ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ
-
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, αγαπητοί μου, όπως είπαμε και άλλοτε, δεν έμενε πάντοτε στον ίδιο τόπο. Πήγαινε από πόλι σε πόλι, από χωριό σε χωριό, για να κηρύξη σ’ όλους τους ανθρώπους. Και ένα μόνο άνθρωπο αν συναντούσε, καθόταν και τον δίδασκε, όπως παραδείγματος χάριν τη Σαμαρείτιδα.
Ήλιος ήταν ο Χριστός, ήλιος πνευματικός, και ήθελε παντού να σκορπίζη τις ακτίνες της θείας διδασκαλίας του, που διαλύουν τα πυκνά σκοτάδια και φωτίζουν, θερμαίνουν και γλυκαίνουν τις ψυχές. -
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ, ἀγαπητοί μου, στοὺς πολλους ἢ ἰδέα, ὅτι τὸ χρῆμα, ὁ παρᾶς, εἶνε παντοδύναμος. Ὅποιος ἔχει λεφτά, ἀκοῦς νὰ λένε, κάνει ὅ,τι θέλει. Μὲ τὰ λεφτὰ ἀνοίγει ὅλες τίς πόρτες. Τὰ λεφτὰ εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδί. Καὶ μέγαρο κτίζεις, καὶ μὲ πολυτελέστατα ἔπιπλα τὸ ἐπιπλώνεις, καὶ καλοριφὲρ βάζεις, καὶ αὐτοκίνητο παίρνεις, καὶ ἐκδρομὲς κάνεις στὸ ἐσωτερικὸ καὶ στὸ ἐξωτερικό, καὶ τὰ παιδιά σου σπουδάζεις καὶ τὰ στέλνεις στὸ ἐξωτερικὸ καὶ γίνονται μεγάλοι ἐπιστήμονες, καὶ τὰ κορίτσια σου παντρεύεις μὲ τοὺς καλύτερους γαμπρούς, καὶ στὰ δικαστήρια βάζεις τοὺς πιὸ δυνατοὺς δικηγόρους, καὶ ὅπου συναντήσῃς δυσκολίες, πληρώνεις καὶ βγαίνεις ἀπ’ τίς δυσκολίες. Ἅμα ἔχῃς λεφτά, ἔχεις ὅλα τὰ μέσα. Ὁ παρᾶς εἶνε χαμοθεός! Αὐτὸ τὸ θεό, τὸ μαμωνά, πέφτουν καὶ προσκυνοῦν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι.
-
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σ’ ὅλους τοὺς ναοὺς διαβάστηκε τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ περιέχει τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Ἡ παραβολὴ αὐτὴ εἶνε μιὰ ἀπὸ τίς ὡραιότερες παραβολὲς ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Μιὰ παραβολή, ποὺ δείχνει ὄχι μόνο τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό, ἀλλὰ καί το δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν κοινωνικὴ εὐτυχία. -
Ὁ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα θαυμάσιο ἀριστούργημα. Καὶ ὅσο κανεὶς διὰ τῆς ἐπιστήμης το ἔρευνα, τόσο περισσότερο θαυμάζει το Δημιουργό, ποὺ ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸ δημιούργησε. Γιὰ πολλὰ πράγματα εἶνε θαυμαστὸς ὁ ἄνθρωπος. Γίνεται ὅμως ἀκόμη πιὸ θαυμαστός, ὅταν κανεὶς σκεφθῇ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία Γραφή, πλάσθηκε νὰ εἶνε ἀθάνατος.
-
ΗΤAN, λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, Σάββατο, ὅταν ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ μιὰ συναγωγή. Τὸ Σάββατο οἱ Ἑβραῖοι τὸ ἔχουν σὰν ἡμέρα λατρείας τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀπαγορεύεται ἡ ἐργασία. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου λέει: «Ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος ἐργασία, ἀλλὰ τὸ Σάββατο πρέπει νὰ εἶνε ἀφιερωμένο στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ» (Ἔξ. 20, 9-10). Αὐστηρὰ τηροῦσαν τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅποιος παρέβαινε τὴν ἐντολὴ καὶ δούλευε τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τιμωροῦνταν μὲ αὐστηρὴ τιμωρία. Ἕνας Ἑβραῖος, ἀναφέρει ἡ ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ τὸ Σάββατο τόλμησε νὰ βγὴ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ πάη στὸ βουνὸ νὰ κόψῃ ξύλα, δικάστηκε γιὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς καὶ καταδικάστηκε σέ θάνατο.
