ο εκα­τόν­ταρ­χος και εκεί­νοι που μαζί του φύλα­γαν τον Εσταυ­ρω­μέ­νο Ιησού, όταν είδαν τον σει­σμό και όσα έγι­ναν όσο ο Κύριος βρι­σκό­ταν επά­νω στον Σταυ­ρό«ληθς Θεο υἱὸς ν οτος. (:Πράγ­μα­τι αυτός ήταν υιός Θεού)» [Ματθ. 27, 54]. Εσείς δεν χρειά­ζε­ται να φοβά­σθε, διό­τι « τελεία γάπη ξω βάλ­λει τν φόβον(:η αγά­πη, όταν είναι τέλεια, απο­μα­κρύ­νει και βγά­ζει έξω από την ψυχή τον φόβο)» [Α´ Ιω. 4, 18].

«Κα ταχ πορευ­θεσαι επατε τος μαθη­τας ατο τι γέρ­θη π τν νεκρν, κα δο προ­ά­γει μς ες τν Γαλι­λαί­αν· κε ατν ψεσθε· δο επον μν. (:Πηγαί­νε­τε όμως γρή­γο­ρα και πεί­τε στους μαθη­τές Του ότι ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς. Και ιδού, πηγαί­νει πριν από σας στη Γαλι­λαία˙ εκεί θα Τον δεί­τε. Να λοι­πόν, σας είπα αυτά που είχα εντο­λή να σας πω)»[Ματθ. 28, 7] κ.τ.λ. Και ανα­χω­ρούν αυτές, γεμά­τες χαρά και φόβο[:ως έκστα­ση και έκπλη­ξη στην αίσθη­ση του υπερ­βα­τι­κού [πρβλ. Ματθ. 28, 8: «Κα ξελ­θοσαι ταχ π το μνη­μεί­ου μετ φόβου κα χαρς μεγά­λης δρα­μον παγ­γελαι τος μαθη­τας ατο»(: Και οι γυναί­κες, αφού βγή­καν γρή­γο­ρα από το μνη­μείο με φόβο εξαι­τί­ας της αγγε­λι­κής οπτα­σί­ας, αλλά και με χαρά μεγά­λη εξαι­τί­ας του χαρ­μό­συ­νου αγγέλ­μα­τος, έτρε­ξαν να τα πουν όλα αυτά στους μαθη­τές)»] και Μαρκ. 16, 8: «κα ξελ­θοσαι φυγον π το μνη­μεί­ου· εχε δ ατς τρό­μος κα κστα­σις, κα οδεν οδν επον· φοβοντο γάρ(:εκεί­νες τότε βγή­καν κι έφυ­γαν από το μνη­μείο. Ήταν μάλι­στα γεμά­τες τρό­μο και έκστα­ση. Δεν είπαν όμως τίπο­τε σε κανέ­να, διό­τι ήταν φοβι­σμέ­νες)»].

Μήπως και αυτό είναι κάπου γραμ­μέ­νο; Λέει λοι­πόν ο δεύ­τε­ρος Ψαλ­μός που εξαγ­γέλ­λει το Πάθος του Χρι­στού: «Δου­λεύ­σα­τε τ Κυρί ν φόβ κα γαλ­λισθε ατ ν τρόμ (:Δου­λέ­ψα­τε στον Κύριο με φόβο και ας αγαλ­λιά­σει η ψυχή σας με τρό­μο)» [Ψαλμ. 2, 11]. «Να αγαλ­λιά­σει», δηλα­δή, «η ψυχή σας, για τον Ανα­στη­μέ­νο Κύριο, αλλά με τρό­μο». Και το λέει αυτό για τον σει­σμό που έγι­νε και τον Άγγε­λο που φανε­ρώ­θη­κε σαν αστρα­πή.

ΙΔ . Σφρά­γι­σαν βέβαια οι Αρχιε­ρείς και οι Φαρι­σαί­οι τον Τάφο με την άδεια και τη βοή­θεια του Πιλά­του, οι γυναί­κες όμως είδαν τον Ανα­στη­μέ­νο Χρι­στό. Και γνω­ρί­ζον­τας ο Ησα­ΐ­ας την αβά­σι­μη και άκαρ­πη πίστη των Αρχιε­ρέ­ων από τη μια και τη στα­θε­ρό­τη­τα της πίστε­ως των γυναι­κών από την άλλη, λέει: «Γυνακες ρχό­με­ναι π θέας, δετε· ο γρ λαός στιν χων σύνε­σιν(:Ελά­τε εδώ εσείς, γυναί­κες που είχα­τε την εμπει­ρία της θέας του Ιησού, διό­τι ο λαός αυτός είναι λαός χωρίς σύνε­ση)» [Ησ. 27, 11]. Οι Αρχιε­ρείς δεν συνε­τί­ζον­ται και οι γυναί­κες βλέ­πουν με τα ίδια τους τα μάτια τον Κύριο.

Και όταν γύρι­σαν στην πόλη οι στρα­τιώ­τες και ανέ­φε­ραν στους Αρχιε­ρείς όσα είχαν γίνει [πρβ. Ματθ. 28, 11: «Πορευο­μέ­νων δ ατν δού τινες τς κου­στω­δί­ας λθόν­τες ες τν πόλιν πήγ­γει­λαν τος ρχιε­ρεσιν παν­τα τ γενό­με­να(:καθώς λοι­πόν αυτές πήγαι­ναν να αναγ­γεί­λουν αυτά στους απο­στό­λους, ιδού, μερι­κοί στρα­τιώ­τες από τη φρου­ρά που είχε τοπο­θε­τη­θεί στον τάφο πήγαν στην πόλη κι ανήγ­γει­λαν στους αρχιε­ρείς όλα όσα είχαν γίνει)»], αυτοί τους απάν­τη­σαν«Επατε τι ο μαθη­τα ατο νυκτς λθόν­τες κλε­ψαν ατν μν κοι­μω­μέ­νων(: Πεί­τε ότι ‘’οι μαθη­τές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλε­ψαν, όταν εμείς κοι­μό­μα­σταν’’)»[Ματθ. 28, 13].

Επο­μέ­νως πολύ καλά ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας προ­φή­τε­ψε και αυτή την ενέρ­γεια των Αρχιε­ρέ­ων και έβα­λε στο στό­μα των στρα­τιω­τών να τους λένε αυτά τα λόγια: «μν λαλετε κα ναγ­γέλ­λε­τε μν τέραν πλά­νη­σιν(:Εσείς μας ζητά­τε να πλα­νή­σου­με τον λαό του Θεού μια ακό­μα φορά)» [Ησ. 30, 10]. Ανα­στή­θη­κε ο Κύριος και με ένα ποσό χρη­μά­των εξα­γό­ρα­σαν τους στρα­τιώ­τες. Δεν μπο­ρούν όμως να πάρουν με το μέρος τους και τους τωρι­νούς αυτοκράτορες[:ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων έζη­σε κατά την επο­χή της Βυζαν­τι­νής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, και πιο συγ­κε­κρι­μέ­να κατά τα έτη 313–317 μ.Χ.]. Και τότε βέβαια οι στρα­τιώ­τες, χάρη των χρη­μά­τωνπρό­δω­σαν την αλή­θεια. Οι τωρι­νοί όμως βασι­λείς, χάρη της ευσέ­βειας, κόσμη­σαν με αργυ­ρές και χρυ­σές εγκόλ­λη­τες παρα­στά­σεις την αγία αυτή Εκκλη­σία της Ανα­στά­σε­ως του Θεού, όπου βρι­σκό­μα­στε και τη λάμ­πρυ­ναν με κει­μή­λια από χρυ­σό και ασή­μι και άλλους πολύ­τι­μους λίθους.

«Κα ἐὰν κου­σθ τοτο π το γεμό­νος, μες πεί­σο­μεν ατν κα μς μερί­μνους ποι­ή­σο­μεν(:Και αν αυτό καταγ­γελ­θεί στον ηγε­μό­να, εμείς θα τον πεί­σου­με και θα σας απαλ­λά­ξου­με από κάθε ανη­συ­χία και ευθύ­νη)» [Ματθ. 28, 14]. Μπο­ρεί εκεί­νους να τους πεί­θε­τε, την οικου­μέ­νη όμως ολό­κλη­ρη δεν μπο­ρεί­τε να την πεί­σε­τεΓια­τί, τότε που ο Πέτρος βγή­κε από τη φυλα­κή, κατα­δι­κά­στη­καν οι φύλα­κες, και τώρα δεν κατα­δι­κά­στη­καν παρό­μοια αυτοί που φύλα­γαν τον Χρι­στό; Διό­τι τότε σε εκεί­νους έπε­σε πάνω τους η κατα­δί­κη του Ηρώ­δη, επει­δή δεν έβρι­σκαν τρό­πο να απο­λο­γη­θούν λόγω της άγνοιάς τους. Αυτοί όμως τώρα, αν και ήξε­ραν την αλή­θεια —και την έκρυ­ψαν, χάρη των χρη­μά­των— δια­σώ­θη­καν από τους Αρχιε­ρείς. Αλλά λίγοι μόνο από τους Ιου­δαί­ους τότε πίστε­ψαν σε αυτούς, ο κόσμος όμως, από τότε μέχρι σήμε­ρα, έχει δεχτεί και δέχε­ται το γεγο­νός της Ανα­στά­σε­ως.

Αυτοί που έκρυ­ψαν την αλή­θεια, χάθη­καν και όποιοι τη δέχτη­καν έζη­σαν με τη δύνα­μη του Σωτή­ρα, που δεν ανα­στή­θη­κε μόνο ο Ίδιος από τους νεκρούς, αλλά συνα­νέ­στη­σε και άλλους νεκρούς. Γι᾿ αυτούς σαφώς ο προ­φή­της Ωσηέ λέει: «γιά­σει μς μετ δύο μέρας, ν τ μέρ τ τρίτ ξανα­στη­σό­με­θα κα ζησό­με­θα νώπιον ατο (:Θα μας θερα­πεύ­σει σε δύο ημέ­ρες και την τρί­τη ημέ­ρα θα εγερ­θού­με και θα ζήσου­με μέσα στην παρου­σία και τη Χάρη Του)» [Ωσ. 6, 2].

ΙΘ´ . Τρο­μο­κρα­τή­θη­κε ο θάνα­τος, βλέ­πον­τας ένα νεκρό, που δεν έμοια­ζε καθό­λου στους άλλους νεκρούς, να έχει κατε­βεί στον άδη και να μην είναι δεμέ­νος με τα δεσμά με τα οποία ήταν δεμέ­νοι όσοι βρί­σκον­ταν εκεί. Για ποιον λόγο, θυρω­ροί του άδη, μόλις τον είδα­τε ζαρώ­σα­τε από το φόβο σας; [πρβλ. Ιώβ 38, 17: «νοί­γον­ταί δέ σοι φόβ πύλαι θανά­του, πυλω­ρο δ δου δόν­τες σε πτη­ξαν;(:Ανοί­γον­ται ενώ­πιόν σου, Ιώβ, όπως συμ­βαί­νει με Εμέ­να, με φόβο οι κατά­κλει­στες πύλες της περιο­χής, όπου κυριαρ­χεί ο θάνα­τος, ενώ οι θυρω­ροί του άδη, όταν σε είδαν, όπως είδαν Εμέ­να, τρό­μα­ξαν και ζάρω­σαν από τον φόβο τους;)»].

Τι φόβος ασυ­νή­θι­στος είναι αυτός που σας κυρί­ε­ψε; Έφυ­γε ο θάνα­τος και με τη φυγή του καταν­τρο­πιά­στη­κε για τη δει­λία του. Έτρε­χαν κον­τά στον Κύριο οι άγιοι Προ­φή­τες και ο Μωυ­σής ο νομο­θέ­της, ο Αβρα­άμ, ο Ισα­άκ, ο Δαβίδ, ο Σαμου­ήλ και ο Ησα­ΐ­ας, καθώς και ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής, ο οποί­ος έδω­σε κατά την επί­γεια ζωή του μαρ­τυ­ρία σε όλους γι᾿ Αυτόν και είπε Σ ε  ρχό­με­νος  τερον προσ­δοκμεν;(:’’Εσύ είσαι ο Μεσ­σί­ας, που ασφα­λώς από ώρα σε ώρα πρό­κει­ται να έλθει στον κόσμο, ή πρέ­πει να περι­μέ­νου­με άλλον;’’. Και έκα­νε την ερώ­τη­ση αυτή ο Ιωάν­νης για να στη­ρι­χθούν με την απάν­τη­σή του οι κλο­νι­σμέ­νοι μαθη­τές του στην πίστη προς τον Χρι­στό)» [Ματθ. 11, 3].

Λυτρώ­θη­καν όλοι οι δίκαιοι που τους είχε κατα­πιεί ο θάνα­τος· διό­τι έπρε­πε Αυτός που προ­φη­τεύ­θη­κε και κηρύ­χτη­κε Βασι­λιάς του ουρα­νού και της γης από τους δικαί­ους αυτούς και τους Προ­φή­τες, Αυτός να γίνει και ο Λυτρω­τής όλων αυτών των καλών και πιστών κηρύ­κων Του. Έπει­τα καθέ­νας από τους δικαί­ους εκεί­νους έλε­γε: «Πο σου, θάνα­τε, τ κέν­τρον; πο σου, δη, τ νκος;(:Πού είναι, θάνα­τε, η νίκη σου; Πού είναι, άδη, το κεν­τρί σου;)» [Α´ Κορ. 15, 55]. Μας λύτρω­σε λοι­πόν Αυτός, που νικών­τας εσέ­να χάρι­σε τη νίκη και σε όλους εμάς.

Κ´ . Ο προ­φή­της Ιωνάς όταν προ­σευ­χό­ταν και έλε­γε μέσα από την κοι­λιά του κήτους: «βόη­σα ν θλί­ψει μου πρς Κύριον τν Θεόν μου, κα εσήκου­σέ μου· κ κοι­λί­ας δου κραυγς μου κου­σας φωνς μου (:Ικέ­τε­ψα τον Κύριο τον Θεό μου στη θλί­ψη μου και με εισά­κου­σε· και μέσα από την κοι­λιά του άδη άκου­σες τη φωνή μου)» [Ιων. 2, 3], λει­τουρ­γού­σε σαν προ­τύ­πω­ση προ­φη­τι­κή του Κυρί­ου και Σωτή­ρα μας Ιησού. Και είναι βέβαιο ότι αυτά τα έλε­γε βρι­σκό­με­νος μέσα στην κοι­λιά του κήτους. Αλλά, ενώ βρι­σκό­ταν μέσα εκεί, λέει ότι βρί­σκε­ται μέσα στον άδη. Ακρι­βώς για­τί προ­τύ­πω­νε τον Χρι­στό που επρό­κει­το να κατε­βεί στον άδη.

Ύστε­ρα, μετά από κάποια άλλα λόγια λέει, εκπρο­σω­πών­τας τον Χρι­στό και προ­φη­τεύ­ον­τας καθα­ρό­τα­τα:« δυ  κεφα­λή μου ες σχι­σμς ρέων(:βυθί­στη­κε η κεφα­λή μου στο χάσμα δύο βου­νών)» [Ιων. 2, 6]. Και όμως ήταν στην κοι­λιά του κήτους! Σε ποια βου­νά λοι­πόν είσαι χωμέ­νος, Ιωνά; «Αλλά γνω­ρί­ζω», λέει, «ότι αυτό, που τώρα ζω, το ζω σαν προ­φη­τι­κή προ­τύ­πω­ση εκεί­νου που θα ζήσει Αυτός, ο Οποί­ος πρό­κει­ται να ταφεί στο μνή­μα το λαξευ­τό, στην πέτρα». Και όντας στη θάλασ­σα ο Ιωνάς λέει κατέ­βην ες γν(:κατέ­βη­κα στη γη)» [᾿Ιων. 2, 7]. Το λέει επει­δή με το πάθη­μά του προ­τύ­πω­νε προ­φη­τι­κά τον Χρι­στό που κατέ­βη­κε στην καρ­διά της γης [πρβλ. Ματθ. 12, 40: «σπερ γρ γένε­το ωνς  προ­φή­της ν τ κοι­λί το κήτους τρες μέρας κα τρες νύκτας, οτως σται κα  υἱὸς το νθρώ­που ν τ καρ­δί τς γς τρες μέρας κα τρες νύκτας(:όπως δηλα­δή τότε ο Ιωνάς ήταν τρεις ημέ­ρες και τρεις νύχτες μέσα στη κοι­λιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο υιός του ανθρώ­που μέσα στον τάφο και τα βάθη της γης επί τρία μερό­νυ­χτα)»].

Και επει­δή προ­εί­δε τα σχε­τι­κά με τους Ιου­δαί­ους, που προ­σπά­θη­σαν να μετα­πεί­σουν τους στρα­τιώ­τες να πουν ψέμα­τα, ότι δήθεν έκλε­ψαν το σώμα Του οι μαθη­τές [πρβλ. Ματθ. 28, 13: «Επατε τι ο μαθη­τα ατο νυκτς λθόν­τες κλε­ψαν ατν μν κοι­μω­μέ­νων(:Πεί­τε ότι ‘’οι μαθη­τές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλε­ψαν, όταν εμείς κοι­μό­μα­σταν’’)»] λέει:« φυλασ­σό­με­νοι μάταια κα ψευδ λεον ατν γκα­τέ­λι­πον(:Αυτοί που προ­σκυ­νούν τα μάταια και τα ψευ­δή εμπρά­κτως παραι­τή­θη­καν από το να ζητούν το έλε­ος του Θεού)» [Ιων. 2, 9.] Διό­τι ήλθε Εκεί­νος που τους ελε­ού­σε και σταυ­ρώ­θη­κε, δίνον­τας το Αίμα Του το τίμιο για τους Ιου­δαί­ους και τους Εθνι­κούς. Και μετά ανα­στή­θη­κε και εκεί­νοι είπαν: «Ο μαθη­τα ατο νυκτς λθόν­τες κλε­ψαν ατν μν κοι­μω­μέ­νων(:Πεί­τε ότι οι μαθη­τές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλε­ψαν, όταν εμείς κοι­μό­μα­σταν)»[Ματθ.28,13], φανε­ρώ­νον­τας με αυτόν τον τρό­πο ότι πραγ­μα­τι­κά λατρεύ­ουν την ψευ­τιά και την ατι­μία [ήταν δηλα­δή «φυλασ­σό­με­νοι μάταια κα ψευδ» [βλ. παρα­πά­νω, Ιων. 2, 9].

Για την Ανά­στα­σή Του όμως ανα­φέ­ρει και ο Ησα­ΐ­ας, λέγον­τας « ναβι­βά­σας κ τς γς τν ποι­μέ­να τν προ­βά­των (:Εκεί­νος που ανε­βά­ζει από τη γη και ανα­σταί­νει τον Ποι­μέ­να των προ­βά­των)»[Ησ. 63, 11]· παρά­βα­λε και Εβρ. 13, 20–21: « δ Θες τς ερήνης,  ναγαγν κ νεκρν τν ποι­μέ­να τν προ­βά­των τν μέγαν ν αματι δια­θή­κης αωνί­ου, τν Κύριον μν ησον καταρ­τί­σαι μς ν παντ ργ γαθ (: και ο Θεός, που είναι ο χορη­γός και νομο­θέ­της της ειρή­νης, ο οποί­ος ανέ­στη­σε εκ νεκρών τον μεγά­λο ποι­μέ­να των πνευ­μα­τι­κών προ­βά­των προ­κει­μέ­νου να εισέλ­θει στον ουρα­νό και να προ­σφέ­ρει εκεί ως εξι­λα­στή­ριο θυσία το αίμα Του, με το οποίο επι­κυ­ρώ­θη­κε δια­θή­κη αιώ­νια, τον Κύριό μας Ιησού Χρι­στό δηλα­δή, εύχο­μαι να σας τελειο­ποι­ή­σει σε κάθε αγα­θό έργο)»]. Πρό­σθε­σε ο Παύ­λος τη φρά­ση «τν μέγαν» για να μη θεω­ρη­θεί ο Κύριος, ισό­τι­μος με τους προ­η­γού­με­νους ποι­μέ­νες.

ΚΑ´ . Έχον­τας λοι­πόν εμείς τις προ­φη­τεί­ες, ας είμα­στε καλά στη­ριγ­μέ­νοι στην πίστη. Ας πέφτουν όσοι πέφτουν εξαι­τί­ας της απι­στί­ας τους, αφού έτσι το θέλουν. Εσύ όμως στη­ρί­χτη­κες πάνω στην πέτρα της πίστε­ως σχε­τι­κά με την Ανά­στα­ση. Πρό­σε­ξε να μη σε πεί­σει ποτέ αιρε­τι­κός να δεχτείς βλά­σφη­μους λογι­σμούς για την Ανά­στα­ση. Διό­τι μέχρι και σήμε­ρα οι Μανι­χαί­οι λένε ότι είναι φαν­τα­στι­κή και ψεύ­τι­κη η Ανά­στα­ση του Σωτή­ρα και δεν ακού­νε τον Παύ­λο που γρά­φει: «Περ το υο ατο, το γενο­μέ­νου κ σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ κατ σάρ­κα (: και έδω­σε ο Θεός από τότε την υπό­σχε­ση για τον Υιό Του, ο οποί­ος γεν­νή­θη­κε ως άνθρω­πος σε ορι­σμέ­νο χρό­νο από από­γο­νο του Δαβίδ)» [Ρωμ. 1, 3]. Και παρα­κά­τω:« Το ρισθέν­τος υο Θεο ν δυνά­μει κατ πνεμα γιω­σύ­νης ξ ναστά­σε­ως νεκρν, ησο Χρι­στο το Κυρί­ου μν (: και απο­δεί­χτη­κε ότι είναι Υιός του Θεού με δύνα­μη υπερ­φυ­σι­κή που προ­ερ­χό­ταν από το Πνεύ­μα που μετα­δί­δει αγια­σμό· και προ­πάν­των απο­δεί­χθη­κε με την ανά­στα­σή Του από τους νεκρούς. Μιλώ για τον Ιησού Χρι­στό, τον Κύριό μας)» [Ρωμ. 1, 4].

Και πάλι αλλού απο­τεί­νε­ται προς τους ίδιους και τους λέει: « δ κ πίστε­ως δικαιο­σύ­νη οτω λέγει· μ επς ν τ καρ­δί σου, τίς ναβή­σε­ται ες τν ορανόν; τοτ᾿ στι Χριστν κατα­γα­γεν(:σχε­τι­κά με τη δικαί­ω­ση από την πίστη, λέει ο Μωυ­σής στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο:’’ μην εισχω­ρή­σει στην καρ­διά σου ο λογι­σμός:’’ Ποιος θα ανε­βεί στον ουρα­νό;’’ για να κατε­βά­σει δηλα­δή από εκεί τον Χρι­στό, που θα με οδη­γή­σει στη σωτη­ρία)» [Ρωμ. 10, 6]· και [πρβλ. Παρμ. 30, 4: «τίς νέβη ες τν ορανν κα κατέ­βη;(:ποιος ανέ­βη­κε στον ουρα­νό; Και ποιος κατέ­βη­κε από εκεί στη γη; Μόνο ο Θεός ο παν­τα­χού παρών)»] « τίς κατα­βή­σε­ται ες τν βυσ­σον; τοτ᾿ στι Χριστν κ νεκρν ναγα­γεν(: ή ‘’Ποιος θα κατε­βεί στα σκο­τει­νά και βαθιά μέρη του Άδη;’’. Για να ανα­στή­σει δηλα­δή τον Χρι­στό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτη­ρία και τη ζωή)» [Ρωμ. 10, 7].

Αλλά και αλλού έχει γρά­ψει παρό­μοια, για να μας ασφα­λί­σει από την απι­στία: «Μνημνευε ᾿Ιησον Χριστν γηγερμνον κ νεκρν, κ σπρμα­τος Δαυδ, κατ τ εαγγλιν μου(:να θυμά­σαι τον Ιησού Χρι­στό που έχει ανα­στη­θεί από τους νεκρούς και κατά­γε­ται από τον Δαβίδ, σύμ­φω­να με το ευαγ­γέ­λιο που κηρύτ­τω)» [Β´ Τιμ. 2, 8.] Και πάλι:« ε δ Χριστς οκ γήγερ­ται, κενν ρα τ κήρυγ­μα μν, κεν δ κα  πίστις μνερισκό­με­θα δ κα ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες το Θεο τι μαρ­τυ­ρή­σα­μεν κατ το Θεο τι γει­ρε τν Χρι­στόν, ν οκ γει­ρεν, επερ ρα νεκρο οκ γεί­ρον­ται (: αν ο Χρι­στός δεν ανα­στή­θη­κε, τότε είναι χωρίς πραγ­μα­τι­κό περιε­χό­με­νο και χωρίς νόη­μα το κήρυγ­μά μας και η πίστη σας είναι κού­φια και έχει χάσει το ουσια­στι­κό­τε­ρο περιε­χό­με­νό της· αφού και το κήρυγ­μά μας και η πίστη σας, έχει θεμέ­λιο και βάση την Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Επι­πλέ­ον, εμείς οι Από­στο­λοι απο­δει­κνυό­μα­στε και ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες που δίνου­με ψεύ­τι­κη μαρ­τυ­ρία για τον Θεό ότι ανέ­στη­σε τον Χρι­στό, ενώ δεν Τον ανέ­στη­σε. Και ασφα­λώς δεν Τον ανέ­στη­σε, εάν υπο­τε­θεί ότι οι νεκροί δεν ανα­σταί­νον­ται)» [Α´ Κορ. 15, 14–15]. Και παρα­κά­τω λέει: «Νυν δ Χριστς γήγερ­ται κ νεκρν, παρχ τν κεκοι­μη­μέ­νων γένε­τοδε γρ ατν βασι­λεύ­ειν χρις ο ν θ πάν­τας τος χθρος π τος πόδας ατο(: Αλλά όχι. Δεν είμα­στε οι ελε­ει­νό­τε­ροι από όλους τους ανθρώ­πους. Διό­τι πραγ­μα­τι­κά ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς. Όπως οι πρώ­ι­μοι καρ­ποί, που ωρι­μά­ζουν πρω­τύ­τε­ρα από τους άλλους και μας προ­α­ναγ­γέλ­λουν ότι θα ακο­λου­θή­σει και ολό­κλη­ρη η συγ­κο­μι­δή, έτσι και ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε πρώ­τος από τους άλλους και βεβαιώ­νει με την Ανά­στα­σή Του ότι θα ακο­λου­θή­σει έπει­τα η ανά­στα­ση και των άλλων νεκρών)» [Α´ Κορ. 15, 20].