-
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ἕνας, λέει, ἄνθρωπος θέλησε νὰ τιμήσῃ τοὺς φίλους του. Ἑτοίμαζε τραπέζι. Φρόντισε νὰ μὴ λείψῃ τίποτε. Ὅταν ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ εἰδοποιήσῃ τοὺς φίλους του νὰ ἔρθουν στὸ τραπέζι. Ὁ δοῦλος πῆγε καὶ τοὺς κάλεσε. Ἀλλὰ τί περίεργο πρᾶγμα! Ἐνῶ θὰ περίμενε κανείς, ὅλοι αὐτοὶ ποὺ κάλεσε ὁ δοῦλος νὰ δεχθοῦν μὲ εὐχαρίστησε τὴν πρόσκληση καὶ νὰ τρέξουν νὰ πᾶνε στὸ τραπέζι, αὐτοὶ ἀρνήθηκαν, καὶ δικαιολογῶντας τὴν ἄρνησί τους εἶπαν: Ὁ πρῶτος «Ἀγόρασα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ…»…. Ὁ δεύτερος
-
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί, τὸ Εὐαγγέλιο. Δέκα ἦταν. Καὶ οἱ δέκα ἀσθενεῖς. Ἔπασχαν ἀπὸ ἀσθένεια φοβερή. Θεὸς φυλάξοι! Λέπρα ἦταν ἡ ἀσθένειά τους. Λέπρα! Ἀσθένεια πολὺ βασανιστική. Τὸ δέρμα γεμίζει ἀπὸ πληγές. Φαγούρα αἰσθάνεται ὁ ἀσθενὴς ξύνεται συνεχῶς ὕπνος δὲν τὸν παίρνει. Τὸ δέρμα κοκκινίζει, γεμίζει ἀπὸ κάτι λέπια σὰν τὰ λέπια ποὺ ἔχουν τὰ ψάρια. Σαπίζουν τὰ κρέατα. Παραμορφώνεται τὸ πρόσωπο. Ὁ πιὸ ὄμορφος ἄνθρωπος γίνεται ὁ πιὸ ἄσχημος.
-
ΕΝΑΣ, ἀγαπητοί, λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἕνας ἄνθρωπος πλησίασε τὸ Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦταν φτωχὸς γιὰ νὰ ζητήσῃ βοήθεια. Δὲν ἦταν ἄρρωστος γιὰ νὰ ζητήσῃ τὴ θεραπεία του. Δὲν ἦταν γέρος ποὺ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περιμένει το θάνατο κ’ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ παρηγοριὰ γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι ποὺ θὰ κάνῃ στὸν ἄλλο κόσμο. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλησίασε τὸ Χριστὸ ἦταν πλούσιος, ἄρχοντας, ὑγιής, νέος ἀκόμη. Πλούτη, δόξα, δύναμη, ὑγεία, νεότητα, ὅλα τὰ εἶχε. Ἕνας ἄλλος στὴ θέση του θάνατο ποτὲ δὲν θὰ σκεπτόταν. Θὰ νόμιζε πῶς θὰ ζήσῃ μὲ τὰ βουνὰ κι ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν θὰ χὴ τέλος.
-
ΤΟ σημερινό, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα θαῦμα καὶ τοῦ Χριστοῦ. Καθὼς ὁ Χριστὸς πλησίαζε στὴν Ἰεριχώ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἕνας τυφλὸς καθόταν στὸ ἄκρο τοῦ δρόμου καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς περαστικούς. Ἀκούγοντας κόσμο νὰ περνᾷ, ρώτησε νὰ μάθω τί συμβαίνει. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν κοντά του τοῦ ἀπήντησαν: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», δηλαδὴ Περνᾷ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Τότε ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατὰ καὶ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ τὸν θεραπεύσῃ.
-
ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ, ἀγαπητοί, ἕνα σπίτι κινδύνευε νὰ πέσῃ. Τί; Δὲν ἦταν καλὰ χτισμένο; Ὑπάρχουν σπίτια ποὺ δὲν χτίζονται στερεά. Δὲν ἔχουν γερὰ θεμέλια. Γι’ αὐτό, ὅταν συμβῇ νεροποντὴ ἢ γίνῃ σεισμός, τὰ σπίτια αὐτὰ δὲν ἀντέχουν οὔτε στὴν πλημμύρα οὔτε στὸ σεισμό, ἀλλὰ πέφτουν ἀμέσως. Κι ἀλλοίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ κατοικοῦν μέσα. Ἀλλὰ τὸ σπίτι, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε, ἦταν καλὰ χτισμένο. Ἦταν, ὅπως τὸ φανταζόμεθα, ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα σπίτια ποὺ εἶχε μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλις. Ἦταν σπίτι – μέγαρο. Μέσα στὸ σπίτι αὐτὸ κατοικοῦσε ἕνας πλούσιος. Τὸ ὄνομά του Ζακχαῖος. Ὅλοι ὅσοι περνοῦσαν καὶ ἔβλεπαν τὸ σπίτι, ζήλευαν το νοικοκύρη του.