Και φανε­ρώ­θη­κε στον Κηφά και έπει­τα στους δώδε­κα Μαθη­τές [Α´ Κορ. 15, 5: «κα τι φθη Κηφ, ετα τος δώδε­κα(: και ότι εμφα­νί­στη­κε μετά την Ανά­στα­σή Του στον Κηφά-δηλα­δή στον Πέτρο- και έπει­τα στους δώδε­κα Απο­στό­λους)»]. Αν λοι­πόν δεν πιστεύ­εις τον ένα μάρ­τυ­ρα, έχεις δώδε­κα μάρ­τυ­ρες! Αλλά εμφα­νί­στη­κε μια άλλη φορά και «φθη πάνω πεν­τα­κο­σί­οις δελ­φος(: έπει­τα εμφα­νί­στη­κε για μια φορά συγ­χρό­νως σε περισ­σό­τε­ρους από πεν­τα­κό­σιους αδελ­φούς)» [Α´ Κορ. 15, 6]. Αν δεν μπο­ρούν να πιστέ­ψουν τους δώδε­κα, τότε ας παρα­δε­χτούν τη μαρ­τυ­ρία των πεν­τα­κο­σί­ων. «πει­τα φθη ακώβ(: έπει­τα εμφα­νί­στη­κε στον Ιάκω­βο)» [Α´ Κορ. 15, 7], που ήταν αδελ­φός Του και πρώ­τος επί­σκο­πος της παροι­κί­ας αυτής.

Σε έναν τέτοιο επί­σκο­πο, που είδε άμε­σα, προ­σω­πι­κά και πραγ­μα­τι­κά τον Ιησού Χρι­στό ανα­στη­μέ­νο, εσύ ο μαθη­τής του, μην απι­στή­σεις. Μήπως όμως υπο­στη­ρί­ζεις ότι ο αδελ­φός Του ο Ιάκω­βος Του χαρί­στη­κε και μας έδω­σε αβά­σι­μη μαρ­τυ­ρία για την Ανά­στα­σή Του; Άκου λοι­πόν: «σχα­τον δ πάν­των σπε­ρε τ κτρώ­μα­τι φθη κμοί (: και τελευ­ταία από όλους εμφα­νί­στη­κε και σε μένα, σαν σε έκτρω­μα, σαν έμβρυο δηλα­δή που παρά­και­ρα απο­βλή­θη­κε από την κοι­λιά της μητέ­ρας του)» [Α´ Κορ. 15, 8], στον Παύ­λο, τον εχθρό Του. Ποια τώρα μαρ­τυ­ρία, όταν δίνε­ται από εχθρό για τέτοιο θέμα, θεω­ρεί­ται αμφί­βο­λη; «Εγώ που ήμουν πριν διώ­κτης Του, τώρα σας φέρ­νω την καλή αγγε­λία της Ανα­στά­σε­ως».

ΚΒ´ . Πολ­λοί είναι οι μάρ­τυ­ρες της Ανα­στά­σε­ως του Σωτή­ρα. Η νύχτα και το φως το παν­σέ­λη­νο, διό­τι ήταν η δεκά­τη έκτη νύχτα και το φεγ­γά­ρι ήταν ολό­γιο­μο. Η ταφό­πε­τρα που δέχτη­κε τον Κύριο κάτω από τη σκέ­πη της και ο λαξευ­τός βρά­χος που θα εναν­τιω­θεί και θα ξεμπρο­στιά­σει τους Ιου­δαί­ους, διό­τι αυτός είδε τον Κύριο. Ο λίθος που κύλι­σαν τότε μπρο­στά στο μνή­μα, ο οποί­ος βρί­σκε­ται εκεί και μέχρι σήμε­ρα[:αρχές του 4ου αιώ­να μ.Χ.] μαρ­τυ­ρεί την Ανά­στα­ση. Οι Άγγε­λοι του Θεού που ήταν παρόν­τες, έδω­σαν και αυτοί μαρ­τυ­ρία για την Ανά­στα­ση του Μονο­γε­νούς. Ο Πέτρος, ο Ιωάν­νης, ο Θωμάς και όλοι οι άλλοι Από­στο­λοι, από τους οποί­ους μερι­κοί έτρε­ξαν στο μνή­μα και είδαν τα σάβα­να της ταφής, με τα οποία τον είχαν τυλί­ξει προ­η­γου­μέ­νως, να βρί­σκον­ται μέσα στον τάφο μετά την Ανά­στα­ση, ενώ άλλοι ψηλά­φη­σαν τα χέρια Του και τα πόδια Του [πρβλ. Λουκ. 24, 39: «δετε τς χεράς μου κα τος πόδας μου, τι ατς γώ εμι· ψηλα­φή­σα­τέ με κα δετε, τι πνεμα σάρ­κα κα στέα οκ χει καθς μ θεω­ρετε χον­τα(:δεί­τε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημά­δια των καρ­φιών, και βεβαιω­θεί­τε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδά­σκα­λός σας που σταυ­ρώ­θη­κε. Ψηλα­φή­στε με με τα χέρια σας και βεβαιω­θεί­τε ότι δεν είμαι άσαρ­κο πνεύ­μα. Διό­τι η ψυχή και το φάν­τα­σμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέ­πε­τε και πεί­θε­σθε ότι έχω εγώ)»] και είδαν τα σημά­δια από τα καρ­φιά [πρβλ. Ιωάν. 20, 25: «λεγον ον ατ ο λλοι μαθη­ταί· ωρά­κα­μεν τν Κύριον.  δ επεν ατος· ἐὰν μ δω ν τας χερσν ατο τν τύπον τν λων, κα βάλω τν δάκτυ­λόν μου ες τν τύπον τν λων, κα βάλω τν χερά μου ες τν πλευρν ατο, ο μ πιστεύ­σω (:όταν λοι­πόν είδαν τον Θωμά, του έλε­γαν οι άλλοι μαθη­τές: ‘’Είδα­με τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάν­τη­σε: ‘’Εάν δε δω με τα μάτια μου στα χέρια του το σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το δάχτυ­λό μου στο σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευ­ρά του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυ­λά μου να βεβαιω­θώ, δεν θα πιστέ­ψω’’)»].

Όλοι όμως από­λαυ­σαν το σωτή­ριο φύση­μα και κατα­ξιώ­θη­καν να συγ­χω­ρούν αμαρ­τί­ες με τη δύνα­μη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Και οι γυναί­κες που κρά­τη­σαν τα πόδια Του, όταν τους εμφα­νί­στη­κε, που έζη­σαν το μέγε­θος του σει­σμού και είδαν τη λάμ­ψη του Αγγέ­λου, ο οποί­ος παρευ­ρι­σκό­ταν εκεί, είναι και αυτές μάρ­τυ­ρες της Ανα­στά­σε­ως. Αλλά και τα σάβα­να που φορού­σε[πρβλ. Λουκ. 24, 12: « δ Πέτρος ναστς δρα­μεν π τ μνη­μεον, κα παρα­κύ­ψας βλέ­πει τ θόνια κεί­με­να μόνα, κα πλθε πρς αυτν θαυ­μά­ζων τ γεγο­νός(:όμως ο Πέτρος σηκώ­θη­κε κι έτρε­ξε στο μνη­μείο. Κι αφού έσκυ­ψε από τη θύρα, βλέ­πει μόνο τους νεκρούς επι­δέ­σμους να είναι κάτω στο μνη­μείο, χωρίς το σώμα. Τότε επέ­στρε­ψε στο σπί­τι που έμε­νε γεμά­τος απο­ρία κι έκπλη­ξη γι’ αυτό που είχε γίνει)»], τα οποία τα άφη­σε εκεί ο Κύριος καθώς ανα­στή­θη­κε, είναι μάρ­τυ­ρες της Ανα­στά­σε­ως. Οι στρα­τιώ­τες και τα αργύ­ρια που δόθη­καν. Ο τόπος αυτός, που ακό­μα και τώρα μπο­ρεί κανείς να τον δει, και ο άγιος αυτός Ναός που οικο­δο­μή­θη­κε από τη φιλό­χρι­στη προ­αί­ρε­ση εκεί­νου του αξιο­μα­κά­ρι­στου αυτο­κρά­το­ρα Κωνσταντίνου[:του Μεγά­λου] και που, όπως και τώρα τον βλέ­πεις, έχει τόσο θαυ­μά­σια δια­κο­σμη­θεί.

 ΚΓ´ . Μαρ­τυ­ρεί την Ανά­στα­ση του Ιησού και η Ταβι­θά, που ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς στο Όνο­μά Του [πρβλ. Πράξ. 9, 40: «κβαλν δ ξω πάν­τας  Πέτρος θες τ γόνα­τα προ­σηύ­ξα­το, κα πιστρέ­ψας πρς τ σμα επε· Ταβι­θά, νάστη­θι.  δ νοι­ξε τος φθαλ­μος ατς, κα δοσα τν Πέτρον νεκά­θι­σε(:αφού λοι­πόν ο Πέτρος τους έβγα­λε όλους έξω από το ανώ­γειο που ήταν η νεκρή, γονά­τι­σε και προ­σευ­χή­θη­κε. Κατό­πιν στρά­φη­κε στο νεκρό σώμα και είπε: ‘’Ταβι­θά, σήκω επά­νω’’. Κι αυτή άνοι­ξε τα μάτια της, κι όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλω­μέ­νη, ανα­ση­κώ­θη­κε καθι­στή στο κρε­βά­τι της)»]. Πώς λοι­πόν μπο­ρεί κανείς να αμφι­σβη­τή­σει ότι ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε, αφού ακό­μα και το Όνο­μά Του ανέ­στη­σε νεκρούς;

Μαρ­τυ­ρεί την Ανά­στα­ση του Ιησού και η θάλασ­σα, όπως και προ­η­γου­μέ­νως άκου­σες. Το μαρ­τυ­ρεί και η άγρα των ψαριών και η ανθρα­κιά, που ήταν αναμ­μέ­νη στην ακρο­για­λιά και το ψάρι που έβα­λαν πάνω της να ψηθεί. Το μαρ­τυ­ρεί και ο Πέτρος, αυτός που την ώρα του πάθους Τον είχε αρνη­θεί, μετά όμως, τρεις φορές ομο­λό­γη­σε την αφο­σί­ω­σή του και δια­τά­χτη­κε να ποι­μαί­νει τα νοη­τά πρό­βα­τα [πρβλ. Ιωάν. 21, 16: «Λέγει ατ πάλιν δεύ­τε­ρον· Σίμων ωνγαπς με; λέγει ατ· ναί, Κύριε, σ οδας τι φιλ σε. λέγει ατ· ποί­μαι­νε τ πρό­βα­τά μου (:Του λέει ο Ιησούς πάλι, για δεύ­τε­ρη φορά: ‘’Σίμων, γιε του Ιωνά, με αγα­πάς;’’ Κι εκεί­νος Του απαν­τά: ‘’Ναι, Κύριε, εσύ γνω­ρί­ζεις ότι σε αγα­πώ’’. Του λέει τότε ο Ιησούς: ‘’Ποί­μα­νε τα λογι­κά πρό­βα­τά μου, επι­στα­τών­τας και αγρυ­πνών­τας για την ασφά­λεια και τη σωτη­ρία τους’’)»].

Υπάρ­χει μέχρι σήμε­ρα ο Ελαιώ­νας που μέχρι τώρα δεί­χνει στους πιστούς, όχι μόνο Αυτόν που ανέ­βη­κε πάνω στις νεφέ­λες, αλλά και την πύλη της ανό­δου, την ουρά­νια. Διό­τι είναι γνω­στό πως από τον ουρα­νό κατέ­βη­κε στη Βηθλε­έμ και από το όρος των Ελαιών ανέ­βη­κε στους ουρα­νούς. Από τη Βηθλε­έμ άρχι­σε τους αγώ­νες, για χάρη των ανθρώ­πων και εδώ στε­φα­νώ­θη­κε για τους αγώ­νες αυτούς. Έχεις λοι­πόν πολ­λούς μάρ­τυ­ρες. Έχεις τον τόπο αυτό της Ανα­στά­σε­ως, έχεις και τον τόπο της Ανα­λή­ψε­ως, που βρί­σκε­ται ανα­το­λι­κά μας. Έχεις μάρ­τυ­ρες τους Αγγέ­λους, που έδω­σαν τη μαρ­τυ­ρία τους εκεί και τη νεφέ­λη πάνω στην οποία ανα­λή­φθη­κε. Έχεις ακό­μα και τους Μαθη­τές που γύρι­σαν από εκεί, μετά την Ανά­λη­ψη του Κυρί­ου Ιησού Χρι­στού στους ουρα­νούς.

Σ᾿ Αυτόν ανή­κει η δόξα στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • «Κατη­χή­σεις Αγί­ου Κυρίλ­λου Ιερο­σο­λύ­μων», εκδ. ‘’Ετοι­μα­σία’’, Ιερά Μονή Τιμί­ου Προ­δρό­μου Καρέα 1999, κατή­χη­ση φωτι­ζο­μέ­νων ΙΔ΄,σελίδες 400–407.

  • http://www.imaik.gr/?p=221

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

Ὄσοὶ παγώ­νουν ἀπὸ τ’ ἀγιά­ζι μαζεύ­ον­ται γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά, γιὰ νὰ νιώ­σουν τὴ θαλ­πω­ρή της. Ὅσοι λιμο­κτο­νοῦν πλη­σιά­ζουν στὸ τρα­πέ­ζι, γιά νὰ κορέ­σουν τὴν πεῖ­να τους. Ἐκεῖ­νοι ποὺ τρά­βη­ξαν πολ­λὰ ὅσο κρα­τοῦ­σε ἡ μακρὰ νύχτα, χαί­ρον­ται μὲ τὴν ἀνα­το­λὴ τοῦ ἥλιου, μὲ τὸ φώς. Αὐτοὶ ποὺ ἐξαν­τλή­θη­καν σὲ μάχες σκλη­ρὲς καὶ φονι­κές, χαί­ρον­ται πολὺ ὅταν ἀπο­λαμ­βά­νουν μιὰν ἀνέλ­πι­στη νίκη.

Ἐσύ, Κύριε, μὲ τὴν Ἀνά­στα­σή Σοῦ, ἔγι­νες τὰ πάν­τα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους! Ἔνδο­ξε Κύριε! Μ’ ἕνα Σου δῶρο, γέμι­σες τ’ ἄδεια χέρια ποὺ ἁπλώ­νον­ταν πρὸς τὸν οὐρα­νό! Χαί­ρε­τε οὐρα­νοί, χαῖ­ρε ἡ γῆ! Χαί­ρε­τε οὐρα­νοί, ὅπως χαί­ρε­ται ἡ μάνα ποὺ ταΐ­ζει τὰ πει­να­σμέ­να παι­διά της. Χαῖ­ρε γῆ, ὅπως χαί­ρον­ται τὰ παι­διὰ ὅταν δέχον­ται τὸ τάϊ­σμα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς μάνας τους!

Ἡ ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι ἡ μονα­δι­κὴ νίκη ποὺ κάνει ὅλη τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα νὰ χαί­ρε­ται, ἀπὸ τὸν πρω­τό­πλα­στο ὼς τὸν τελευ­ταῖο ἄνθρω­πο ποὺ ζεῖ στὴ γῆ. Κάθε ἄλλη νίκη στὴ γῆ ἔχει χωρί­σει καὶ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ χωρί­ζει τοὺς ἀνθρώ­πους, τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ὅταν ἕνας ἐπί­γειος βασι­λιᾶς βγαί­νει νικη­τὴς ἀπὸ ἕναν πόλε­μο ἐνάν­τια σὲ ἄλλο βασι­λιᾶ, ὁ ἕνας χαί­ρε­ται κι ὁ ἄλλος θρη­νεῖ. Ὅταν ἕνας ἄνθρω­πος νικά­ει το γεί­το­νά του, στὸ ἕνα σπί­τι ἀκού­γον­ται τρα­γού­δια καὶ στὸ ἄλλο θρῆ­νοι. Δὲν ὑπάρ­χει στὴ γῆ χαρού­με­νη νίκη ποῦ νὰ μὴ τὴν δηλη­τη­ριά­ζει ἡ κακία. Ἐκεῖ­νος ποὺ νικά­ει στὴ γῆ χαί­ρε­ται καὶ μὲ τὴ δική του χαρὰ καὶ μὲ τὰ δάκρυα τοῦ νικη­μέ­νου ἐχθροῦ του. Οὔτε ποῦ μπο­ρεῖ νὰ κατα­λά­βει πῶς τὸ κακὸ κατα­στρέ­φει τὴ χαρά.

Ὅταν ὁ Ταμερ­λά­νος νίκη­σε τὸ σουλ­τᾶ­νο Μπα­για­τζίτ, τὸν ἔβα­λε σ’ ἕνα σιδε­ρέ­νιο κλου­βὶ κι ἔστη­σε γύρῳ του χορό, τὰ νικη­τή­ρια. Ἡ χαρά του ὁλο­κλη­ρώ­θη­κε μὲ τὴν κακία του. Ἡ κακεν­τρέ­χεια τοῦ ἔτρε­φε καὶ δυνά­μω­νε τὴν παν­δαι­σία του.

Ἄχ, ἀδελ­φοί μου! Πόσο σύν­το­μη εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κακί­ας! Πόσο φαρ­μα­κε­ρὴ τρο­φὴ εἶναι γιὰ τὴν εὐω­χία ἡ κακία! Ὅταν ὁ βασι­λιᾶς Στέ­φα­νος τοῦ Ντέ­κα­νι νίκη­σε το Βούλ­γα­ρο βασι­λιᾶ, δὲν προ­χώ­ρη­σε στὸ βουλ­γα­ρι­κὸ ἔδα­φος, δὲν πῆρε αἰχ­μα­λώ­τους ἀπὸ τὸ βουλ­γα­ρι­κὸ λαό, ἀλλὰ ἀπο­σύρ­θη­κε λυπη­μέ­νος σ’ ἕνα ἡσυ­χα­στή­ριο γιὰ νὰ νηστέ­ψει καὶ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ. Ὁ νικη­τὴς αὐτὸς ἦταν πιὸ εὐγε­νὴς ἀπὸ τὸν προ­η­γού­με­νο. Ἀκό­μα κι αὐτὴ ἡ νίκη ὅμως, ὅπως κάθε νίκη, δὲν μπο­ροῦ­σε παρὰ ν’ ἀφή­σει τὰ θλι­βε­ρὰ σημά­δια της στὸ νικη­μέ­νο. Ἀκό­μα κι ἡ πιὸ ἔνδο­ξη καὶ πιὸ πολι­τι­σμέ­νη ἱστο­ρία εἶναι σὰν τὸν ἥλιο ἐκεῖ­νο, ποὺ οἱ μισὲς ἀκτῖ­νες του εἶναι φωτει­νὲς κι οἱ ἄλλες μισὲς σκο­τει­νές.

Μόνο ἡ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι σὰν τὸν ἥλιο ποὺ στέλ­νει φωτει­νὲς καὶ λαμ­πε­ρὲς ἀκτῖ­νες σ’ ὅλους ὅσοι βρί­σκον­ται κάτω στὴ γῆ. Ἡ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ γεμί­ζει ὅλες τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων μὲ χαρὰ ἀνε­κλά­λη­τη κι ἀτέρ­μο­νη. Μόνο ἡ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι καθα­ρὴ ἀπὸ μῖσος καὶ κακία.

Θὰ πεῖς πῶς εἶναι μιὰ νίκη μυστή­ρια; Ναί, εἶναι. Ταυ­τό­χρο­να ὅμως ἡ νίκη αὐτὴ ἀπο­κα­λύ­φτη­κε σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, σὲ ζων­τα­νοὺς καὶ νεκρούς.

Θὰ πεὶς πῶς εἶναι μιὰ μεγα­λειώ­δης νίκη; Ναί, εἶναι. Καὶ μάλι­στα περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ μεγα­λειώ­δης. Δὲν εἶναι περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ γεν­ναία μιὰ μητέ­ρα ὅταν δὲν ἀρκεῖ­ται νὰ γλι­τώ­σει τὰ παι­διά της ἀπὸ τὸ φίδι, μὰ τρέ­χει μὲ γεν­ναιό­τη­τα στὴ φωλιὰ τῶν φιδιῶν καὶ τὰ καί­ει ὅλα;

Θὰ πεὶς πῶς εἶναι μιὰ θερα­πευ­τι­κὴ νίκη; Ναί, εἶναι, για­τί θερα­πεύ­ει καὶ σώζει στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἡ σπου­δαία αὐτὴ νίκη σώζει τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ κάθε κακό, τοὺς κάνει ἀνα­μάρ­τη­τους καὶ ἀθά­να­τους. Ἡ ἀθα­να­σία χωρὶς τὴν ἀνα­μαρ­τη­σία θὰ σήμαι­νε μόνο τὴν ἐπέ­κτα­ση τῆς βασι­λεί­ας τοῦ πονη­ροῦ καὶ τῆς κακί­ας. Ἡ ἀθα­να­σία σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ ἀνα­μαρ­τη­σία ὅμως προ­ξε­νεῖ χαρὰ ἀνε­κλά­λη­τη, ἀπε­ριό­ρι­στη μετα­τρέ­πει τὸν ἄνθρω­πο σὲ ἀδελ­φὸ τῶν ἀγγέ­λων τοῦ Θεοῦ.

Ποιός δὲ θὰ χαι­ρό­ταν καὶ δὲ θὰ εὐφραι­νό­ταν μὲ τὴ νίκη τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ; Δὲν ἔγι­νε νικη­τὴς γιὰ τὸν ἑαυ­τό Του, γιὰ δική Του χάρη, ἀλλὰ γιά μας. Ἡ νίκη Του δὲν ἔκα­νε τὸν ἴδιο μεγα­λύ­τε­ρο, ἀνώ­τε­ρο, πιὸ ζων­τα­νὸ ἢ πιὸ πλού­σιο, ἀλλὰ ἐμᾶς. Τὴ νίκη Του δὲν τὴν χαρα­κτη­ρί­ζει ἰδιο­τέ­λεια ἀλλὰ ἀγά­πη, δὲν ἤθε­λε νὰ πάρει, ἀλλὰ νὰ δώσει. Οἱ ἐγκό­σμιοι κατα­κτη­τὲς νέμον­ται τὴ νίκη. Ὁ Χρι­στὸς εἶναι ὁ μόνος κατα­κτη­τὴς ποὺ τὴν παρα­δί­δει. Ἕνας ἐγκό­σμιος κατα­κτη­τής, εἴτε αὐτὸς εἶναι βασι­λιᾶς εἴτε στρα­τη­γός, δὲ δέχε­ται ποτὲ νὰ τοῦ πάρουν τὴ νίκη καὶ νὰ τὴ δώσουν σὲ κάποιον ἄλλον. Μόνο ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Χρι­στὸς προ­σφέ­ρει μὲ τὰ δυό Του χέρια τὴ νίκη Του σε μας, στὸν καθέ­να μας. Ὄχι μόνο δὲν ὀργί­ζε­ται, ἀλλ’ ἀντί­θε­τα χαί­ρε­ται ὅταν ἐμεῖς γινό­μα­στε νικη­τὲς μὲ τὴ δική Του νίκη, ὅταν δηλα­δὴ γινό­μα­στε ἀνώ­τε­ροι, ζωτι­κό­τε­ροι καὶ πλου­σιό­τε­ροι ἀπὸ πρίν.