-
ΕΙΝΕ Πρωϊ. Ὁ ἥλιος δὲν βγῆκε ἀκόμη. Δύο ἄνθρωποι Ὁ θεός, ξύπνησαν, πλύθηκαν, ντύθηκαν στὰ γιορτινά τους καὶ χαρούμενοι βγαίνουν ἀπὸ τὸ σπίτι τους. Ποῦ πηγαίνουν; Σὲ γάμο, σὲ χορό, σὲ διασκεδάσεις; Ὀχι. Πηγαίνουν νὰ συναντήσουν το Βασιλιᾶ. Πηγαίνουν στὸ ἀνάκτορο. Κάτι ἀνώτερο πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶνε τὸ παλάτι τοῦ Θεοῦ. Ώ ἡ ἐκκλησία! Ὑπάρχει ἄλλο σπίτι ἀνώτερο; Ἐκεῖ πηγαίνουν. Καὶ ὅμως ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Κάποτε βέβαια θὰ πᾶνε. Θὰ τοὺς πᾶνε μιὰ μέρα, ὅταν πεθάνουν. Μὰ τότε τί τὸ ὄφελος; Τώρα ποὺ εἴμαστε ζωντανοὶ πρέπει νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν πηγαίνουμε. Δὲν πρέπει νὰ λεγόμαστε ἄνθρωποι. Γιατί ἄνθρωπος λέγεται ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔχει σκυμμένο τὸ κεφάλι στὴ γῆ σὰν τὰ κτήνη, ἀλλὰ σηκώνει τὰ μάτια του καὶ βλέπει τὸν οὐρανό, κάνει τὴν προσευχή του καὶ δοξάζει το Θεό. Ἄνθρωποι, «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», φωνάζει ἡ Ἐκκλησία μας.
-
ΥΠΗΡΧΕ, ἀγαπητοί μου, ἕνας πατέρας καλὸς πατέρας. Τέτοιος πατέρας δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Ἦταν γεμᾶτος στοργὴ στὰ δυό του παιδιά. Φρόντιζε νὰ μὴν τοὺς λείπῃ τίποτε. Ζοῦσαν εὐτυχισμένα. Τὰ ἔβλεπε ὁ κόσμος καὶ τὰ ζήλευε. Τί εὐτυχισμένα παιδιά! Ζοῦσαν σὰν πριγκιπόπουλα.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἕνας ξένος, ποὺ φθονοῦσε τὴν εὐτυχία τῶν παιδιῶν, πλησίασε τὸ νεώτερο παιδί. Ὦ τὸν κακό, ὦ τὸν καταραμένο ἄνθρωπο! Σὰν νὰ τὸν ἀκούω νὰ λέη στὸ νεώτερο παιδὶ τοῦ καλοῦ πατέρα -
Ἡ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ἀγαπητοί, εἶνε ἀναγκαῖα. Χωρὶς δικαιοσύνη κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ διαλυθῇ καὶ θὰ γίνῃ φωλιὰ θηρίων, ζούγκλα, ὅπου ἕνας νόμος βασιλεύει, ἡ βία, τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου. Στὴ ζούγκλα τὰ δυνατὰ θηρία κατασπαράζουν καὶ τρῶνε τὰ πιὸ ἀδύνατα. Ἀλλοίμονο, ἂν ὁ νόμος αὐτὸς ἐπικρατήσῃ καὶ στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Γιὰ νὰ μὴν καταντήσουν οἱ κοινωνίες κοπάδια ἀγρίων θηρίων, ποὺ κατασπαράζονται καὶ τρώγονται μεταξύ τους, εἶνε ἀναγκαία ἡ δικαιοσύνη.
-
ΑΥΡΙΟ, ἀγαπητοί μου,ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εἶνε δὲ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ προετοιμασία γιὰ τὴν πιὸ μεγάλη ἑορτὴ τῆς πίστεώς μας, γιὰ τὸ Πάσχα. Καὶ ὅπως μιὰ κόρη ποὺ πρόκειται νὰ κάνῃ γάμο προετοιμάζεται ἀπὸ πολὺν καιρό, ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τίς ἅγιες αὐτὲς μέρες, ποὺ ὁ Χριστὸς ὡς νυμφίος ἔρχεται γιὰ νὰ τελέσῃ γάμο, γιὰ νὰ ἑνωθῇ δηλαδὴ μὲ κάθε ψυχὴ ποὺ τὸν ἀγαπᾷ φλογερὰ καὶ τὸν λατρεύει, πρέπει ὅλοι νὰ προετοιμαστοῦμε. «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…», θ’ ἀκούσουμε τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων.
-
ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ, ἀγαπητοί, δυὸ πρόσωπα μᾶς παρουσιάζει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Φίλιππος ὁ ἕνας, Ναθαναὴλ ὁ ἄλλος. Ἦταν φίλοι. Ἀλλὰ τί φίλοι! Φίλοι σπάνιοι. Ἡ φιλία τους δὲν ἦταν σὰν τίς ψεύτικες φιλίες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ στηρίζονται στὰ λεφτά, σὲ ἰδιοτελῆ καὶ ἁμαρτωλὰ συμφέροντα. Ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ναθαναὴλ δὲν ἦταν φίλοι σὲ χορούς, σὲ μεθύσια, σὲ ἀσωτίες, ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἑνώνωνται προσωρινά, νὰ κάνουν παρέες καὶ σὰν πεινασμένα κοπάδια νὰ τρέχουν γιὰ νὰ βροῦν αὐτὸ ποὺ ζητοῦν.