Οἱ ἐγκό­σμιες νῖκες φαί­νον­ται καλύ­τε­ρα ὅταν τίς κοι­τά­ζει κανεὶς ἀπὸ ἀπό­στα­ση. Ὅταν τίς κοι­τά­ζεις ἀπὸ κον­τὰ δεί­χνουν ἄσχη­μες, ἀπο­κρου­στι­κές. Γιὰ τὴ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως δὲν μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ἂν φαί­νον­ται καλύ­τε­ρα ἀπὸ μακριὰ ἢ ἀπὸ κον­τά. Βλέ­πον­τας ἀπὸ μακριὰ τὴ νίκη Του τὴ θαυ­μά­ζου­με, για­τί εἶναι μονα­δι­κὴ στὴ λαμ­πρό­τη­τά της, στὴν ἁγνὴ καὶ σωστι­κὴ χάρη της. Ὀταν τὴ βλέ­που­με ἀπὸ κον­τά, θαυ­μά­ζου­με γιὰ τοὺς φοβε­ροὺς ἐχθροὺς ποὺ κατα­τρο­πώ­νει, γιὰ τὸ μεγά­λο πλῆ­θος τῶν σκλά­βων ποὺ ἐλευ­θε­ρώ­νει.

Σήμε­ρα εἶναι ἡ μεγά­λη μέρα, ἡ μονα­δι­κή, ποὺ γιορ­τά­ζου­με τὴ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμε­ρα ἁρμό­ζει νὰ κοι­τά­ξου­με τὴ νίκη Του ἀπὸ πολὺ κον­τά, τόσο γιὰ νὰ βελ­τιώ­σου­με τίς γνώ­σεις μας ὅσο καὶ γιὰ νὰ εὐφραν­θοῦ­με περισ­σό­τε­ρο.

Ἄς προ­σεγ­γί­σου­με λοι­πὸν τὸν ἀνα­στη­μέ­νο Χρι­στὸ κι ἂς ἀνα­ρω­τη­θοῦ­με:

Πρῶ­το: Ποιόν νίκη­σε μὲ τὴν Ἀνά­στα­σή Του;

Δεύ­τε­ρο: Ποιούς ἐλευ­θέ­ρω­σε μὲ τὴ νίκη Του;

Μὲ τὴν Ἀνά­στα­σή Του ὁ Κύριος κατα­τρό­πω­σε τοὺς δυὸ πιὸ μανια­σμέ­νους ἐχθροὺς τῆς ἀνθρώ­πι­νης ζωῆς καὶ ἀξί­ας: το θάνα­το καὶ τὴν ἁμαρ­τία. Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους γεν­νή­θη­καν ὅταν ὁ πρῶ­τος ἄνθρω­πος χωρί­στη­κε ἀπὸ τὸ Θεό, μὲ τὸ νὰ ποδο­πα­τή­σει τὴν ἐντο­λὴ τῆς ὑπα­κο­ῆς στὸ Δημιουρ­γό του. Στὸν παρά­δει­σο ὁ ἄνθρω­πος δὲ γνώ­ρι­ζε οὔτε ἁμαρ­τία οὔτε θάνα­το, οὔτε φόβο οὔτε ντρο­πή. Ὁ ἄνθρω­πος ἦταν προ­σκολ­λη­μέ­νος στὸ Θεὸ καὶ δὲν ἤξε­ρε τί σημαί­νει θάνα­τος, ζοῦ­σε μὲ ἀπό­λυ­τη ὑπα­κοὴ στὸ Θεὸ καὶ δὲν ἤξε­ρε τί σημαί­νει ἁμαρ­τία. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρ­χει θάνα­τος, δὲν ὑπάρ­χει καὶ φόβος. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἄγνω­στη ἡ ἁμαρ­τία, δὲν ὑπάρ­χει καὶ ντρο­πή, ποὺ γεν­νιέ­ται ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία.

Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἄνθρω­πος ἁμάρ­τη­σε, ἐπει­δὴ παρα­βί­α­σε τὴ σωστι­κὴ ἐντο­λὴ τῆς ὑπα­κο­ῆς, μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρ­τία ἦρθε κι ὁ φόβος, ἦρθε κι ἡ ντρο­πή. Ὁ ἄνθρω­πος ἔνιω­σε πῶς βρί­σκε­ται μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ δρε­πά­νι τοῦ θανά­του τοῦ ‘δωσε τὸ πρῶ­το προ­μή­νυ­μα. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν ὁ Θεὸς κάλε­σε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν ρώτη­σε, «‘Ἀδάμ, ποῦ εἴ;», ἐκεῖ­νος ἀπάν­τη­σε: «Τῆς φωνῆς σου ἤκου­σα περι­πα­τοῦν­τος ἐν τῷ παρα­δεί­σῳ καὶ ἐφο­βή­θῃν, ὅτι γυμνὸς εἶμι, καὶ ἐκρύ­βῃν» (Γέν. γ’ 9–10). Ἄκου­σα τὴ φωνή σου τὴν ὥρα ποὺ περ­πα­τοῦ­σες στὸν παρά­δει­σο καὶ φοβή­θη­κα, για­τί ἤμουν γυμνός. Ἔτσι κρύ­φτη­κα.

Ὡς τότε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἐνί­σχυε τὸν Ἀδάμ, τὸν χαρο­ποιοῦ­σε, τὸν ζωο­γο­νοῦ­σε. Μετὰ τὴ διά­πρα­ξη τῆς ἁμαρ­τί­ας ὅμως ἡ ἴδια αὐτὴ φωνὴ τὸν φόβι­ζε, τὸν νέκρω­νε. Ὡς τότε ὁ Ἀδὰμ γνώ­ρι­ζε πῶς ἦταν ντυ­μέ­νος μὲ τὴν ἀθά­να­τη ἀμφί­ε­ση τῶν ἀγγέ­λων. Μετὰ ὅμως κατά­λα­βε πῶς ἡ ἁμαρ­τία τὸν γύμνω­σε, τὸν λεη­λά­τη­σε, τὸν ὑπο­βί­βα­σε στὸ ἐπί­πε­δο τῶν ζώων, τὸν κόν­τυ­νε στὶς δια­στά­σεις τῶν πυγ­μαί­ων.

Βλέ­πε­τε, ἀδελ­φοί μου, πόσο φοβε­ρὴ εἶναι ἀκό­μα κι ἡ παρα­μι­κρό­τε­ρη ἁμαρ­τία τῆς παρα­κο­ῆς στὸ Θεό! Μετὰ τὴν ἁμαρ­τία του ὁ Ἀδὰμ φοβή­θη­κε το Θεὸ καὶ κρύ­φτη­κε ἀνά­με­σα στὰ δέν­τρα τοῦ παρα­δεί­σου, «ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παρα­δεί­σου». Λει­τούρ­γη­σε ὅπως ἡ σπι­τί­σια γάτα ποὺ ὅταν γίνε­ται ἄγρια φεύ­γει στὰ βου­νά, ἀρχί­ζει νὰ κρύ­βε­ται ἀπὸ τὸ νοι­κο­κύ­ρη της καὶ ν’ ἀπο­φεύ­γει τὸ χέρι ποῦ ὡς τότε τὴν τάϊ­ζε. Ὁ Ἀδάμ, ποῦ ὡς τότε εἶχε ἀπό­λυ­τη ἐξου­σία, ἄρχι­σε ν’ ἀνα­ζη­τᾷ προ­στα­σία ἀπὸ τὰ ἄλο­γα ζῶα, μακριὰ ἀπό το Δημιουρ­γό του. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἁμαρ­τία ἄρχι­σε μὲ ταχύ­τη­τα ἀστρα­πῆς νὰ προ­κύ­πτει ἡ δεύ­τε­ρη, ἡ τρί­τη, ἢ ἑκα­το­στή, ἡ χιλιο­στή… Τελι­κὰ ὁ ἄνθρω­πος ἔγι­νε κτη­νώ­δης, σὰν τὰ ζῶα, γήι­νος, τόσο σωμα­τι­κὰ ὅσο καὶ ψυχι­κά. Τὸ ἁμαρ­τω­λὸ μονο­πά­τι ποὺ βάδι­σε ὁ Ἀδὰμ τὸν ὁδή­γη­σε στὴ γῆ, μέσα στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Θεός του εἶπε: «γῆ εἰ καὶ εἰς γῆν ἀπε­λεύ­σῃ» (Γέν. γ19). Αὐτὸ δὲν ἐξέ­φρα­ζε μόνο τὴν κρί­ση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν μετέ­πει­τα γήι­νη πορεία τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ μόλις ξεκί­νη­σε, μὰ ἡ ἐξέ­λι­ξή της ἦταν πολὺ γρή­γο­ρη.

Οἱ ἀπό­γο­νοι τοῦ Ἀδάμ, ἡ μιὰ γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη, γίνον­ταν ὅλο καὶ πιὸ ὑλι­κοί, πιὸ προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὰ γήι­να. Ντρέ­πον­ταν ποὺ ἁμάρ­τα­ναν καὶ πέθαι­ναν μὲ φόβο καὶ τρό­μο. Οἱ ἄνθρω­ποι κρύ­βον­ταν ἀπό το Θεὸ στὰ δέν­τρα καὶ στοὺς βρά­χους, στὸ χρυ­σὸ καὶ τὴ σκό­νη. Ὅσο περισ­σό­τε­ρο ἐκεῖ­νοι κρύ­βον­ταν ὅμως, τόσο ἀπο­μα­κρύ­νον­ταν ἀπὸ τὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό, τόσο περισ­σό­τε­ρο τὸν ξεχνοῦ­σαν. Ἡ φύση ποὺ κάπο­τε ἔστε­κε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ἀνθρώ­που, τώρα σιγὰ σιγὰ ὑψω­νό­ταν, ἔφτα­σε πάνω ἀπὸ τὸ κεφά­λι του, καὶ στὸ τέλος ἔκρυ­ψε τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θεοῦ, πῆρε αὐτὴ τὴ θέση Του. Ὁ ἄνθρω­πος ἄρχι­σε νὰ φτιά­χνει θεὸ ἀπὸ τὴ φύση. Ἄκου­γε τὴ φύση, συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν ὅπως ἐκεί­νη ὅρι­ζε, προ­σευ­χό­ταν σ’ αὐτὴν καὶ τῆς πρό­σφε­ρε θυσί­ες.

Ἡ θεο­ποί­η­ση τῆς φύσης ὅμως δὲν ἦταν ἱκα­νὴ οὔτε τὴν ἴδια νὰ σώσει, μὰ οὔτε καὶ τὸν ἄνθρω­πο νὰ γλι­τώ­σει ἀπὸ τὸ θάνα­το καὶ τὴ φθο­ρά. Τὸ δύσβα­το μονο­πά­τι ποὺ βάδι­ζε ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα ἦταν ὁ δρό­μος τῆς ἁμαρ­τί­ας. Καὶ τὸ κατα­στρο­φι­κὸ αὐτὸ μονο­πά­τι ὁδη­γοῦ­σε σίγου­ρα σὲ μιὰ σκο­τει­νὴ πολι­τεία, μόνο σ’ αὐτήν: στὴν πολι­τεία τῶν νεκρῶν. Οἱ βασι­λιᾶ­δες τῆς γῆς ἐξου­σί­α­ζαν τοὺς ἀνθρώ­πους. Ἡ ἁμαρ­τία κι ὁ θάνα­τος τοὺς ἐξου­σί­α­ζαν ὅλους, βασι­λιᾶ­δες κι ἁπλοῦς ἀνθρώ­πους. Ὅσο περ­νοῦ­σε ὁ και­ρὸς τόσο πλε­ό­να­ζε ἡ ἁμαρ­τία, ὅπως ἡ χιο­νόμ­πα­λα μεγα­λώ­νει καθὼς κατη­φο­ρί­ζει ἀπό το λόφο.

Ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα εἶχε φτά­σει σὲ ἔσχα­τη ἀπελ­πι­σία ὅταν ἐμφα­νί­στη­κε ὁ οὐρά­νιος Ἥρω­ας γιὰ νὰ τὴ σώσει.

Ὁ Ἥρω­ας αὐτὸς ἦταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Αἰώ­νια ἀνα­μάρ­τη­τος καὶ αἰώ­νια ἀθά­να­τος, πέρα­σε ἀπὸ τὸ νεκρο­τα­φεῖο τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας καὶ σκόρ­πι­σε παν­τοῦ τὰ ἄνθη τῆς ἀθα­να­σί­ας. Ἡ ἀνά­σα Του σκόρ­πι­ζε ζωὴ κι ἔδιω­χνε μακριὰ τὴ βρω­μιὰ τῆς ἁμαρ­τί­ας, ὁ λόγος Του ἀνά­σται­νε τοὺς νεκρούς. Μὲ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος φορ­τώ­θη­κε τὸ πλῆ­θος τῶν ἁμαρ­τιῶν του. Μὲ τὴν ἴδια αὐτὴ ἀγά­πη Του φόρε­σε τὴ θνη­τὴ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα. Ἦταν τόσο βαριὰ ὅμως ἡ ἀνθρώ­πι­νη ἁμαρ­τία, τόσο φοβε­ρή, ποὺ ἀπὸ τὸ βάρος της ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατέ­βη­κε στὸν τάφο.

Εὐλο­γη­μέ­νος καὶ τρι­σευ­λο­γη­μέ­νος ὁ τάφος ἀπ’ ὅπου ξεπή­δη­σε ὁ ποτα­μὸς τῆς ἀθα­να­σί­ας γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους! Ὁ Ἥρω­ας κατέ­βη­κε στὸν “Ἀδη, ὅπου γκρέ­μι­σε τὸ θρό­νο τοῦ σατα­νᾶ καὶ κατέ­στρε­ψε ὅλες τίς σκευω­ρί­ες καὶ τίς συνω­μο­σί­ες τοῦ ἐναν­τί­ον τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους. ‘Ἀπὸ τὸν τάφο Του ὁ Ἥρω­ας ἀνα­στή­θη­κε, ἀνα­λή­φθη­κε στοὺς οὐρα­νοὺς κι ἄνοι­ξε ἕναν και­νούρ­γιο δρό­μο στὴν πολι­τεία τῶν ζων­τα­νῶν. Ἀφά­νι­σε μὲ τὴ δύνα­μή Του την κόλα­ση καὶ δόξα­σε τὸ σῶμα του, ἀνα­σταί­νον­τάς το «ἐκ νεκρῶν». Κι ολ’ αὐτὰ μὲ τὴν ἀνυ­πέρ­βλη­τη δύνα­μή Του, ποὺ εἶναι ἀδιαί­ρε­τη ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Ἁπλὸς καὶ ταπει­νὸς σὰν ἀρνὶ ὁ Κύριος βάδι­σε πρὸς τὸ πάθος καί το θάνα­το. Δυνα­τὸς ὡς Θεὸς ὑπό­μει­νε τὸ πάθος καὶ νίκη­σε τὸ θάνα­το. Ἡ Ἀνά­στα­σή Τοῦ εἶναι πραγ­μα­τι­κὸ γεγο­νός. Καὶ ταυ­τό­χρο­να εἶναι ἡ προ­φη­τεία καὶ ἡ προ­τύ­πω­ση τῆς δικῆς μας ἀνά­στα­σης. «Σαλ­πί­σει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερ­θή­σον­ται ἄφθαρ­τοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλα­γη­σό­με­θα» (Α΄ Κορ. ιε’ 52).

Ἴσως ρωτή­σουν μερι­κοί: Πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἰσχυ­ρι­στεῖ κανεὶς ὅτι ὁ Χρι­στὸς νίκη­σε τὸ θάνα­το, ἀφοῦ οἱ ἄνθρω­ποι ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ πεθαί­νουν;

Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔρχον­ται στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν κοι­λιὰ τῆς μητέ­ρας τους, θ’ ἀνα­χω­ρή­σουν ἀπ’ αὐτὸν μὲ τὸ θάνα­το, θὰ μποῦν στὸν τάφο. Ὁ κανό­νας αὐτὸς εἶναι. Γιά μας ὅμως ποὺ πεθαί­νου­με ἐν Χρι­στῷ ὁ θάνα­τος δὲν εἶναι σκο­τει­νὴ ἄβυσ­σος, ἀλλὰ γέν­νη­ση σὲ μιὰ και­νούρ­για ζωή, εἶναι ἐπι­στρο­φὴ στὴν πατρί­δα μας. Ὁ τάφος γιὰ μᾶς δὲν εἶναι πιὰ σκο­τά­δι αἰώ­νιο ἀλλὰ πύλη, ὅπου μᾶς ἀνα­μέ­νουν οἱ πανέν­δο­ξοι ἄγγε­λοι τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ ἡ ψυχή τους εἶναι γεμά­τη ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ τὸν ὡραῖο καὶ στορ­γι­κὸ Κύριο, ὁ τάφος δὲν εἶναι παρὰ τὸ τελευ­ταῖο ἐμπό­διο πρὸς τὴν παρου­σία Του. Καὶ τὸ ἐμπό­διο αὐτὸ εἶναι τόσο ἀδύ­να­μο, ὅσο ὁ ἱστὸς μιᾶς ἀρά­χνης. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἀνα­φω­νεῖ: «Ἔμοὶ τὸ ζῇν Χρι­στὸς καὶ τὸ ἀπο­θα­νεῖν κέρ­δος» (Φιλιπ. Ἅ’21).

Πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με πῶς ὁ Χρι­στὸς δὲ νίκη­σε το θάνα­το, ὅταν ὁ θάνα­τος δὲν ἀντέ­χει τὴν παρου­σία Του; Ὁ τάφος δὲν εἶναι πιὰ βαθιὰ ἄβυσ­σος, για­τί γέμι­σε μὲ τὴν παρου­σία Του. Δὲν εἶναι πιὰ σκο­τει­νὸς ὁ τάφος, για­τί ὁ Χρι­στὸς τὸν φώτι­σε. Δὲν φοβί­ζει πιὰ ὁ τάφος, δὲν τρο­μά­ζει, για­τί δὲ σημα­το­δο­τεῖ τὸ τέρ­μα, μὰ τὴν ἀρχή. Δὲ συνι­στᾷ τὴν αἰώ­νια πατρί­δα μας, ἀλλὰ μόνο τὴν πύλη πρὸς τὴν πατρί­δα αὐτή. Ἡ δια­φο­ρὰ ἀνά­με­σα στὸ θάνα­το πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτήν, εἶναι ὅπως ἡ δια­φο­ρὰ ἀνά­με­σα σὲ μιὰ κατα­στρο­φι­κὴ πυρ­κα­γιὰ καὶ στὴ φλό­γα τοῦ καν­τη­λιοῦ. Ἡ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι θεμε­λιώ­δης. Μὲ τὴν Ἀνά­στα­σή Τοῦ, «κατε­πό­θῃ ὁ θάνα­τος εἰς Νίκος» (Α ́κόρ. ιε’ 54).

Ὑπάρ­χουν κι ἄλλοι ποὺ θὰ ρωτή­σουν: Πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ἰσχυ­ρι­στοῦ­με πῶς ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Χρι­στὸς νίκη­σε τὴν ἁμαρ­τία, ἀφοῦ οἱ ἄνθρω­ποι ἐξα­κο­λου­θοῦν ν’ ἁμαρ­τά­νουν;

Ὁ Κύριος νίκη­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὴν ἁμαρ­τία. Τὴ νίκη­σε μὲ τὴν ἄσπο­ρο σύλ­λη­ψη καὶ γέν­νη­σή Του. Στὴ συνέ­χεια μὲ τὴν ἁγνὴ καὶ ἀνα­μάρ­τη­τη ζωή του στὴ γῆ. Μετὰ μὲ τὸ πάθος του στὸ σταυ­ρό, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν δίκαιος. Καὶ στὸ τέλος τὴ νίκη Του τὴ σφρά­γι­σε μὲ τὴν ἔνδο­ξη Ἀνά­στα­σή Του.

Ὁ Κύριος ἔγι­νε τὸ φάρ­μα­κο, τὸ πιὸ κατάλ­λη­λο κι ἀλά­θευ­το φάρ­μα­κο ἐνάν­τια στὴν ἁμαρ­τία. Ἐκεῖ­νος ποὺ δηλη­τη­ριά­στη­κε ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, μόνο ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ μπο­ρεῖ νὰ θερα­πευ­τεῖ. Ἐκεῖ­νος ποὺ δὲ θέλει ν’ ἁμαρ­τά­νει, μόνο μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ρεῖ νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τὴν ἐπι­θυ­μία του. Ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι βρῆ­καν τὸ φάρ­μα­κο γιὰ τὴν εὐλο­γιὰ εἶπαν: Τὴ νική­σα­με τὴν ἀρρώ­στια αὐτή. Τὸ ἴδιο εἶπαν ὅταν βρῆ­καν τὸ φάρ­μα­κο γιὰ τὴν ἀμυ­γδα­λί­τι­δα, γιὰ τὸν πονό­δον­το, γιὰ τὴν οὐρι­κὴ ἀρθρί­τι­δα καὶ γι’ ἄλλες παρό­μοιες ἀρρώ­στιες. Τίς νική­σα­με, θριαμ­βο­λο­γοῦ­σαν. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ἡ εὕρε­ση φαρ­μά­κου γιὰ κάποια ἀρρώ­στια, εἶναι νίκη κατά τῆς ἀρρώ­στιας.

Ὁ Χρι­στὸς εἶναι μακρὰν ὁ μέγι­στος Ἰατρὸς στὴν ἀνθρώ­πι­νη ἱστο­ρία, για­τί μᾶς ἔδω­σε τὸ φάρ­μα­κο γιὰ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη ἁμαρ­τία. Κι ἡ ἁμαρ­τία εἶναι ἐκεί­νη ἀπὸ τὴν ὁποία γεν­νιοῦν­ται ὅλα τ’ ἄλλα πάθη τοῦ ἀνθρώ­που, τόσο τὰ σωμα­τι­κὰ ὅσο καὶ τὰ ψυχι­κά. Τὸ φάρ­μα­κο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός, ὁ ἀνα­στη­μέ­νος καὶ ζων­τα­νὸς Κύριος. Εἶναι τὸ μονα­δι­κὸ καὶ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὸ φάρ­μα­κο ἐναν­τί­ον τῆς ἁμαρ­τί­ας. Ἄν ἀκό­μα καὶ σήμε­ρα οἱ ἄνθρω­ποι ἁμαρ­τά­νουν κι ἡ ἁμαρ­τία τους ὁδη­γεῖ στὴν κατα­στρο­φή, αὐτὸ δὲ σημαί­νει πῶς ὁ Χρι­στὸς δὲ νίκη­σε τὴν ἁμαρ­τία, ἀλλ’ ὅτι οἱ ἄνθρω­ποι δὲν πῆραν τὸ μονα­δι­κὸ φάρ­μα­κο κατὰ τῆς ἀρρώ­στιας αὐτῆς. Σημαί­νει πῶς αὐτοὶ δὲ γνω­ρί­ζουν ἀρκε­τὰ τὸ Χρι­στὸ ὡς φάρ­μα­κο ἢ κι ἂν ἀκό­μα τὸν γνω­ρί­ζουν, δὲν τὸν χρη­σι­μο­ποιοῦν γιά τον ἄλφα ἤ τον βῆτα λόγο.

Ἡ ἱστο­ρία μαρ­τυ­ρεῖ μὲ χιλιά­δες καὶ μυριά­δες φωνές, πῶς ἐκεῖ­νοι ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦν τὸ φάρ­μα­κο αὐτὸ γιὰ τὴν ψυχή τους θερα­πεύ­ον­ται, γίνον­ται ὑγιεῖς. Γνω­ρί­ζον­τας τὴν ἀδυ­να­μία τῆς ὕπαρ­ξής μας ὁ Κύριος πρό­τει­νε τὸ φάρ­μα­κο αὐτὸ στοὺς πιστούς. Πρό­σφε­ρε τὸν ἑαυ­τό Του σ’ αὐτούς, γιὰ νὰ τὸν λάβουν μὲ τὴν ὑλι­κὴ μορ­φὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Καὶ τό ‘κανε αὐτὸ Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγα­πᾷ κάθε ἄνθρω­πο μὲ τὴν ἀμέ­τρη­τη ἀγά­πη Του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διευ­κο­λύ­νει τὴν προ­σέγ­γι­σή του στὸ ζωο­ποιὸ φάρ­μα­κο κατὰ τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ κάθε φθο­ρᾶς ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀπ’ αὐτήν. «Ὁ τρώ­γων μου τὴν σάρ­κα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει καγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ’56).

Ἐκεῖ­νοι ποὺ τρέ­φουν τὴν ἁμαρ­τία μὲ τὴν ἁμαρ­τία, χάνουν στα­δια­κὰ τὴ ζωή τους. Τὴν φθεί­ρει ἡ ἁμαρ­τία. Ἐκεῖ­νοι ὅμως ποὺ τρέ­φον­ται ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ζῶν­τος Κυρί­ου, δρέ­πουν ζωή. Κι ἡ ζωὴ μέσα τους αὐξά­νει συνέ­χεια, ἐνῶ ὁ θάνα­τος ἀπο­μα­κρύ­νε­ται. Κι ὅσο αὐξά­νει ἡ ζωή, τόσο μαραί­νε­ται ἡ ἁμαρ­τία. Τὴν ἀνού­σια καὶ σκο­τει­νὴ γλυ­κύ­τη­τα τῆς ἁμαρ­τί­ας σ’ αὐτοὺς ἀντι­κα­θι­στὰ ἡ χαρο­ποιὸς καὶ ζωο­ποιὸς γλυ­κύ­τη­τα τοῦ Νικη­τῆ Χρι­στοῦ.

Εὐλο­γη­μέ­νοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ δοκί­μα­σαν καὶ γεύ­τη­καν τὸ μυστή­ριο αὐτὸ στὴ ζωή τους. Αὐτοὶ θὰ κλη­θοῦν υἱοὶ φωτὸς καὶ τέκνα τῆς χάρι­τος. Ὅταν ἀνα­χω­ρή­σουν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ θὰ εἶναι σὰ νὰ φεύ­γουν ἀπὸ νοσο­κο­μεῖο, για­τί δὲ θὰ εἶναι πιὰ ἄρρω­στοι.

Ἄς ἀνα­ρω­τη­θοῦ­με τώρα: Ποιόν ἐλευ­θέ­ρω­σε μὲ τὴ νίκη Του ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία καί το θάνα­το καὶ ἀνα­στη­μέ­νος Κύριος; Μήπως το λαὸ ἑνὸς ἔθνους ἢ μιᾶς φυλῆς; Μήπως τοὺς ἀνθρώ­πους κάποιας συγ­κε­κρι­μέ­νης κοι­νω­νι­κῆς τάξης; “Ὄχι, σὲ καμιὰ περί­πτω­ση. Τέτοια ἐλευ­θε­ρία θὰ ἦταν βασι­κὰ ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς φονι­κῆς νίκης ἔγκό­σμιων κατα­κτη­τῶν. Ὁ Κύριος δὲν όνο­μά­στη­κε «Φιλο­ε­βραῖ­ος», «Φιλέλ­λη­νας», «Φιλό­πτω­χος» ἢ «Φιλο­α­ρι­στο­κρά­της». Ἦταν ὁ φίλος τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους. Τὴ νίκη Του τὴν ἤθε­λε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, χωρὶς καμιὰ διά­κρι­ση στὶς δια­φο­ρὲς καὶ τίς ἰδιαι­τε­ρό­τη­τες, ὅπως κάνουν οἱ ἄνθρω­ποι μετα­ξύ τους. Τὴ νίκη Του τὴν κέρ­δι­σε γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴ βοή­θεια ὅλων τῶν πλα­σμά­των τοῦ Θεοῦ, ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων. Καὶ τὴν πρό­σφε­ρε σ’ ὅλους αὐτούς.

Σ’ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ δέχον­ται τὴ νίκη αὐτὴ καὶ τὴν κάνουν δική τους, ὑπο­σχέ­θη­κε αἰώ­νια ζωή, τοὺς ἔκα­νε συγ­κλη­ρο­νό­μους τῆς οὐρά­νιας βασι­λεί­ας Του. Δὲν ἐπι­βάλ­λει σὲ κανέ­ναν τὴ νίκη Του, μ’ ὅλο ποὺ κόστι­σε τοσο πολύ. Ἀφή­νει ἐλεύ­θε­ρους τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ τὴν κάνουν δική τους ἢ νὰ τὴν ἀρνη­θοῦν. Ὅπως ὁ πρῶ­τος ἄνθρω­πος στὸν παρά­δει­σο διά­λε­ξε τὴν πτώ­ση, το θάνα­το καὶ τὴν ἁμαρ­τία στὰ χέρια τοῦ σατα­νᾶ, ἔτσι καὶ τώρα εἶναι ἐλεύ­θε­ρος νὰ δια­λέ­ξει ζωὴ καὶ σωτη­ρία στὰ χέρια τοῦ Νικη­τῆ Θεοῦ. Ἡ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι βάλ­σα­μο, ζωο­ποιὸ βάλ­σα­μο γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, ὅλους ἐκεί­νους ποὺ ἔχουν προ­σβλη­θεῖ ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ τοῦ θανά­του.

Τὸ βάλ­σα­μο αὐτὸ κάνει τοὺς ἄρρω­στους ὑγιεῖς, τοὺς ὑγιεῖς ἀκό­μα ὑγιέ­στε­ρους.

Τὸ βάλ­σα­μο αὐτὸ ἀνα­σταί­νει τοὺς νεκροὺς καὶ δίνει πλη­ρέ­στε­ρη ζωὴ στοὺς ζων­τα­νούς.

Τὸ βάλ­σα­μο αὐτὸ κάνει τὸν ἄνθρω­πο σοφό, τὸν ἐξευ­γε­νί­ζει, τὸν θεο­ποιεῖ. Αὐξά­νει τὴ δύνα­μή του καὶ τὴν κάνει ἑκα­τον­τα­πλά­σια, ἀνα­βι­βά­ζει τὴν ἀξία τοῦ πάνω ἀπ’ ὅλη τὴ φύση, τὸν φτά­νει ἴσα­με τὴ λαμ­πρό­τη­τα καὶ τὸ κάλ­λος τῶν ἀγγέ­λων καὶ τῶν ἀρχαγ­γέ­λων τοῦ Θεοῦ.

Ἀγα­πη­μέ­νο καὶ ζωο­ποιὸ βάλ­σα­μο! Ποιό χέρι δὲ θ’ ἁπλω­νό­ταν νὰ σὲ πάρει; Ποιά καρ­διὰ δὲ θὰ σὲ ἔβα­ζε στὶς πλη­γές της; Ποιός λάρυγ­γας δὲ θὰ ὑμνοῦ­σε τὰ μεγα­λεῖα σου; Ποιά πένα δὲ θὰ κατέ­γρα­φε τὰ θαυ­μά­σια κατορ­θώ­μα­τά σου; Ποιό ἀβά­κιο δὲ θ’ ἀπα­ριθ­μοῦ­σε ὅλες τίς θερα­πεῖ­ες ἄρρω­στων ἀνθρώ­πων καὶ τίς νεκρα­να­στά­σεις ποὺ ἔχεις κάνει ὼς σήμε­ρα; Πόσα δάκρυα εὐγνω­μο­σύ­νης δὲ θὰ χύνον­ταν γιὰ σένα;

Ἐλᾶ­τε λοι­πόν, ἀδελ­φοί μου, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ φοβᾶ­στε το θάνα­το. Ἐλᾶ­τε πιὸ κον­τά, προ­σεγ­γί­στε τὸ Νικη­τὴ Χρι­στό, τὸν ἀνα­στη­μέ­νο. Ἐκεῖ­νος θὰ σᾶς ἐλευ­θε­ρώ­σει ἀπό το θάνα­το κι ἀπό το φόβο τοῦ θανά­του.

Ἐλᾶ­τε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ζεῖ­τε μὲ τὴ ντρο­πὴ τῶν κρυ­φῶν καὶ φανε­ρῶν ἁμαρ­τιῶν σας. Πλη­σιά­στε στὴ ζων­τα­νὴ πηγὴ ποὺ ξεπλέ­νει καὶ καθα­ρί­ζει, ἐκεί­νη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει καὶ τὸ πιὸ μαῦ­ρο δοχεῖο λευ­κό­τε­ρο ἀπὸ τὸ χιό­νι.

Ἐλᾶ­τε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἀνα­ζη­τᾶ­τε ὑγεία, δύνα­μη, ὀμορ­φιὰ καὶ χαρά. Ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Χρι­στὸς εἶναι ἡ πλού­σια πηγὴ ὅλων αὐτῶν. Σᾶς ἀνα­μέ­νει μὲ ἀγά­πη καὶ προ­σμο­νή, δὲ θέλει νὰ χαθεῖ κανέ­νας.

Προ­σκυ­νῆ­στε τὸν Κύριο σωμα­τι­κὰ καὶ ψυχι­κά. Ἔνω­θεῖ­τε μαζὶ Τοῦ «κατὰ νοὺν καὶ κατὰ διά­νοιαν». Ἀγκα­λιά­στε τον μὲ ὅλη σας τὴν καρ­διά. Μὴ προ­σκυ­νᾶ­τε τὸν κατα­κτη­τή, ἀλλὰ τὸν Ἐλευ­θε­ρω­τή. Μὴ συν­δέ­ε­στε μὲ τὸν κατα­στρο­φέα, ἀλλὰ μέ το Σωτῆ­ρα. Μὴν ἀγκα­λιά­ζε­τε τὸν ξένο, ἀλλὰ τὸ στε­νὸ συγ­γε­νῆ σας, τὸν ἀγα­πη­μέ­νο σας φίλο.

Ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Κύριος εἶναι τὸ θαῦ­μα τῶν θαυ­μά­των! Ὁ Κύριος ὅμως ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ σένα, τὴν ἴδια πρω­ταρ­χι­κὴ φύση ποὺ εἶχε κι ὁ Ἀδὰμ στὸν παρά­δει­σο.

Ἡ ἀνθρώ­πι­νη φύση δὲ δημιουρ­γή­θη­κε γιὰ νὰ δου­λω­θεῖ στὴν ἄλο­γη φύση ποὺ τὴν περι­βάλ­λει, ἀλλὰ νὰ κυβερ­νή­σει τὴ φύση μὲ τὴ δύνα­μή της. Ἡ ἀλη­θι­νὴ φύση τοῦ ἀνθρώ­που δὲν εἶναι ἀνά­ξια καὶ τιπο­τέ­νια, ἄρρω­στη, θνη­τή κι ἁμαρ­τω­λή. Εἶναι ὑγι­ής, ἔνδο­ξη, ἀθά­να­τη κι ἀνα­μάρ­τη­τη.

Ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Κύριος διέρ­ρη­ξε τὸ παρα­πέ­τα­σμα ποὺ χώρι­ζε τὸν ἀλη­θι­νὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν ἀλη­θι­νὸ ἄνθρω­πο. Μᾶς ἀπο­κά­λυ­ψε στὸν Ἑαυ­τό Του τὴ μεγα­λο­σύ­νη καὶ τὸ κάλ­λος καὶ τοῦ Ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Κανέ­νας ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό, παρὰ μόνο μέσῳ τοῦ ἀνα­στη­μέ­νου Κυρί­ου Ἰησοῦ. Ἀλλὰ καὶ κανέ­νας ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὸν ἀλη­θι­νὸ ἄνθρω­πο, παρὰ μόνο μέσῳ τοῦ ἀνα­στη­μέ­νου Ἰησου.

Ὁ Χρι­στὸς Ἀνέ­στῃ, ἀδελ­φοί μου!

Μὲ τὴν Ἀνά­στα­σή Του ὁ Χρι­στὸς κυριάρ­χη­σε στὴν ἁμαρ­τία καὶ τὸ θάνα­το, κατέ­στρε­ψε τὸ σκο­τει­νὸ βασί­λειο τοῦ σατα­νᾶ, ἐλευ­θέ­ρω­σε τὴ δου­λω­μέ­νη ἀνθρώ­πι­νη φύση καὶ φανέ­ρω­σε τὰ μεγα­λύ­τε­ρα μυστή­ρια σχε­τι­κὰ μέ το Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρω­πο. Σ’ Ἐκεῖ­νον πρέ­πει ὁ ὕμνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὁ Λόγος

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1, 1)

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ἀγα­πη­τοί, τὸ Εὐαγ­γέ­λιον που δια­βά­ζε­ται στὴ θεία λει­τουρ­γία τοῦ Πάσχα, στὴν ἑορ­τὴ τῆς ἐνδό­ξου ἀνα­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, εἶνε τὸ πιὸ δύσκο­λο, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ὑψη­λὸ σὲ νοή­μα­τα Εὐαγ­γέ­λιο ὅλου τοῦ ἔτους. Εἶνε ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου του Ἰωάν­νου. Ἡ ἀρχὴ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου αὐτοῦ δια­φέ­ρει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν ἄλλων τριῶν εὐαγ­γε­λί­ων, ποὺ ἔγρα­ψαν οἱ εὐαγ­γε­λι­σταὶ Ματ­θαῖ­ος, Μάρ­κος καὶ Λου­κᾶς. Ὅπως παρα­τη­ρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος, ὁ Ματ­θαῖ­ος ἀρχί­ζει τὸ Εὐαγ­γέ­λιό του ἀπὸ τὸν Ἡρώ­δη το βασι­λιᾶ. Ὁ Μάρ­κος ἀπὸ τὸν Ἰωάν­νη τὸν Βαπτι­στή. Ὁ Λου­κᾶς ἀπὸ τὸν Τιβέ­ριο Καί­σα­ρα. Ἀλλ’ ὁ Ἰωάν­νης ὁ εὐαγ­γε­λι­στής, προ­κει­μέ­νου νὰ διη­γη­θῇ τὴν ἱστο­ρία τοῦ Χρι­στοῦ, ἀφή­νει τοὺς ἄλλους εὐαγ­γε­λι­στάς, προ­χω­ρεῖ πρὸς τὰ ἄνω, δια­βαί­νει αἰῶ­νες καὶ χιλιε­τί­ες, πετά­ει συνε­χῶς καὶ φθά­νει στὸ «ἐν ἀρχῇ».

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Τί σημαί­νουν τὰ λόγια αὐτά; Πιὸ βαθειὰ λόγια ἀπ’ αὐτὰ δὲν ὑπάρ­χουν στὴν ἁγία Γρα­φή. Εἶνε ἕνας ὠκε­α­νός. Κανέ­νας θεο­λό­γος δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ ποτὲ νὰ κατα­λά­βῃ τελεί­ως τὰ λόγια αὐτά. Τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου ἔχουν μεγί­στη σημα­σία. Πάνω στὰ λόγια αὐτὰ στη­ρί­ζε­ται ἡ ἀλή­θεια, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ τὸ θεμέ­λιο τῆς Χρι­στια­νι­κῆς θρη­σκεί­ας. Ποιά ἀλή­θεια; Ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεός, καὶ ὡς Θεὸς ποὺ εἶνε, εἶνε ὑπε­ρά­νω χρό­νου.

Καὶ γιὰ νὰ μιλή­σου­με ἁπλᾶ καὶ νὰ μᾶς κατα­λά­βουν ὅλοι, λέμε τὰ ἑξῆς. Ἦταν κάπο­τε ἐποχή,ἐποχῆ, ποὺ δὲν ὑπῆρ­χε πάνω στὴ γῆ κανέ­να λου­λού­δι, κανέ­να δέν­τρο, κανέ­να που­λί, κανέ­να ζῶο, κανέ­νας ἄνθρω­πος. Ἦταν κάπο­τε ἐπο­χῆ, ποὺ οὔτε γῆ ὑπῆρ­χε οὔτε φεγ­γά­ρι οὔτε ἥλιος οὔτε ἄστρα. Ἦταν κάπο­τε ἐπο­χῆ ποὺ δὲν ὑπῆρ­χε τίπο­τε ἀπὸ ὅσα ὑπάρ­χουν σήμε­ρα. Ἦταν κάπο­τε ἐπο­χῆ, ποὺ δὲν ὑπῆρ­χαν οὔτε ἄγγε­λοι καὶ ἀρχάγ­γε­λοι. Ὅλα ἔγι­ναν σὲ ὡρι­σμέ­νο χρό­νο. Ἀλλὰ δὲν ὑπῆρ­χε χρό­νος ποὺ νὰ μὴν ὑπάρ­χῃ ὁ Χρι­στός. Ὁ Χρι­στὸς ὑπῆρ­χε αἰω­νί­ως. Ὅπως δὲν μπο­ροῦ­με νὰ χωρί­σου­με τὴν ἀκτῖ­να ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔτσι δέν μπο­ροῦ­με νὰ χωρί­σου­με τὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέ­ρα. Οὔτε μιὰ στιγ­μὴ χρό­νου δὲν χωρί­ζει τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα. «Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦ­μα ἅγιον». Ἁγία Τριάς, ἐλέη­σον τὸν κόσμο κ’ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρ­τω­λούς! Ἡ σκέ­ψη μας στα­μα­τά­ει μπρο­στὰ στὸ μέγα μυστή­ριο, ποὺ καλύ­πτει τὰ τρία πρό­σω­πα τῆς ὁμο­ου­σί­ου καὶ ἀδιαι­ρέ­του Τριά­δος.

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Στὸ Χρι­στὸ ὡς Θεό — ἁρμό­ζουν τὰ λόγια τοῦ προ­φή­του Δαυίδ: «Πρὸ τοῦ ὄρη γενη­θῆ­ναι καὶ πλα­σθῆ­ναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκου­μέ­νην καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶ­νος καὶ ἕως τοῦ αἰῶ­νος σὺ εἶ» (Ψαλμ. 89[90], 2).

Ὁ Χρι­στὸς ὡς Θεὸς εἶνε ἄχρο­νος, ἀόρα­τος, ἀψη­λά­φη­τος, ἀπα­θής. Ποιός μπο­ρεῖ μὲ τὰ μάτια του νὰ δή το Θεό; Ποιός μπο­ρεῖ μὲ τὰ δάχτυ­λά του ν’ ἀγγί­ξῃ το Θεό; Ποιός μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ κάποιο κακὸ στὸ Θεό; Ἄν δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κοι­τά­ξου­με κατά­μα­τα τὸν ἥλιο, για­τί μὲ τὸ δυνα­τό του φῶς θὰ μᾶς τυφλώ­σῃ ἂν δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πλη­σιά­σου­με τὸν ἥλιο, για­τί θὰ μᾶς κάνῃ κάρ­βου­νο ἂν δὲν μπο­ροῦ­με μὲ τὸ σάλιο μᾶς νὰ τὸν σβή­σου­με, ἀσυγ­κρί­τως περισ­σό­τε­ρο δὲν μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με το Θεό, ποὺ ἔκα­νε τὸν ἥλιο καὶ ὅλα τὰ φωτει­νὰ ἄστρα.

Καὶ ὅμως ἐμεῖς οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ καὶ τιπο­τέ­νιοι ἄνθρω­ποι εἴδα­με τὸ Θεό, ἀγγί­ξα­με τὸ Θεό, φτύ­σα­με στὸ πρό­σω­πό του, τὸν χτυ­πή­σα­με, τὸν φραγ­γε­λώ­σα­με, τὸν σταυ­ρώ­σα­με. Πῶς; Για­τί ὁ Θεός, τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς ἁγί­ας Τριά­δος, πῆρε σάρ­κα ἀπὸ τὸ πανά­γιο σῶμα τῆς ὑπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου, ἔγι­νε ἄνθρω­πος σὰν κ’ ἐμᾶς ‑ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία‑, καὶ «ἐσκή­νω­σεν ἐν ἡμῖν», δηλα­δὴ ἔμει­νε μαζί μας. Ἔτσι ὁ ἄχρο­νος ἐμφα­νί­στη­κε ἐν χρό­νο. Ὁ ἀόρα­τος ἔγι­νε ὁρα­τός. Ὁ ἀπα­θὴς παθη­τός.

Ἀλλὰ για­τί ὁ Χρι­στὸς ὀνο­μά­ζε­ται Λόγος; Ἄς φέρου­με πάλι ἕνα παρά­δειγ­μα, ποὺ ἀνα­φέ­ρουν οἱ διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας, γιὰ νὰ ἐννο­ή­σου­με κάπως τὴ λέξι.

Ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ εἶνε εἰκό­να τοῦ Θεοῦ, εἶνε κυρί­ως νοῦς. Ὁ ἄνθρω­πος σκέ­πτε­ται. Μόνος του ἐὰν μεί­νῃ, μπο­ρεῖ ὧρες ὁλό­κλη­ρες νὰ συνο­μι­λῇ μὲ τὸν ἑαυ­τό του, νὰ ἐξε­τά­ζῃ, νὰ ἐρευ­νᾷ, νὰ λύνῃ προ­βλή­μα­τα. Πολ­λὲς φορὲς εἶνε τόσο ἀπορ­ρο­φη­μέ­νος ἀπὸ τὴ σκέ­ψι, ὥστε λησμο­νεῖ τὸ περι­βάλ­λον του, ζῆ σ’ ἕνα κόσμο ἀνώ­τε­ρο, γίνε­ται ὅλος νοῦς. Αὐτὸ ποὺ διαρ­κῶς σκέ­πτε­ται, λέγε­ται λόγος ἐνδιά­θε­τος. Ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ σκέ­πτε­ται δὲν τὸ κρύ­βει πάν­το­τε μέσα του ὁ ἄνθρω­πος. Φανε­ρώ­νει τίς σκέ­ψεις του καὶ στοὺς ἄλλους. Πῶς; Μὲ τὸ λόγο τὸν προ­φο­ρι­κό. Ὁ νοῦς σκέ­πτε­ται καὶ ὁ νοῦς πάλι εἶνε ἐκεῖ­νος ποὺ ὁμι­λεῖ καὶ ἐπι­κοι­νω­νεῖ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Ἐνδιά­θε­τος λόγος καὶ προ­φο­ρι­κὸς λόγος εἶνε ὁ ἴδιος.

Ποιός γνω­ρί­ζει τί σκέ­πτε­ται ὁ Θεός; Κανείς ἀπο­λύ­τως. Ἐὰν δὲν γνω­ρί­ζου­με τί σκέ­πτε­ται καὶ ἄνθρω­πος, ποὺ εἶνε δίπλα μας, πῶς εἶνε δυνα­τὸν νὰ γνω­ρί­σου­με τίς σκέ­ψεις, τίς βου­λὲς τοῦ Θεοῦ; Τίς σκέ­ψεις τοῦ ἀνθρώ­που φανε­ρώ­νει ὁ λόγος, ὁ προ­φο­ρι­κὸς λόγος. Τίς σκέ­ψεις τοῦ Θεοῦ φανέ­ρω­σε στὸν κόσμο ὁ Χρι­στός. Αὐτὸς μίλη­σε καὶ μᾶς εἶπε πράγ­μα­τα, ποὺ κανέ­νας μὰ κανέ­νας ἄνθρω­πος, ὅσο σοφὸς κι ἂν ἦταν, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ξέρῃ. Μίλη­σε ὁ Χρι­στὸς καὶ ἀπε­κά­λυ­ψε οὐρά­νιο κόσμο, καὶ οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ τὸν ἄκου­σαν ἔμει­ναν ἐκστα­τι­κοί, λέγον­τας, ὅτι «οὐδέ­πο­τε οὕτως ἐλά­λη­σεν ἄνθρω­πος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρω­πος» (Ἰωάν. 7, 46). Ὁ λόγος του ἦταν ἀπο­κά­λυ­ψις. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος: «Τὰ ρήμα­τα καὶ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυ­τοῦ οὐ,οὗ λαλῶ» (Ἰωάν. 14, 10).

Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶνε ὅπως καὶ λόγος τῶν ἀνθρώ­πων. Οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώ­πων δὲν ἔχουν δύνα­μι νὰ γίνων­ται ἀμέ­σως ἔργα μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στά. Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε παν­το­δύ­να­μος. Μὲ τὸ λόγο του καὶ μόνο «οἱ οὐρα­νοὶ ἐστε­ρε­ώ­θη­σαν» (Ψαλμ. 32, 6). Μὲ τὸ λόγο του καὶ μόνο τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς, κου­φοί ἄκου­σαν, παρά­λυ­τοι περ­πά­τη­σαν, λεπροὶ καθα­ρί­σθη­καν, νεκροὶ ἀνα­στή­θη­καν. Γι’ αὐτὸ ὁ Χρι­στός, τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς ἁγί­ας Τριά­δος, ὀνο­μά­ζε­ται ΛΟΓΟΣ. «Πάν­τα δι’ αὐτοῦ ἐγέ­νε­το, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγέ­νε­το οὐδὲ ἓν ὅ γέγο­νεν» (Ἰωάν. 1, 3).

Ἀγα­πη­τοί μου!

Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Πάσχα δὲν εἶνε εὔκο­λο. Χίλιες ἑρμη­νεῖ­ες δὲν φθά­νουν γιὰ νὰ τὸ κατα­λά­βου­με. Χρειά­ζε­ται φωτι­σμὸς Θεοῦ. Ἄς παρα­κα­λέ­σου­με τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς φωτί­σῃ, καὶ τότε θὰ λάμ­ψῃ τὸ φῶς τῆς ἀλη­θεί­ας μέσ’ στὴν καρ­διά μας καὶ θὰ γίνου­με μακά­ριοι θεα­ταὶ τῆς δόξης τοῦ Λόγου, τοῦ μονο­γε­νοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁποῖ­ος ἔγι­νε ἄνθρω­πος, ἔζη­σε, συνα­νε­στρά­φῃ μὲ τοὺς ἀνθρώ­πους, μίλη­σε στοὺς ἀνθρώ­πους, φανέ­ρω­σε σ’ αὐτοὺς τίς βου­λὲς τοῦ Θεοῦ, μὲ μύρια θαύ­μα­τα ἀπέ­δει­ξε ὅτι ὁ λόγος τοῦ εἶνε παν­το­δύ­να­μος, τέλος ἔπα­θε τὰ φρι­κτὰ πάθη, ἐσταυ­ρώ­θῃ, ἐτά­φῃ, καὶ ἀνέ­στῃ ἐκ νεκρῶν γιὰ τὴν σωτη­ρία μας.

«Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς αἰῶ­νας αἰώ­νων».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek